ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΗ 68 Βιβλιοθηκη 16-5-2008
http://www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=16/05/2008
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
Αποσπασματα :
Το άλυτο αίνιγμα του ‘68
Τι ήταν τελικά ο Μάης του ‘68;
Σαράντα χρόνια μετά την αιφνίδια έκρηξη, οι φλόγες της οποίας απλώθηκαν σε πολλές χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, το ερώτημα παραμένει και αναζητάει απάντηση. Ηταν ένα «μεγάλο ξεφάντωμα», ένα «καρναβάλι» , μια «συλλογική τρέλα», ένας «μαραθώνιος της πολυλογίας» (Ραϊμόν Αρόν), μια μίμηση και μια παρωδία των προηγούμενων μεγάλων επαναστάσεων; ‘Η ήταν μια μεγάλη τομή ιστορικής σημασίας, μια «ριζική έκρηξη του καινούριου» και μια μοναδική στιγμή «έκστασης της Ιστορίας» (Εντγκάρ Μορέν);
Ο Αρόν προσπάθησε πρώτος να εντάξει την αναταραχή του Μάη σε ένα ευρύτερο κοινωνιολογικό σχήμα και να την ερμηνεύσει ως «διαλεκτικό» αποτέλεσμα της μεταπολεμικής ευημερίας: η γενιά που έζησε τον Μεσοπόλεμο, γνώρισε την αθλιότητα και τη βαρβαρότητα από πρώτο χέρι και δεν μπορεί να αγνοεί ή να υποτιμά τα ευεργετήματα της πρωτόγνωρης ανάπτυξης που πέτυχε μεταπολεμικά η Δύση· η γενιά που γεννήθηκε μετά το 1944, αδιαφορεί όμως γι’ αυτά τα ευεργετήματα και βλέπει μόνον τις αρνητικές όψεις της κοινωνίας της ευημερίας.
Ο Αντρέ Μαλρό είδε την εξέγερση της νεολαίας σαν εκδήλωση μιας βαθύτερης «κρίσης πολιτισμού», μιας γενικής αποδυνάμωσης των παραδοσιακών ιεραρχιών σε μια κοινωνία που ορίζεται, για πρώτη φορά, από το μέλλον της μάλλον παρά από το παρελθόν της. Αλλοι στοχαστές αμφισβήτησαν «από τα αριστερά» τους επαναστατικούς τίτλους του ‘68. Ετσι, σύμφωνα με τον Ρεζίς Ντεμπρέ, το κίνημα του Μάη πραγματοποίησε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πίστευε ότι έκανε. Πίστευε ότι θα εγκαινιάσει τη μετάβαση προς ένα νέο σοσιαλισμό, ενώ στην πραγματικότητα ανακάλυψε τον «γαλλικό δρόμο προς την Αμερική». Πίστευε ότι θα κάνει την επανάσταση και τελικά συνέβαλε απλώς στην απαλλαγή της γαλλικής κοινωνίας από όλους τους αρχαϊσμούς, που εμπόδιζαν την ελεύθερη ανάπτυξη του κεφαλαίου.
Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, αντιθέτως, το κίνημα του Μάη πάλευε για την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία. Εξέφραζε επομένως νέες διεκδικήσεις και ανάγκες, ένα νέο πολιτικό πεδίο πέρα από τις παραδοσιακές οικονομικές συγκρούσεις. Ο Κλοντ Λεφόρ είδε στον Μάη ένα αντιαυταρχικό, αντικαπιταλιστικό, αντιγραφειοκρατικό κίνημα, χειραφετημένο από το φάντασμα της «καλής κοινωνίας», ένα κίνημα δηλαδή που δεν κυριαρχείται από την πρόθεση να εγκαθιδρύσει μιαν άλλη εξουσία, αλλά επιδιώκει μια «νέα αταξία, τη δημιουργία μιας δημόσιας σφαίρας, που θα επιτρέπει τη διαρκή αμφισβήτηση της τάξης και της εξουσίας. Σύμφωνα με τον Αλέν Τουρέν, ο Μάης του ‘68 αντιπροσώπευε τη νέα μορφή των κοινωνικών συγκρούσεων της μεταβιομηχανικής εποχής, όπου η διανοητική εργασία κατέχει μία κεντρική θέση. Σε αυτή την οπτική, ο Μάης ήταν «το πρώτο αντιτεχνοκρατικό κίνημα», η πρώτη μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στην κυρίαρχη τεχνοκρατία και στους νέους προλετάριους της γνώσης.
Ο Ζιλ Λιποβετσκί, με τη σειρά του, υποστήριξε ότι ο Μάης ήταν η «πρώτη αδιάφορη επανάσταση», ήταν δηλαδή ένα κίνημα που προανάγγειλε την «εποχή του κενού» και επιτάχυνε την έλευση του σύγχρονου ατομικισμού και τη σημερινή αναδίπλωση στην ιδιωτική σφαίρα. Το κίνημα του ‘68 ήθελε να μετατρέψει την κοινωνία σε μια ζεστή και αδελφική κοινότητα, σε ένα μεγάλο συντροφικό «εμείς», και τελικά κατάφερε, παράδοξα, να συμβάλει στη γενική επικράτηση του ναρκισσισμού, δηλαδή ενός «εγωιστικού, αδιάφορου, απαθούς» ατομικισμού.
Ο Ανρί Βεμπέρ, αντιθέτως, έγραψε ότι ο Μάης του ‘68 συνένωσε τρία μεγάλα κινήματα και αυτός ο συνδυασμός τού προσέδωσε την «προωθητική του δύναμη»: ένα κίνημα δημοκρατικό-ελευθεριακό - αντιεραρχικό, που αντιτάχτηκε τόσο στις παραδοσιακές όσο και στις πιο σύγχρονες μορφές καταπιεστικής εξουσίας· ένα κίνημα ηδονιστικό - κοινοτικό, σε αντίθεση τόσο προς τον υποκριτικό πουριτανισμό της παραδοσιακής γαλλικής κοινωνίας όσο και προς τη μαζική μοναξιά, την κρίση επικοινωνίας που γεννάει η επέκταση της εμπορευματοποίησης· και ένα κίνημα ρομαντικό - μεσσιανικό σε αντίδραση προς την απώλεια νοήματος που χαρακτηρίζει τις όλο και πιο ατομικιστικές και τεχνο-γραφειοκρατικές κοινωνίες.
Αναφέραμε συνοπτικά λίγες μόνον από τις πάμπολλες θεωρητικές και πολιτικές ερμηνείες που έχουν προταθεί για τον Μάη του ‘68. Καμία ερμηνεία όμως δεν είναι σε θέση από μόνη της να συλλάβει και να αποδώσει την πολυσημία του φαινομένου. Τα κείμενα που συγκεντρώσαμε σε αυτό το αφιέρωμα φωτίζουν από διάφορες πλευρές τις εσωτερικές αντινομίες, τις ετερογενείς συνιστώσες, αλλά και το νόημα και τον χαρακτήρα αυτού του πολύπλοκου και πολύμορφου κινήματος, που συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο.
Θ.Γ.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2008
Σχόλιο από Νοσφεράτος Μάιος 17, 2008 ΣΤΟ
http://pontosandaristera.wordpress.com/2008/03/14/14-3-2008-2/
1968: Η χρονιά που προαναγγέλλει την παγκοσμιοποίηση
ΤΟΥ ΜΑΡΚΟ ΡΕΒΕΛΙ*
Βάλε Τζούλια. Ηταν η πρώτη Μάρτη του 1968. Η εξέγερση των σπουδαστών έφτανε για πρώτη φορά στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων και στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Για να είμαστε ακριβείς, το ιταλικό ‘68 είχε αρχίσει μερικούς μήνες πριν, ήδη από τα τέλη του 1967, όταν έγιναν καταλήψεις πρώτα στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου -μια αληθινή ιεροσυλία- κι έπειτα στο Παλάτσο Καμπάνα στο Τορίνο. Αλλά οι ειδήσεις είχαν παραμείνει περιορισμένες στις σελίδες των τοπικών εφημερίδων. Θα χρειαστούν οι αστυνομικές δυνάμεις σε διάταξη μάχης, τα αναποδογυρισμένα οχήματα, η φωτιά και οι πέτρες, οι συλλήψεις και οι τραυματίες, προκειμένου το σύστημα των μέσων μαζικής επικοινωνίας να αντιληφθεί τι έγινε. Θα χρειαστεί, με δυο λόγια, η βία ώστε το ‘68 να γίνει γεγονός για τα μέσα ενημέρωσης. Οι επώδυνοι στοχασμοί των εξεγερμένων χριστιανών του Μιλάνου, τα αντι-μαθήματα που έκαναν οι καταληψίες φοιτητές στο Τορίνο, πάνω από ένας μήνας συλλογικής και αυτοδιευθυνόμενης μελέτης από εκατοντάδες νέους που βρίσκονταν σε διανοητική εξέγερση, οι «θέσεις της γνώσης» της Πίζας δεν είχαν συγκεντρώσει κανένα ενδιαφέρον, εκτός από τα πανεπιστημιακά περιβάλλοντα που ήταν σε κατάσταση ξεσηκωμού, ούτε από μέρους της πολιτικής ούτε από μέρους της πληροφόρησης. Οι εικόνες (ακόμα ασπρόμαυρες τότε) από τις μεγάλες σκάλες της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Ρώμης έσκασαν αντίθετα στις τηλεοπτικές οθόνες, με τη δύναμη ενός σεισμού.
Λίγες μέρες αργότερα, στα μέσα του Απρίλη, οι ίδιες εικόνες ανοίγουν τα γερμανικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, με τις βίαιες συγκρούσεις του Βερολίνου, που ακολούθησαν τη σοβαρή απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε -ενός από τους ηγέτες του γερμανικού φοιτητικού κινήματος- που χτυπήθηκε με τρεις σφαίρες από έναν φανατικό ακροδεξιό.
Επειτα είναι η σειρά του Παρισιού, όπου στις 2 Μαΐου οι ακαδημαϊκές αρχές είχαν αποφασίσει την ανταπεργία στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, σε απάντηση προς ορισμένες ενέργειες διαμαρτυρίας από μέρους των σπουδαστών. Ηταν η αρχή του «γαλλικού Μάη». Ο σκληρός πυρήνας του 1968. Ο συμβολικός του τόπος, με τη Σορβόνη στα χέρια των φοιτητών. Το Καρτιέ Λατέν στις φλόγες, τα οδοφράγματα στο Μπουλβάρ Σεν Μισέλ, οι μεγάλες επιβλητικές πορείες με τους διανοούμενους -τον Σαρτρ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, εκείνους του «Nouvel Observateur»- πιασμένους χέρι χέρι επικεφαλής, να σχηματίζουν ζώνη όπως στη δεκαετία του ‘30, και η δύσκολη αλλά εμπρηστική σχέση με τους εργάτες της Μπιγιανκούρ, τους μεταλλουργούς της Ρενό, τις δυνάμεις περιφρούρησης του συνδικάτου CGT. Ολα αυτά μαζί. Ολα συμπιεσμένα σε έναν μόνο μήνα, και μάλιστα σε είκοσι μέρες, με την κορύφωση της γενικής απεργίας στις 20 και 21 Μάη: όλοι ακινητοποιημένοι, από τους μουσικούς της Οπερας ώς τους ταξιτζήδες, από τους σιδηροδρομικούς ώς τις νηπιαγωγούς.
Στο μεταξύ, πέρα από το «σιδηρούν παραπέτασμα», άρχιζε η «άνοιξη» της Πράγας και έμπαινε σε κίνηση η διαδικασία, που μέσα σε λίγο χρόνο θα οδηγήσει στη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία -20 και 21 Αυγούστου-, με τα άρματα μάχης στην πλατεία Σαν Βεντσεσλάο, τον Γιαν Πάλατς να αυτοπυρπολείται και τις τρομερές εικόνες του να κάνουν τον γύρο του κόσμου: ο υπαρκτός σοσιαλισμός που πεθαίνει σε απευθείας σύνδεση, από υπερβολική επίδειξη δύναμης. Σχεδόν ταυτόχρονα, η εξέγερση που ξεσπάει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο Μεξικό, που προετοιμάζεται για ένα άλλο παγκόσμιο γεγονός, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και η σφαγή στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, με τους φοιτητές να πυροβολούνται από ψηλά, από τα ελικόπτερα, μπροστά στα μάτια των δημοσιογράφων όλου του κόσμου, μέχρι τον απρόσμενο επίλογο στις 16 Οκτώβρη: οι δύο μαύροι Αμερικανοί αθλητές -ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος-, νικητές του χρυσού και του χάλκινου μεταλλίου αντίστοιχα, στον αγώνα δρόμου των 200 μέτρων, οι οποίοι, πάνω στο βάθρο, υψώνουν τη δεξιά τους γροθιά μιμούμενοι τον χαιρετισμό της οργάνωσης Black Power. Η χειρονομία τούς κόστισε ακριβά. Εκδιώχτηκαν από τους Αγώνες για «περιφρόνηση της σημαίας» και προσβολή του ολυμπιακού πνεύματος». Αλλά η χειρονομία τους άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι, αυτή τη φορά πάνω στην ψευδή συνείδηση της Δύσης. Ηταν το μακρύ κύμα της έκρηξης που ακολούθησε τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στις 5 Απριλίου του ίδιου χρόνου, με τις κοινότητες των μαύρων 110 αμερικανικών πόλεων σε εξέγερση, τα γκέτο στις φλόγες, 39 νεκρούς, 2.500 τραυματίες και 5.000 συλλήψεις. Στο άλλο ημισφαίριο, τέλος -για να συμπληρώσουμε το παγκόσμιο πανόραμα εκείνης της χρονιάς, της τόσο πυκνής σε γεγονότα, ώστε να παίρνει το ειδικό βάρος μιας ολόκληρης δεκαετίας και ακόμη περισσότερο-, η εξέγερση των Ιαπώνων Ζένγκα Κούρεν, με την πολιορκία των αμερικανικών βάσεων, που αποτελούσαν τα μετόπισθεν του πολέμου στη Νοτιοανατολική Ασία. Και κυρίως η κινεζική πολιτιστική επανάσταση, με τον Μάο Τσε Τουνγκ που προσκαλούσε να «βομβαρδίσουμε το γενικό επιτελείο» και τους ερυθροφρουρούς που επέβαλαν στα πανεπιστήμια τις «ομάδες εργατικού ελέγχου», δίνοντας την αυταπάτη (σήμερα γνωρίζουμε πόσο ψευδής ήταν) μιας αντιγραφειοκρατικής και ελευθεριακής εξέγερσης, μιας «επανάστασης μέσα στην επανάσταση», η οποία διαπνεόταν από το ίδιο πνεύμα του Παρισιού ή της Πράγας, της Ρώμης ή του Μπέρκλεϊ.
..............................................................
ΤΟΥ ΜΑΡΚΟ ΡΕΒΕΛΙ*
Βάλε Τζούλια. Ηταν η πρώτη Μάρτη του 1968. Η εξέγερση των σπουδαστών έφτανε για πρώτη φορά στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων και στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Για να είμαστε ακριβείς, το ιταλικό ‘68 είχε αρχίσει μερικούς μήνες πριν, ήδη από τα τέλη του 1967, όταν έγιναν καταλήψεις πρώτα στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου -μια αληθινή ιεροσυλία- κι έπειτα στο Παλάτσο Καμπάνα στο Τορίνο. Αλλά οι ειδήσεις είχαν παραμείνει περιορισμένες στις σελίδες των τοπικών εφημερίδων. Θα χρειαστούν οι αστυνομικές δυνάμεις σε διάταξη μάχης, τα αναποδογυρισμένα οχήματα, η φωτιά και οι πέτρες, οι συλλήψεις και οι τραυματίες, προκειμένου το σύστημα των μέσων μαζικής επικοινωνίας να αντιληφθεί τι έγινε. Θα χρειαστεί, με δυο λόγια, η βία ώστε το ‘68 να γίνει γεγονός για τα μέσα ενημέρωσης. Οι επώδυνοι στοχασμοί των εξεγερμένων χριστιανών του Μιλάνου, τα αντι-μαθήματα που έκαναν οι καταληψίες φοιτητές στο Τορίνο, πάνω από ένας μήνας συλλογικής και αυτοδιευθυνόμενης μελέτης από εκατοντάδες νέους που βρίσκονταν σε διανοητική εξέγερση, οι «θέσεις της γνώσης» της Πίζας δεν είχαν συγκεντρώσει κανένα ενδιαφέρον, εκτός από τα πανεπιστημιακά περιβάλλοντα που ήταν σε κατάσταση ξεσηκωμού, ούτε από μέρους της πολιτικής ούτε από μέρους της πληροφόρησης. Οι εικόνες (ακόμα ασπρόμαυρες τότε) από τις μεγάλες σκάλες της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Ρώμης έσκασαν αντίθετα στις τηλεοπτικές οθόνες, με τη δύναμη ενός σεισμού.
Λίγες μέρες αργότερα, στα μέσα του Απρίλη, οι ίδιες εικόνες ανοίγουν τα γερμανικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, με τις βίαιες συγκρούσεις του Βερολίνου, που ακολούθησαν τη σοβαρή απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε -ενός από τους ηγέτες του γερμανικού φοιτητικού κινήματος- που χτυπήθηκε με τρεις σφαίρες από έναν φανατικό ακροδεξιό.
Επειτα είναι η σειρά του Παρισιού, όπου στις 2 Μαΐου οι ακαδημαϊκές αρχές είχαν αποφασίσει την ανταπεργία στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, σε απάντηση προς ορισμένες ενέργειες διαμαρτυρίας από μέρους των σπουδαστών. Ηταν η αρχή του «γαλλικού Μάη». Ο σκληρός πυρήνας του 1968. Ο συμβολικός του τόπος, με τη Σορβόνη στα χέρια των φοιτητών. Το Καρτιέ Λατέν στις φλόγες, τα οδοφράγματα στο Μπουλβάρ Σεν Μισέλ, οι μεγάλες επιβλητικές πορείες με τους διανοούμενους -τον Σαρτρ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, εκείνους του «Nouvel Observateur»- πιασμένους χέρι χέρι επικεφαλής, να σχηματίζουν ζώνη όπως στη δεκαετία του ‘30, και η δύσκολη αλλά εμπρηστική σχέση με τους εργάτες της Μπιγιανκούρ, τους μεταλλουργούς της Ρενό, τις δυνάμεις περιφρούρησης του συνδικάτου CGT. Ολα αυτά μαζί. Ολα συμπιεσμένα σε έναν μόνο μήνα, και μάλιστα σε είκοσι μέρες, με την κορύφωση της γενικής απεργίας στις 20 και 21 Μάη: όλοι ακινητοποιημένοι, από τους μουσικούς της Οπερας ώς τους ταξιτζήδες, από τους σιδηροδρομικούς ώς τις νηπιαγωγούς.
Στο μεταξύ, πέρα από το «σιδηρούν παραπέτασμα», άρχιζε η «άνοιξη» της Πράγας και έμπαινε σε κίνηση η διαδικασία, που μέσα σε λίγο χρόνο θα οδηγήσει στη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία -20 και 21 Αυγούστου-, με τα άρματα μάχης στην πλατεία Σαν Βεντσεσλάο, τον Γιαν Πάλατς να αυτοπυρπολείται και τις τρομερές εικόνες του να κάνουν τον γύρο του κόσμου: ο υπαρκτός σοσιαλισμός που πεθαίνει σε απευθείας σύνδεση, από υπερβολική επίδειξη δύναμης. Σχεδόν ταυτόχρονα, η εξέγερση που ξεσπάει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο Μεξικό, που προετοιμάζεται για ένα άλλο παγκόσμιο γεγονός, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και η σφαγή στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, με τους φοιτητές να πυροβολούνται από ψηλά, από τα ελικόπτερα, μπροστά στα μάτια των δημοσιογράφων όλου του κόσμου, μέχρι τον απρόσμενο επίλογο στις 16 Οκτώβρη: οι δύο μαύροι Αμερικανοί αθλητές -ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος-, νικητές του χρυσού και του χάλκινου μεταλλίου αντίστοιχα, στον αγώνα δρόμου των 200 μέτρων, οι οποίοι, πάνω στο βάθρο, υψώνουν τη δεξιά τους γροθιά μιμούμενοι τον χαιρετισμό της οργάνωσης Black Power. Η χειρονομία τούς κόστισε ακριβά. Εκδιώχτηκαν από τους Αγώνες για «περιφρόνηση της σημαίας» και προσβολή του ολυμπιακού πνεύματος». Αλλά η χειρονομία τους άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι, αυτή τη φορά πάνω στην ψευδή συνείδηση της Δύσης. Ηταν το μακρύ κύμα της έκρηξης που ακολούθησε τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στις 5 Απριλίου του ίδιου χρόνου, με τις κοινότητες των μαύρων 110 αμερικανικών πόλεων σε εξέγερση, τα γκέτο στις φλόγες, 39 νεκρούς, 2.500 τραυματίες και 5.000 συλλήψεις. Στο άλλο ημισφαίριο, τέλος -για να συμπληρώσουμε το παγκόσμιο πανόραμα εκείνης της χρονιάς, της τόσο πυκνής σε γεγονότα, ώστε να παίρνει το ειδικό βάρος μιας ολόκληρης δεκαετίας και ακόμη περισσότερο-, η εξέγερση των Ιαπώνων Ζένγκα Κούρεν, με την πολιορκία των αμερικανικών βάσεων, που αποτελούσαν τα μετόπισθεν του πολέμου στη Νοτιοανατολική Ασία. Και κυρίως η κινεζική πολιτιστική επανάσταση, με τον Μάο Τσε Τουνγκ που προσκαλούσε να «βομβαρδίσουμε το γενικό επιτελείο» και τους ερυθροφρουρούς που επέβαλαν στα πανεπιστήμια τις «ομάδες εργατικού ελέγχου», δίνοντας την αυταπάτη (σήμερα γνωρίζουμε πόσο ψευδής ήταν) μιας αντιγραφειοκρατικής και ελευθεριακής εξέγερσης, μιας «επανάστασης μέσα στην επανάσταση», η οποία διαπνεόταν από το ίδιο πνεύμα του Παρισιού ή της Πράγας, της Ρώμης ή του Μπέρκλεϊ.
..............................................................
....................................
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2008
Σαράντα χρόνια πολεμικής στον Μάη του ‘68
ΤΗΣ ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΒΕΡΖΕ-ΣΕΝΙΟΝ*
124 βιβλία εμφανίζονται το 1968 για τα γεγονότα του Μάη. Μεταξύ όλων αυτών των έργων ξεχωρίζει «Η ανεύρετη επανάσταση» του Ραϊμόν Αρόν, που υπαγορεύτηκε εν θερμώ στον Αλέν Ντιαμέλ και δημοσιεύτηκε ήδη από τον Αύγουστο (Raymond Aron «La Revolution introuvable», «Fayard», 1968). Απών από τη Γαλλία από τις 14 ώς τις 20 Μάη, ο Αρόν συνέχιζε να παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων «με μιαν αγανάκτηση που -όπως γράφει- υπερβαίνει όλη την αγανάκτηση που ένιωσα στην ύπαρξή μου». Επισπεύδει την επιστροφή του στο Παρίσι. Στις 29 και 30 Μάη φοβάται την επανάσταση και εγκρίνει την αντίδραση του στρατηγού Ντε Γκολ, συμμετέχοντας στη διαδήλωση στα Ηλύσια Πεδία. Την 1η Ιουνίου, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, χαρακτηρίζει τα γεγονότα σαν ένα ψυχόδραμα. Αυτός ο πολεμικός χαρακτηρισμός αναπτύσσεται στην «Ανεύρετη επανάσταση», όπου χρησιμοποιεί τους όρους «καρναβάλι», «μεγάλο ξεφάντωμα», «ξέσπασμα συλλογικής τρέλας» και περιγράφει αυτό που έγινε σαν μίμηση της επανάστασης, που στερείται οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου. Ταυτόχρονα τρομάζει για τον κίνδυνο. Απαντώντας στον Αλέν Ντιαμέλ, διαμαρτύρεται: «Θεωρείτε μεγαλειώδες το κίνημα των φοιτητών, αλλά εγώ σας λέω ότι από αυτό το κίνημα δεν μπορεί να προκύψει τίποτε άλλο από το κακό, δηλαδή είτε ένα ενισχυμένο δεξιό καθεστώς είτε μια κυβέρνηση του τύπου “Λαϊκού Μετώπου” κυριαρχούμενη από τον κομμουνισμό».
Ο Αρόν επιχειρεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα όπως ερμήνευε ο Τοκβίλ την επανάσταση του 1848: η ανατρεπτική τους δύναμη είναι απατηλή, η συνέχεια της ιστορίας διατηρείται, αλλά με μια λογική που διαφεύγει από τους πρωταγωνιστές. Από την άλλη μεριά, ο Αρόν ερευνά την πολλαπλότητα των ιστορικών και κοινωνιολογικών αιτιών, που μπορούν να εξηγήσουν το ξέσπασμα και την εξέλιξη των γεγονότων: κρίση του πανεπιστημίου, απογοήτευση από την καταναλωτική κοινωνία, προσδοκίες για την αξιοπρέπεια των πολιτών, αυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας. Προειδοποιεί επίσης για τους κινδύνους μιας ανόδου του ατομικισμού και του μηδενισμού, που θα οδηγήσει τους προνομιούχους στην «παραίτηση, την αδιαφορία, τη φυγή στην εξοχική κατοικία».
Η «Ανεύρετη επανάσταση» καθώς και η σειρά των άρθρων που δημοσίευσε ο Αρόν τον Ιούνιο στην εφημερίδα «Le Figaro» θα προκαλέσουν ζωηρές αντιδράσεις. Αν ο ερμηνευτικός πλουραλισμός του Αρόν συχνά εκτιμάται, η αυστηρότητα των κρίσεών του εξοργίζει πολλούς αναγνώστες. Ο Αρόν προσωποιεί τον αντίπαλο για πολλούς από τους οπαδούς του Μάη. Μεταξύ των άλλων, του επιτίθεται και ο Ζαν Πολ Σαρτρ στον «Nouvel Observateur» της 19ης Ιουνίου 1968: «Πρέπει, τώρα που η Γαλλία ολόκληρη είδε τον Ντε Γκολ ολόγυμνο, οι φοιτητές να μπορούν να δουν και τον Ραϊμόν Αρόν ολόγυμνο». (…
Η πρώτη σημαντική εξέλιξη στην κριτική του Μάη του ‘68 εμφανίζεται το 1978, χρονιά στην οποία ο Ρεζίς Ντεμπρέ δημοσιεύει το βιβλίο του «Modeste contribution aux ceremonies officielles du 10e anniversaire» («Maspero»). Πίσω από αυτόν τον προκλητικό τίτλο κρύβεται με μορφή πολεμικής η περιγραφή της πανουργίας του κεφαλαίου, χάρη στην οποία οι μαθητευόμενοι αριστεριστές κατέληξαν να γίνουν ακούσιοι συντελεστές του εκσυγχρονισμού του καπιταλισμού, που πραγματοποιείται στη Γαλλία του Πομπιμντού και έπειτα του Ζισκάρ. Αυτή η νέα εκβιομηχάνιση επέβαλε την εξάλειψη παραδοσιακών, πατερναλιστικών και αγροτικών στοιχείων, που απορρίφθηκαν στο όνομα μιας πολιτιστικής επανάστασης, η οποία, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, συμβάδιζε με τις επιταγές του συστήματος εκμετάλλευσης. Ο Μάης του ‘68 θεωρείται έκτοτε «λίκνο της νέας αστικής κοινωνίας».
Στην επόμενη δεκαετία κυριαρχεί μια κριτική η οποία επαναλαμβάνει αυτό θέμα της πανουργίας της ιστορίας ή, για να μιλήσουμε όπως ο Αρόν, της τύφλωσης των πραγωνιστών της. Ο Ζιλ Λιποβετσκί, στο βιβλίο του «Η εποχή του κενού» (1983) (κυκλοφορεί και στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις «Νησίδες»), υπογραμμίζει τα ατομικιστικά χαρακτηριστικά του κινήματος, όπως είναι η απόρριψη των παραδόσεων και των δογμάτων, η πάλη για την ισότητα ή η εμφάνιση μιας κουλτούρας της αυθεντικότητας και της επιμέλειας του εαυτού, που είναι όλες τους διεκδικήσεις οι οποίες συνέβαλαν στην εξατομίκευση του κοινωνικού. Η σύντομη έκρηξη της κινητοποίησης του ‘68 πρέπει κυρίως να θεωρείται ως η ένδειξη ατομικιστικών προσδοκιών και διεκδικήσεων μέσα στη συνέχεια της Ιστορίας. Εμπνεόμενος από τον Τοκβίλ, ο Λιποβετσκί παρουσιάζει το 1968 ως τη γενέθλια πράξη του μεταμοντέρνου ναρκισσιστικού ατομικισμού, που χαρακτηρίζεται από την απάθεια, τον εγωισμό, την αδιαφορία και τον ακραίο ηδονισμό. Η αναδίπλωση στον εαυτό και η έντονη επένδυση στην ιδιωτική σφαίρα συνοδεύονται από απώλεια του ενδιαφέροντος για τα δημόσια πράγματα και αποπολιτικοποίηση.
Το έργο του Λιποβετσκί εντυπωσιάζει τα πνεύματα και προκαλεί μιαν ορισμένη συναίνεση. Λίγο αργότερα, στο βιβλίο τους «La Pensee ‘68» (1985) οι φιλόσοφοι Λικ Φερί και Αλέν Ρενό προσηλώνουν τον στοχασμό τους σ’ αυτό που αποκαλούν «η γαλλική φιλοσοφία του 1968» (Φουκό, Λακάν, Ντεριντά, Μπουρντιέ, Αλτουσέρ), για την οποία εκτιμούν ότι «επέλεξε αποφασιστικά το μέρος του αντι-ουμανισμού».
...................................................................
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2008
Σαράντα χρόνια πολεμικής στον Μάη του ‘68
ΤΗΣ ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΒΕΡΖΕ-ΣΕΝΙΟΝ*
124 βιβλία εμφανίζονται το 1968 για τα γεγονότα του Μάη. Μεταξύ όλων αυτών των έργων ξεχωρίζει «Η ανεύρετη επανάσταση» του Ραϊμόν Αρόν, που υπαγορεύτηκε εν θερμώ στον Αλέν Ντιαμέλ και δημοσιεύτηκε ήδη από τον Αύγουστο (Raymond Aron «La Revolution introuvable», «Fayard», 1968). Απών από τη Γαλλία από τις 14 ώς τις 20 Μάη, ο Αρόν συνέχιζε να παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων «με μιαν αγανάκτηση που -όπως γράφει- υπερβαίνει όλη την αγανάκτηση που ένιωσα στην ύπαρξή μου». Επισπεύδει την επιστροφή του στο Παρίσι. Στις 29 και 30 Μάη φοβάται την επανάσταση και εγκρίνει την αντίδραση του στρατηγού Ντε Γκολ, συμμετέχοντας στη διαδήλωση στα Ηλύσια Πεδία. Την 1η Ιουνίου, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, χαρακτηρίζει τα γεγονότα σαν ένα ψυχόδραμα. Αυτός ο πολεμικός χαρακτηρισμός αναπτύσσεται στην «Ανεύρετη επανάσταση», όπου χρησιμοποιεί τους όρους «καρναβάλι», «μεγάλο ξεφάντωμα», «ξέσπασμα συλλογικής τρέλας» και περιγράφει αυτό που έγινε σαν μίμηση της επανάστασης, που στερείται οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου. Ταυτόχρονα τρομάζει για τον κίνδυνο. Απαντώντας στον Αλέν Ντιαμέλ, διαμαρτύρεται: «Θεωρείτε μεγαλειώδες το κίνημα των φοιτητών, αλλά εγώ σας λέω ότι από αυτό το κίνημα δεν μπορεί να προκύψει τίποτε άλλο από το κακό, δηλαδή είτε ένα ενισχυμένο δεξιό καθεστώς είτε μια κυβέρνηση του τύπου “Λαϊκού Μετώπου” κυριαρχούμενη από τον κομμουνισμό».
Ο Αρόν επιχειρεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα όπως ερμήνευε ο Τοκβίλ την επανάσταση του 1848: η ανατρεπτική τους δύναμη είναι απατηλή, η συνέχεια της ιστορίας διατηρείται, αλλά με μια λογική που διαφεύγει από τους πρωταγωνιστές. Από την άλλη μεριά, ο Αρόν ερευνά την πολλαπλότητα των ιστορικών και κοινωνιολογικών αιτιών, που μπορούν να εξηγήσουν το ξέσπασμα και την εξέλιξη των γεγονότων: κρίση του πανεπιστημίου, απογοήτευση από την καταναλωτική κοινωνία, προσδοκίες για την αξιοπρέπεια των πολιτών, αυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας. Προειδοποιεί επίσης για τους κινδύνους μιας ανόδου του ατομικισμού και του μηδενισμού, που θα οδηγήσει τους προνομιούχους στην «παραίτηση, την αδιαφορία, τη φυγή στην εξοχική κατοικία».
Η «Ανεύρετη επανάσταση» καθώς και η σειρά των άρθρων που δημοσίευσε ο Αρόν τον Ιούνιο στην εφημερίδα «Le Figaro» θα προκαλέσουν ζωηρές αντιδράσεις. Αν ο ερμηνευτικός πλουραλισμός του Αρόν συχνά εκτιμάται, η αυστηρότητα των κρίσεών του εξοργίζει πολλούς αναγνώστες. Ο Αρόν προσωποιεί τον αντίπαλο για πολλούς από τους οπαδούς του Μάη. Μεταξύ των άλλων, του επιτίθεται και ο Ζαν Πολ Σαρτρ στον «Nouvel Observateur» της 19ης Ιουνίου 1968: «Πρέπει, τώρα που η Γαλλία ολόκληρη είδε τον Ντε Γκολ ολόγυμνο, οι φοιτητές να μπορούν να δουν και τον Ραϊμόν Αρόν ολόγυμνο». (…
Η πρώτη σημαντική εξέλιξη στην κριτική του Μάη του ‘68 εμφανίζεται το 1978, χρονιά στην οποία ο Ρεζίς Ντεμπρέ δημοσιεύει το βιβλίο του «Modeste contribution aux ceremonies officielles du 10e anniversaire» («Maspero»). Πίσω από αυτόν τον προκλητικό τίτλο κρύβεται με μορφή πολεμικής η περιγραφή της πανουργίας του κεφαλαίου, χάρη στην οποία οι μαθητευόμενοι αριστεριστές κατέληξαν να γίνουν ακούσιοι συντελεστές του εκσυγχρονισμού του καπιταλισμού, που πραγματοποιείται στη Γαλλία του Πομπιμντού και έπειτα του Ζισκάρ. Αυτή η νέα εκβιομηχάνιση επέβαλε την εξάλειψη παραδοσιακών, πατερναλιστικών και αγροτικών στοιχείων, που απορρίφθηκαν στο όνομα μιας πολιτιστικής επανάστασης, η οποία, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, συμβάδιζε με τις επιταγές του συστήματος εκμετάλλευσης. Ο Μάης του ‘68 θεωρείται έκτοτε «λίκνο της νέας αστικής κοινωνίας».
Στην επόμενη δεκαετία κυριαρχεί μια κριτική η οποία επαναλαμβάνει αυτό θέμα της πανουργίας της ιστορίας ή, για να μιλήσουμε όπως ο Αρόν, της τύφλωσης των πραγωνιστών της. Ο Ζιλ Λιποβετσκί, στο βιβλίο του «Η εποχή του κενού» (1983) (κυκλοφορεί και στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις «Νησίδες»), υπογραμμίζει τα ατομικιστικά χαρακτηριστικά του κινήματος, όπως είναι η απόρριψη των παραδόσεων και των δογμάτων, η πάλη για την ισότητα ή η εμφάνιση μιας κουλτούρας της αυθεντικότητας και της επιμέλειας του εαυτού, που είναι όλες τους διεκδικήσεις οι οποίες συνέβαλαν στην εξατομίκευση του κοινωνικού. Η σύντομη έκρηξη της κινητοποίησης του ‘68 πρέπει κυρίως να θεωρείται ως η ένδειξη ατομικιστικών προσδοκιών και διεκδικήσεων μέσα στη συνέχεια της Ιστορίας. Εμπνεόμενος από τον Τοκβίλ, ο Λιποβετσκί παρουσιάζει το 1968 ως τη γενέθλια πράξη του μεταμοντέρνου ναρκισσιστικού ατομικισμού, που χαρακτηρίζεται από την απάθεια, τον εγωισμό, την αδιαφορία και τον ακραίο ηδονισμό. Η αναδίπλωση στον εαυτό και η έντονη επένδυση στην ιδιωτική σφαίρα συνοδεύονται από απώλεια του ενδιαφέροντος για τα δημόσια πράγματα και αποπολιτικοποίηση.
Το έργο του Λιποβετσκί εντυπωσιάζει τα πνεύματα και προκαλεί μιαν ορισμένη συναίνεση. Λίγο αργότερα, στο βιβλίο τους «La Pensee ‘68» (1985) οι φιλόσοφοι Λικ Φερί και Αλέν Ρενό προσηλώνουν τον στοχασμό τους σ’ αυτό που αποκαλούν «η γαλλική φιλοσοφία του 1968» (Φουκό, Λακάν, Ντεριντά, Μπουρντιέ, Αλτουσέρ), για την οποία εκτιμούν ότι «επέλεξε αποφασιστικά το μέρος του αντι-ουμανισμού».
...................................................................
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2008
παρακμή της αντικουλτούρας
ΤΟΥ ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΛΑΣ*
Ο ριζοσπαστισμός της δεκαετίας του ‘60 πήγαζε από μια σημαντική διαίσθηση: την κατανόηση της εξάντλησης των παλιών πολιτικών ιδεολογιών.
Ούτε ο κομμουνισμός ούτε ο φιλελευθερισμός ήταν ικανοί να εξηγήσουν τη βαρβαρότητά στην οποία βυθίστηκε ο κόσμος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, οι μαζικές εξοντώσεις του Στάλιν, οι χωρίς διάκριση βομβαρδισμοί αμάχων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που κορυφώθηκαν με τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, όλα αυτά τα γεγονότα θα δείξουν ότι η σύγχρονη κοινωνία διέθετε καταστροφικές δυνατότητες που ήταν άγνωστες στις «προοδευτικές» ιδεολογίες. Ο Ψυχρός Πόλεμος κατέστησε δραματική την πολιτική στασιμότητα και την εξάντληση των παλιών ιδεολογιών. Εξοπλισμένες ώς τα δόντια, οι δύο υπερδυνάμεις είχαν οδηγήσει τον κόσμο στο χείλος της εκμηδένισης.
Μια αλλαγή των θεσμών χωρίς ουσιαστική αλλαγή των αξιών δεν θα έφερνε καμία λύση στα προβλήματα του κόσμου. Η νέα Αριστερά ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ πολύ ενωμένη, με εξαίρεση την πεποίθηση ότι ήταν αναγκαία μια «πολιτική επανάσταση». Χωρίς ποτέ να εμβαθύνουν αληθινά σε αυτήν, η πολιτιστική επανάσταση ήταν μια ιδέα ανοιχτή στις πιο ευρείες και παράξενες ερμηνείες. Για ορισμένους σήμαινε ένα μείγμα του Μαρξ και του Φρόιντ. Γι’ άλλους ήθελε να πει «συμμετοχική δημοκρατία», μιαν αναγέννηση της άμεσης αυτοκυβέρνησης. Για τα παιδιά των λουλουδιών σήμαινε να κάνουν έρωτα και όχι πόλεμο. Για την κουλτούρα των ναρκωτικών σήμαινε «να παίρνεις μπρος, να συντονίζεσαι και να εγκαταλείπεσαι» (turnign on, tuning in, dropping out). Για τους υποστηρικτές της μαύρης δύναμης σήμαινε να επιτίθεσαι όχι μόνο στις θεσμικές πηγές του ρατσισμού αλλά και στις πολιτιστικές και τις ψυχολογικές. Για τις φεμινίστριες ήθελε να πει ότι όλες οι μορφές καταπίεσης προέρχονταν από την καταπίεση του άνδρα πάνω στη γυναίκα.
Σχεδόν κάθε εκδήλωση του πολιτικού ακτιβισμού της δεκαετίας του ‘80, η οργάνωση της κοινότητας, οι αγώνες για τη μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου, η πάλη ενάντια στον πόλεμο, ο φεμινισμός, η οικολογία μπορούν να αναχθούν στην ιδέα της πολιτιστικής επανάστασης. Γι’ αυτό η νέα αμερικανική Αριστερά δεν ορίστηκε τόσο ως πολιτική αντιπολίτευση όσο μάλλον ως «αντικουλτούρα». Αυτή ήταν η δύναμή της αλλά και ο λόγος της αδυναμίας της. Για να κατανοήσουμε τη δύναμή της, αρκεί να φτιάξουμε έναν απλό κατάλογο των πνευματικών κινημάτων που γεννήθηκαν από αυτή τη ζύμωση: ο ψυχαναλυτικός μαρξισμός, η κριτική θεωρία, ο μεταδομισμός, η ερμηνευτική, οι μελέτες για τις γυναίκες. Ωστόσο, η έμφαση που δόθηκε στην κουλτούρα αποδείχτηκε από πολλές απόψεις ότι είναι ένας παράγοντας αποδυνάμωσης.
Ενθάρρυνε έναν ορισμένο διανοητικό ανταγωνισμό, που όλα τα ανάγει στην κουλτούρα και που μετατρέπει τις «πολιτικές της γλώσσας» σε υποκατάστατο της πραγματικής πολιτικής. Η επαναστατική ώθηση εξαντλήθηκε έτσι σε ανώφελες, ατελείωτες και επαναλαμβανόμενες ασκήσεις «απομυθοποίησης του λόγου».
Με πιο απλά λόγια: αντί να επιχειρήσει μια μεταρρύθμιση της κοινής μας κουλτούρας, η «αντικουλτούρα» (ή αυτό που απομένει από αυτήν) αρνείται κάθε δυνατότητα μιας κοινής κουλτούρας. Εγκωμίαζε και εγκωμιάζει, αντίθετα, τις υποκουλτούρες: των γυναικών ή των μαύρων ή των ομοφυλοφίλων ή οποιασδήποτε άλλης καταπιεζόμενης μειονότητας. Εχοντας εγκαταλείψει πριν από πολλά χρόνια την ελπίδα να αλλάξει το σύστημα, η Αριστερά σήμερα κινείται για τη δημιουργία μικρών ειδικευμένων περιοχών μελέτης -μελέτες για τους μαύρους, για τις γυναίκες, για τον «Τρίτο Κόσμο»- που ασκούν πολύ μικρή επίδραση ακόμα και στη γενική πορεία της έρευνας.
Οι ριζοσπάστες μελετητές κράτησαν για τον εαυτό τους ορισμένες λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακές περιοχές μελέτης, αφήνοντας τις υπόλοιπες στους αντιπάλους τους. Ως ειδικοί, αυτοί δεν έχουν τίποτα να πουν. Δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια για να γίνουν κατανοητοί από ένα κοινό που βρίσκεται έξω από το πανεπιστήμιο. Γράφουν σε μια δυσνόητη γλώσσα, που έχει σκόπιμα μελετηθεί για να απομακρύνει τους αδαείς, και δημοσιεύουν σε σκοτεινές περιοδικές επιθεωρήσεις, που διαβάζονται μόνον από περιορισμένους κύκλους μυημένων.
Τελικά, οι μελέτες που εμπνέονται από την Αριστερά στη δεκαετία του ‘80 αναπαράγουν στο ακαδημαϊκό πεδίο τον σεκταρισμό της παλιάς Αριστεράς, ενάντια στην οποία εξεγέρθηκε αρχικά η νέα Αριστερά. Οι διανοούμενοι, όχι μόνον εγκατέλειψαν οποιαδήποτε προσπάθεια να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, αλλά η εργασία τους συνέβαλε στο να καταστήσουν αναξιόπιστη την ίδια την έννοια της κοινής γνώμης. Αυτοί διέδωσαν πράγματι την ιδέα ότι οι αξίες δεν έχουν δημόσιο χώρο, επειδή αυτές είναι από τη φύση τους υποκειμενικές και μεροληπτικές.
Αλλά αν όλες οι ιδεολογίες είναι στο ίδιο επίπεδο, έχουν την ίδια αξία, η κριτική της ιδεολογίας χάνει το μαχητικό της πνεύμα. Η «αντικουλτούρα» έτσι καταλήγει να επιτίθεται στο ίδιο το κύρος της.
ΤΟΥ ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΛΑΣ*
Ο ριζοσπαστισμός της δεκαετίας του ‘60 πήγαζε από μια σημαντική διαίσθηση: την κατανόηση της εξάντλησης των παλιών πολιτικών ιδεολογιών.
Ούτε ο κομμουνισμός ούτε ο φιλελευθερισμός ήταν ικανοί να εξηγήσουν τη βαρβαρότητά στην οποία βυθίστηκε ο κόσμος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, οι μαζικές εξοντώσεις του Στάλιν, οι χωρίς διάκριση βομβαρδισμοί αμάχων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που κορυφώθηκαν με τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, όλα αυτά τα γεγονότα θα δείξουν ότι η σύγχρονη κοινωνία διέθετε καταστροφικές δυνατότητες που ήταν άγνωστες στις «προοδευτικές» ιδεολογίες. Ο Ψυχρός Πόλεμος κατέστησε δραματική την πολιτική στασιμότητα και την εξάντληση των παλιών ιδεολογιών. Εξοπλισμένες ώς τα δόντια, οι δύο υπερδυνάμεις είχαν οδηγήσει τον κόσμο στο χείλος της εκμηδένισης.
Μια αλλαγή των θεσμών χωρίς ουσιαστική αλλαγή των αξιών δεν θα έφερνε καμία λύση στα προβλήματα του κόσμου. Η νέα Αριστερά ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ πολύ ενωμένη, με εξαίρεση την πεποίθηση ότι ήταν αναγκαία μια «πολιτική επανάσταση». Χωρίς ποτέ να εμβαθύνουν αληθινά σε αυτήν, η πολιτιστική επανάσταση ήταν μια ιδέα ανοιχτή στις πιο ευρείες και παράξενες ερμηνείες. Για ορισμένους σήμαινε ένα μείγμα του Μαρξ και του Φρόιντ. Γι’ άλλους ήθελε να πει «συμμετοχική δημοκρατία», μιαν αναγέννηση της άμεσης αυτοκυβέρνησης. Για τα παιδιά των λουλουδιών σήμαινε να κάνουν έρωτα και όχι πόλεμο. Για την κουλτούρα των ναρκωτικών σήμαινε «να παίρνεις μπρος, να συντονίζεσαι και να εγκαταλείπεσαι» (turnign on, tuning in, dropping out). Για τους υποστηρικτές της μαύρης δύναμης σήμαινε να επιτίθεσαι όχι μόνο στις θεσμικές πηγές του ρατσισμού αλλά και στις πολιτιστικές και τις ψυχολογικές. Για τις φεμινίστριες ήθελε να πει ότι όλες οι μορφές καταπίεσης προέρχονταν από την καταπίεση του άνδρα πάνω στη γυναίκα.
Σχεδόν κάθε εκδήλωση του πολιτικού ακτιβισμού της δεκαετίας του ‘80, η οργάνωση της κοινότητας, οι αγώνες για τη μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου, η πάλη ενάντια στον πόλεμο, ο φεμινισμός, η οικολογία μπορούν να αναχθούν στην ιδέα της πολιτιστικής επανάστασης. Γι’ αυτό η νέα αμερικανική Αριστερά δεν ορίστηκε τόσο ως πολιτική αντιπολίτευση όσο μάλλον ως «αντικουλτούρα». Αυτή ήταν η δύναμή της αλλά και ο λόγος της αδυναμίας της. Για να κατανοήσουμε τη δύναμή της, αρκεί να φτιάξουμε έναν απλό κατάλογο των πνευματικών κινημάτων που γεννήθηκαν από αυτή τη ζύμωση: ο ψυχαναλυτικός μαρξισμός, η κριτική θεωρία, ο μεταδομισμός, η ερμηνευτική, οι μελέτες για τις γυναίκες. Ωστόσο, η έμφαση που δόθηκε στην κουλτούρα αποδείχτηκε από πολλές απόψεις ότι είναι ένας παράγοντας αποδυνάμωσης.
Ενθάρρυνε έναν ορισμένο διανοητικό ανταγωνισμό, που όλα τα ανάγει στην κουλτούρα και που μετατρέπει τις «πολιτικές της γλώσσας» σε υποκατάστατο της πραγματικής πολιτικής. Η επαναστατική ώθηση εξαντλήθηκε έτσι σε ανώφελες, ατελείωτες και επαναλαμβανόμενες ασκήσεις «απομυθοποίησης του λόγου».
Με πιο απλά λόγια: αντί να επιχειρήσει μια μεταρρύθμιση της κοινής μας κουλτούρας, η «αντικουλτούρα» (ή αυτό που απομένει από αυτήν) αρνείται κάθε δυνατότητα μιας κοινής κουλτούρας. Εγκωμίαζε και εγκωμιάζει, αντίθετα, τις υποκουλτούρες: των γυναικών ή των μαύρων ή των ομοφυλοφίλων ή οποιασδήποτε άλλης καταπιεζόμενης μειονότητας. Εχοντας εγκαταλείψει πριν από πολλά χρόνια την ελπίδα να αλλάξει το σύστημα, η Αριστερά σήμερα κινείται για τη δημιουργία μικρών ειδικευμένων περιοχών μελέτης -μελέτες για τους μαύρους, για τις γυναίκες, για τον «Τρίτο Κόσμο»- που ασκούν πολύ μικρή επίδραση ακόμα και στη γενική πορεία της έρευνας.
Οι ριζοσπάστες μελετητές κράτησαν για τον εαυτό τους ορισμένες λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακές περιοχές μελέτης, αφήνοντας τις υπόλοιπες στους αντιπάλους τους. Ως ειδικοί, αυτοί δεν έχουν τίποτα να πουν. Δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια για να γίνουν κατανοητοί από ένα κοινό που βρίσκεται έξω από το πανεπιστήμιο. Γράφουν σε μια δυσνόητη γλώσσα, που έχει σκόπιμα μελετηθεί για να απομακρύνει τους αδαείς, και δημοσιεύουν σε σκοτεινές περιοδικές επιθεωρήσεις, που διαβάζονται μόνον από περιορισμένους κύκλους μυημένων.
Τελικά, οι μελέτες που εμπνέονται από την Αριστερά στη δεκαετία του ‘80 αναπαράγουν στο ακαδημαϊκό πεδίο τον σεκταρισμό της παλιάς Αριστεράς, ενάντια στην οποία εξεγέρθηκε αρχικά η νέα Αριστερά. Οι διανοούμενοι, όχι μόνον εγκατέλειψαν οποιαδήποτε προσπάθεια να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, αλλά η εργασία τους συνέβαλε στο να καταστήσουν αναξιόπιστη την ίδια την έννοια της κοινής γνώμης. Αυτοί διέδωσαν πράγματι την ιδέα ότι οι αξίες δεν έχουν δημόσιο χώρο, επειδή αυτές είναι από τη φύση τους υποκειμενικές και μεροληπτικές.
Αλλά αν όλες οι ιδεολογίες είναι στο ίδιο επίπεδο, έχουν την ίδια αξία, η κριτική της ιδεολογίας χάνει το μαχητικό της πνεύμα. Η «αντικουλτούρα» έτσι καταλήγει να επιτίθεται στο ίδιο το κύρος της.
....................................................................................................................
..................................................................................................................
* Ο Κρίστοφερ Λας (1932-1994) ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς κοινωνιολόγους. Το άρθρο του αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «L’ Espresso» στις 21-1-1988.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2008
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2008
Οι κληρονόμοι του ‘68
ΤΟΥ ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ*
Στη διάρκεια της γαλλικής προεδρικής εκστρατείας του 2007, ο υποψήφιος που μερικές μέρες μετά νίκησε στις εκλογές δήλωσε μπροστά σε μέλη του κόμματός του ότι, αν εκλεγεί, θα προσπαθήσει να «εξαλείψει μια για πάντα την κληρονομιά του ‘68». Ο Μάης του ‘68 υπήρξε ωστόσο ένα γεγονός με πολλές διαστάσεις και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι είναι όλες τους ξένες προς το τωρινό προεδρικό σχέδιο.
Εζησα εκείνα τα γεγονότα με τρόπο λίγο αποστασιοποιημένο. Τον Μάη του ‘68 βρισκόμουν πράγματι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχα περάσει ήδη έναν χρόνο αφοσιωμένος στη διδασκαλία. Γύρισα στο Παρίσι στις 31 Μάη, με το πρώτο αεροπλάνο που κατόρθωσε να προσγειωθεί στο γαλλικό έδαφος. Γι’ αυτόν τον λόγο ή ίσως εξαιτίας της βουλγαρικής μου καταγωγής, παρατηρούσα πάντοτε αυτό που συνέβαινε από μιαν ορισμένη απόσταση. Ιδιαίτερα με εντυπωσίασε πολύ η ταυτόχρονη παρουσία δύο συστατικών, που δεν είχαν καθόλου το ίδιο νόημα και που τοποθετούνταν σε δύο διακριτά μεταξύ τους επίπεδα: το ένα στο κοινωνικό επίπεδο, το άλλο στο πολιτικό.
Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων υπήρξε εντυπωσιακός. Επεσαν οι αυστηρές ιεραρχίες, που ήταν κληρονομημένες από το παρελθόν και που δεν μπορούσαν πλέον να νομιμοποιηθούν από το παρόν· εκείνες ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, ανάμεσα σε γέρους και νέους, ανάμεσα σε ευγενείς και πληβείους. Εγινε δυνατό να μιλούν οι άνθρωποι μια πιο άμεση γλώσσα, λιγότερο τυπική, και επίσης να συμπεριφέρονται δημόσια με τρόπο λιγότερο συμβατικό. Ανθησαν τα φεμινιστικά κινήματα, ορισμένες γυναίκες κατόρθωσαν να επιβληθούν σε επαγγέλματα από τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμεναν αποκλεισμένες ή στα οποία μπορούσαν το πολύ να προσδοκούν κατώτερες θέσεις (όπως στην πολιτική ζωή). Καταργήθηκαν ορισμένες απαγορεύσεις, ιδιαίτερα στις σεξουαλικές σχέσεις, και είναι σωστό να θυμόμαστε ότι έναν χρόνο πριν, στη Γαλλία, είχε τελικά διαδοθεί παντού η αντισύλληψη. Το ότι ένα ζευγάρι θα συγκατοικούσε χωρίς την πρόθεση να παντρευτούν έπαψε να είναι λόγος ηθικού στιγματισμού. Ως συνέπεια όλων αυτών, μερικά χρόνια αργότερα, ακόμα και η διάλυση του γάμου θα έπαυε να αντιμετωπίζεται υποχρεωτικά σαν αμάρτημα. Εγινε δυνατό το συναινετικό διαζύγιο. Ε, λοιπόν, ποιος θα ήθελε σήμερα να εξαλείψει αυτές τις κληρονομιές;
Στην πολιτική ωστόσο τα πράγματα θα κινηθούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Οι λόγοι που μπορούσαν να εκφωνούνται στη διάρκεια αμέτρητων γενικών συνελεύσεων και επιτροπών δράσης όφειλαν όλοι να φέρουν το ίχνος της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Είναι αλήθεια βέβαια ότι στη συνέχεια οι διαφορές θα επανεμφανίζονταν. Ο συντηρητικός πόλος θεωρήθηκε απολιθωμένος από τα ορθόδοξα μέλη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η άκρα Αριστερά φαινόταν να ενσαρκώνεται από τους μαοϊκούς, αλλά μεταξύ μαοϊκών και ΓΚΚ τοποθετούνταν οι τροτσκιστές, οι αλτουσεριανοί, οι αναρχικοί, οι καταστασιακοί, το «κίνημα της 22 Μάρτη», οι πιστοί του Φιντέλ και άλλοι ακόμα. Ενώ σε ένα κοινωνικό πεδίο έπνεε ένας άνεμος απελευθέρωσης, οι πολιτικοί λόγοι απέπνεαν δογματισμό και εγκωμίαζαν (συχνά χωρίς να το αντιλαμβάνονται) την επιβολή της δικτατορίας. Για κάποιον σαν και μένα, που προερχόταν από μια χώρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», φαίνονταν εξάλλου να βασίζονται σε μιαν απολύτως ουτοπική θεώρηση της κοινωνίας.
Από πρώτη άποψη, αυτή η κληρονομιά του ‘68 έχει σχεδόν χαθεί από την τωρινή πολιτική σκηνή, με εξαίρεση εκείνη τη γαλλική ιδιαιτερότητα που ξαφνιάζει πάντα τις γειτονικές χώρες: τη δημοτικότητα των τροτσκιστών ηγετών στις προεδρικές εκλογές. Ενδέχεται ωστόσο εκείνο το παρελθόν να συνεχίζει να ζει με πρωτόγνωρες μορφές. Τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τα πρώτα υπόσχονται τη σωτηρία. Κοσμικά υποκατάστατα των θρησκειών, θεωρούν ότι ο κόσμος, αυτός ο άθλιος κόσμος, είναι κακός στην ολότητά του και γι’ αυτό χρειάζεται να τον γκρεμίσουμε, για να τον αντικαταστήσουμε με έναν άλλο, στον οποίο όλα θα πηγαίνουν θαυμάσια.
................................................................................................
* Ο Τσβετάν Τοντόροφ είναι κριτικός, ιστορικός των ιδεών και φιλόσοφος. Το άρθρο του αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica» στις 29-2-2008.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου