Μία Συνοπτική Ιστορία της Σοσιαλιστικής Οικονομικής Σκέψης
Gerd Hardach, Dieter Karras, & Ben Fine: A Short History of Socialist Economic Thought (London: Edward Arnold, 1978)
Gerd Hardach, Dieter Karras, & Ben Fine: A Short History of Socialist Economic Thought (London: Edward Arnold, 1978)
Mεταφραση Ελένης Δημητριάδη
Ι
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞ
Στο δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα η βιομηχανική επανάσταση άρχισε να εξαπλώνεται, πρώτα στην Βρετανία και αργότερα στην Ηπειρωτική Ευρώπη, φέρνοντας μαζί της και μία ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η κατάσταση θα οδηγούσε σύντομα, όπως πίστευαν πολλοί, σε μία βελτίωση των συνθηκών ζωής όλων των κοινωνικών τάξεων.
Στην αρχή, αυτή η αισιοδοξία δεν έμοιαζε ανεδαφική, σύντομα όμως αποδείχθηκε απατηλή. Το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής αύξησε οπωσδήποτε τον γενικό πλούτο της κοινωνίας στο σύνολό της, αλλά ταυτόχρονα ήρθε στο προσκήνιο και μία συνεχώς αυξανόμενη τάξη μεροκαματιάρηδων, εργατών που το μόνο που είχαν να πουλήσουν ήταν η δύναμή τους για εργασία και των οποίων τα ημερομίσθια μόλις και μετά βίας υπερέβαιναν το επίπεδο της απλής επιβίωσης. Αυτή η αντίθεση πλούτου και φτώχιας βρήκε σύντομα τη θεωρητική της δικαίωση. Για τους πρωτοπόρους οικονομολόγους της Βρετανίας, Thomas Robert MALTHUS (1766-1834) και David RICARDO (1772-1823), και της Γαλλίας, Jean-Baptiste SAY (1767-1832), η δυστυχία των κατώτερων τάξεων αντιστοιχούσε σε έναν νόμο της φύσης, και μάλιστα για εκείνους αυτή η δυστυχία αποτελούσε την προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη: στα δικά τους μάτια, η φτώχεια ήταν το κίνητρο για την παραγωγή. Ωστόσο, ενώ συνεχίζονταν η αντίφαση ότι τώρα η υλική φτώχεια συνυπήρχε με τον κοινωνικό πλούτο, και ενώ οι θεωρητικοί της οικονομίας προσέφεραν εξηγήσεις γι’ αυτήν την κατάσταση, άρχισαν να υψώνονται παράλληλα και οι πρώτες επικριτικές φωνές. Η κριτική του υποτιθέμενου φυσικού χαρακτήρα της φτώχειας εκφράστηκε αρχικά μόνο από μεμονωμένα άτομα και έμεινε χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Παρ’ όλ’ αυτά, καθώς η μιζέρια των κατώτερων τάξεων άρχισε να γίνεται ένα ολοένα και πιο επιτακτικό κοινωνικό πρόβλημα και καθώς η λύση του παρέμενε ανύπαρκτη, τόσο και μεγάλωναν οι κύκλοι αυτών που εξέφραζαν την κριτική τους αντίθεση στον καπιταλισμό.
Καθώς ο καπιταλισμός εξαπλώνονταν συνεχώς σε όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής, και ενώ η απορρέουσα από αυτόν εκμετάλλευση και εξαθλίωση έδινε τροφή σε αμφιβολίες σχετικά με τα οφέλη του νέου μοντέλου παραγωγής, πολλές οικονομικές προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης των εργατών άρχιζαν να αποκτούν έναν όλο και πιο σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Αυτός ο σοσιαλισμός εκδηλώνονταν στο γεγονός ότι στον οικονομικό ατομικισμό του καπιταλιστικού συστήματος έρχονταν τώρα να αντιπαρατεθεί η αρχή της συνεργασίας – της συλλογικής δράσης που απέκλειε τον ατομικό ανταγωνισμό και την επιδίωξη του κέρδους.
Η ιδέα του ‘σοσιαλισμού’ κάτω απ’ αυτήν την έννοια εμφανίσθηκε ουσιαστικά ταυτόχρονα στη Βρετανία και στη Γαλλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1820 και στις αρχές της δεκαετίας του 1830. Ενώ εκείνοι που υποστήριζαν τον σοσιαλισμό και τον θεωρούσαν σαν μία επιλογή εναλλακτική της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης δεν χαρακτηρίζονταν σε καμία περίπτωση από ομοφωνία ως προς τις απόψεις τους σχετικά με τις λεπτομέρειες της δομής αυτής της επιθυμητής ‘δίκαιης’ κοινωνίας, αυτό που τουλάχιστον μοιράζονταν από κοινού ήταν η πίστη τους ότι οι προϋποθέσεις για έναν ανθρώπινο κόσμο απαλλαγμένο από την εκμετάλλευση μπορούσαν να δημιουργηθούν έχοντας σαν βάση τους κοινοτικές οργανώσεις που θα στηρίζονταν στην κοινοκτημοσύνη και παραγωγικούς συνεταιρισμούς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο βέβαια, οι θεωρητικοί περιορίζονταν σε έναν λιγότερο ή περισσότερο ασαφή ορισμό της μελλοντικής μορφής αυτής της κοινωνίας. Κανείς τους δεν μπορούσε να προχωρήσει μακρύτερα και να προτείνει μία θεωρία η οποία θα ήταν ικανή να ασχοληθεί επαρκώς με τα προβλήματα της μετάβασης σε μία σοσιαλιστική κοινωνία και, πιο συγκεκριμένα, να έρθει αντιμέτωπη με τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων εξαιτίας των οποίων ήταν σίγουρο ότι οι προτάσεις για κοινωνική αλλαγή θα έβρισκαν πάντα μπροστά τους την αδράνεια και την εχθρότητα. Αυτή η ανεπάρκεια μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός της έλλειψης οποιασδήποτε κατανόησης των νόμων της κίνησης, των αναπτυξιακών δυνατοτήτων και της ταξικής δομής του καπιταλισμού ο οποίος βρίσκονταν ακόμη στα πρώτα του βήματα, με αποτέλεσμα ‘οι ανώριμες θεωρίες να αντιστοιχούν στο ανώριμο επίπεδο της καπιταλιστικής παραγωγής και στην ανώριμη ανάπτυξη των τάξεων’. Σ’ αυτό το στάδιο η αντιμετώπιση των ερωτημάτων της πολιτικής οικονομίας παρέμενε μονόπλευρη, ασύνδετη από οποιαδήποτε ανάλυση του συνόλου των δομικών και αναπτυξιακών παραγόντων που καθόριζαν τον καπιταλισμό. Η μερική ανάλυση οδηγούσε συχνά στην πεποίθηση ότι αν δίνονταν έμφαση στα μειονεκτήματα του συστήματος τότε αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό για να δημιουργήσει στους κόλπους της άρχουσας τάξης τη λογική επιθυμία για την κατάργηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Εναλλακτικά, οι υποστηρικτές των συνεταιριστικών μορφών παραγωγής πίστευαν ότι οι προτάσεις τους θα προσήλκυαν την υποστήριξη των πλουσίων και ισχυρών, και ότι από την στιγμή που η εγκαθίδρυση τέτοιων θεσμών θα αποτελούσε μία πραγματικότητα, η εσωτερική δυναμική αυτής της ανώτερης μορφής παραγωγής θα αναδιαμόρφωνε προοδευτικά την υπάρχουσα τάξη.
Το πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής προχώρησε με πολύ αργό ρυθμό προς το επίκεντρο των οικονομικών μελετών, και ήταν μόνο στα έργα αυτού του ίδιου του Μαρξ που αποτέλεσε για πρώτη φορά το κεντρικό σημείο της ανάλυσης. Πριν από τον Μαρξ είχαν ήδη υπάρξει κάποιες φωνές που καλούσαν για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής σαν την απαραίτητη προϋπόθεση για τη λύση των κοινωνικών εντάσεων και για την απελευθέρωση των κατώτερων τάξεων, αλλά υπήρχαν και άλλοι που επίσης αντιμάχονταν τον βιομηχανικό καπιταλισμό οι οποίοι υποστήριζαν αντίθετα ότι ο στόχος μιας ‘δίκαιης’ κοινωνίας θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την ίση κατανομή των μέσων παραγωγής σε όλους τους παραγωγούς ή με την αναδιάρθρωση της κατανομής του εισοδήματος με βάση το αίτημα ότι όλοι θα έπρεπε να λαμβάνουν στο ακέραιο το προϊόν του μόχθου τους.
Το πλήρες βεληνεκές των θέσεων από τις οποίες θα μπορούσε να ξεκινήσει μία κριτική της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων μπορεί να παρουσιασθεί καλύτερα αν εξετάσουμε όχι μόνο τους θεωρητικούς των οποίων οι προτάσεις για κοινωνική μεταρρύθμιση περιείχαν στοιχεία της συνεταιριστικής ιδέας, αλλά επίσης και όλους εκείνους που επιχείρησαν να ξεπεράσουν το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής, δηλαδή την κυριαρχία του κεφαλαίου έναντι της εργασίας. Η λογική εξήγηση αυτής της προσέγγισης εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα ερεθίσματα για τη διατύπωση σοσιαλιστικής θεωρίας ήταν κατ’ ουσία η ενορατική σκέψη των υποστηρικτών των συνεταιριστικών μορφών παραγωγής και των οπαδών ενός συστήματος μικροπαραγωγών, και ότι για την ανάπτυξή της η σοσιαλιστική θεωρία έκανε χρήση των επιχειρημάτων και των δύο αυτών σχολών σκέψης.
Ο κύκλος των ανθρώπων που έχουν ομαδοποιηθεί με έναν κάπως επιπόλαιο τρόπο κάτω από την ετικέτα των ‘πρώιμων σοσιαλιστών’ ήταν στην πράξη πολύ ετερογενής. Αν κάποιος προσπαθήσει να τους κατηγοριοποιήσει σύμφωνα με το περιεχόμενο των θεωριών τους, τότε, όπως έχει ήδη υπαινιχθεί, ένα βασικό κριτήριο για την διαφοροποίησή τους είναι η στάση τους απέναντι στην αρχή του ατομικού ανταγωνισμού: η κατάργηση του ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών δεν ήταν μία επιθυμία κοινή για όλους εκείνους που απέρριπταν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και οικειοποίησης.
Το γεγονός ότι κάποιοι θεωρητικοί πρότειναν την διατήρηση του ανταγωνισμού είχε να κάνει με την αφοσίωσή τους στο ιδανικό μιας κοινωνίας που θα απαρτίζονταν από μικροπαραγωγούς. Μ’ αυτήν την έννοια, αυτοί ήταν στραμμένοι προς το παρελθόν, αγνοώντας ή μη μπορώντας να αναγνωρίσουν επαρκώς την τάση του καπιταλισμού προς μία μαζική εργοστασιακή παραγωγή, ενώ συγχρόνως πίστευαν ότι οι συνθήκες του ανταγωνισμού αποτελούσαν τον μοναδικό τρόπο που θα παρείχε το κίνητρο για την επέκταση της παραγωγής.
Σε αντίθεση, εκείνοι οι θεωρητικοί που έβλεπαν τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής – παραγωγή συνδεδεμένη με την ύπαρξη των μηχανών και των εργοστασίων – σαν την προϋπόθεση για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών της κοινωνίας πίστευαν ότι
το εμπόδιο για την βέλτιστη ανάπτυξη των ικανοτήτων του ανθρώπου ήταν αυτός καθαυτός ο ατομικός ανταγωνισμός. Κατά την γνώμη τους, ήταν ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, στη βασική οικονομική αρχή του ανταγωνισμού, όπου μπορούσε κάποιος να εντοπίσει το αίτιο της αντίφασης μεταξύ του πλούτου και της φτώχειας: αυτοί έμοιαζαν να πιστεύουν ότι μόνο η συνεργασία θα μπορούσε να επιτρέψει μία σημαντική αύξηση της παραγωγής και παράλληλα την επίτευξη του στόχου που είχαν για μια ‘δίκαιη’ κατανομή του πλούτου.
Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ήταν ακριβώς εκείνοι οι αντίθετοι στον καπιταλισμό θεωρητικοί οι οποίοι επιθυμούσαν παράλληλα τη διατήρηση του ανταγωνισμού που ήταν οι πλέον εχθρικοί προς το κράτος, δηλαδή προς έναν θεσμό που σύμφωνα με τις κυρίαρχες απόψεις του καιρού εκείνου ήταν απλώς μία αρχή εξουσιοδοτημένη να παρέχει το πλαίσιο της οικονομικής ζωής.
Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ήταν ακριβώς εκείνοι οι αντίθετοι στον καπιταλισμό θεωρητικοί οι οποίοι επιθυμούσαν παράλληλα τη διατήρηση του ανταγωνισμού που ήταν οι πλέον εχθρικοί προς το κράτος, δηλαδή προς έναν θεσμό που σύμφωνα με τις κυρίαρχες απόψεις του καιρού εκείνου ήταν απλώς μία αρχή εξουσιοδοτημένη να παρέχει το πλαίσιο της οικονομικής ζωής.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους διανοητές, όπως ήταν για παράδειγμα ο Thomas HODGSKIN (1783-1869) και ο Pierre Joseph PROUDHON (1809-1865), βρίσκουμε τις απαρχές μιας αναρχικής σύλληψης της έννοιας της κοινωνίας η οποία ήταν βασισμένη στην πεποίθηση ότι στο παρελθόν το κράτος είχε αντιπροσωπεύσει μόνο τα συμφέροντα των τάξεων που κατείχαν τον πλούτο και όχι τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της, όπως και στην πεποίθηση ότι μόνο οι κατάργηση των κρατικών θεσμών θα μπορούσε να αποκαταστήσει την δικαιοσύνη σε ότι αφορούσε το άτομο. Η διαμάχη στους κόλπους των πρώιμων υποστηρικτών των αγροτικών μεταρρυθμίσεων (οι οποίοι θα συζητηθούν ξεχωριστά σ’ αυτήν την μελέτη) ανήκει σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο επειδή κεντρικό ενδιαφέρον αυτών των μεταρρυθμιστών υπήρξε η αλληλοσύνδεση της οικονομικής και της πολιτικής ισχύος και οι πιθανοί εναλλακτικοί τρόποι διάσπασης της συγκέντρωσης εξουσίας.
Πέρα από τις διαφορές που προαναφέρθηκαν, όλοι οι αντιτιθέμενοι στον καπιταλισμό θεωρητικοί ήταν ενωμένοι στην απόρριψη εκ μέρους τους των βασικών αρχών των αστών οικονομολόγων, όπως εκπροσωπούνταν αυτές οι αρχές από συγγραφείς που ξεκινούσαν από τον Malthus και τον Say και έφθαναν στους Ricardo και McCulloch.
Πέρα από τις διαφορές που προαναφέρθηκαν, όλοι οι αντιτιθέμενοι στον καπιταλισμό θεωρητικοί ήταν ενωμένοι στην απόρριψη εκ μέρους τους των βασικών αρχών των αστών οικονομολόγων, όπως εκπροσωπούνταν αυτές οι αρχές από συγγραφείς που ξεκινούσαν από τον Malthus και τον Say και έφθαναν στους Ricardo και McCulloch.
Σε αντίθεση με τους τελευταίους, για τους αντι-καπιταλιστές δεν υπήρχε κανένας φυσικός νόμος που να υπαγορεύει την φτώχεια και κανένας πληθυσμιακός νόμος που να προδιαγράφει ότι η κάθε ελπίδα για την βελτίωση της κατάστασης των μαζών ήταν μη ρεαλιστική και απατηλή. Η πίστη που όλοι μοιράζονταν για έναν κόσμο χωρίς φτώχεια τους έφερνε σε άμεση αντίθεση με τις Μαλθουσιανές διδαχές. Ξανά και ξανά, οι θεωρητικοί που αντιμάχονταν τον καπιταλισμό εξέφραζαν την πεποίθησή τους ότι η φύση είχε παράσχει επαρκή μέσα για την βελτίωση του γενικού επιπέδου ευημερίας και ότι η επίτευξη αυτής της βελτίωσης ήταν απλώς ζήτημα καλύτερης χρήσης των πόρων και μιας πιο ισότιμης κατανομής των αποτελεσμάτων της ανθρώπινης εργασίας.
Συνεχιζεται ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου