Αναγνώστες

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | 1 αναδημοσιευση απο το danger.few!!! Το επίσημο blog των happyfew

08 Σεπτεμβρίου 2014

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | 1

«Υπογραμμίζοντας λοιπόν ότι, όπως δείχνουν όλα τα δεδομένα, το χρήμα δεν γεννήθηκε σαν ένα εργαλείο αριθμητικής μέτρησης των αξιών των εμπορευμάτων αλλά 

πρώτα-πρώτα σαν ένα στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων −όπου το ποσοτικό δεν ήταν κατ’ ουσίαν παρά μια υλική αποτύπωση ανορθολογικών σχέσεων ισχύος−, και στη συνέχεια σαν ένα (αλλά όχι το μοναδικό) εργαλείο κωδικοποίησης αυτών των σχέσεων,
οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ότι ποτέ σε ολόκληρη την ιστορία του το χρήμα δεν έπαψε να αποτελεί μια αντανάκλαση του ανορθολογισμού εκείνων των πρωτόγονων κοινωνικών δομών».
Edouard Will, «Σκέψεις και υποθέσεις σχετικά με τις καταβολές του νομίσματος», 
Révue numismatique, τχ 17 (1955). 
«Τι εννοούμε όταν λέμε, ότι το χρήμα είναι θεσμός; Εννοούμε ότι το χρήμα δεν είναι ένα εμπόρευμα, ούτε ένα εργαλείο για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών, όπως υποστηρίζουν πάμπολλες ανταγωνιστικές θεωρίες, αλλά είναι ο δεσμός που συνδέει μεταξύ τους τους παραγωγούς και που, έτσι, καθιστά δυνατή την πραγμάτωση των ανταλλαγών. Με άλλα λόγια, κάτω από αυτή την οπτική, το χρήμα είναι η πρωταρχική σχέση, εκείνη πάνω στην οποία θεμελιώνεται η εμπορευματική τάξη πραγμάτων. Χωρίς το χρήμα, χωρίς το νόμισμα, δεν μπορεί να υπάρξει εμπορευματική οικονομία.
Εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία της θεσμοκεντρικής [institutionaliste] θέσης μας. Στις οικονομικές θεωρίες το χρήμα θεωρείται συνήθως δευτερεύον σε σχέση με τον ορισμό της έννοιας της Αξίας. Αυτή η έννοια αποτελεί κατά παράδοση το κατεξοχήν αντικείμενο των οικονομικών αναλύσεων και από αυτήν αντλούν την απάντησή τους σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της οικονομίας: γιατί τα εμπορεύματα είναι σύμμετρα και σύμφωνα με ποια σχέση αναλογίας ανταλλάσσονται. Αυτή την αντίληψη την ονομάζω εργαλειακή [instrumentaliste] προσέγγιση του χρήματος, διότι θεωρεί το χρήμα σαν ένα εργαλείο, το εργαλείο που διευκολύνει τις ανταλλαγές.
Η προσέγγιση του Μαρξ αποτελεί ένα ενδιαφέρον όσο και χαρακτηριστικό παράδειγμα της εργαλειακής θεώρησης του χρήματος. Ας το δούμε. Στο πρώτο λ.χ. κεφάλαιο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίον ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας το ζήτημα της ισότητας “5 κλίνες = 1 οικία”, γράφει ότι “ούτε ανταλλαγή θα υπήρχε αν δεν υπήρχε ισότητα∙ ούτε ισότητα θα υπήρχε αν δεν υπήρχε συμμετρία” [Ηθικά Νικομάχεια, βιβλίο Ε΄, 1133b, HS], δηλαδή αναγωγή σε ένα κοινό μέτρο. Σχολιάζοντας εδώ ο Μαρξ, υπογραμμίζει την “μεγαλοφυΐα” του Αριστοτέλη, στο βαθμό που κατάλαβε πως η χρηματική ανταλλαγή στηρίζεται σε μια σχέση ισότητας. Ωστόσο κατά τον Μαρξ, σ΄αυτό ακριβώς το σημείο ο Αριστοτέλης σκόνταψε αφού δεν κατόρθωσε να καταδείξει πού θεμελιώνεται η εμπορευματική ισότητα-συμμετροποίηση, μιας και ήταν της γνώμης ότι “είναι αδύνατον πράγματα τόσο ανόμοια να γίνουν σύμμετρα”, με αποτέλεσμα να  καταλήξει ο συμπέρασμα ότι “κάνουμε αυτή τη συμμετροποίηση απλώς και μόνο για λόγους πρακτικής χρείας” [στο ίδιο, HS].
Για τον Αριστοτέλη λοιπόν, η εμπορευματική ισότητα-συμμετροποίηση είναι καθαρά θέμα σύμβασης. Όμως για τον Μαρξ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κατ’ αυτόν υπάρχει πραγματικά κάτι το κοινό μεταξύ των εμπορευμάτων, μια ουσία στην οποία θεμελιώνεται η συμμετροποίησή τους και η οποία προηγείται του χρήματος: η ανθρώπινη εργασία. Έτσι συμπεραίνει, ότι η ανταλλαγή των εμπορευμάτων συντελείται με μέτρο τον “κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας” που απαιτείται για την παραγωγή τους.  Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο λόγος που ο Αριστοτέλης δεν κατόρθωσε να ξεδιαλύνει το μυστήριο της ιστότητας των εμπορευμάτων έχει να κάνει με το ότι ζούσε σε μια εποχή, όπου οι δουλοκτητικές σχέσεις έκρυβαν την ουσία που εξισώνει τις ανθρώπινες εργασιακές δυνάμεις. Κοντολογής, στη μαρξιστική θεωρία το χρήμα είναι δευτερεύον, μια σε δεύτερο χρόνο έκφραση των σχέσεων Αξίας.
Η δική μας αντίληψη αντιτίθεται τόσο στη μαρξιστική όσο και στη νεοκλασσική υπόθεση της Αξίας, και συμφωνεί με τον Αριστοτέλη. Θεωρούμε δηλαδή ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία αντικειμενική ουσία πίσω από την ανταλλαγή των εμπορευμάτων και ότι η ανταλλαγή αυτή θεμελιώνεται απλώς και μόνο στην σύμβαση του χρήματος. Με άλλα λόγια, η σχέση με το χρήμα είναι εκείνη που ομοιογενοποιεί, εξισώνει, ή καθιστά “σύμμετρα”, τα εμπορεύματα. Αυτή η εξίσωση ή συμμετροποίηση  δεν προϋπάρχει της θέσμισης του χρήματος και δεν υπάρχει χωρίς τη σύμβαση του χρήματος.
Υποστηρίζουμε λοιπόν μια θεωρία πολύ διαφορετική από εκείνη που προτείνουν οι ποικίλες θεωρίες της Αξίας, όπως κι αν την ορίζουν. Δεν βλέπουμε στο χρήμα μια ουδέτερη μορφή, η οποία απλώς επιτρέπει ή διευκολύνει την έμμεση έκφραση μιας Αξίας που υποτίθεται ότι προϋπάρχει της χρηματικής σύμβασης. Απεναντίας, θεωρούμε ότι το χρήμα και η αξία αποτελούν μια και την αυτήν πραγματικότητα∙ είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αξία υπάρχει μόνο και μόνο επειδή υπάρχει το χρήμα. Αξία χωρίς χρήμα δεν υπάρχει.
Επομένως, σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη, όταν λέμε ότι το τάδε εμπόρευμα έχει τη δείνα “αξία”, εννοούμε απλώς ότι το εμπόρευμα αυτό επιτρέπει την απόκτηση χρήματος κατά την ανταλλαγή του. Δεν πρέπει λοιπόν να βλέπουμε τη χρηματική τιμή όπως τη βλέπουν οι διάφορες θεωρίας της Αξίας, δηλαδή σαν ένα συμβατικό μανδύα που θα πρέπει να τον σηκώσουμε για να δούμε καθαρά ένα μέγεθος, το οποίο υποτίθεται ότι κρύβεται από πίσω του και είναι η αντικειμενική αξία των εμπορευμάτων. Απεναντίας, θεωρούμε πως η τιμή είναι μια θεμελιακή πραγματικότητα της εμπορευματικής ανταλλαγής, με την έννοια ότι το κάθε εμπόρευμα αξίζει ακριβώς όσο και η τιμή του, δηλαδή όση είναι η ποσότητα χρήματος την οποία αποφέρει κατά την εμπορευματική ανταλλαγή.
Με άλλα λόγια, για τη θεσμοκεντρική προσέγγιση το θεωρητικά ουσιώδες γεγονός, αυτό που πρέπει πρωτίστως να κατανοήσουμε, είναι η εξάρτηση όλων των εμπορευματοκατόχων κι εμπορευματοπαραγωγών από το χρήμα. Πρέπει δηλαδή να καταλάβουμε τι είναι αυτή η ομόφωνη και ακόρεστη επιθυμία για χρήμα, που διακατέχει όλα τα μέλη των εμπορευματικών κοινωνιών. Γι’ αυτό το λόγο η θεσμοκεντρική προσέγγιση, αντίθετα από τις άλλες οικονομικές θεωρίες, επιδιώκει να συλλάβει την πραγματικότητα του χρήματος, όχι στις διάφορες επιμέρους λειτουργίες του (νομισματική μονάδα, μέσον κυκλοφορίας, μέσον αποταμίευσης), αλλά στην ικανότητά του να συγκεντρώνει πάνω του την γενικευμένη συμφωνία της κοινωνικής ομάδας και να την εκφράζει μ’ έναν αντικειμενοποιημένο τρόπο −απ’ όπου και ορισμοί μας όπως “το χρήμα, έκφραση της κοινωνίας ως ολότητα” (Aglietta et al. 1998, 10) ή “το χρήμα, συντελετής ολοποίησης” (Orléan, 2002).
Η θεσμοκεντρική θεωρία μας μπορεί να είναι εντελώς μειοψηφική μεταξύ των οικονομολόγων, ωστόσο έχει σημαντικούς υποστηρικτές στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Για παράδειγμα τον Μως, τον Σιμιάν, ή τον Ζίμμελ. Ας δούμε λ.χ. τι λέει σχετικά ο Μαρσέλ Μως στη σύντομη μελέτη του με τίτλο “Οι καταβολές της έννοιας του χρήματος” (1914). […] Βασική ιδέα του είναι, ότι η ικανότητα προσπορισμού αγαθών προέρχεται από την σαγηνευτική δύναμη του τάλισμαν [μαγικό φυλαχτό, HS]. Οι άνθρωποι ποθούν μαζικά το τάλισμαν επειδή πιστεύουν στις μαγικές του ιδιότητες σε τέτοιο βαθμό, που είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν όσα έχουν για να το αποκτήσουν. Να η προέλευση των μαγικών ιδιοτήτων του χρήματος! Η αγοραστική δύναμη του κατάγεται από τη σαγήνη που ασκεί το τάλισμαν. Ο Μως γράφει:
[…] Κατά τη γνώμη μου, η αγοραστική δύναμη του πρωτόγονου χρήματος έγκειται πάνω απ’ όλα στη δύναμη σαγήνης που μεταβιβάζει σε όποιον το κατέχει και την οποία χρησιμοποιεί για να επιβάλλεται στους άλλους. 
Με δυο λόγια, ο Μως μάς λέει πως για να καταλάβουμε την αγοραστική δύναμη του χρήματος, πρέπει να καταλάβουμε τη συλλογική λατρεία που περιβάλλει ορισμένα αντικείμενα. Εδώ ακριβώς συναντάει την δική μας προβληματική. Να σημειώσω, πως ο μοντέλο του τάλισμαν συμφωνεί με τα συμπεράσματα πολυάριθμων αθρωπολόγων, που έχουν υπογραμμίσει το γεγονός ότι το πρωτόγονο χρήμα είναι κατ’ ουσίαν ένα μέσον πληρωμής με το οποίον μπορούσε να “εξοφλήσει” κανείς μη-οικονομικές υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα τη προίκα της νύφης, ή το weregild [η αξία κάθε προσώπου ή πράγματος σύμφωνα με τους Σάλιους Κώδικες, HS]. […]
Εδώ βλέπουμε ξεκάθαρα την καρδιά του προβλήματος χρήμα: η ενσάρκωση αυτού που “αξίζει”, θεμελιώνεται στη λατρεία της κοινωνικής ομάδας για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή σημείο. Τέτοιου είδους είναι το μυστήριο της αγοραστικής δύναμης. Εκείνο που αλλάζει με το σύγχρονο χρήμα, είναι η φύση της λατρείας: δεν πρόκεται πλέον για κλασσική μαγικοθρησκευτική λατρεία. Γι’ αυτό και μιλάμε τώρα για “συλλογική εμπιστοσύνη” [και “εμπορική πίστη”, HS].[…]»
André Orléan, Εισήγηση στο σεμινάριο
«De l’ auto-organisation au temps du projet»,
11-18 Ιουλίου 2007
μέρος 1
Σημ. του HS Για οικονομία χώρου χώρισα σε δυο μέρη τα αποσπάσματα που μετέφρασα από την εισήγηση του Ορλεάν. Το δεύτερο θα δημοσιευτεί πολύ σύντομα. Για τη μετάφραση του όρου institutionnaliste προτίμησα το "θεσμιακή" αντί του "ινστιτουσιοναλιστική", αφού άλλωστε έχουμε και το "εργαλειακή" αντί του "ινστρουμενταλιστική" για το instrumentaliste. Καλύτερες εκδοχές, ευχαρίστως δεκτές.

UPDATE 01.01.2015 Χάρη στον παλιό φίλο και μεταφραστή Πάνο Τσαχαγέα, βρέθηκε η καλύτερη εκδοχή του όρου: θεσμοκεντρική.
 

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | 2

(Συνεχίζουμε με Αντρέ Ορλεάν)
Η πρωταρχικότητα του χρήματος
«Για να σκεφτούμε μια αυθεντική θεωρία του χρήματος πρέπει ν' αντιστρέψουμε ριζικά την οπτική μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε από το χρήμα, δηλαδή να θεωρήσουμε ότι η ανάγκη για χρήμα προηγείται της ανάγκης για αγαθά. Πρέπει να σκεφτούμε μια οικονομία, στην οποία τα εμπορεύματα είναι μέσο για την απόκτηση χρήματος∙ και όχι το αντίστροφο. […]
Στην οπτική μας ο πλούτος δεν είναι ένα αντικείμενο, ούτε μια ουσία. Είναι κάτι που αναφέρεται σε μια κοινωνική ιδιότητα: τη ρευστότητα, δηλαδή το να είναι κάτι αντικείμενο της επιθυμίας όλων των μελών μιας κοινωνίας. Είναι η μορφή που παίρνει ο κοινωνικός δεσμός και η αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινωνία που έχει αποπροσωποποιήσει την αλληλεξάρτηση.
Στην πρότασή μας, το χρήμα ορίζεται ως η κοινωνικά αναγνωρισμένη μορφή, την οποία παίρνει ο πλούτος σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι η απόλυτη ρευστότητα*
Η αξία δεν είναι ούτε ουσία, ούτε μέγεθος
«Για τον mainstream οικονομολόγο τα πάντα ξεκινούν από το ανεξάρτητο άτομο, το οποίο ψάχνει ν’ αποκτήσει τα εμπορεύματα που του είναι χρήσιμα. Το μοναδικό εμπόδιο που γνωρίζει αυτό το ανεξάρτητο άτομο στον αγώνα του να πραγματώσει τις επιθυμίες του, είναι τα άλλα άτομα, που είναι εξίσου ανεξάρτητα και που αγωνίζονται κι αυτά εξίσου για να πραγματώσουν τις επιθυμίες του αποκτώντας τα ίδια εμπορεύματα. Πάνω σε τέτοιας λογής βάσεις, ο κοινωνικός κόσμος νοείται σαν σύνθεση των ατομικών πράξεων. Είναι αυτό που ο Φρίντριχ Χάγιεκ, στο βιβλίο του Scientism and the Study of Society (1942), ονομάζει “ατομιστική και συνθετική μέθοδος των κοινωνικών επιστημών”. Σε αυτή την οπτική, η εμπορευματική οικονομία αναλύεται σαν ένα σύνολο χρήσιμων αντικείμενων, τα οποία πρέπει να διανεμηθούν σε ένα σύνολο ατόμων. Γι’ αυτό και θεωρεί πρωταρχική την αγορά ενώ το χρήμα το βλέπει σαν ένα δευτερεύον συμπλήρωμα, ένα απλό εργαλείο που διευκολύνει τις ανταλλαγές χωρίς, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, να επηρεάζει στο παραμικρό την αξία των εμπορευμάτων.
Αυτή η αντίληψη υποτιμά ριζικά μια πραγματικότητα, που παίζει τεράστιο ρόλο στην οικονομία. Την αβεβαιότητα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εμπορευματικής οικονομίας είναι οι ασταμάτητες, 





σημαντικές και απρόβλεπτες μεταπτώσεις τόσο στις παραγωγικές τεχνικές όσο και στις καταναλωτικές προτιμήσεις, γεγονός που επηρεάζει ριζικά τις τιμές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η ύπαρξη καθενός παραγωγού-ανταλλάκτη να παίζεται κυριολεκτικά στα ζάρια. Μπορεί σήμερα να τα φέρνει βόλτα μια χαρά, αλλά τίποτα δεν τον ασφαλίζει ότι αυτό θα ισχύει και αύριο. Διότι η εμπορευματική οικονομία θεμελιώνεται στο διαχωρισμό. Πρόκειται δηλαδή για ένα κοινωνικό σχηματισμό, όπου ο καθένας κλείνεται στην ατομική του αυτονομία χωρίς να μπορεί να λογαριάζει στους άλλους παρά μόνο αν έχει κάτι ν’ ανταλλάξουν. Σε τελική ανάλυση, το άτομο δεν μπορεί εδώ να υπολογίζει στη βοήθεια των άλλων έτσι και το βρουν δυσκολίες στη ζωή. [βλ. και εδώ.] 
Η αγορά λοιπόν δεν είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στην ανάγκη για βοήθεια και κάλυψη, την οποία γεννάει ο ίδιος ο εμπορευματικός διαχωρισμός. Από εδώ προκύπτει μια ιδιαίτερη απαίτηση, η “ελεγκτική δύναμη” πάνω στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, γιατί μέσα από αυτή τη δυνατότητα ο καθένας ελπίζει ότι η ύπαρξή του θα γίνει λιγότερο αβέβαιη. Και φυσικά, στην οικονομία της αγοράς, αυτή η ελεγκτική δύναμη ενσαρκώνεται στην αγοραστική δύναμη, μιας και η αγορά αποτελεί το μοναδικό νόμιμο τρόπο για να αποκτά κανείς εμπορεύματα.
Όμως, για να μπορεί κανείς να διαθέτει “αγοραστική δύναμη”, πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται σε δυο προαπαιτούμενα: πρώτον, η αγοραστική του δύναμη να είναι γενική, δηλαδή να του επιτρέπει να αγοράζει οποιοδήποτε εμπόρευμα, άρα να έχει πρόσβαση σε όλα τα εμπορεύματα γενικώς∙ και δεύτερον, να μπορεί να παραμένει αδιάπτωτη μέσα στο χρόνο. […]
Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που αποκαλούμε “ρευστότητα” και φυσικά το χρήμα είναι εκείνο απ’ όλα τα αγαθά, που η ρευστότητά του είναι απόλυτη. […]
Έτσι, η αντίληψη του οικονομικού, που αντιπροτείνω, είναι ριζικά διαφορετικής φύσης από των mainstream θεωριών. Στη δική μου οπτική, ο κοινωνικός κόσμος δεν οικοδομείται από την απλή προέκταση των επιμέρους ατομικών βουλήσεων, όπως θεωρεί η maistream σκέψη, αλλά είναι προϊόν μιας ισχύος −της σαγήνης του χρήματος−, η οποία υπερβαίνει τις ατομικές αξίες και τις ατομιστικές αναλύσεις. Πράγματι, η επιθυμία του χρήματος είναι μια επιθυμία που σε πολύ μεγάλο βαθμό ξεφεύγει από τη λογική του ανεξάρτητου και αυτεξούσιου ατόμου. Πρόκειται, ακριβέστερα, για μια επιθυμία η οποία περισσότερο επιβάλλεται στους ανθρώπους παρά πηγάζει από την ελεύθερη βούλησή τους. […]

Γι’ αυτό στην οπτική που υποστηρίζουμε, το χρήμα παίζει τον πρωταρχικό ρόλο ενώ η αξία ενός εμπορεύματος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ποσότητα χρήματος, που αυτό το εμπόρευμα επιτρέπει να αποκτηθεί κατά την ανταλλαγή. Αυτό λοιπόν που έχει σημασία, είναι η κοινωνική αντικειμενικότητα αυτού του μέτρου, δηλαδή το γεγονός ότι επιβάλλεται στους πάντες. […]
Κι η αντικειμενικότητα της αξίας δεν πρέπει να αναζητηθεί, κατά τη γνώμη μου, στο μέγεθός της, το οποίο είναι εξαιρετικά ευμετάβλητο ανάλογα με τις συνθήκες και τις παραγωγικές σχέσεις. Τι δεν είναι ευμετάβλητο; Αμετάβλητο είναι το γεγονός ότι η αξία αντικειμενοποιείται κοινωνικά στο χρήμα. Αντικειμενικό και αμετάβλητο, δηλαδή, είναι το γεγονός της ύπαρξης της τιμής και όχι το μέγεθός της! […]
Η οικονομική αξία, όπως και οι ηθικές, οι αισθητικές ή οι θρησκευτικές αξίες, είναι καμωμένη από το υλικό που λέγεται κοινό αίσθημα. Η αξία δεν είναι μια ουσία ή μια υπόσταση, που έχουμε να μετρήσουμε. Είναι μια δύναμη, η οποία διαμορφώνει το conatus [το μεράκι, αν μου επιτρέπει ο Σπινόζα –σημ. HS] των δρώντων υποκειμένων. Στο βιβλίο του Οι Στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής, ο Εμίλ Ντυρκέμ μας λέει:
“Ο πιστός που κοινωνεί με το θεό του, δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που βλέπει νέες αλήθειες τις οποίες δεν βλέπει ο άπιστος. Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί παραπάνω. Αισθάνεται μέσα του περισσότερη δύναμη…”
Σε αυτή την ενέργεια αναγνωρίζουμε την ύπαρξη των αξιών, μέσω των οποίων κινείται μιας κοινωνία. Και το ίδιο ισχύει για την οικονομία: δεν την προσδιορίζει η αναζήτηση της χρησιμότητας, η οποία αποτελεί ένα μάλλον άτονο πάθος, αλλά ο πόθος του χρήματος. Στα βιβλικά εβραϊκά για παράδειγμα, η λέξη για το χρήμα είναι kessef, που προέρχεται από το ρήμα Lehikassed, το οποίο σημαίνει “ποθώ με πάθος”. Παρόμοια, μια από τις αραβικές λέξεις για το χρήμα, η λέξη al-mal al-maal) έχει κι αυτή, όπως η λέξη kessef, για ρίζα της την έννοια του έντονου πόθου ή και του φθόνου.
Αυτή η αντίληψη του χρήματος βρίσκεται στους αντίποδες της εργαλειακής θεώρησης, την οποία λατρεύουν οι οικονομολόγοι, γιατί μας καθιστά ορατή μια πραγματικότητα που ξεφεύγει από την ορθολογικότητα μιας και στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα το ορθολογικό στο να ποθεί κανείς το χρήμα.
Υποστηρίζουμε λοιπόν, ότι οι διάφορες θεωρίες της αξίας −τόσο αυτές που την ανάγουν στη χρησιμότητα, όσο κι αυτές που την ανάγουν στην εργασία− πρέπει να κατανοηθούν με αφετηρία αυτή την αγωνιώδη απορία των ανθρώπων μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που τους ξεπερνάει, που δεν το ελέγχουν και που κοροϊδεύει τη λογική τους. Εδώ βρίσκεται και ο λόγος που οι οικονομικές αξίες μάς έχουν κατακυριεύσει: επενδύουμε με τόσο πάθος σε αυτές, που χάνουμε την ικανότητα να τις παρατηρήσουμε από απόσταση και με σκεπτικισμό. […]»**
Το θεσμοκεντρικό μοντέλο γένεσης του χρήματος
«Εμπορευματική οικονομία είναι μια οικονομία, στην οποία η παραγωγή αφήνεται στα χέρια ενός πλήθους αυτόνομων παραγωγών-ανταλλακτών, που παίρνουν τις αποφάσεις τους εντελώς ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Ωστόσο, άπαξ και αναπτυχθεί έστω κι ελάχιστα ο καταμερισμός της εργασίας, ο κάθε παραγωγός-ανταλλάκτης αρχίζει να εξαρτάται στενά από ένα πολύ μεγάλο αριθμό άλλων παραγωγών-ανταλλακτών τόσο σε ό,τι αφορά την ίδια την παραγωγή (προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται για να παράξει), όσο και σε ό,τι αφορά την πώληση των προϊόντων του, δεδομένου ότι στο παιχνίδι εμπλέκεται πλέον ένα πλήθος δυνητικών καταναλωτών. Επιπλέον, η ταυτότητα αυτού του πολύ μεγάλου αριθμού ατόμων διαφοροποιείται συχνά σε συνάρτηση με την εξέλιξη των τεχνικών παραγωγής και των προτιμήσεων των καταναλωτών. Κοντολογής, σε μια ανεπτυγμένη εμπορευματική κοινωνία ο καθένας εξαρτάται δυνητικά από όλους. Πώς θα μπορούσε επομένως να οργανωθεί μια τέτοια “ρευστή και κλυδωνιζόμενη αλληλεξάρτηση”; Είναι προφανές ότι ο αντιπραγματισμός δεν είναι η απάντηση. Θα ήταν σαν να λέμε, ότι κάποιος που φτιάχνει αυτοκίνητα, θα μπορούσε να το κάνει μέσα από μια ατέλειωτη σειρά διμερών αντιπραγματιστικών ανταλλαγών με όλους τους πελάτες του! Ανταλλάσσοντας τι με τι στο κάτω-κάτω της γραφής; Αστείο και να το σκεφτείς.
Ποια είναι λοιπόν η θεμελιακή Αρχή πάνω στην οποία δομούνται οι εμπορευματικές οικονομίες; Είναι η αφηρημένη αξία. Η εμπορευματική παραγωγή είναι μια παραγωγή που μοναδικό σκοπό έχει την ιδιοποίηση της αφηρημένης αξίας, δηλαδή του γενικού δικαιώματος πάνω στην ολότητα. Αν αυτή την ιδέα της αξίας δεν υπήρχε εκ των προτέρων αγκιστρωμένη μέσα στα μυαλά των παραγωγών-ανταλλακτών, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε προσφορά εμπορευμάτων, ούτε και μαζική παραγωγή.
Στόχος μας δεν είναι να προτείνουμε μια καινούργια θεωρία της Αξίας, που θα μας υποδεικνύει τρόπους για να βρίσκουμε πόσο αξίζει ένα εμπόρευμα! Αυτό που μας ενδιαφέρει, απεναντίας, είναι να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι εμπορευματική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε μια κοινωνία για την οποία η ιδέα της αξίας, δηλαδή το ότι κάτι έχει αξία για το μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων, έχει μια κοινωνικά αναγνωρισμένη ύπαρξη.
Με αυτή την έννοια, σε μια εμπορευματική οικονομία η αξία βρίσκεται στα θεμέλια της σχέσης με τον άλλον και είναι εκείνο δια του οποίου ο εμπορευματικός κόσμος επιβάλλεται πάνω στα άτομα. Έτσι, η σχέση του εμπορευματικού ατόμου με τον περίγυρό του χτίζεται μέσα από τον υπολογισμό του σε πόσους και πόσο μπορεί να πουλήσει. Γι’ αυτό το λόγο οι λογαριασμοί είναι, μέσα στο εμπορευματικό σύμπαν, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθενός έναντι των άλλων. […]
Λέει ο Άνταμ Σμιθ στον Πλούτο των Εθνών:
“Μετά την πρώτη εγκαθίδρυση του καταμερισμού της εργασίας, κάθε σώφρων άνθρωπος χρειάστηκε φυσικά να ρυθμίζει τις υποθέσεις του έτσι ώστε να έχει πάντοτε στην κατοχή του, πέρα από κάποιο αγαθό που τον ενδιαφέρει να παράγει για τον εαυτό του, και μια ποσότητα ενός άλφα ή βήτα εμπορεύματος, το οποίο κατά τη γνώμη του οι περισσότεροι άνθρωποι θα δέχονταν να πάρουν ανταλλάσσοντάς το με τα δικά τους προϊόντα” (σ. 26) 
[…] Ο καθένας δηλαδή προσπαθεί όσο περισσότερο μπορεί να “μαντέψει” αυτό που θεωρείται “πλούτος”, δηλαδή ποια είναι εκείνα τα αγαθά που αναγνωρίζει ως πλούτο ο μέγιστος αριθμός των συνανθρώπων του. Επομένως, αναζήτηση του πλούτου σημαίνει αναζήτηση αυτού που οι περισσότεροι θεωρούν σαν πλούτο. Αυτός ο αυτοαναφορικός ορισμός του πλούτου (“πλούτος είναι αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν σαν πλούτο”) οδηγεί σε μια λογική μιμητικής αντιπαλότητας μεταξύ διαφόρων αγαθών, που προτείνονται ως πλούτος.
Πράγματι, η υιοθέτηση μιας άλφα αντίληψης του πλούτου αποκτά μεγαλύτερη σημασία για το άτομο στο βαθμό που αυτή η αντίληψη είναι αντικείμενο μιας ευρύτατης συμφωνίας. Όσο ευρύτερη είναι η συμφωνία, τόσο μεγαλύτερο είναι το πεδίο κυκλοφορίας του αγαθού που θεωρείται πλούτος, και επομένως τόσο περισσότερα σε ποσότητα και ποικιλία είναι τα εμπορεύματα που μπορεί να αποκτήσει όποιος κατέχει το συγκεκριμένο αγαθό-πλούτο. Με άλλα λόγια, διευρύνεται το πεδίο ισχύος των δικαιωμάτων που ενσαρκώνει η κατοχή αυτού του πλούτου.
Από εδώ προκύπτει αναπόφευκτα το κλασικό φαινόμενο του “κυνηγητού των αποδόσεων”: ο καθένας κυνηγάει την πιο διαδεδομένη συλλογική αναφορά, το αγαθό που ενσαρκώνει τον πλούτο για τους περισσότερους, για να συμμορφωθεί σε αυτήν και να κερδίσει τα δικαιώματα που αυτή προσφέρει. Με αυτό τον τρόπο γίνεται αισθητή η ισχύς του πλήθους. Είναι προς το συμφέρον καθενός να τροποποιήσει την ατομική αντίληψή του για τον πλούτο υιοθετώντας εκείνη που αποδέχονται οι περισσότεροι, διότι με αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζει τις δυνατότητές του να συναλλάσσεται −πράγμα που αποτελεί ζωτικής σημασίας προϋπόθεση της εμπορευματικής ισχύος. Αυτή ακριβώς η λογική, που αναγκάζει τον καθένα να προσαρμόζεται στη υπερισχύουσα αντίληψη του πλούτου, μπορεί να ονομαστεί μιμητική.  Κι έτσι, μέσα σε ορισμένες γενικές συνθήκες, αυτή μιμητική διαδικασία οδηγεί κατόπιν συγκρούσεων σε μια κατάσταση, στην οποία οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν τελικά να υιοθετήσουν από κοινού ένα συγκεκριμένο αγαθό, ή σημείο, ως εκπρόσωπο του πλούτου. Πρόκειται για το φαινόμενο που αποκαλούμε “μιμητική πόλωση”, ή ακόμα “φαινόμενο εκλογής”. Από εδώ προκύπτει το χρήμα και το νόμισμα. […]
Πρέπει εδώ να υπογραμμίσω, ότι οι θέσεις μας αυτές δεν απορρίπτουν υποχρεωτικά όλες τις νομισματικές αναλύσεις που κάνουν οι οπαδοί των εργαλειακών θεωριών. Πράγματι, όταν ένα νόμισμα σταθεροποιηθεί ως αντικείμενο εμπιστοσύνης εκ μέρους όλων των οικονομικών παραγόντων, τότε συμπεριφέρεται de facto σαν ένα απλό εργαλείο των ανταλλαγών −κι έτσι μπορεί κανείς να το αναλύσει μέσω των τριών θεμελιακών λειτουργιών του, ως λογιστική μονάδα, ως μέσον αποταμίευσης και ως μέσο κυκλοφορίας. […]
Όμως για να μπορεί ένα νόμισμα να διατηρεί αυτές τις λειτουργίες, πρέπει κατά πρώτο λόγο να διατηρείται η συμφωνία πάνω στην οποία “εκλέχτηκε”. Κι αυτό δεν είναι καθόλου προφανές, μιας και η ενοποίηση του εμπορευματικού πεδίου με άξονα ένα κεντρικό νομισματικό γνώμονα αφήνει πάντοτε απ’ έξω ορισμένα επιμέρους συμφέροντα, τρέφοντας με αυτό τον τρόπο ένα υποβόσκον συγκρουσιακό δυναμικό που, άπαξ και βγει στην επιφάνεια θέτοντας σε αμφισβήτηση την ενότητα του νομισματικού πεδίου, οδηγεί σε αυτό που γνωρίζουμε ως νομισματική κρίση». ***

Φεβρουάριος 2003,
Φθινόπωρο 2013
11-18 Ιουλίου 2007


Σημ. του HS. Σε ένα τρίτο μέρος θα συνεχίσουμε με μερικές παρατηρήσεις του Ορλεάν για την παρούσα κρίση και με αποσπάσματα από ένα σημαντικό κείμενο σχετικά με την τιμή και την αξία. Υπομονή! 

Για τον Χάγιεκ, αυτό τον νεοφιλεύθερο λάτρη των ελίτ και φίλο του Πινοσέτ, θα θυμήσω απλά τι έλεγε στην εφημερίδα El Mercurio κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη Χιλή, το 1981: 

«Είμαι εντελώς κατά των δικτατοριών ως θεσμών μακράς διαρκείας. Όμως μια δικτατορία μπορεί να είναι απαραίτητη σε ένα σύστημα για μια μεταβατική περίοδο. Κατά καιρούς είναι αναγκαίο μια χώρα να έχει, για κάποιο διάστημα, μια ορισμένη μορφή δικτατορίας. Όπως καταλαβαίνετε, είναι δυνατόν ένας δικτάτορας να κυβερνά με φιλελεύθερο τρόπο. Όπως επίσης, είναι δυνατόν μια δημοκρατία να κυβερνά με πλήρη έλλειψη φιλελευθερισμού. Προσωπικά προτιμώ ένα φιλεέυθερο δικτάτορα από μια δημοκρατική κυβέρνηση που της λείπει ο φιλελευθερισμός. Η προσωπική μου εντύπωση είναι ότι εδώ στη Χιλή βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο από μια δικτατορική προς μια φιλελέυθερη διακυβέρνηση. Στη διάρκεια αυτής της μετάβασης μπορεί να είναι αναγκαίο να διατηρηθούν ορισμένες δικτατορικές εξουσίες».

Ωραίος! Λεπτομέρεια: αυτή η ... μετάβαση βάστηξε άλλα οκτώ χρόνια...
 
 

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | 3ο χτύπημα

Άμπρα κατάμπρα, αξία ενσωματώσου!
«Το μέτρο της αξίας», μια παράλογη έκφραση
[…] Εάν «αξία» είναι το όνομα που έχουμε δώσει στο μέτρο του πλούτου, τότε είναι παράλογο να μιλάμε για «μέτρο της Αξίας». Εφόσον η Αξία είναι μέτρο, δεν έχει κι η ίδια μέτρο −όπως το μήκος δεν έχει μήκος και το βάρος δεν έχει βάρος. Μπορούμε να μετρήσουμε το μήκος ενός λιβαδιού, ή την αξία ενός εμπορεύματος, αλλά δεν γίνεται να μετρήσουμε το μήκος του μήκους, ούτε την αξία της αξίας. Επομένως η έκφραση «μέτρο της αξίας» είναι παράλογη. Όταν μιλάμε για «μέτρο της αξίας» χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι με αυτό τον τρόπο μετατρέπουμε στο μυαλό μας την αξία σε ουσία, τότε καταλήγουμε να την συγχέουμε με την πραγματικότητα την οποία μετράει, δηλαδή τον πλούτο.
Αυτή η σύγχυση δεν είναι συμπτωματική. Πάνω σε αυτήν θεμελιώνεται η πολιτική οικονομία από τον καιρό του Άνταμ Σμιθ. Άλλωστε ο Σμιθ ήταν μάστορας στο να θολώνει τα πράγματα: έχοντας προηγουμένως δηλώσει, ότι «η εργασία είναι το πραγματικό μέτρο της αξίας», στην αμέσως επόμενη φράση μιλάει για «αξία της εργασίας» −δηλαδή για … το μέτρο του πραγματικού μέτρου του μέτρου … τίνος πράγματος; Του πλούτου ασφαλώς! (Ο Πλούτος των Εθνών, βιβλίο Ι, κεφ. 5).

Εκείνο που, απεναντίας, δεν είναι παράλογο, είναι ο καθορισμός μιας μονάδας μέτρησης, ο καθορισμός της γλώσσας αυτής της μονάδας. Το βάρος εκφράζεται με γραμμάρια, το εμβαδόν με μέτρα, κ.ο.κ. Η μονάδα είναι προϊόν κοινωνικής σύμβασης. Ποια είναι η μονάδα της αξίας; Όπως μαρτυρούν τα γραπτά του Γουίλιαμ Πέτυ, του Τυργκό και του Σμιθ, πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα έσπαγαν το κεφάλι τους οι παλιοί οικονομολόγοι.
Αξία και τιμή
Οι λεγόμενοι εθνικοί λογαριασμοί δεν κατατρύχονται από τέτοιας λογής μεταφυσικά προβλήματα σχετικά με τη φύση της αξίας και τη μονάδα μέτρησής της. Ονομάζουν «τιμές» αυτό που ονομάσαμε παραπάνω «αξία» και μετρούν ή λογαριάζουν (δηλαδή καταγράφουν με μορφή λογαριασμών) τις τιμές που αναγράφονται στα κοινωνικά και εμπορικά τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στα λογιστικά και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των υπουργείων, κ.λπ. Οι εθνικοί λογαριασμοί έχουν στη διάθεσή τους μια μονάδα μέτρησης, αυτή που σχετίζεται με κάθε νόμισμα −το φράγκο, το δολάριο, κ.τ.τ. Παλιότερα μετρούσαμε σε λίβρες, μια μονάδα μέτρησης που με τη σειρά της μετριόταν με βάση μια μονάδα βάρους, αφού κάθε καινούργια μονάδα μέτρησης στηρίζεται πάνω σε ένα προϋπάρχον σύστημα μέτρησης: π.χ. το τζάουλ ή το κιλό είναι συνδυασμοί μιας μονάδας βάρους με μια μονάδα μήκους.
Οι κλασσικοί οικονομολόγοι αναρωτιόντουσαν κατά πόσο το νόμισμα αποτελεί μια λειτουργική μονάδα μέτρησης. Κι αυτό, επειδή διαπίστωναν ότι το νόμισμα έχει τη μορφή ενός μεταλλικού εμπορεύματος και επομένως, όπως κάθε εμπόρευμα, υφίσταται διακυμάνσεις. Έτσι, ο Πέτυ και ο Σμιθ βάλθηκαν να βρουν μια ακλόνητη μονάδα μέτρησης της αξίας και φαντάστηκαν ότι τη βρήκαν, ο μεν πρώτος στη γη και την εργασία, ο δε δεύτερος στην εργασία. Επειδή όμως ο Σμιθ πίστευε πως η «αξία της εργασίας» βρίσκεται στα μέσα συντήρησης του εργαζόμενου, δηλαδή σε αυτά που έχει ανάγκη για να επιβιώνει, αναγκάστηκε να οδηγηθεί σε μια άλλη μονάδα μέτρησης και η σκέψη του έγινε θρύψαλα, μιας και δεν είχε πού να στηριχτεί.
Αξία και χρόνος εργασίας
Καθώς δεν μπορεί να μετρηθεί η επιδεξιότητα της εργασίας, δηλαδή αυτό που διαφοροποιεί μια πιο εξειδικευμένη εργασία από μια λιγότερο εξειδικευμένη, οι κλασσικοί οικονομολόγοι έθεσαν το αξίωμα ότι η εξειδικευμένη εργασία δεν είναι παρά ένα πολλαπλάσιο της υποτιθέμενα «απλής εργασίας». Με βάση αυτή την αξιωματική αναγωγή ορίστηκε μια συμβατική μονάδα μέτρησης: ο χρόνος εργασίας −ένας αριθμός που μπορεί αντικειμενικά να διαιρείται, να υπολογίζεται και να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Έτσι η συμβατική μέτρηση του πλούτου με βάση τον εργάσιμο χρόνο έγινε μέρος της καθημερινής ζωής: λέμε λ.χ. ότι «εκατομμύρια ώρες εργασίας χάθηκαν με τις απεργίες», ή «κερδήθηκαν χάρη στην τάδε τεχνική εφεύρεση». […]
Ο Πέτυ ήταν ο πρώτος που έκανε την εργασία εργαλείο μέτρησης του πλούτου/δύναμης στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής σύγκρισης −αυτός ήταν άλλωστε ο σκοπός της αριθμητικής πολιτικής. [...]
  
Δυνητική ή πλασματική και ενεργός ή πραγματική αξία
Ως μέτρο του πλούτου, η αξία μετράει μια ορισμένη ποσότητα αντικειμένων που υπάρχουν στο χώρο μέσα σε δεδομένη μια χρονική στιγμή. Σε ό,τι αφορά το εμπόρευμα, το κάθε συγκεκριμένο εμπόρευμα, η εκτίμηση της αξίας του γίνεται κατά την πώλησή του, δηλαδή αφότου έχει παραχθεί. Με βάση τι παράχθηκε; Παράχθηκε με βάση τον υπολογισμό μιας πιθανότητας: «Πόσο θα αξίζει κατά την πώλησή του;». Ο υπολογισμός αυτής της πιθανότητας εμπεριέχει τον υπολογισμό ενός ορισμένου κόστους παραγωγής του εμπορεύματος −δηλαδή την ποσότητα της εργασίας (ζωντανής ή παγιωμένης στα παραγωγικά μέσα) που χρειάστηκε για να παραχθεί, συν ένα μέσο κέρδος κατά την ίδια την παραγωγή του.
Έτσι, το εμπόρευμα έχει δυο αξίες: την αξία που έχει υπολογιστεί πιθανολογικά κατά την παραγωγή του και την αξία που ορίζεται πραγματικά κατά την πώλησή του.
Ονομάζω λοιπόν
  • δυνητική [ή πλασματική] αξία την αξία που υπολογίζεται κατά τη στιγμή της παραγωγής του εμπορεύματος, και την οποία (οι ουσιοκράτες) λένε «ενσωματωμένη» αξία, ή, όπως θα έλεγε ο Ρικάρντο, αξία που «έχει πραγματωθεί» ή «προσδιοριστεί μέσα σε ένα εμπόρευμα»∙
και

  • ενεργό [ή πραγματική] αξία την αξία, η οποία καθορίζεται κατά την πώληση του εμπορεύματος και η οποία ισούται με την τιμή του.
Αντίθετα απ’ ό,τι δείχνουν τα φαινόμενα, η αξία που υποτίθεται ότι είναι «ενσωματωμένη» και «έχει πραγματωθεί» σε ένα εμπόρευμα, είναι εντελώς φανταστική. Είναι μια αξία, την οποία πιθανολογεί κανείς και αναμένει, δηλαδή μια αξία που υπολογιστεί εκ των προτέρων ως πιθανή αξία −είναι το αντικείμενο του οικονομικού υπολογισμού και γι’ αυτό την ονομάζω δυνητική ή πλασματική.
Πραγματική αξία είναι μόνο η ενεργός αξία και μοναδική πραγματικότητα της αξίας αυτής είναι η τιμή της. Θα εξηγήσω τώρα γιατί.
Η αξία δεν είναι πράγμα αλλά σχέση
Ας κάνουμε μια σύγκριση με τη δύναμη. Όταν μιλάμε για «δύναμη», έχουμε κατά νου κάτι το καθαρά δυναμικό, δυνητικό. Όταν π.χ. λέμε ότι «το τάδε έθνος είναι πολύ δυνατό», εννούμε ότι έχει μέσα του μεγάλη δύναμη με την έννοια ότι το θεωρούμε ικανό να νικήσει τους αντιπάλους του σε περίπτωση πολέμου. Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλο το πρόβλημα: η «δύναμη» ενός έθνους μετράει μεν αυτό που θα μπορούσε να κάνει σε περίπτωση πολέμου, αλλά το αν θα το κάνει αυτό ή όχι είναι εντελώς άλλο ζήτημα! Η πραγματική δύναμη έχει να κάνει με αυτό που μπορεί (δηλαδή αξίζει) στην πράξη, εδώ και τώρα, μέσα στη δράση να κάνει κάποιος και όχι στο τι θα μπορούσε να κάνει αλλού και άλλοτε. Η πόλεμος είναι η στιγμή της αλήθειας των εκτιμήσεων σχετικά με τη δύναμη των κρατών. Η Γαλλία λ.χ. θεωρούνται μεγάλη δύναμη πριν από τον Β’ παγκόσμιο πολεμο, αλλά κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο το 1940.
Ένα ακόμα παράδειγμα: Συνηθίζουμε να μετράμε σε πόντους τη σχετική αξία κάθε πιονιού στο σκάκι. Πρόκειται για μια συμβατική ένδειξη, που διευκολύνει τους υπολογισμούς, ειδικά τη στιγμή που ο παίκτης δέχεται ν’ ανταλλάξει το πιόνι του με ένα του αντιπάλου. Όμως αυτό που αξίζει πραγματικά ένα πιόνι, μας το λέει η θέση που έχει πάνω στη σκιακιέρα εδώ και τώρα, μέσα στο παιχνίδι. Ένας πύργος περικυκλωμένος από μια σειρά από πιόνια, δεν αξίζει τίποτα. Η αξία του είναι καθαρά δυνητική. Αν δεν απελευθερώσουμε το πεδίο δράσης του μέσα στο παιχνίδι, τότε δεν θα έχει ποτέ την ευκαιρία να εκδιπλώσει τη δυνητική του αξία. Αντίστροφα, ένα στρατιωτάκι, που θεωρητικά δεν αξίζει και πολλά, μπορεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή να αξίζει πολύ περισσότερο κι από την ίδια τη βασίλισσα.
Η αξία-εργασία του εμπορεύματος, η αξία ως «εργασία ενσωματωμένη στο εμπόρευμα», δεν είναι περισσότερο πραγματική απ’ ό,τι η δύναμη ενός έθνους πριν από τον πόλεμο, ή ενός πιονιού πριν από το παιχνίδι. Η μόνη πραγματική αξία είναι η ενεργός αξία∙ κι αυτή η αξία δεν είναι ένα πράγμα αλλά μια σχέση και τίποτε άλλο. Η πώληση είναι για την αξία του εμπορεύματος ό,τι και το παιχνίδι για την αξία ενός πιονιού. […]
Φρανσουά Φουρκέ, Richesse et Puissance. Une génèalogie de la valeur
(1989, β΄έκδοση 2002)

Σημ. του HS  «Η φράση 'το μέτρο της αξίας' είναι παράλογη. Η 'ενσωματωμένη αξία' είναι εντελώς φανταστική. Η πραγματική αξία δεν είναι πράγμα αλλά σχέση. Η αριθμητική πολιτική επινοήθηκε ώστε να διευκολύνει τον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων»…. Βαστάμε αυτά, και άλλα πολύ ενδιαφέροντα από την επιχειρηματολογία του Φουρκέ, και συνεχίζουμε. Με στόχο να σχηματίσουμε έναν ειδικό «φάκελο» πάνω στο θέμα «Αξία, Χρήμα και Μαγεία», και πριν εκθέσουμε τις δικές μας θέσεις επ’ αυτού, συνεχίζουμε τη συλλογή και παρουσίαση τεκμηρίων, που συνεισφέρουν στην ανατροπή της εργαλειακής αντίληψης του χρήματος και της ουσιοκρατικής αντίληψης της αξίας, οι οποίες βαραίνουν τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται από πολλές πλευρές η κατανόηση και ανάλυση της σημερινής κρίσης. Και τη βαραίνουν άσχημα όταν, στηριγμένη στη μαγική θεωρία της «ενσωματωμένης αξίας-εργασίας» (που κατά βάση θεωρεί την ανταλλαγή σαν επιφαινόμενο της εργασίας) και την συνεπακόλουθη ιδέα ότι η κρίση του κεφαλαίου έχει να κάνει με μια μείωση του ποσοστού της «ενσωματωμένης υπεραξίας» εξαιτίας της επιταχυνόμενης εκμηχάνισης της παραγωγής, κυκλοφορεί από το τέλος των απελευθερωτικών αγώνων της δεκαετίας του 1960 και 1970 μια ορισμένη κριτική, που θέλει να λέγεται «ριζική», η οποία καταλήγει να παρουσιάζει την εκτεχνίκευση, και ειδικά στις πιο σύγχρονες μορφές της της ηλεκτρονικής αυτοματοποίησης, σαν ένα είδος «υποκειμένου» της κοινωνικής χειραφέτησης στη θέση του απωλεσθέντος προλεταριάτου −αφού, όπως ισχυρίζεται αυτή η κριτική, ο καλπασμός της Τεχνικής όχι μόνο ρίχνει σε βαθιά κρίση την «αξιοποίηση της αξίας» αλλά και συντελεί στην απελευθερωτική «κατάργηση της εργασίας»! Μα τον τυφλό ντετερμινισμό με τα πολλά πλοκάμια του! Οι αναγνώστες μας θα έχουν, πιστεύουμε, καταλάβει σε γενικές γραμμές τη ριζική διαφωνία μας με αυτού του είδους την «κριτική της αξίας». Υπομονή.
 
 

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | μέρος 4ο

Φρανσουά Σιμιάν
(1873-1935)
«Αντίθετα από τα φαινόμενα, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική σκέψη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε άμεση σύνδεση με το φαινόμενο του νομίσματος. (…)
Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε, πού οφείλεται η αμηχανία, η φλύαρη πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα και η λίγο-πολύ ξεκάθαρη αποτυχία να κατανοηθεί το φαινόμενο του χρήματος. (…)
Α.
Με πρώτο τον Λοκ, κάθε συγγραφέας με ‘‘κοινό νου’’ ισχυρίζεται ότι το χρήμα εφευρέθηκε επειδή
οι άνθρωποι, για να διευκολύνουν τις ανταλλαγές τους, θεώρησαν ότι τους βόλευε να βρουν ένα κοινό μέσο και να συμφωνήσουν ότι αυτό θα έχει στο εξής γενική και αναγνωρισμένη από όλους ανταλλακτική αξία. Η άποψη αυτή αποτελεί ακριβή αντανάκλαση της ιδέας περί ‘‘κοινωνικού συμβολαίου’’ με την οποία, και πάλι το 18ο αιώνα, θέλησαν να εξηγήσουν το σχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο ξέρουμε πολύ καλά, ότι αυτή η τεχνητή κατασκευή δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια κι ούτε μπορούσε να εξηγήσει πραγματικά τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητάς μας. (…)
Η εξήγηση ενός θεσμού, ενός κοινωνικού κανόνα, με το σκεπτικό ότι ‘‘βόλευε’’ τους ανθρώπους διαψεύδεται από τα γεγονότα και, σε ό,τι αφορά το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ, δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να καταδειχτεί πού και πότε οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, πέρασαν από τον αντιπραγματισμό στην χρηματική ανταλλαγή επειδή το έβρισκαν ‘‘πιο βολικό’' . (…)
Δεν αμφισβητούμε βέβαια ότι σε πάμπολλες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες (κι όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες) πραγματοποιούνταν πλήθος ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος. Όμως τα ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτών των ανταλλαγών δείχνουν ξεκάθαρα, πως επρόκειτο για ανταλλαγές που δεν διέθεταν κανένα από τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της χρηματικής ανταλλαγής. Επομένως, δεν έχει ακόμα αποδειχτεί καθόλου ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό, ότι περάσαμε δηλαδή από τον ένα στην άλλη. (…)
Εφόσον, όπως είδαμε, η χρηματική ανταλλαγή δεν μπορεί να εξηγηθεί με το σκεπτικό ότι οι άνθρωποι προτιμούν κάτι που φαίνεται ‘‘βολικότερο’’ και συνάπτουν ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ πάνω σε αυτό, για ποιο λόγο εξακολουθούμε να θεωρούμε πως οι πραγματικοί ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στην ‘‘εκλογή’’ των λεγόμενων πολύτιμων μετάλλων (χρυσός ή ασήμι) ως μέσων της χρηματικής ανταλλαγής, εξηγούνται με ένα τέτοιας λογής σκεπτικό, δηλαδή λέγοντας ότι προτιμήθηκαν επειδή τα πολύτιμα μέταλλα, ως υλικά, έχουν ‘‘βολικές’’ για το σκοπό αυτό ιδιότητες (π.χ. δεν αλλοιώνονται, είναι εύκολο να κοπούν και να τα κουβαλήσει κανείς πάνω του, κ.ο.κ.);
  
Β.
Ας δούμε τι μας λένε εδώ τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Πρώτα-πρώτα, μας λένε ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για χρήμα γενικώς κάποια ‘‘πολύτιμα μέταλλα’’, αλλά μόνο εκείνα που συνδεόταν με μια έκφραση ισχύος∙ και δεύτερον, μας λένε ότι ως χρήμα χρησιμοποιήθηκαν κι ένα σωρό άλλα πράγματα, συχνά εντελώς απίθανα, εκτός από τα λεγόμενα πολύτιμα μέταλλα. Επιπλέον, από τις υποτιθέμενες ‘‘βολικές’’ ιδιότητες των πολύτιμων μετάλλων,
1.      καμιά τους δεν λείπει (πολλές φορές μάλιστα είναι ανώτερη) από άλλα μέταλλα ή άλλα υλικά∙ και
2.      καμιά τους δεν λείπει ούτε από πολλά άλλα αντικείμενα, που χρησιμοποιήθηκαν σαν νομίσματα.
Εκείνο που κάνει όμως τη διαφορά στην ‘‘εκλογή’’ ενός μετάλλου ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου ως νομίσματος, είναι το αν εκφράζει κοινωνικό κύρος και διαθέτει κοινωνική βαρύτητα.
[Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων αναφέρουμε:]
Σε μια εργασία του που πέρασε απαρατήρητη [The Evolution of modern money, 1901), ο W.W. Carlile σημείωνε πως όλα τα πολυποίκιλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται ακόμη ως νομίσματα, υπήρξαν κυριολεκτικά (ή εξακολουθούσαν παράλληλα να χρησιμοποιούνται και σαν) ‘‘στολίδια’’, κοσμήματα −δηλαδή αντικείμενα αποκλειστικά κοινωνικής αξίας και όχι χρηστικά αντικείμενα, προορισμένα για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. (…)
Όπως αναφέρει ο Ossendwoski στο λεξικό της αξιοσημείωτης εθνογραφικής μονογραφίας του Hommes, bêtes et dieux [Άνθρωποι, ζώα και θεοί, 1922], η λέξη hatyk αναφέρεται σ’ ένα κομμάτι από λευκό ή κίτρινο μετάξι που προσφέρεται σαν δώρο στους φιλοξενούμενους, τους αρχηγούς, τους λάμας και τους θεούς, και σημαίνει επίσης νόμισμα (αξίας περίπου 2-3 γαλλικών φράγκων). (…)
Ο J.L. Laughlin μάς θυμίζε πως οι πρώτοι άποικοι στις μετέπειτα Η.Π.Α. χρησιμοποιούσαν σαν νόμισμα στις ανταλλαγές τους με τους Ινδιάνους ιθαγενείς τα wampum, που ήταν ζώνες ή κολλιέ από διάφορα κοχύλια και τα οποία χρησιμοποιούνταν σαν νόμισμα όχι μόνον επειδή ήταν κοσμήματα αλλά κι επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί σαν ‘‘ενθύμια’’ για να θυμίζουν σπουδαία γεγονότα. (…)
Ο Louis Capitan [στο Le travail en Amérique avant et après Colombe∙ Η εργασία στην Αμερική πριν και μετά τον Κολόμβο, 1930] επισημαίνει ότι στο Μεξικό θεωρούσαν πως ο χρυσός και το ασήμι −που τα χρησιμοποιούσαν και για τα νομίσματα− είχαν θεϊκές ιδιότητες, γι’ αυτό και όποιος έκλεβε χρυσάφι ή ασήμι τιμωρούνταν με θάνατο. Πίστευαν μάλιστα ότι οι ιδιότητες αυτές μεταβιβάζονταν μυστηριωδώς στους χρυσοχόοους, που τα εργάζονταν. (…)
Ο De Groot [The religious system of China, 1892] αναφέρει, πως οι αρχαίοι Κινέζοι εβαζαν κομματάκια χρυσάφι (όχι χρυσά νομίσματα) στο στόμα των νεκρών, επειδή πίστευαν ότι ο χρυσός (αλλά και άλλες ουσίες) εμπόδιζε την αποσύνθεση. Ενώ οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτή την ιεροτελεστεία, την ερμήνευσαν σαν πρώιμοι ‘‘βολταιρικοί’’, θεωρώντας ότι το χρυσάφι αυτό χρησίμευε στους νεκρούς για να πληρώσουν τον Χάροντα.
Σε τελική ανάλυση, κι εμείς στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό μας όταν τοποθετούμε τάματα από χρυσό ή ασήμι στους ναούς, δεν αναρωτιόμαστε αν το κάνουμε επειδή αυτά τα μέταλλα έχουν αξία και γι’ αυτό ταιριάζει να τα προσφέρουμε στο Θεό, ή ότι έχουν αξία επειδή ήταν πάντοτε υλικά που τα αφιερώναμε στους θεούς κι έτσι, κατά κάποιον τρόπο, αντανακλούν ή ακόμα και έχουν μέσα τους κάτι από τη θεϊκή υπόσταση; (…)
Γ.
Αν τώρα, από μια εντελώς διαφορετική πλευρά, εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ένα αντικείμενο ως νόμισμα στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορεί να είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Απλοποιώντας, ας πάρουμε μια αγορά στην οποία συναντώνται και ανταλλάσσονται 5 εμπορεύματα, α, β, γ, δ και ε. Για να καθοριστεί ένα σύστημα τιμών σε αυτή την αγορά, θα πρέπει οι σχέσεις ανταλλαγής να εκφραστούν σε ένα αριθμό εξισώσεων ίσο προς το αριθμό των αγνώστων που είναι οι τιμές αυτών των 5 εμπορευμάτων. Οι σχέσεις ανταλλαγής τους μπορούν να γραφτούν απλά ως εξής:
f(α) = f(β)
f(β) = f(γ)
f(γ) = f(δ)
f (δ)= f(ε)
Όμως αυτό το σύστημα των 5 εξισώσεων μπορεί να προσδιορίσει, πέρα από τις σχετικές τιμές αυτών των εμπορεύματων, ένα σύστημα τιμών τους; Αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να προσδιορίσουμε 3 διαφορετικά ύψη, ενός δέντρου, μιας εκκλησίας κι ενός καμπαναριού, αρκεί να ξέρουμε ότι το καμπαναριό έχει διπλάσιο ύψος από το δέντρο και πενταπλάσιο από την εκκλησία; Δεν αρκεί. Ακόμα κι αν γνωρίζουμε λοιπόν τις σχέσεις ανάμεσα στις τιμές των 5 εμπορευμάτων μας [π.χ. η τιμή του β είναι διπλάσια από την τιμή του α, η τιμή του γ είναι τριπλάσια από την τιμή του β, κ.ο.κ.], θα οδηγούμαστε πάντοτε σε ένα σύστημα 4 εξισώσεων με 5 αγνώστους. Επομένως, για να καθορίσουμε ένα σύστημα τιμών στη συγκεκριμένη αγορά, χρειαζόμαστε και μια πέμπτη εξίσωση, ανεξάρτητη είτε από κάποιες από τις προηγούμενες 4, είτε από όλες τους.
Για να φτιάξουμε όμως αυτή την πέμπτη εξίσωση, θα πρέπει να συναρτήσουμε μία από τις σχετικές τιμές αυτών των 5 εμπορευμάτων με έναν όρο διαφορετικό και ανεξάρτητο από τις 5 σχετικές τιμές. Αυτός ο διαφορετικός και ανεξάρτητος όρος θα είναι ο νομισματικός όρος. Ειδάλλως δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα τιμών και επομένως αγορά.
Να λοιπόν γιατί είναι λάθος να θεωρούμε, ότι το νόμισμα είναι κι αυτό ένα εμπόρευμα. Ακόμα κι αν, παρ’ όλα αυτά, επιμένουμε να ονομάζουμε εμπόρευμα το χρυσό ή το ασημένιο νόμισμα, θα πρέπει τουλάχιστον να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό, εντελώς ξεχωριστό εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα που διαθέτει μια ιδιαίτερη ιδιότητα, η οποία όχι μόνο το ξεχωρίζει από τα όλα άλλα, αλλά και το αντιπαραθέτει προς αυτά. Είναι όμως λογικό να εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε το ίδιο όνομα −εμπόρευμα− για δυο εντελώς διαφορετικές, ακόμα κι αντιτιθέμενες μεταξύ τους, πραγματικότητες; (…)
Δ.
Με βάση όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτει άραγε πως είναι εντελώς αναγκαίο να αναγνωρίζεται πάντοτε ως νόμισμα το μεταλλικό νόμισμα, που είναι φτιαγμένο από κάποιο πολύτιμο μέταλλο ή από ένα κράμα με βάση ένα πολύτιμο μέταλλο; Ασφαλώς όχι! Είδαμε άλλωστε, ότι πολλά άλλα αντικείμενα χρησίμευσαν και χρησιμεύουν ακόμα σαν νομίσματα.  Όμως, όπως είδαμε, είχαν όλα τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι ήταν πάντοτε, στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο λειτούργησαν ως νομίσματα, αντικείμενα επενδεδυμένα με μια εξω-οικονομική, μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία.
Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τους λοιπόν, θεωρούμε ότι τα κάθε λογής νομίσματα ‘‘εκλέχτηκαν’’ για να αναλάβουν τη λειτουργία που περιγράψαμε πιο πάνω, δηλαδή της μονάδας μέτρησης που είναι ανεξάρτητη από τις σχετικές τιμές των εμπορευμάτων επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει μια μη-οικονομική αξία.
Ε.
Βέβαια, με την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, η οικονομική αξία έχασε το θρησκευτικό χαρακτήρα της. Μήπως λοιπόν είναι υπερβολικό να θεωρούμε ως βάση κάθε συστήματος τιμών στις προηγμένες οικονομίες κάποιο υπόλειμμα μαγικοθρησκευτικής προκατάληψης (ήδη αποξενωμένο μάλιστα από τα θρησκευτικά πιστεύω και τις θρησκευτικές πρακτικές αυτών των προηγμένων κοινωνιών), όσο μεγάλο κι αν είναι πράγματι αυτό το υπόλειμμα; Δεν είναι σαν να θεωρούμε ως αναγκαία και κεντρικά για την άσκηση της σύγχρονης Ιατρικής τα (οπωσδήποτε διόλου αμελητέα) απομεινάρια των προκαταλήψεων των πρακτικών των μάγων των πρωτόγονων κοινωνιών; (…)
Ο μόνος τρόπος για να απαντήσουμε αυτό το πρόβλημα, είναι πρώτα-πρώτα να δούμε με ποιον τρόπο, σε τέτοιου τύπου ‘‘λαϊκές’’ [μη-θρησκευτικές] οικονομίες, έχουν λειτουργήσει νομισματικά συστήματα που δεν στηρίζονται στα πολύτιμα μέταλλα. […] Η λειτουργία τέτοιου τύπου νομισμάτων είναι εξαιρετικά διδακτική, διότι πρόκειται για νομίσματα διπλής προέλευσης:
1.      προέλευσης οικονομικής, όπως π.χ. τα ‘νομίσματα’ που κυκλοφορούν σε ομάδες νέων που δεν μπορούν να έχουν ικανές ποσότητες μεταλλικών νομισμάτων αλλά ταυτόχρονα χρειάζονται κάποιου είδους νόμισμα για να κανονίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές∙ και
2.      προέλευσης έξω-οικονομικής, όταν σε περίπτωση εθνικής κρίσης, είτε εσωτερικής είτε λόγω πολέμου,  το κράτος έχει άμεση ανάγκη από χρήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν από τους φόρους ή με δανεισμό, οπότε παρατηρείται η κυκλοφορία νέων νομισματικών μέσων.
[Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις], η παρούσα όσο και πολύ περισσότερο η μελλοντική αξία αυτών των νομισμάτων δεν είναι αποτέλεσμα θετικών, στατιστικών προσδιορισμών, αλλά είναι απλώς και μόνο θέμα εκτίμησης, γνώμης, πεποίθησης, δηλαδή με δυο λόγια ζήτημα ‘εμπιστοσύνης’ (ή δυσπιστίας). Μιας εμπιστοσύνης που δεν κάθεται κανείς να την αναλύσει διεξοδικά για να δει αν στέκει, και που γι’ αυτό το λόγο είναι ίσως ακόμα πιο ισχυρή −κοντολογής, μιας ολικής συναισθηματικού τύπου εμπιστοσύνης, μιας πίστης σε εκείνους που έχουν εκδώσει το συγκεκριμένο νόμισμα, πίστης στο μέλλον τους ή το μέλλον της χώρας, αν είναι χώρα αυτή που το εξέδωσε. (…)
Βέβαια αυτή η πίστη-εμπιστοσύνη δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας εκτίμησης αυτών των νομισμάτων. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να παίζει ρόλο −τουλάχιστον για τον άνθρωπο της πιάτσας− και η μάζα αυτών των νομισματικών μέσων. Όμως και πάλι, αυτό που λογαριάζει ο άνθρωπος της πιάτσας δεν είναι μόνο η τωρινή μάζα του συγκεκριμένου νομίσματος όσο, κυρίως, η μελλοντική μάζα όπως την προβλέπουν με τη βοήθεια εκτιμήσεων, πιθανολογιών, εκτιμώμενων δυνατοτήτων. Κι αυτό, ας το υπογραμμίσουμε, θα μπορούσε να είναι και ο τρόπος με τον οποίον καθορίζονται πάντοτε οι τιμές όλων των εμπορευμάτων −και πραγματικά, η πρόβλεψη για τη μελλοντική ποσότητα του τάδε εμπορεύματος (σε συνάρτηση και με τη μελλοντική του ζήτηση) επηρεάζει τη τύχη του στην αγορά εξίσου ή και περισσότερο από την τωρινή προσφορά και ζήτησή του. (…)
Αυτός λοιπόν ο παράγοντας, που αφορά στη μελλοντική κατάσταση του συγκεκριμένου νομισματικού μέσου, δεν είναι παράγοντας που καθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί με τη χρήση των μαθηματικών πιθανοτήτων. Είναι παράγοντας που έχει να κάνει με την εκτίμηση,  η οποία δεν είναι θέμα λογικής πρόβλεψης αλλά, και πάλι, εμπιστοσύνης (ή δυσπιστίας). (…)
Επομένως, η αξία και αυτών των ‘‘λαϊκών’’ νομισμάτων δεν θεμελιώνεται σε κάποια φυσικά ή ποσοτικά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται πως συναρτώνται μεταξύ τους με μια μαθηματική σχέση μέτρησης. Απεναντίας, προκύπτει από εκτιμήσεις, πιθανολογίες, πιστεύω, έκφραση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Κι αν αυτή η πίστη, η εμπιστοσύνη ή δυσπιστία επιδρούν πολύ πραγματικά πάνω στα ίδια τα υλικά στοιχεία της οικονομικής ζωής, αυτό συμβαίνει επειδή δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα.
Η λογική και συνάμα συναισθηματική παράσταση που λέγεται νόμισμα, δεν γεννιέται λοιπόν από κάποια νηφάλια και σοφά άτομα (που όπως είδαμε δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις πραγματικές συμπεριφορές του χρήματος), αλλά από ομάδες, συλλογικότητες, έθνη. Είναι μια παράσταση κοινωνική. Ο χαρακτήρας  και ο ρόλος του νομίσματος είναι εξόχως αντικειμενικοί, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι μια κοινωνική πεποίθηση και πίστη, και επομένως μια κοινωνική πραγματικότητα.
ΣΤ.
Μελετώντας την αντικειμενική εξέλιξη του χρήματος, είδαμε πως ο χρυσός, το ασήμι και άλλα αντικείμενα έγιναν νομίσματα στο βαθμό που ήταν επενδεδυμένα με μια ανώτερη δύναμη πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα, σύμφωνα με κάποια κοινωνικά πιστεύω θρησκευτικού και μαγικού χαρακτήρα. Ακόμα και στις σημερινές κοινωνίες μας, που λέμε πως είναι οικονομικά ανεπτυγμένες, αυτό το μακρυνό υπόστρωμα δεν είναι καθόλου αμελητέο και εξακολουθεί να επιδρά πάνω μας, πολύ περισσότερο μάλιστα στο βαθμό που δεν το συνειδητοποιούμε και αποφεύγουμε να το αναλύσουμε. (…)
Εξαιτίας του εξω-οικονομικού κύρους τους, τα πολύτιμα μέταλλα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται σαν νομίσματα επιβλήθηκαν και επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους ακόμα και στην ίδια την οικονομική σφαίρα. Σιγά-σιγά αυτό το μαγικό κύρος μετατέθηκε και συγκεντρώθηκε ως κύρος οικονομικό, δύναμη απόκτησης υπηρεσιών και πραγμάτων με αντάλλαγμα το συγκεκριμένο νόμισμα. Με ποιο τρόπο; Επειδή ακριβώς ο πωλητής αυτών των υπηρεσιών και πραγμάτων θεώρησε ότι, έχοντας αποκτήσει το χρήμα, απέκτησε τη δύναμή του πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα. Κι αυτή η δύναμη θεωρήθηκε τέτοια, επειδή την ίδια στιγμή ήταν δύναμη καθολική, δηλαδή επειδή με το χρήμα είχε κανείς τη δύναμη πρόσβασης ‘‘in commercio’’ σε όλα τα αγαθά −με άλλα λόγια, επειδή η δύναμη του χρήματος έχει πέραση σε κάθε κοινωνία που το έχει υιοθετήσει και επομένως παρουσιάζεται σαν μια δύναμη που εκτείνεται στο άπειρο μέλλον. (…)
Σε τι λοιπόν στηρίζεται η πίστη σε αυτό το πράγμα, ‘‘που δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο πέρα από το ότι έχει τη δύναμη ιδιοποίησης όλων των πραγμάτων’’, αν όχι στην κοινή γνώμη, στην πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύει μια ανώτερη δύναμη κι αξία, και μάλιστα ότι έτσι συνέβαινε από αρχαιοτάτων χρόνων; (…)
Ζ.
Πρέπει λοιπόν, αντιστρέφοντας τη λογική που έχει επικρατήσει μέχρι τώρα, να τονίσουμε ότι αυτό που συγκαλύπτει τα πραγματικά οικονομικά φαινόμενα, δεν είναι το χρήμα και το νόμισμα, όπως πιστεύεται, αλλά απεναντίας η προσπάθεια να εξετάσουμε τα φαινόμενα αυτά βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ή παραβλέποντας το χρήμα. (…)
Οφείλουμε επιτέλους να πραγματευτούμε το νόμισμα σαν ένα γεγονός (…) το οποίο είναι αυτό που είναι και δρα όπως δρα επειδή είναι μια κοινωνική πραγματικότητα.»
Σημ. του H.S. Δύσκολο πολύ να μεταφερθεί με αποσπάσματα το πνεύμα ενός τόσο πυκνού κειμένου (τα 7 μέρη στα οποία το χώρισα, δεν αντιστοιχούν σε αυτά του πρωτότυπου κειμένου). Ωστόσο πρόκειται για μια μελέτη εντελώς απαραίτητη για το «φάκελό» μας με θέμα την αξία, το χρήμα και τη μαγεία. Νομίζουμε ότι μιλάει από μόνη της και δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο, εκτός ίσως από τη σημασία που έχει η απόρριψη της ιδέας ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε, σαν μια «βολικότερη» μετεξέλιξή του, από τον αντιπραγματισμό -και γενικότερα η απόρριψη της ιδέας ότι ο άνθρωπος κινείται κι αποφασίζει με γνώμονα το «βολικότερο».
 
 

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | 5 - κεραυνός!

Αλβέρτος ο Μέγας
(1193-1280)
«[…] Γύρω στο έτος 1000, στη Δύση κάτι άλλαξε στις σχέσεις των ανθρώπων με τον υλικό κόσμο∙ κάτι που δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Μια λεξιγραφική προσέγγιση, μπορεί ωστόσο να συνδράμει στην διαύγασή του. Ανάμεσα στον 11ο και το 12ο αιώνα, το λεξιλόγιο των οικονομικών πρακτικών τροποποιήθηκε βαθύτατα. Ορισμένοι λατινικοί όροι πέφτουν σε αχρηστία, σε άλλους αλλάζει σημαντικά το νόημα, ενώ εμφανίζονται κι ένα πλήθος νεολογισμών. Δεν πρόκειται μόνο για τεχνικούς όρους, οι οποίοι άλλωστε αφθονούν κυρίως για να περιγράψουν τους αναρίθμητους τύπους των μεσαιωνικών φοροεισπρακτικών πρακτικών. Πρόκειται εξίσου για βασικές έννοιες, που περιγράφουν και χαρακτηρίζουν τις κύριες οικονομικές δραστηριότητες, με πρώτη-πρώτη την έννοια της αξίας.
Η λατινική λέξη valor απουσιάζει από το λεξιλόγιο των κλασικών λατινικών και εμφανίζεται γύρω στο
δεύτερο μισό του 11ου αιώνα από διάφορες πλευρές και σε διαφορετικούς τόπους της λατινικής Δύσης. Παρόμοια, γύρω στο 1100 εμφανίζεται η παραπλήσια έννοια ‘‘κόστος’’ (ως constamentum ή constamen αρχικά, και αργότερα cust ή cost).  [...]
Αυτή η λεξιλογική ανανέωση είναι τέτοιας ευρύτητας, ώστε δύσκολα θα μπορούσαμε να μην τη θεωρήσουμε σαν ένδειξη ενός πολύ ευρύτερου συμβάντος. Σύμφωνα με τη δική μου υπόθεση, εκφράζει μια κρυμμένη διάσταση του μετασχηματισμού που συνέβη στο έτος 1000 και δεν αφορά απλώς την κοινωνική οργάνωση αλλά ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο, που έχει να κάνει με το πώς, εκείνοι που προώθησαν αυτή τη μετάλλαξη, αντιλαμβάνονταν τον φυσικό κόσμο, την εργασία και τις ανταλλαγές. Κοντολογίς, ο αναπροσανατολισμός που σημειώθηκε τότε στο σύνολο των δυτικών κοινωνιών, είχε να κάνει με το νόημα της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στον κόσμο. […]
Κατά τη γνώμη μου, οι σημαντικότερες λεξιλογικές ανατροπές δεν ήταν αυτές που περιέγραφαν τις νέες πραγματικότητες, αλλά μάλλον εκείνες που υποδήλωσαν ένα μετασχηματισμό των βασικών κατηγοριών εκφράζοντας ένα καινούργιο τρόπο αναφοράς προς τον φυσικό κόσμο και τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Το χριστιανικό λεξιλόγιο προσέλαβε σιγά-σιγά αυτές τις έννοιες κυρίως κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, είτε ενσωματώνοντάς τις άμεσα, είτε μέσα από την προσπάθειά του να μεταφράσει όρους της καθομιλουμένης στις κατηγορίες των κλασικών λατινικών. [..]
Αριστοτέλης και Αλβέρτος ο Μέγας
Πάνω σε αυτό, η ανάγνωση του βιβλίου Ε’ από τα Ηθικά Νικομάχεια είναι αποκαλυπτική διότι αυτό το ελληνιό κείμενο προσέφερε το θεωρητικό πλαίσιο, που επέτρεψε την έκφραση μιας προβληματικής εντελώς χαρακτηριστικής του λατινικού μεσαιωνικού κόσμου. 
Η έννοια valor απουσιάζει εντελώς από τη μετάφραση του Robert Grosseteste, η οποία ήταν μια αυστηρά κατά λέξη μετάφραση. Εκείνος που εισήγαγε τη λέξη valor ήταν ο Αλβέρτος ο Μέγας με σχόλιό του στην πρώτη έκδοση αυτού του πέμπτου βιβλίου στο λατινικό κόσμο, διαστρεβλώνοντας με αυτό τον τρόπο σημαντικά το κείμενο του Αριστοτέλη. Η παρέμβασή του αυτή σημάδεψε για πάντα τη φιλοσοφική προσέγγιση της αξίας και της ανταλλαγής, τόσο που μπορούμε να πούμε πως εκείνο το πρώτο σχόλιο στα Ηθικά Νικομάχεια αποτέλεσε την πράξη γένεσης της ιστορίας της δυτικής οικονομικής σκέψης. […]
Πράγματι, εκείνες οι σελίδες που αφιέρωσε ο Αριστοτέλης στο ζήτημα της δικαιοσύνης στις ανταλλαγές [Ηθικά Νικομάχεια, βιβλίο Ε’, 1133α/19-1133β/18] −σελίδες σκοτεινές και συνάμα γεμάτες νοήματα−, δεν σταμάτησαν ποτέ να διεγείρουν τη σύγχρονη οικονομική σκέψη, από τον Μαρξ και τον Μένγκερ κι ακόμα παραπέρα. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι απόπειρες που επιχειρούν να εξηγήσουν τον Αριστοτέλη σε συνάρτηση με την προβληματική της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, τείνουν να ερμηνεύουν το κείμενο αυτό εισάγοντάς του έννοιες που απουσιάζουν από αυτό. Κι ο πρώτος που το έκανε, ήταν ο Αλβέρτος ο Μέγας στην Κολωνία γύρω στα 1248 με 1250, για να ακολουθήσει όλο το ρεύμα του Σχολαστικισμού και των πνευματικών παραδόσεων που προήλθαν από αυτόν. Έτσι, τα κεφάλαια που το βιβλίο Ε’ των Ηθικών Νικομαχείων αφιέρωνε στο ζήτημα της αμοιβαιότητας, υπηρέτησαν ενδιαφέροντα που δεν ήταν δικά τους.
Η αξία ως valor
Μια ανάγνωση που σέβεται τα πνευματικά και θεσμικά συγκείμενα της αρχαίας Αθήνας καθώς και την πρόθεση του Αριστοτέλη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκείνες οι σελίδες δεν είχαν καμιά σχέση με αυτό που ονομάζουμε ‘‘οικονομική σκέψη’’ με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Απεναντίας, πραγματεύονται ένα ηθικό και πολιτικό ζήτημα, που οφείλουμε να το διαβάσουμε με τους δικούς του όρους. Στις σελίδες αυτές δεν υπάρχει καμιά διερεύνηση των όρων που καθορίζουν την αξία των ανταλλασσόμενων αγαθών και ο λόγος γι' αυτό δεν είναι κάποια σημασιολογική πενία. Ο Αριστοτέλης θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει εκεί τους όρους αξία ή τιμή, που χρησιμοποιεί στα Νικομάχεια [π.χ. 4 φορές στο πρώτο κεφάλαιο του ένατου βιβλίου] και αλλού για να εκφράσει τις διαβαθμίσεις της τιμής με την οποία οφείλουμε να περιβάλλουμε κάποια πρόσωπα, ή ακόμα και υπηρεσίες. Αλλά καμιά από τις λέξεις που χρησιμοποιεί δεν έχει να κάνει με την έννοια μιας κλίμακας, βάσει της οποίας θα μπορούσαν να μετρηθούν τα ανταλλασσόμενα αγαθά.
Ας εξετάσουμε με συντομία τον όρο valor. Στα κλασικά λατινικά υπήρχαν διάφορα ουσιαστικά, όπως appretiation, æstimatio, taxatio, που σήμαιναν πάντοτε μια κοινωνική δραστηριότητα αποτίμησης και ποτέ μια όψη του ίδιου του αποτιμώμενου πράγματος. Ο Émile Benveniste σημειώνει τη μοναδικότητα του όρου pretium στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, δείχνοντας ότι μπορούμε να τον προσεγγίσουμε μόνο μέσω της ρίζας inter-pret: επομένως, η σημασία του αρχικού όρου ήταν ‘‘αυτό που συμφωνούν μεταξύ τους οι διάφορες πλευρές’’. […]
Απεναντίας, ο όρος valor εκφράζει μια εγγενή διάσταση του ίδιου του πράγματος και ορίζει ένα κριτήριο, βάσει του οποίου μπορούμε να κρίνουμε αν η [χρηματική] τιμή του αντιστοιχεί στην αξία του. […]
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πώς αυτή η έννοια της αξίας/valor ενός αγαθού υπήρξε το σημασιολογικό εργαλείο που επέτρεψε την ιδέα μιάς ‘‘οντολογικής προτεραιότητας της σχέσης προς τα πράγματα έναντι του κοινωνικού δεσμού’’ (Λουί Ντυμόν, Homo Æqualis). […] Η εμφάνιση του όρου valor μπορεί να θεωρηθεί ως το σημάδι μιας πρώτης, αποσπασματικής και ατελούς κίνησης προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία έλαβε χώρα κατά τον αναπροσανατολισμό του έτους 1000 μ.Χ. […]
Βέβαια η ιστορία του όρου valor είναι στην πραγματικότητα ακόμα πιο πολύπλοκη, καθώς εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα με διάφορες χρήσεις, που σημαίνουν τόσο την αξία/valor των αγαθών όσο και την αξία/valor των προσώπων. […] Χρησιμοποιήθηκε επίσης στο εκκλησιαστικό δίκαιο ώστε να διακρίνονται τα ‘‘ανεκτίμητα’’ ιερά αγαθά από τα αγαθά που μπορούν να ‘‘τιμώνται’’, με στόχο την καταπολέμηση του φαινόμενου της σιμωνίας*, και προς τα τέλη του 12ου αιώνα προκειμένου να αποτρέπεται κάθε μορφή χρηματικής ανταλλαγής που θα απομακρυνόταν από τη ‘‘δίκαιη τιμή’’. Έτσι, μόνο από τα μέσα του 13ου αιώνα κι ύστερα ο όρος αξία/valor εμφανίζεται στη φιλοσοφία χάρη στη μελέτη του πέμπτου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων. […]

Η δίκαιη ανταλλαγή κατά τον Αριστοτέλη
Το αριστοτελικό τετράγωνο
Στο βιβλίο αυτό, ο Αριστοτέλης επιχειρεί να ορίσει τι είναι δίκαιο στις ανταλλαγές. Δεδομένου ότι η ανταλλαγή είναι αυτή που ‘‘συνδέει άρρηκτα τον ένα με τον άλλο’’ [ουκ έσται αλλαγή, ουδέ κοινωνίακαι ότι λαβαίνει χώρα μεταξύ ατόμων με διαφορετικά επαγγέλματα, κατά τον Αριστοτέλη δίκαιη ανταλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει παρά εφόσον ‘‘αυτά τα άτομα ισωθούν’’. [Ο Αριστοτέλης φέρνει το παράδειγμα ανταλλαγής μεταξύ ενός οικοδόμου κι ενός υποδηματοποιού.] Από την εποχή του [βυζαντινού] σχολιαστή του Αριστοτέλη, Μιχαήλ του Εφέσιου, κατά τον 11ο αιώνα, το τετράγωνο που εκφράζει την αναλογική ισότητα της ανταλλαγής παρασταίνεται με ένα σχήμα, το οποίο όλες οι γενιές των ερμηνευτών θεωρούσαν καθήκον τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, η ανταλλαγή δεν πρέπει να γίνεται με βάση μια μονάδα του προϊόντος καθενός (ένα σπίτι αντί ενός ζευγαριού παπουτσιών), αλλά σύμφωνα με μια αναλογία που λαβαίνει υπόψη της την αξία των προσώπων εντός της Πόλης. […] 

Έτσι, οι διαγώνιες ΑΔ και ΒΓ του τετραγώνου δεν εκφράζουν την αξία των προϊόντων, αλλά την αμοιβαία χρεία. Το ζήτημα λοιπόν [για τον Αριστοτέλη], δεν αφορά τη σχέση προς τα πράγματα αλλά την αναγνώριση της αμοιβαίας χρείας χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ανταλλαγή, ούτε κοινότητα. […]
Με άλλα λόγια, για τον Αριστοτέλη το θέμα δεν είναι η μέτρηση της αξίας/valor των πραγμάτων, αλλά η κατασκευή της δίκαιης αναλογίας κατά την ανταλλαγή τους μέσα σε μια σχέση μεταξύ δυο προσώπων. […]
Με αυτή την έννοια αντιλαμβάνεται το χρήμα/νόμισμα σαν ένα συμβατικό υποκατάστατο αυτής της χρείας και καταδικάζει τη ‘‘χρηματιστική’’ σαν ένα τερατώδες σφάλμα, που εκλαμβάνει το μέσον [χρήμα] ως σκοπό. […]
Η παρερμηνεία του Αλβέρτου
Κατά τη μεσαιωνική πρόσληψη των αριστοτελικών θέσεων λοιπόν, συνέβη ένα εννοιολογικό άλμα εξαιτίας ακριβώς της εισαγωγής της έννοιας της αξίας εκεί ακριβώς όπου ο Αριστοτέλης δεν ήθελε ούτε καν να το διανοηθεί! Μέσα από αυτό το άλμα έλαβε χώρα μια μετατόπιση της έννοιας του μέτρου, που έπαψε να σημαίνει ‘‘μέτρο κατά την ανταλλαγή’’ και άρχισε να σημαίνει ‘‘αφηρημένο μέτρο των ανταλλασσόμενων αγαθών’’. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, η έννοια του δίκαιου στην ανταλλαγή γίνεται κατανοητή μέσω της αφηρημένης αξίας/valor. […]
Επί της ουσίας, τα Ηθικά Νικομάχεια μελετήθηκαν στα studia και τα universitas, που ήταν εγκατεστημένα στο κέντρο των μεσαιωνικών πόλεων, σε συνάρτηση με ένα κοινωνικό ορίζοντα στον οποίον η χρηματική μεσολάβηση έχει μια θέση εντελώς άλλη από εκείνη που είχε στην ελληνική Πόλη. […]
[Ας δούμε πώς συνέβη αυτή η μετατόπιση.] Το 1247, ο Robert Grosseteste, επίσκοπος του Λίνκολν, δημοσίευσε μια πλήρη μετάφραση των Νικομαχείων με ένα σύνολο ελληνικών σχολίων και σημειώσεων. Στην σχεδόν κατά λέξη μετάφρασή του, απέδωσε τον αριστοτελικό όρο χρεία κυρίως ως necessitas (με τον οποίο μεταφράζει και τον όρο ανάγκη), αλλά σε τρεις περιπτώσεις −που αφορούσαν τις φράσεις στις οποίες ο Αριστοτέλης ορίζει τη χρεία ως μέτρον− τον μεταφράζει με τον εντελώς επισφαλή όρο opus, ο οποίος σημαίνει μεν ‘‘έλλειψη’’ και ‘‘ανάγκη’’, όμως μπερδεύεται με τον ομώνυμό του όρο που σήμαινε ‘‘τετελεσμένη εργασία’’, ‘‘έργο’’. […]
Βέβαια, σε μια ανώνυμη αναθεώρηση εκείνης της μετάφρασης το 1260 αυτό το σφάλμα διορθώνεται (το opus αντικαθίσταται με το indigentia), όμως ο Αλβέρτος ο Μέγας −[που δεν ήταν κάποιος μοναχικός σταχαστής, αλλά] επιφορτισμένος με την οργάνωση ενός κέντρου προωθημένων μελετών στο δομινικανό studium της Κολωνίας− προσέλαβε τα Ηθικά Νικομάχεια στηριζόμενος σ’ εκείνη την πρώτη, επισφαλή απόδοση. Κι εκείνη η πρώτη μελέτη των Νικομαχείων, που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1250, προσανατόλισε μόνιμα την πρόσληψη αυτού του έργου τόσο πάνω στο συγκεκριμένο θέμα όσο και σε μια σειρά άλλων. […]
Πράγματι, ο Αλβέρτος δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το παιχνίδι ανάμεσα στις δυο σημασίες του όρου opus και έτσι κατανόησε την αριστοτελική ιδέα της χρείας ως μέτρου αποκλειστικά με την έννοια opus/τετελεσμένη εργασία. Όμως αυτή η παρανόηση, αντί να του δυσκολέψει ακόμα περισσότερο την κατανόηση ενός κειμένου έτσι κι αλλιώς δύσκολου, του επέτρεψε απεναντίας να επεξεργαστεί μια καινούργια κοινωνική φιλοσοφία που δεν είχε παρά ελάχιστη σχέση με αυτή του Αριστοτέλη. […]
Πώς η αξία έδεσε με την εργασία

Πράγματι, από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν δηλαδή  καταγίνεται ακόμα με την έκθεση του προβλήματος [τι είναι δίκαιη ανταλλαγή], ο Αλβέρτος παρουσιάζει την αριστοτελική θεματική της αναλογικής ισότητας με ένα τελείως άλλο τρόπο, ως ζήτημα εξίσωσης της αξίας/valor των εργασιών καθενός από τους συναλλασσόμενους. Το όλο θέμα της δίκαιης ανταλλαγής γίνεται σε αυτόν ζήτημα ανταλλαγής πραγμάτων ‘‘ίσης αξίας’’ (Super Ethica, V, 7). […]
Θεωρεί δηλαδή, ότι η ανταλλαγή δεν μπορεί να είναι δίκαιη, ισωτική, παρά μόνο σε συνάρτηση με ένα εγγενές μέτρο της αξίας/valor των προϊόντων, τα οποία, με αυτό τον τρόπο, μετασχηματίζονται σε εμπορεύματα −δηλαδή σε προϊόντα που δεν έχουν να κάνουν με την αμοιβαία χρεία, αλλά διατίθενται προς πώληση και απαιτούν ν’ ανταλλαχθούν στη βάση της αξίας/valor τους σύμφωνα με ένα κοινωνικό μέτρο εξωτερικό από την αμοιβαιότητα.
Ενώ ο Αριστοτέλης κατασκεύασε το περίφημο τετράγωνό του εξισώνοντας τις διαγώνιες ΑΔ και ΒΓ [δηλαδή οικοδόμος/παπούτσι = υποδηματοποιός/σπίτι, με άλλα λόγια: η αμοιβαιότητα της χρείας] σύμφωνα με ένα μέτρο εσωτερικό της ανταλλαγής, ο Αλβέρτος, με τρόπο αληθινά αξιοσημείωτο, αλλάζει το νόημα του τετραγώνου υιοθετώντας έναν άλλο τρόπο κατασκευής του. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι για να επιτευχθεί η δίκαιη-ισοτική ανταλλαγή πρέπει πρώτα να εξισωθούν αναλογικά οι πλευρές ΑΓ και ΒΔ, οι οποίες εκφράζουν τη σχέση καθενός προς τη δική του εργασία, το δικό του έργο ή προϊόν  [δηλαδή οικοδόμος/σπίτι = υποδηματοποιός/παπούτσι, με άλλα λόγια: το opus/εργασία του ενός με το  opus/εργασία του άλλου]. […]
Αυτή η φαινομενικά ανώδυνη διαφοροποίηση του Αλβέρτου σε σχέση με τον Αριστοτέλη εκφράζει στην πραγματικότητα μια διαφορετική αντίληψη της ανταλλαγής, την κατανόηση της ανταλλαγής με βάση την αξία/valor. Σύμφωνα με αυτήν, για να υπάρξει δίκαιη-ίση ανταλλαγή δεν πρέπει να εξισωθούν αναλογικά τα πρόσωπα αλλά οι εργασίες τους, τα προϊόντα της εργασίας τους. Μέσα από αυτές τις σελίδες, απουσιάζει τελείως η αριστοτελική έννοια της αμοιβαίας χρείας και στη θέση της προβάλλει η ιδέα της δίκαιης αμοιβής των παραγωγικών εργασιών. […]
Μέσα από αυτή την παρερμηνεία του, ο Αλβέρτος εισάγει μια καινούργια διάσταση, που απουσίαζε εντελώς από το κείμενο του Αριστοτέλη και η οποία αντιστοιχεί σε ένα από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του [δυτικού] μεσαιωνικού πολιτισμού: την αξίωση της προσπάθειας, της εργασίας. […]
Στον Αλβέρτο λοιπόν χρωστάμε την πρώτη φιλοσοφική διατύπωση της οικονομικής έννοιας της αξίας ως valor. Δεν πρόκειται βέβαια για μια ‘‘θεωρία της αξίας’’ με την έννοια που την αντιλαμβάνεται η σύγχρονη οικονομική σκέψη, αλλά για τον ορισμό της διάστασης εκείνης μέσω της οποίας τα πράγματα μπορούν να γίνουν αντιληπτά σύμφωνα με μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, σύμφωνα με ένα ‘‘συμβεβηκός’’, για να χρησιμοποιήσουμε μια αριστοτελική ορολογία. Συγκεκριμένα, αυτό στο οποίο μας καλεί η οπτική του Αλβέρτου, είναι να αναγνωρίσουμε στα πράγματα την εγγενή ιδιότητα να μπορούν να αποτιμηθούν, να έχουν αξία, πριν από κάθε ανταλλαγή. […]
Αν όμως είναι αναχρονισμός να ψάχνουμε κάποια ‘‘θεωρία της αξίας’’ στον Αλβέρτο, γεγονός είναι ότι έθεσε το πρόβλημα και κατέδειξε τις κοινωνικές συνεπαγωγές του με ένα τρόπο που σφράγισε όλες τις μετέπειτα συζητήσεις.»
* «Σιμωνία», από την περίπτωση του Σίμωνα του Μάγου (βλ. Πράξεις Αποστόλων, 8:9-25), ονομάστηκε η μετάδοση εκκλησιαστικών μυστηρίων ή αξιωμάτων με οικονομικό αντάλλαγμα. 
Σημ. του H.S. Νομίζω ότι οι αναγνώστες μας καταλαβαίνουν τις πολλαπλές συνέπειες της παρερμηνείας του Αλβέρτου σε συνάρτηση με το θέμα «Αξία, χρήμα και μαγεία», που συζητάμε εδώ και κάποιο καιρό. Σε επόμενο ανάρτηση θα παρουσιάσουμε και τη συνέχεια του άρθρου αυτού, όπου επισημαίνονται οι συνέπειες της νέας αυτής ιδέας περί αξίας στην περί χρήματος αντίληψη.
Να σημειώσω ότι τα κεφάλαια και οι τίτλοι των κεφαλαίων στην ανάρτηση δεν αντιστοιχούν σε αυτά του κειμένου. 

Να σημειώσω επίσης, ότι στην αρχειακή ιστοσελίδα μας HappyFew αναρτήσαμε ένα πρώτο «Φάκελο Αξία, Χρήμα και Μαγεία», όπου θα βρείτε συγκεντρωμένες τις πρώτες σχετικές αναρτήσεις μας.

Last but not least, χάρη στην εύστοχη υπόδειξη του παλιού φίλου και μεταφραστή Πάνου Τσαχαγέα, στο φάκελο αυτό και στις σχετικές αναρτήσεις μας αποδώσαμε τον όρο institutionalliste ως θεσμοκεντρικός (αντί του θεσμιακός).

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | μέρος 6ο και φαρμακερό!

Στη συνέχεια της σειράς μας με θέμα «Αξία, χρήμα και μαγεία» θα αναφερθούμε στην ίδια τη δραστηριότητα η οποία θέσμισε, στο διάβα των αιώνων, το χρήμα. Θα δείξουμε κιόλας κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ότι η δραστηριότητα αυτή είναι ουσιαστικά «ένα επάγγελμα χωρίς όνομα». Για το σκοπό αυτό, παραθέτουμε εδώ μια δική μας περίληψη (με ενσωματωμένες λίγες δικές μας επεξηγήσεις εδώ κι εκεί) μιας σχετικής μελέτης της Hélène Vérin με τίτλο «Αγορά και εμπορευματική ανταλλαγή: μερικά σημεία αναφοράς στην ιστορία μιας υποψίας» (2010) - HS

Η δυσκολία ενός ορισμού της πολύπλοκης δραστηριότητας των εμπόρων είναι παρούσα στην πανάρχαια ιστορία των λέξεων.
Όμηρος και Αριστοτέλης
Σύμφωνα με τον Εμίλ Μπενβενίστ (Λεξικό των ινδοευρωπαϊκών θεσμών, τ. 1, 1969), ήδη στη γλώσσα του Ομήρου διαπιστώνεται μια διαφοροποίηση των χρησιμοποιούμενων όρων, μέσα από την οποία η αγοραπωλησία διακρίνεται από το εμπόριο. Για την καθαυτό εμπορική δραστηριότητα, ο Όμηρος χρησιμοποιεί τα ρήματα πιπράσκω (διασχίζω, διαπορεύομαι) και πέρνημι (ταξιδεύω σε μακρινές χώρες για να πουλήσω.) Για την αγοραπωλησία αγαθών, δηλαδή για την ανταλλαγή μεταξύ ενός αγοραστή κι ενός πωλητή, χρησιμοποιεί αφ’ ενός τον όρο πωλείν  και εννοεί: ορίζω μια τιμή, επιδιώκω ένα κέρδος∙ και αφ’ ετέρου τον όρο ωνέομαι, που σημαίνει διαπραγματεύομαι με τον πωλητή και αγοράζω, παζαρεύω.
Αυτή τη διαφοροποίηση μεταξύ αγοραπωλησίας και εμπορίου, ο Αριστοτέλης έρχεται να την θεωρητικοποιήσει στα Πολιτικά και τα Ηθικά έργα του. Κατ’ αυτόν, καλό είναι αυτό που εναρμονίζει τις ανθρώπινες δραστηριότητες με την φυσική τάξη, τον Κόσμο. Ιεραρχώντας τις δραστηριότητες του ανθρώπου, ο Αριστοτέλης τοποθετεί πρώτη την πολιτική. Ποια θέση δίνει στη δραστηριότητα του εμπόρου; Για να το καταλάβουμε, πρέπει να δούμε ότι, σε μια πρώτη στιγμή, διακρίνει την οικονομία −με την οποία εννοεί την κτήση και την καλή διαχείριση των αγαθών− από τη χρηματιστική, την ανταλλαγή που μεσολαβείται από το χρήμα∙ και σε μια δεύτερη στιγμή, διακρίνει την ίδια τη χρηματιστική σε «κατά φύση» και «παρά φύση».
Η κατά φύση, η «καλή», χρηματιστική αφορά την αγοραπωλησία (πωλείν και ωνέομαι) μικρής κλίμακας, η οποία αποσκοπεί απλώς και μόνο στον πορισμό χρήσιμων αγαθών. Η παρά φύση, η «κακή», χρηματιστική έχει να κάνει με το εμπόριο, με το οποίο εννοείται συγκεκριμένα το εμπόριο μεταξύ διαφορετικών χωρών: μέσα από αυτή τη δραστηριότητα, εξηγεί ο Αριστοτέλης, τα χρήμα εισέβαλε ως αναγκαιότητα στη ζωή των ανθρώπων.
Γιατί αυτή η δραστηριότητα είναι «παρά φύση»; Για δυο λόγους. Πρώτον, διότι κάνοντας σκοπό της ανταλλαγής όχι τον πορισμό χρήσιμων αγαθών αλλά του ίδιου του χρήματος, αυτή η χρηματιστική είναι η τέχνη της δημιουργίας και απόκτησης πλούτου αποκλειστικά και μόνο από την ίδια την ανταλλαγή, δηλαδή έξω από τις φυσικές μορφές δημιουργίας πλούτου (γεωργία, αλιεία, κυνήγι, κ.λπ.). Δεύτερον και κυριότερον, επειδή είναι μια δραστηριότητα αντίθετη απ' ο,τιδήποτε το φυσικό στο βαθμό που δεν έχει και δεν θέτει στον εαυτό της κανένα όριο (βλ. Πολιτικά): η δραστηριότητα των εμπόρων δεν έχει «τέλος»∙ σαν μια ακόρεστη δίψα (κάτι εντελώς αφύσικο), αέναα ανακυκλώνεται σ’ ένα και μόνο στόχο, τη συσσώρευση χρηματικού πλούτου.
Όμως, αυτή η ακόρεστη δίψα του για χρηματικό κέρδος, αποξενώνει το έμπορο από οποιαδήποτε αυθεντική γνώση και αρετή, και κατά συνέπεια τον διαχωρίζει από την Πόλη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο έμπορος δεν είναι δυνατόν να είναι καλός πολίτης −κι αλίμονο στην Πόλη που θα ρυθμίσει τις τύχες της με βάση τις απαιτήσεις των εμπόρων.
Διδασκαλικόν
Μερικούς αιώνες αργότερα, στο εγκυκλοπαιδικό σύγγραμμά του Διδασκαλικόν −όπου καταγράφει και παρουσιάζει αναλυτικά διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες συνδέοντάς τις με αντίστοιχες τέχνες−, ο φιλόσοφος, θεολόγος και μυστικιστής Ούγος ντε Σαιν-Βικτόρ (1096-1141) συνδέει τη δραστηριότητα των εμπόρων με την τέχνη της ρητορικής, διότι «στο επάγγελμα αυτό είναι εντελώς απαραίτητη η ευγλωττία», αφού ο έμπορος «διεισδύει στις μυστικές περιοχές του κόσμου, βγαίνει σε ακτές που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι, διασχίζει φρικτές ερήμους και συναλλάσσεται με βάρβαρα έθνη σε άγνωστες γλώσσες».  
Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι ο Ούγος δεν βρίσκει άλλο όνομα για να χαρακτηρίσει αυτή τη δραστηριότητα από το όνομα «πλοήγηση», που είναι και ο τίλος του σχετικού με τους εμπόρους κεφαλαίου του συγγράμματός του. Παρ’ όλα αυτά, σε μια στιγμή χρησιμοποιεί και τον όρο «negotium» (επιχείρηση), κάτι που μας παραπέμπει σε μια δεύτερη σειρά παρατηρήσεων του Μπενβενίστ.
Ένα επάγγελμα χωρίς όνομα
Πράγματι, ο Μπενβενίστ εξετάζει διεξοδικά την πολύπλοκη διαδικασία σχηματισμού αυτής της λατινικής λέξης. Όπως εξηγεί, η λέξη αυτή είναι σύνθετη, με το πρώτο συνθετικό της αρνητικό: nec-otium, δηλαδή «απουσία ελεύθερου χρόνου». Πώς όμως αυτός ο αρνητικός όρος γίνεται θετικός, πώς δηλαδή το «να μην έχει κάποιος ελεύθερο χρόνο» έρχεται να προσδιορίσει θετικά ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, το επάγγελμα του εμπόρου;
Αναζητώντας απάντηση, ο Μπενβενίστ προτείνει ότι η λατινική λέξη negotium δεν είναι παρά μετάφραση της αρχαίας ελληνικής λέξης «α-σχολία» −βρίσκει μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στον Πίνδαρο, όπου ο ποιητής, απευθυνόμενος εγκωμιαστικά στην πόλη των Θηβών, λέει: «… το τεόν … πράγμα και ασχολίας υπέρτερον θήσομαι» («θα θέσω τα συμφέροντά σου πάνω από κάθε πράγμα και ασχολία»)∙ αλλά και στον Πλάτωνα, όπου η «ασχολία» σημαίνει δυσκολία: «το σώμα μυρίας παρέχει ημίν ασχολίας» («το σώμα μας μας δημιουργεί μυριάδες δυσκολίες»).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μπενβενίστ, η ελληνική λέξη, μπορεί μεν να αναφερόταν στις «δημόσιες ή ιδιωτικές ασχολίες», αλλά δεν προσδιόριζε τις εμπορικές δραστηριότητες όπως η λατινική negotium. Θεωρεί λοιπόν, ότι οι Λατίνοι δανείστηκαν αυτή τη λέξη από τα ελληνικά και της προσέδωσαν ένα ιδιαίτερο νόημα, το οποίο μάλιστα βρίσκουμε και στα σύγχρονα ανάλογα της λέξης negotium. Πράγματι, όπως σημειώνει, στα γαλλικά, η λέξη «affaires» (από το à faire, «έχω κάτι να κάνω»),  στα αγγλικά η λέξη «business» (από το busy, «είμαι απασχολημένος, δεν έχω ελεύθερο χρόνο») και στα γερμανικά η λέξη «Geschäft» (από το schaffen, «κάνω κάτι, φτιάχνω κάτι»), όλες αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται, όπως και το negotium, για την εμπορική δραστηριότητα. Και συμπεραίνει:
«Παρατηρούμε εδώ ένα μεγάλο φαινόμενο, κοινό σε όλες τις χώρες και μάλιστα από τους αρχαίους χρόνους: οι εμπορικές δραστηριότητες δεν έχουν όνομα∙ δεν μπορούμε να τις προσδιορίσουμε με όρους θετικούς. (…) Τοποθετούνται έξω από όλα τα επαγγέλματα, από όλες τις πρακτικές, από όλες τις τεχνικές. Γι’ αυτό και δεν μπορέσαμε να τις προσδιορίσουμε παρά αόριστα, με τη γενική έννοια του ‘‘είμαι απασχολημένος’’, ‘‘έχω κάτι να κάνω’’.»
Διαπίστωση, δηλαδή, που συμφωνεί πλήρως με όσα είδαμε ότι λέει σχετικά με αυτή τη δραστηριότητα ο Αριστοτέλης. Πώς όμως αυτή η δραστηριότητα πέρασε τελικά από έξω, όχι απλώς μέσα αλλά στην καρδιά της Πόλης;
Ο Αντουάν ντε Μοντκρετιέν και η παράδοση της Πόλης στο εμπόριο
Η αλλαγή αυτή σημειώνεται μέσα από ένα ουσιαστικά πολεμικό έργο του πολεμιστή, τυχοδιώκτη, δραματουργού και οικονομολόγου Αντουάν ντε Μοντκρετιέν (1575-1621) με τίτλο Πραγματεία πολιτικής οικονομίας (1615). Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι η πραγματεία αυτή, που στηρίζεται σε όλες τις σύγχρονες τότε γνώσεις (ιατρική, αλχημεία) για να σκεφτεί το κοινωνικό και το πολιτικό, και να προτείνει τρόπους διακυβέρνησης, αποτελεί ρητά μια κατά μέτωπο επίθεση στις θέσεις του Αριστοτέλη.
Σαν τον Αριστοτέλη, ο Μοντκρετιέν ορίζει τους ανθρώπους από τη δράση τους και μάλιστα την αμοιβαία δράση τους. Όμως, αναποδογυρίζει την αριστοτελική ιεραρχία των δραστηριοτήτων του πολίτη και τροποποιεί σε βάθος την αριστοτελική αρχή της δράσης με τελικό σκοπό την αρετή και το αγαθό. Για να το πετύχει, εισάγει δυο πρότυπα: το σώμα του ζώου με τις αντιστοιχίες του προς το κοινωνικό σώμα∙ και τη μηχανή με τις κινήσεις της.
Έτσι, στις «τρεις ψυχές» του ζωϊκού σώματος αντιστοιχούν οι τρεις μεγάλες μορφές των οικονομικών δραστηριοτήτων: στη φυτική ψυχή, οι εργάτες∙ στην αισθητική ψυχή, οι χειροτέχνες∙ και στη ζωϊκή ψυχή, οι έμποροι. Αυτή η τελευταία,
«έχει έδρα της τον εγκέφαλο. Αυτή ηγεμονεύει τις δράσεις μέσω των νεύρων, που απλώνονται σε διάφορες διακλαδώσεις και δίνει κίνηση σε όλο το σώμα. Με αυτή την ψυχή μπορούμε να συσχετίσουμε πολύ εύλογα τη θέση των εμπόρων μέσα στην κοινωνία των πολιτών.» 
Με άλλα λόγια, σε πλήρη αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ο Μοντκρετιέν τοποθετεί τη δραστηριότητα των εμπόρων στην υψηλότερη θέση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, σαν ηγεμονικό εγκέφαλο και νευρικό σύστημα ολόκληρης της κοινωνίας. Επιπλέον, για να δέσει ακόμα περισσότερο την παράδοση της Πόλης στους εμπόρους, ανατρέχοντας σε μια σειρά μηχανιστικών μεταφορών, υποστηρίζει πως πηγή και θεμέλιο όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κάθε δράσης, πράξης και κίνησης, είναι το κέρδος.
Τι έχει απογίνει η αναζήτηση της αρετής και του αγαθού; Βεβαίως, λέει ο Μοντκρετιέν, «ο πιο συνηθισμένος δεσμός μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται από την αλληλοβοήθεια και τις αμοιβαίες υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον», όμως
«η αλληλοβοήθεια και η αμοιβαιότητα εξαρτώνται πάντοτε από το ότι ο καθένας κοιτάζει το ατομικό του κέρδος, γιατί αυτό είναι εκείνο που πάνω απ’ όλα κινεί αυτόν τον ίδιον, ανεξάρτητα από τη γενική κίνηση στην οποία συμμετέχει, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιεί. (…) Κι όλη αυτή η ταλαιπωρία, όλα τα ανδραγαθήματα τόσων και τόσω ανθρώπων, άλλο σκοπό δεν έχουν παρά το κέρδος.»
Να λοιπόν, πώς ο Μοντκρετιέν καταπιάστηκε να εξυψώσει τη δραστηριότητα των εμπόρων καταρρίπτοντας το αριστοτελικό επιχείρημα, που την όριζε σαν μια «παρά φύση» ακόρεστη δραστηριότητα «προσκόμισης κέρδους», σαν ένα negotium affaires, business, Geschäft−, που αποξενώνει τον άνθρωπο από την αναζήτηση της αυθεντικής γνώσης και της αρετής, αποξενώνοντάς τον έτσι κι από την Πόλη.
Με τον Μοντκρετιέν βλέπουμε λοιπόν να αναδύεται, σε πόλεμο με τις έως τότε αντιλήψεις των σοφών −και ακριβώς στην αυγή των Νέων Χρονων−, η ιδέα ενός «πολίτη», ο οποίος καθορίζεται πρώτα και πάνω απ’ όλα από ιδιοτελή κίνητρα. Και σε αυτόν ακριβώς τον «πολίτη», που δεν είναι άλλος από τον έμπορο, οφείλουν τώρα να παραδοθούν τα κλειδιά της Πόλης. Όπως λέει ο Μοντκρετιέν:
«Ενάντια στην άποψη του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα, εμείς δεν θα ξεχωρίσουμε την οικονομία από την πολιτική, διότι ένας τέτοιος χωρισμός αποκόβει το κύριο μέρος [την οικονομία] από το όλον [την Πόλη]. (…) Ξέχασαν (αυτοί οι αρχαίοι συγγραφείς) ότι το Κράτος πρέπει πάνω απ’ όλα να κοιτάζει την οικονομία, [εντός της οποίας] το εμπόριο συνιστά όχι μόνο την πιο ολοκληρωμένη και εξαίσια δραστηριότητα, αλλά και τη δραστηριότητα εκείνη που κινεί όλες τις άλλες δραστηριότητες της κοινωνίας.» 
Η Πόλη παραδομένη στο πάθος ενός επαγγέλματος που δεν έχει όνομα. Καλωσορίσατε στους Νέους Χρόνους!

Τα προηγούμενα μέρη: 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο
Σημείωση: Μόλις κυκλοφόρησε από το Ξενοδοχείο των Ξένων το 4ο τεύχος του περιοδικού ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΠΑΣ, με κείμενα εναντίον του μιλιταρισμού και μ' ένα λίγο παλιότερο αλλά γερά αναδιαμορφωμένο κείμενο του Hollowsky. Μην το χάσε
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έρωτας του Προυστ: Σουάν , Οντέτ

 OCTAVIO PAZ Η ΔΙΠΛΗ ΦΛΟΓΑ Έρωτας και ερωτισμός( 1993)  Μετάφραση ΣΑΡΑ ΜΠΕΝΒΕΝΙΣΤΕ,  ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ ΕΞΑΝΤΑΣ-ΝΗΜΑΤΑ 1996  Σελ ,58 ,59 ,60   Ο...