αποσπασμα :Οι πρώτες λίστες
Ετσι, η διεθνής αντιτρομοκρατία δημιουργεί μια πραγματική «αγορά» ανταλλαγής ανασφαλειών και τρόμου. Οι συναλλαγές πραγματοποιούνται με την αναγνώριση των υπόπτων ατόμων και των παράνομων οργανώσεων: κάθε υπηρεσία πληροφοριών αναγκάζεται να αναγνωρίσει τους καταλόγους που έχει συντάξει ένα άλλο κράτος προκειμένου να επιτύχει την αμοιβαία αναγνώριση των δικών της.
Η G8 έχει τον δικό της κατάλογο. Οι ΗΠΑ επίσης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει περισσότερους, ανάλογα με το εάν αποσκοπούν στον εντοπισμό οικονομικών συναλλαγών ή στην απαγγελία κατηγορίας κατά ορισμένων ατόμων. Μάλιστα, μερικές ευρωπαϊκές χώρες έχουν λίστες, οι οποίες συχνά δεν δίνονται στη δημοσιότητα. Επιπλέον, σε αυτούς τους επίσημους -ή τουλάχιστον γνωστούς- καταλόγους προστίθενται κι άλλοι, κατά πολύ μακροσκελέστεροι αλλά και μυστικότεροι, καθώς διευρύνουν ακόμα περισσότερο το φάσμα των υπόπτων, με αποτέλεσμα να θεωρούνται ακόμα καλύτεροι.Το παράδειγμα των αμερικανικών no-fly lists (λίστες ατόμων στα οποία δεν επιτρέπεται η επιβίβαση στα αεροσκάφη που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια ή κατευθύνονται στις ΗΠΑ) που συντάχθηκαν μετά το 2001 με βάση την ενοποίηση των διαθέσιμων δεδομένων, είναι χαρακτηριστικό για τον ανυπόληπτο χαρακτήρα των φημών και της παραπληροφόρησης. Δίχως την παραμικρή συνάφεια, μπορεί να περιλαμβάνουν τα πλέον ετερόκλητα άτομα: ένα παιδάκι 11 μηνών ίσως να θεωρηθεί διεθνής τρομοκράτης και -συνεπώς- να κρατηθεί μαζί με τη μητέρα του στο αεροδρόμιο, επειδή το ονοματεπώνυμό του και δύο άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία του (τα οποία κρατούνται μυστικά) συμπίπτουν με εκείνα ενός άλλου ατόμου(3). Στο όνομα της πρόληψης, του δικαιώματος επέμβασης πριν από την εκδήλωση μιας παράνομης πράξης, παρατηρήθηκε μετατόπιση των προτεραιοτήτων, από τη δικαστική αστυνομία ή την κατασταλτική στρατιωτική δράση στη συλλογή πληροφοριών, στην αποθήκευση και στη διαλογή τους, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί ένα παιχνίδι εξομοίωσης των πιθανών μελλοντικών συμπεριφορών, το οποίο θα βασίζεται σε στοιχεία του παρελθόντος. Παρ' όλο που πρόκειται για κάτι ανάμεσα στην επιστήμη και τη μαντεία, σε αυτές τις εκθέσεις για τη μελλοντική συμπεριφορά ορισμένων δυνητικά επικίνδυνων ατόμων, τα οποία πρέπει να συλληφθούν και να τεθούν υπό κράτηση πριν περάσουν, υποτίθεται, στη δράση, στηρίζεται ολόκληρο το δόγμα των αντιτρομοκρατικών πολιτικών. Εντούτοις, η ανάλυση των επανειλημμένων λαθών στα οποία υπέπεσαν οι κυβερνήσεις και οι υπηρεσίες πληροφοριών τους από το 2002 αποδεικνύει ότι αυτή η υποτιθέμενη γνώση σε ζητήματα που αφορούν τη μελλοντική αβεβαιότητα, τη συμπεριφορά των εχθρών και τον έγκαιρο εντοπισμό τους, είναι τουλάχιστον συζητήσιμη. Αλλωστε, αυτό που δικαιολογεί τα βασανιστήρια, τη φυλάκιση, τη στέρηση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη και κάθε άλλη πρακτική που παραβιάζει τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, είναι η βούληση να επιτευχθεί η πρόληψη. Το ζητούμενο είναι πάντοτε η «απόσπαση πληροφοριών», να μιλήσουν ορισμένα άτομα - κι αν αρνηθούν, πρέπει να υποχρεωθεί το σώμα τους να μιλήσει. Πολλά είναι τα μέρη που χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτόν το σκοπό: το Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, το Γκουαντάναμο, αλλά και ένα ολόκληρο αρχιπέλαγος από μυστικές τοποθεσίες κράτησης [στο Αφγανιστάν, στη Συρία, στο Μαρόκο, στην Αίγυπτο... αλλά και σε ευρωπαϊκό έδαφος, όπως στην Πολωνία και στη Ρουμανία(4)] το οποίο σε μεγάλο βαθμό συμπίπτει με τις αμερικανικές και ΝΑΤΟϊκές στρατιωτικές βάσεις.Επτά χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας τους, αποκαλύπτεται η αποτυχία και η αναποτελεσματικότητα αυτών των συστημάτων. Η κακομεταχείριση που υπέστησαν οι ύποπτοι σε όλες αυτές τις βάσεις δεν επέτρεψε τη συλλογή αξιόπιστων πληροφοριών και δεν οδήγησε στην απαγγελία κατηγορητηριών. Οσον αφορά το Γκουαντάναμο, συχνά κρατήθηκαν επ' αόριστον «συνηθισμένοι» άνθρωποι, θύματα των περιστάσεων. Οι περισσότεροι από αυτούς που αφέθηκαν ελεύθεροι δεν ήταν μαχητές που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, αλλά ξένοι που συνελήφθησαν στο Αφγανιστάν (όπου είχαν βρεθεί για τουρισμό, κάποιο γάμο, θρησκευτικούς λόγους ή μερικοί λόγω της πολιτικής τους στράτευσης) και παραδόθηκαν στους Αμερικανούς για να μπορέσουν ορισμένοι να εισπράξουν την επικήρυξη.
Τον Ιανουάριο του 2002, ο αμερικανός νομικός Αλαν Μόρτον Ντέρσοβιτς προσπάθησε να δικαιολογήσει τα «νόμιμα» βασανιστήρια επικαλούμενος -όπως είχαν κάνει πριν από αυτόν και οι γάλλοι στρατιωτικοί στην Αλγερία- το σενάριο του τρομοκράτη που γνωρίζει πού έχει τοποθετηθεί μια βόμβα η οποία σύντομα θα εκραγεί, αλλά αρνείται να το αποκαλύψει.Εγιναν φιλομουσουλμάνοιΣε κάθε περίπτωση, το μόνο βέβαιο είναι ο απόλυτα αντιπαραγωγικός χαρακτήρας αυτών των μεθόδων, καθώς συνέβαλαν -πολύ πιο αποτελεσματικά κι από τις καλύτερες στιγμές της προπαγάνδας της Αλ Κάιντα- στη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού των μουσουλμανικών χωρών, ο οποίος προηγουμένως δεν ήταν ιδιαίτερα εχθρικός απέναντι στους Αμερικανούς (για παράδειγμα στην Ινδία και στην Ινδονησία). Ομως, εκτός από την κυβέρνηση Μπους, υπάρχει ο κίνδυνος να υποφέρει επί δεκαετίες από αυτή την απόρριψη και ολόκληρη η δυτική διπλωματία, ακόμα και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Μάλιστα, ακόμα και η άρνηση των Ευρωπαίων να συμμετάσχουν στις χειρότερες από τις προαναφερθείσες ενέργειες, δεν εμπόδισε την ανάπτυξη μορφών συνενοχής. Η λογική του «εξαιρετικού χαρακτήρα» των περιστάσεων που αναπτύχθηκε στην Ουάσιγκτον, λειτούργησε ασθενέστερα στην Ευρώπη. Εδώ, η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στις κυβερνήσεις που παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα αποδείχθηκε συχνά ότι είχε εξαιρετική σημασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαδραμάτισαν συχνά έναν εξισορροπητικό ρόλο, τον οποίο δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν ούτε το Παναμερικανικό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (το οποίο στερείται της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων), ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βουλή των Λόρδων που συχνά κατηγορείται για το συντηρητισμό της, μπλόκαρε τις πρωτοβουλίες του Τόνι Μπλερ. Ανέτρεψε, ένα προς ένα, τα επιχειρήματα και ακύρωσε όλα τα μέτρα που ήταν αντίθετα με το Habeas corpus. Για παράδειγμα την επ' αόριστον κράτηση σε φυλακές υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς αλλοδαπών που δεν μπορούσαν να απελάσουν. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση των προσωπικών δεδομένων: οι υπηρεσίες πληροφοριών των ευρωπαϊκών χωρών ήταν έτοιμες να συνεργαστούν με τους αμερικανούς ομόλογούς τους. Μάλιστα, στα κρυφά, προχώρησαν συχνά σε συνεργασία. Αλλά, οι εθνικές και, ευρωπαϊκές αρχές ελέγχου, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, άσκησαν τόσο έντονες πιέσεις στις κυβερνήσεις, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στην Επιτροπή, ώστε αναγκάστηκαν να ανεβάσουν τον πήχη των απαιτήσεών τους και να αντιταχθούν στις αμερικανικές αξιώσεις. ...''
Η G8 έχει τον δικό της κατάλογο. Οι ΗΠΑ επίσης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει περισσότερους, ανάλογα με το εάν αποσκοπούν στον εντοπισμό οικονομικών συναλλαγών ή στην απαγγελία κατηγορίας κατά ορισμένων ατόμων. Μάλιστα, μερικές ευρωπαϊκές χώρες έχουν λίστες, οι οποίες συχνά δεν δίνονται στη δημοσιότητα. Επιπλέον, σε αυτούς τους επίσημους -ή τουλάχιστον γνωστούς- καταλόγους προστίθενται κι άλλοι, κατά πολύ μακροσκελέστεροι αλλά και μυστικότεροι, καθώς διευρύνουν ακόμα περισσότερο το φάσμα των υπόπτων, με αποτέλεσμα να θεωρούνται ακόμα καλύτεροι.Το παράδειγμα των αμερικανικών no-fly lists (λίστες ατόμων στα οποία δεν επιτρέπεται η επιβίβαση στα αεροσκάφη που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια ή κατευθύνονται στις ΗΠΑ) που συντάχθηκαν μετά το 2001 με βάση την ενοποίηση των διαθέσιμων δεδομένων, είναι χαρακτηριστικό για τον ανυπόληπτο χαρακτήρα των φημών και της παραπληροφόρησης. Δίχως την παραμικρή συνάφεια, μπορεί να περιλαμβάνουν τα πλέον ετερόκλητα άτομα: ένα παιδάκι 11 μηνών ίσως να θεωρηθεί διεθνής τρομοκράτης και -συνεπώς- να κρατηθεί μαζί με τη μητέρα του στο αεροδρόμιο, επειδή το ονοματεπώνυμό του και δύο άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία του (τα οποία κρατούνται μυστικά) συμπίπτουν με εκείνα ενός άλλου ατόμου(3). Στο όνομα της πρόληψης, του δικαιώματος επέμβασης πριν από την εκδήλωση μιας παράνομης πράξης, παρατηρήθηκε μετατόπιση των προτεραιοτήτων, από τη δικαστική αστυνομία ή την κατασταλτική στρατιωτική δράση στη συλλογή πληροφοριών, στην αποθήκευση και στη διαλογή τους, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί ένα παιχνίδι εξομοίωσης των πιθανών μελλοντικών συμπεριφορών, το οποίο θα βασίζεται σε στοιχεία του παρελθόντος. Παρ' όλο που πρόκειται για κάτι ανάμεσα στην επιστήμη και τη μαντεία, σε αυτές τις εκθέσεις για τη μελλοντική συμπεριφορά ορισμένων δυνητικά επικίνδυνων ατόμων, τα οποία πρέπει να συλληφθούν και να τεθούν υπό κράτηση πριν περάσουν, υποτίθεται, στη δράση, στηρίζεται ολόκληρο το δόγμα των αντιτρομοκρατικών πολιτικών. Εντούτοις, η ανάλυση των επανειλημμένων λαθών στα οποία υπέπεσαν οι κυβερνήσεις και οι υπηρεσίες πληροφοριών τους από το 2002 αποδεικνύει ότι αυτή η υποτιθέμενη γνώση σε ζητήματα που αφορούν τη μελλοντική αβεβαιότητα, τη συμπεριφορά των εχθρών και τον έγκαιρο εντοπισμό τους, είναι τουλάχιστον συζητήσιμη. Αλλωστε, αυτό που δικαιολογεί τα βασανιστήρια, τη φυλάκιση, τη στέρηση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη και κάθε άλλη πρακτική που παραβιάζει τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, είναι η βούληση να επιτευχθεί η πρόληψη. Το ζητούμενο είναι πάντοτε η «απόσπαση πληροφοριών», να μιλήσουν ορισμένα άτομα - κι αν αρνηθούν, πρέπει να υποχρεωθεί το σώμα τους να μιλήσει. Πολλά είναι τα μέρη που χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτόν το σκοπό: το Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, το Γκουαντάναμο, αλλά και ένα ολόκληρο αρχιπέλαγος από μυστικές τοποθεσίες κράτησης [στο Αφγανιστάν, στη Συρία, στο Μαρόκο, στην Αίγυπτο... αλλά και σε ευρωπαϊκό έδαφος, όπως στην Πολωνία και στη Ρουμανία(4)] το οποίο σε μεγάλο βαθμό συμπίπτει με τις αμερικανικές και ΝΑΤΟϊκές στρατιωτικές βάσεις.Επτά χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας τους, αποκαλύπτεται η αποτυχία και η αναποτελεσματικότητα αυτών των συστημάτων. Η κακομεταχείριση που υπέστησαν οι ύποπτοι σε όλες αυτές τις βάσεις δεν επέτρεψε τη συλλογή αξιόπιστων πληροφοριών και δεν οδήγησε στην απαγγελία κατηγορητηριών. Οσον αφορά το Γκουαντάναμο, συχνά κρατήθηκαν επ' αόριστον «συνηθισμένοι» άνθρωποι, θύματα των περιστάσεων. Οι περισσότεροι από αυτούς που αφέθηκαν ελεύθεροι δεν ήταν μαχητές που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, αλλά ξένοι που συνελήφθησαν στο Αφγανιστάν (όπου είχαν βρεθεί για τουρισμό, κάποιο γάμο, θρησκευτικούς λόγους ή μερικοί λόγω της πολιτικής τους στράτευσης) και παραδόθηκαν στους Αμερικανούς για να μπορέσουν ορισμένοι να εισπράξουν την επικήρυξη.
Τον Ιανουάριο του 2002, ο αμερικανός νομικός Αλαν Μόρτον Ντέρσοβιτς προσπάθησε να δικαιολογήσει τα «νόμιμα» βασανιστήρια επικαλούμενος -όπως είχαν κάνει πριν από αυτόν και οι γάλλοι στρατιωτικοί στην Αλγερία- το σενάριο του τρομοκράτη που γνωρίζει πού έχει τοποθετηθεί μια βόμβα η οποία σύντομα θα εκραγεί, αλλά αρνείται να το αποκαλύψει.Εγιναν φιλομουσουλμάνοιΣε κάθε περίπτωση, το μόνο βέβαιο είναι ο απόλυτα αντιπαραγωγικός χαρακτήρας αυτών των μεθόδων, καθώς συνέβαλαν -πολύ πιο αποτελεσματικά κι από τις καλύτερες στιγμές της προπαγάνδας της Αλ Κάιντα- στη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού των μουσουλμανικών χωρών, ο οποίος προηγουμένως δεν ήταν ιδιαίτερα εχθρικός απέναντι στους Αμερικανούς (για παράδειγμα στην Ινδία και στην Ινδονησία). Ομως, εκτός από την κυβέρνηση Μπους, υπάρχει ο κίνδυνος να υποφέρει επί δεκαετίες από αυτή την απόρριψη και ολόκληρη η δυτική διπλωματία, ακόμα και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Μάλιστα, ακόμα και η άρνηση των Ευρωπαίων να συμμετάσχουν στις χειρότερες από τις προαναφερθείσες ενέργειες, δεν εμπόδισε την ανάπτυξη μορφών συνενοχής. Η λογική του «εξαιρετικού χαρακτήρα» των περιστάσεων που αναπτύχθηκε στην Ουάσιγκτον, λειτούργησε ασθενέστερα στην Ευρώπη. Εδώ, η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στις κυβερνήσεις που παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα αποδείχθηκε συχνά ότι είχε εξαιρετική σημασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαδραμάτισαν συχνά έναν εξισορροπητικό ρόλο, τον οποίο δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν ούτε το Παναμερικανικό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (το οποίο στερείται της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων), ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βουλή των Λόρδων που συχνά κατηγορείται για το συντηρητισμό της, μπλόκαρε τις πρωτοβουλίες του Τόνι Μπλερ. Ανέτρεψε, ένα προς ένα, τα επιχειρήματα και ακύρωσε όλα τα μέτρα που ήταν αντίθετα με το Habeas corpus. Για παράδειγμα την επ' αόριστον κράτηση σε φυλακές υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς αλλοδαπών που δεν μπορούσαν να απελάσουν. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση των προσωπικών δεδομένων: οι υπηρεσίες πληροφοριών των ευρωπαϊκών χωρών ήταν έτοιμες να συνεργαστούν με τους αμερικανούς ομόλογούς τους. Μάλιστα, στα κρυφά, προχώρησαν συχνά σε συνεργασία. Αλλά, οι εθνικές και, ευρωπαϊκές αρχές ελέγχου, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, άσκησαν τόσο έντονες πιέσεις στις κυβερνήσεις, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στην Επιτροπή, ώστε αναγκάστηκαν να ανεβάσουν τον πήχη των απαιτήσεών τους και να αντιταχθούν στις αμερικανικές αξιώσεις. ...''