ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΡΡΗΣΙΑ .ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΡΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ
Μισέλ Φουκώ.
35
Αναλύοντας την έννοια της παρρησίας, θα ήθελα επίσης να δώσω μια γενική εικόνα της γενεαλογίας αυτού που θα μπορούσαμε να ανα μάσουμε «κριτική στάση» ή «κριτικό ήθος» στην κοινωνία μας. Οι ιστορικοί των ιδεών κατά κανόνα ενδιαφέρονται για το πρόβλημα των «ιδεολογιών» ή για το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ κοινωνίας και γνώσης, προκειμένου να διαπιστώσουν σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές δομές ή οι κοινωνικές διαδικασίες προάγουν ή εμποδίζουν την ανα κάλυψη της αλήθειας. Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ αλήθειας και κοινωνίας: όχι το πρόβλημα της σχέσης της κοινωνίας με την αλήθεια διαμέσου των «ιδεολογιών», αλλά το πρόβλημα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το αληθολογών» (Wahrsager). Το πρόβλημα του αλη- θολογούντος, όπως γνωρίζουμε, είναι ένα πρόβλημα νιτσεϊκό, και στα έργα του Nietzsche βρίσκουμε μια ανάλυση αυτού του προβλήματος. Ποιο είναι το πρόβλημα του Wahrsager, του αληθολογούντος; Είναι το εξής: Μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία, ποιος έχει τα προσόντα, ποιος θεωρείται ικανός να λέει την αλήθεια; Ποιος είναι αυτός που τα λεγόμενά του υποτίθεται ότι είναι αληθή και γίνονται δεκτά ως τέτοια; Όσον αφορά τη δική μας κοινωνία, νομίζω πως θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν τέσσερις διαφορετικοί ρόλοι για τον αληθολογούντα, τρεις απ' τους οποίους είναι σχετικώς γνωστοί. Πρώτον, υπάρχει ο προφητικός ρόλος. Στον προφητικό ρόλο, κάποιος μιλάει, και μιλάει ως εκπρόσωπος, ως φερέφωνο κάποιου άλλου, κάποιου ισχυρού όντος, το οποίο δεν μπορούμε να παρατηρή σουμε. Αυτός ο προφητικός ρόλος εμπεριέχει αναφορά σε μιαν άλλη πραγματικότητα ο προφήτης παρεμβαίνει και λειτουργεί ως μεσάζων.
Υπάρχει ένας δεύτερος ρόλος αληθολογούντος: ο ρόλος του σοφού. Η διαφορά μεταξύ του προφήτη και του σοφού είναι ότι ο πρώτος, ο προφήτης, μιλάει για λογαριασμό κάποιου άλλου, ενώ ο δεύ τερος, ο σοφός, μιλάει εξ ονόματος του εαυτού του λέει πράγματα που κάποιοι άλλοι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να γνωρίσουν από μόνοι τους.
Ο τρίτος ρόλος αληθολογούντος είναι ο ρόλος του δασκάλου. Η διαφορά μεταξύ του σοφού και του δασκάλου είναι ότι ο πρώτος, ο σοφός, λέει πράγματα που τα γνωρίζει μόνον αυτός, ενώ ο δεύτερος, δάσκαλος, λέει πράγματα ήδη γνωστά, πράγματα που η κοινωνία έχει ήδη προσλάβει και αποδεχθεί. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να
διδάσκει αυτές τις αλήθειες σε ανθρώπους που πρέπει προκειμένου να ενσωματωθούν -ή προκειμένου να ενσωματωθούν καλύτερα- στην κοινωνία. Αυτοί είναι, λοιπόν, οι τρεις ρόλοι, ο. προφήτης, ο σοφός και ο δάσκαλος. Νομίζω πως οι ρόλοι έχουν αναλυθεί πολλές φορές μέχρι τώρα και είναι αρκετά γνωστοί. να τις μάθουν
Αλλά νομίζω ότι υπάρχει κι ένας τέταρτος ρόλος, ο οποίος, για κάποιους λόγους, δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς: ο παρρησιαστικός ρόλος. Όπως αντιλαμβάνεστε, ο ρόλος του παρρησιαστή είναι κάπως διαφορετικός από τους τρεις κύριους ρόλους που ανέφερα.
Ο παρρησιαστής, πρώτον, διαφέρει από τον προφήτη κατά το ότι δεν μιλάει εξ ονόματος κάποιου άλλου, αλλά εξ ονόματος του εαυτού του. Λέει τη δική του γνώμη. Εκπροσωπεί τον εαυτό του. Αυτή είναι η διαφορά η κύρια διαφορά μεταξύ παρρησιαστή και προφήτη. Επίσης, ο παρρησιαστής διαφέρει από τον σοφό, διότι ο σοφός δεν είναι υποχρεωμένος να λέει στους άλλους αυτά που γνωρίζει. Στην περίπτωση του σοφού, οι άλλοι άνθρωποι πρέπει να του θέτουν τήματα και να ακούνε αυτό που τους απαντάει. Αλλά ο σοφός άνθρωπος μπορεί και να παραμείνει σιωπηλός, συχνά δε η σιωπή του είναι η καλύτερη ένδειξη της σοφίας του. Εν πάση περιπτώσει, ο σοφός λέει αυτό που θέλει να πει και δεν ανησυχεί για τις ενδεχόμενες συνέπειες των λόγων του και της σοφίας του. Αντίθετα, για τον παρρησιαστή το να μιλάει, το να λέει την αλήθεια, το να πείθει τους άλλους, αποτελεί καθήκον. Ο παρρησιαστής οφείλει να επιδρά πάνω τους και να βελτιώνει τη συμπεριφορά τους: να βελτιώνει το νου του ηγεμόνα, να βελτιώνει την κοινωνία, την πόλη κ.λπ. Έχει μια ευθύνη, ένα καθήκον, μια υποχρέωση που ο σοφός άνθρωπος δεν έχει.
Τέλος, κατά τη γνώμη μου ο παρρησιαστής διαφέρει από τον δάσκαλο, γιατί ο δάσκαλος, όπως ξέρουμε πολύ καλά, δεν χρειάζεται να είναι θαρραλέος, δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο όταν διδάσκει· λέει πράγματα που ξέρουν οι πάντες. Ο ρόλος του είναι να ενσωματώνει στην κοινωνία τους ανθρώπους που δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί, να βοηθάει τους ανθρώπους να ενταχθούν σ' αυτήν, με τον ίδιο να είναι ήδη μέσα στην κοινωνία. Ο παρρησιαστής, αντίθετα, βρίσκεται βασι- κά σε κατάσταση συγκρουσιακή ορθώνει το ανάστημά του απέναντι στην εξουσία, αντιτίθεται στην πλειονότητα, την κοινή γνώμη κ.ο.κ., πράγμα που δεν κάνει ο δάσκαλος. Ο παρρησιαστής δεν ενεργεί ως παράγοντας ενσωμάτωσης, ως διαλυτικό στοιχείο. "Σελίδες 35-36