Η ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
Το χαϊκού ἔχει τούτη την κάπως φαντασμαγορική ἰδιότητα, νὰ μᾶς κάνει να φανταζόμαστε ὅτι πάντοτε μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ τὸ φτιάχνουμε εύκολα. Λέμε : τί πιο προσιτό στήν αὐτόματη γραφή ἀπό τοῦτο δώ (de Bu- son):
Εἶναι βράδυ, φθινόπωρο, Σκέφτομαι μόνο τους γονεῖς μου.
Το χαϊκού διεγείρει τον πόθο :
πόσοι καί πόσοι δυτικοί ἀναγνώστες δὲν ὀνειρεύτηκαν να περιφέρονται στη ζωή μ' ἕνα καρνέ στο χέρι, σημειώνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ « ἐντυπώσεις », πού ἡ συντομία τους εἶναι ἐχέγγυο τῆς τελειότητας, πού ἡ ἁπλότητά τους θα πιστοποιεῖ τή βαθύτητα (δυνάμει ἑνός διπλοῦ μύθου, τοῦ κλασικού, πού τή συντομία τή μετατρέπει σε ἀπόδειξη τέχνης, καί του ρομαντικού, πού βραβεύει μέ τό ἔπαθλο τῆς ἀλήθειας τὸν αὐτοσχεδιασμό).
Τό χαϊκού, ἄν καί εἶναι κατανοητό, δέν σημαίνει τίποτε,
καί μέ τόν διπλό τοῦτον ὅρο ἀκριβῶς φαίνεται να προσφέρεται στη νόηση, μέ τρόπο ἰδιαίτερα ἐλεύθερο, ἐξυπηρετικό, ὅπως θά ἔκανε ἕνας εὐγενικός οἰκοδεσπότης ποὺ σᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐγκατασταθείτε σπίτι του μέ ὅλη σας τήν ἄνεση
, μαζί μέ τίς ἰδιοτροπίες σας, τίς ἀξίες σας, τα σύμβολά σας· ἡ « ἀπουσία » τοῦ χαϊκού (ὅπως ἀκριβῶς θά λέγαμε γιά ἕνα ἐξωπραγματι-κό φάντασμα ὅσο καί γιά ἕνα νοικοκύρη πού ἔφυγε ταξίδι) σπρώχνει στόν ἐκμαυλισμό, στη διάρρηξη, κοντολογίς στον πιο μεγάλο πόθο, ἐκεῖνο τοῦ νοήματος.
Τοῦτο το πολύτιμο, ζωτικό, ἐπιθυμητό σάν τὸν πλοῦτο (τύχη καί χρήμα), νόημα, το χαϊκού, ἀπαλλαγμένο ἀπό τούς μετρικούς καταναγκασμούς (στίς μεταφράσεις πού ἔχουμε γι' αὐτό),
μοιάζει νὰ μᾶς τὸ προμηθεύει πλουσιοπάροχα, φτηνά καί κατά παραγγελία· μέσα στο χαϊκού, θά λέγαμε, το σύμβολο, ή μεταφορά, το μάθημα δέν στοιχίζουν σχεδόν τίποτε : μόλις λίγες λέξεις, μια εἰκόνα, ἕνα συναίσθημα – ἐκεῖ ποὺ ἡ λογοτεχνία μας ζητάει συνήθως ἕνα ποίημα, μιά ἀνάπτυξη, ἢ (σε στύλ σύντομο) μιά σκέψη σμιλεμένη, κοντολογίς μια μακρόχρονη ρητορική ἐρ-γασία.
Ἔτσι, το χαϊκού μοιάζει να δίνει στη Δύση δι- καιώματα πού ή λογοτεχνία της τῆς τὰ ἀρνιέται, κι εύκο λίες που τίς παζαρεύει μαζί της.
Ἔχετε το δικαίωμα, λέει το χαϊκού,
νὰ εἶστε ἀσήμαντος, λιγόλογος, συνηθισμένος· κλείστε αὐτό πού βλέπετε, αὐτό πού νιώθετε
μέ-σα σ' ἕνα πενιχρό ὁρίζοντα ἀπό λέξεις, καί θά προκαλέσετε τὸ ἐνδιαφέρον· ἔχετε το δικαίωμα ἐσεῖς ὁ ἴδιος (καί ἀρχινώντας ἀπό τόν ἑαυτό σας) να δημιουργήσετε τή δική σας διασημότητα· ἡ φράση σας, ὅποια κι ἂν εἶναι, θά ἐκφέρει ἕνα δίδαγμα, θὰ ἀπελευθερώσει ἕνα σύμβολο, θά εἶστε βαθυστόχαστος· με λιγότερο κόπο, ή γραφή σας θά εἶναι πλήρης.
Ἡ Δύση διαβρέχει το καθετί μέ νόημα, ὅπως κάθε αὐ- ταρχική θρησκεία πού ἐπιβάλλει τη βάφτιση σε ὁλάκερους πληθυσμούς· τὰ ἀντικείμενα τῆς «γλώσσας» (τά καμωμένα μέ τήν ὁμιλία) εἶναι τυπικά προσήλυτοι : το πρωταρχικό νόημα τῆς γλώσσας καλεί, μετωνυμικά, το δευτερογενές νόημα τοῦ λόγου, καί αὐτό τό κάλεσμα ἔχει ἀξία καθολικῆς ὑποχρέωσης.
Ἔχουμε δυό μέσα για να γλιτώσουμε τον λόγο ἀπὸ τὴν ἀτίμωση τῆς ἔλλειψης νοήματος καί ὑποβάλλουμε συστηματικά τήν ἐκφορά
(μ' ἕνα. φρενιασμένο βούλωμα κάθε μηδαμινότητας που θ' άφηνε νὰ φανεῖ τὸ κενό τῆς « γλώσσας »)
στη μια ἢ τὴν ἄλλη ἀπὸ τις δυό αὐτές σημασίες (ἡ ἐνεργές κατασκευές σημείων) :
το σύμβολο καί τόν διαλογισμό, τη μεταφορά καί τον συλλογισμό.
Το χαϊκού, που οἱ προτάσεις του εἶναι πάντα ἀπλές, κοινές, με μια λέξη ἀποδεκτές (όπως λένε στη γλωσσολογία), προσελκύεται στη μια ἢ στήν ἄλλη ἀπό τίς δυό αὐτές ἐπικράτειες τοῦ νοήματος.
Καθώς εἶναι ἕνα « ποίημα », το καταχωρούμε σ' ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ γενικοῦ κώδικα τῶν συναισθημάτων που τὸ ὀνομάζουμε « ποιητική συγκίνηση »
(ή Ποίηση εἶναι συνήθως γιὰ μᾶς τὸ σημαίνον τοῦ « διάχυτου », τοῦ « ἄφατου », τοῦ « αἰσθαντικοῦ », εἶναι ἡ τάξη τῶν ἀταξινόμητων ἐντυπώσεων)· μιλάμε για «συμπυκνωμένη συγκίνηση », γιά « εἰλικρινή ἐπισήμανση μιᾶς ἐπίλεκτης στιγμής », καί προπαντός γιά « σιωπή »
(ή σιωπή εἶναι γιὰ μᾶς σημείο μιᾶς πληρότητας τῆς « γλώσσας »).
῎Αν ὁ ἕνας (ὁ Jôco) γράφει :
Πόσοι ἀνθρώποι
Πέρασαν κάτω ἀπό τή χινοπωριάτικη βροχή
᾿Από τη γέφυρα τῆς Σέτα !
βλέπουμε τὴν εἰκόνα τοῦ χρόνου που φεύγει.
"Αν ὁ ἄλλος (ὁ Bashô) γράφει :
Φτάνω ἀπ' τὸ μονοπάτι τοῦ βουνοῦ.
Ω ! μὰ αὐτό εἶναι ἐξαίσιο !
Μιά βιολέτα !
μὴν ἔχει ἐπενδυθεῖ ἀπὸ τὸν δυτικό σχολιαστή με ἕνα φορτίο συμβόλων.
Ἡ ἀκόμα, θέλουμε να βλέπουμε ὁπωσδήποτε μέσα στο τρίστιχο τοῦ χαϊκού (στούς τρεῖς στίχους του ἀπό πέντε, ἑπτὰ καὶ πέντε συλλαβές) ἕνα συλλογιστικό σχεδιάγραμμα, σε τρία τέμπα (τό ἀνηφόρισμα, τὴν ἐκκρεμότητα, τη συναγωγή του συμπεράσμα-τος) :
Ο παλιός βάλτος :
Ένα βατράχι πηδάει μέσα :
Ω! ὁ θόρυβος τοῦ νεροῦ.
(μέσα σ' αὐτὸν τὸν παράξενο συλλογισμό ὁ ἐγκλεισμός γίνεται μέ τή βία :πρέπει, γιά να χωρέσει μέσα σ' αὐτόν, ἡ ἐλάσσων πρόταση να πηδήξει στη μείζονα).
Εννοεῖται, ὅτι ἂν παραιτιόμασταν ἀπό τή μεταφορά ἢ ἀπό τὸν συλλογισμό, το σχόλιο θα γινόταν ἀδύνατο :
το να μιλάω γιὰ τὸ χαϊκού θα σήμαινε ἁπλούστατα νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω.
Αὐτό πού ἀπλοϊκά κάνει ἕνας σχολιαστής τοῦ Basho:
Κιόλας τέσσερις ἡ ὥρα...
Εννιά φορές σηκώθηκα
Για να θαυμάσω το φεγγάρι.
« Το φεγγάρι, εἶναι τόσο όμορφο, λέει, πού ὁ ποιητής σηκώνεται καί ξανασηκώνεται ἀδιάκοπα για να το θαυμάσει ἀπό τό παράθυρό του ».
᾿Αποκρυπτογραφικοί, τυποποιητικοί ή ταυτολογικοί, οἱ δρόμοι τῆς ἑρμηνείας, που σὲ μᾶς ἔχουν προορισμό να εἰσδύσουν στο νόημα, δηλαδή νὰ εἰσχωρήσουν σ' αὐτό με διάρρηξη – κι όχι να το τραντάξουν, να το κάνουν να πέσει, σαν το δόντι
90
ἐκείνου τοῦ ἀναμασητή τοῦ παράλογου πού εἶναι όπωσδήποτε ὁ ἀσκητής τοῦ Ζέν, μπροστά στο κοάν" του – δέν μποροῦν λοιπόν να συναντήσουν το χαϊκού·
γιατί ἔργο τῆς ἀνάγνωσης που συνδέεται με το χαϊκού εἶναι
νὰ σταματήσει τή «γλώσσα», ὄχι να την προκαλέσει:
ἔργο που τη δυσκολία του καί τήν ἀναγκαιότητά του άκριβῶς, ὁ δάσκαλος τοῦ χαϊκού, Bashô, φαινόταν ὁπωσδήποτε να γνωρίζει:
Πόσο εἶναι ἀξιοθαύμαστος
Ἐκεῖνος ποὺ δέν σκέφτεται:
« Η Ζωή εἶναι ἐφήμερη
Σαν βλέπει μιάν ἀστραπή !
* Φράση αἰνιγματική πού δίνεται στὸν ἀσκούμενο στην περισυλλογή για να φτάσει στο σατόρι (στην Εκσταση) (Σημ. Γ.Κ.).
91
εἶναι γιατί συνάντησε ἕνα βουδιστή ἐρημίτη, « ἄνθος ἀρετῆς »· καὶ οὕτω καθεξής. Ούτε μια γραμμή που να
88
87
86