ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ,
Πέτρος Θεοδωρίδης
Αρκετές ταινίες έχουν γυριστεί με αφετηρία το μυθιστόρημα Επικίνδυνες
σχέσεις του Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, με πιο γνωστές τις Επικίνδυνες
Σχέσεις του Roger Vadim (1959), το ίδιο έργο του Φριαρς (1988), το
Βαλμον του Μίλος Φόρμαν (1989). Πιο δημοφιλής, εκείνη του Στίβεν Φρίαρς.
Πιο υπαινικτική, πιο πυκνή αυτή του Ροζέ Βαντίμ, με τη Ζαν Μορό. Τι θα
μπορούσαμε να πούμε για τις τόσες μεταφορές αυτού του μυθιστορήματος;
Είναι σαν μια ατέρμονη σειρά επισκέψεων στο ίδιο δωμάτιο, μπαίνοντας
κάθε φορά από διαφορετική πόρτα και ανάβοντας φώτα διαφορετικών
χρωμάτων. Αυτό που βλέπεις αλλάζει σημαντικά ανάλογα με το χρώμα και την
κατεύθυνση από τα φώτα: διαφορετικές πτυχές γίνονται ορατές και
εμφανείς, άλλες βυθίζονται στη σκιά ή εξαφανίζονται από τη θέα.
Το μυθιστόρημα
Διαβάζοντας κανείς τις Επικίνδυνες σχέσεις του Λακλό, μένει έκπληκτος από τη βαθύτητα και την τραχύτητα με την οποία ανατέμνεται αυτό το θαυμάσιο, κατά τα άλλα, συναίσθημα: ο έρωτας. Στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Επικίνδυνες σχέσεις, ο Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, λοχαγός του γαλλικού πυροβολικού, σκανδαλίζει το 1782 την παρισινή κριτική με ένα επιστολικό δράμα ίντριγκας, αποπλάνησης και προδοσίας που εστίαζε στις χαρές του σεξουαλικού κυνηγιού, τη μύηση των αθώων και την αποπλάνηση των ευσεβών. Aνέλυε τα στρατηγήματα του έρωτα και τους καρπούς της προδοσίας: Η μαρκησία Ντε Μαρτέιγ αποφασίζει να διαφθείρει τη Σεσίλ ντε Βολάνζ, νεαρή παρθένα που η μητέρα της σχεδιάζει να την παντρέψει με έναν πρώην εραστή της, τον οποίο η μαρκησία θέλει να εκδικηθεί. Έτσι προτείνει σε έναν άλλο πρώην εραστή της, τον υποκόμη Ντε Βαλμόν, να την αποπλανήσει, με σκοπό αυτός που θα την παντρευτεί να μην τη βρει αγνή. Ο Βαλμόν όμως ενδιαφέρεται για τη μαντάμ Ντε Τουρβέλ, μια παντρεμένη γυναίκα χριστιανικών αρχών, κυρίως γιατί θεωρεί πρόκληση τη δυσκολία που θα αντιμετωπίσει. Το στοίχημα είναι η αποπλάνηση. Αν κερδίσει, ο Βαλμόν θα έχει ξανά στο κρεβάτι του τη Μαρτέιγ.
Ο Αντρέ Μαλρώ έγραψε για το βιβλίο: «Ο Λακλό είναι ένας καταδότης των ονείρων, Αποκάλυψε τα όνειρα της εποχής του δίδοντάς τους ζωή, εισάγοντάς τα στον ευρύ χώρο των συλλογικών ονείρων όπου τα προνομιούχα πρόσωπα, που έστω για μια στιγμή μπόρεσαν να κατευθύνουν τη μοίρα τους, δίδουν τροφή στα όνειρα των κοινών θνητών».1 Και ο Μπωντλέρ επίσης το θεωρεί «ένα βιβλίο κοινωνικότητας, τρομερό, κάτω όμως από το παιγνιώδες και τον καθωσπρεπισμό».2
Το έργο είναι και μια φαρμακερή ειρωνεία, μια παρωδία του —πολύ της μόδας τότε— έρωτα-πάθους όπως ξετυλιγόταν μέσα από το ρομαντικό μυθιστόρημα. Το μότο που έβαλε ο Λακλό ως προμετωπίδα του μυθιστορήματός του: «Είδα τα ήθη του καιρού μας και δημοσιεύω τούτα τα γράμματα», ήταν παρμένο από το μυθιστόρημα Nouvelle Heloise του Ρουσσώ. Με έναν ειρωνικό τρόπο, το μυθιστόρημα του Λακλό υπήρξε και μια απάντηση στη Νέα Ελοΐζα: αναπτύσσει την ηθική του μυθιστορήματος του Ρουσσώ τόσο ώστε να την οδηγεί στο αντίθετό της. «Εκεί που ο Ρουσσώ είναι συμβατικός, ηθικός και εποικοδομητικός, ο Λακλό είναι αντισυμβατικός, ανήθικος και καταστρεπτικός. Στον Ρουσσώ όλοι κερδίζουν χάνοντας: η θυσία της απόλαυσης οδηγεί στην αγνότερη και πιο μεταρσιωμένη ευτυχία. Στον Λακλό, όλοι χάνουν κερδίζοντας: η επιμονή στην ικανοποίηση οδηγεί στο άγχος, στην αίσθηση ότι σε εξαπατούν, στην τραγωδία. Ο Ρουσσώ μας προσφέρει τη λατρεία της ειλικρίνειας, ο Λακλό της ανειλικρίνειας».3
Τελικά ο Λακλό «πλούτισε τη λογοτεχνία μ’ ένα ζευγάρι παλιανθρώπων τόσο θεαματικά αχρείων και τόσο ολόψυχα αφοσιωμένων στο κακό, ώστε μόνον ένας μεγάλος συγγραφέας μπορούσε να τους εμποδίσει να γίνουν καρικατούρες ή γελοίοι».4 Το βιβλίο θεωρήθηκε «έργο εξοργιστικής ανηθικότητας» και έγινε αμέσως τεράστια εκδοτική επιτυχία. Αργότερα περιέπεσε σε λήθη μέχρι που το ανακάλυψε ξανά ο Μπωντλέρ, ο οποίος έγραψε: «το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά με τον τρόπο που καίει ο πάγος».
Ο Σταντάλ στο βιβλίο De L’ Amour (Περί έρωτος) διαχωρίζει τέσσερις κατηγορίες έρωτα: α) τον έρωτα-πάθος (εμείς θα λέγαμε τον ρομαντικό έρωτα) β) τον έρωτα-γούστο (παιχνίδι, χωρίς πάθος, πολύ φλερτ) γ) τον σωματικό έρωτα («ενώ είσαι στο κυνήγι, να βρεις μία όμορφη και φρέσκια χωριατοπούλα...») και δ) τον έρωτα-επίδειξη (τον ονομάζει: amour de vanité —υπερηφάνεια) «οι περισσότεροι άνδρες στη Γαλλία επιθυμούν και έχουν μία γυναίκα της μόδας —όπως έχουν και ένα ωραίο άλογο».
Τo έργο του Λακλό αφορά στον δήθεν «έρωτα», τον έρωτα-παιχνίδι... παιχνίδι όμως πολύ καταστροφικό.
Μια παρατήρηση που αναπόφευκτα κάνει ο αναγνώστης των Επικίνδυνων σχέσεων είναι το ποσό αργά, πόσο βασανιστικά αργά προχωρούσε ο έρωτας στην εποχή του γράμματος. Γιατί το βιβλίο του Λακλό είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα που, ως είδος, έγινε δημοφιλές τον 18ο αιώνα με συγγραφείς όπως ο Samuel Richardson, με τα πάρα πολύ διαβασμένα μυθιστορήματά του Pamela (1740) και Clarissa (1749) (Η Clarissa αναφέρεται και στο βιβλίο του Λακλό: το εμφανίζει να το διαβάζει η πολιορκούμενη ερωτικά από τον υποκόμη Βαλμόν παντρεμένη κυρία Προέδρου, και μάλιστα υπάρχει και μια ερμηνεία του έργου του Λακλό ως παρωδία της Clarissa).
Κι εδώ θα υπενθυμίσουμε πως και σήμερα, κατά κάποιον τρόπο γυρνάμε στην εποχή του γράμματος, της επιστολής μέσω του διαδικτύου, των blogs, των e-mail, του facebook: Στο διαδίκτυο βγάζουμε κομμάτια του εαυτού μας που άλλου δεν θα βγάζαμε ποτέ και πιθανόν να μη γνωρίζαμε ούτε οι ίδιοι, κομμάτια θαμμένα που μάλλον εκφράζουν και διαφορετικές μας χρονικότητες.
Bέβαια, μπορούμε να πούμε πως το βιβλίο του Λακλό, όπως και τα βιβλία του Ντε Σαντ, αποτελούν μια παρωδία των τότε ερωτικών μυθιστορημάτων. Ο Ντε Σαντ φτάνει την παρωδία στα σωματικά της άκρα: επιτίθεται με μανία στο γυναικείο σώμα. Ο Λακλό κάνει κάτι λεπτότερο και ίσως χειρότερο: επιτίθεται με μανία στις κομψεπίκομψες συμβάσεις του έρωτα της εποχής του, στις κοινοτοπίες του έρωτα.
Κι εδώ θα ήθελα να πω δυο λόγια για τις συμβάσεις του 18ου αιώνα που αναφέρονται και σε ένα πολύ γνωστό βιβλίο του Ρίτσαρντ Σένετ Η τυραννία της οικειότητας.5 Για τον Σένετ τα καλύτερα πράγματα στη δυτική πολιτισμική παράδοση προέρχονταν από τις συμβάσεις που κάποτε ρύθμιζαν τις απρόσωπες σχέσεις στον δημόσιο χώρο. Οι συμβάσεις αυτές έθεταν όρια στη δημόσια επίδειξη των αισθημάτων και προωθούσαν την ευγένεια. Στο Λονδίνο ή το Παρίσι του 18ου αιώνα, ξένοι που αντάμωναν στα πάρκα ή στους δρόμους μπορούσαν χωρίς αμηχανία να μιλούν μεταξύ τους. Συμμερίζονταν ένα κοινό απόθεμα δημόσιων σημάτων, που έδινε τη δυνατότητα σε ανθρώπους κοινωνικά άνισους να κάνουν μια πολιτισμένη συζήτηση χωρίς να νιώθουν ότι καλούνται να εκθέσουν τα πιο κρυφά τους μυστικά Σύμφωνα με τον Σένετ, κατά τον 19ο αιώνα η ρομαντική λατρεία «του συναισθήματος, της ειλικρινείας και της αυθεντικότητας» έσκισε τις μάσκες που κάποτε είχαν φορέσει οι άνθρωποι στον δημόσιο χώρο και διέβρωσε τα σύνορα ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική ζωή.
Μια που το έργο του Λακλό είναι του 18ου αιώνα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ακόμα, τότε, οι συμβάσεις, οι τύποι, το πώς θα συμπεριφερθείς ήταν κάτι το σχεδόν αντικειμενικό, το χειροπιαστό. Και αυτό εξαρχής δημιουργεί μια ένταση σε σχέση με το Γράμμα, την επιστολή: το γράμμα είναι ο φυσικός χώρος της μυχιότητας, του συναισθήματος, και φυσικά η γραφή γραμμάτων συμπύκνωνε τον ερωτισμό της εποχής: όμως επειδή —ως γνωστόν— το μέσον είναι το Μήνυμα, ο ερωτισμός της αριστοκρατίας του 18ου αιώνα ήταν ένας ερωτισμός της γραφής. Τα γράμματα γεννούν συναισθήματα διαφορετικά από εκείνα που δημιουργούν οι εικόνες και η αμεσότητα της εποχής μας: η εικόνα, η ερωτική εικόνα ας πούμε, σε αρπάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Αντίθετα η ερωτική επιστολή θυμίζει αργό γδύσιμο, παιχνίδισμα με τη φαντασία, είναι η μορφή της ηδονής της αναμονής.
Σε τι διαφέρει η επιστολή από την προφορικότητα στην έκφραση του έρωτα;
Κατ’ αρχάς το γράμμα στέλνεται και δεν συναντιέσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον ή την αγαπημένο/η σου. Όταν φτάσει, δεν βλέπεις τις εκφράσεις του προσώπου, δεν αντιμετωπίζεις άμεσα τις αντιδράσεις. Επιπλέον φτάνει αργά: αν κάποιος αναλογιστεί την πληθώρα των επιστολών στις Επικίνδυνες σχέσεις και το πόσο αργά έφταναν στον προορισμό τους, απορεί και για το πόσο αργά —σχεδόν βασανιστικά— εξελίσσονταν τότε οι ερωτικές σχέσεις.
Δεύτερον, scripta manent: κάποιος που τότε εξέφραζε τον έρωτά του με την επιστολογραφία ήξερε ενδόμυχα ότι κάθε γράμμα τον δέσμευε για πολύ καιρό. Σε αντίθεση σήμερα έχουμε αυτό που ο Ζ. Μπάουμαν αποκαλεί Ρευστή αγάπη, η οποία, εν πολλοίς, προκύπτει από την ευκολία με την όποια κάνουμε σχέσεις, ας πούμε στο διαδίκτυο, και μετά τις διαγράφουμε: «θα μπορούσαμε να πούμε» λέει ο Μπάουμαν «ότι, αν στους μοντέρνους καιρούς το μέσον που ήταν και το μήνυμα ήταν το φωτογραφικό χαρτί, το ισοδύναμό του για τις μέρες μας είναι η βιντεοταινία. Το φωτογραφικό χαρτί μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μια φορά —δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Αλλά αφού χρησιμοποιηθεί διατηρεί το ίχνος για πολύ καιρό —στην πράξη για πάντα [...]. Και σκεφτείτε τώρα μια βιντεοταινία που είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να σβήνεται και να χρησιμοποιείται ξανά και ξανά: να αποτυπώνει οτιδήποτε φαίνεται ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό κάποια στιγμή, αλλά να μην το κρατά όταν το ενδιαφέρον γι’ αυτό παύει —άλλωστε είναι προορισμένο να ατονήσει... Εάν το φωτογραφικό χαρτί περνούσε το μήνυμα ότι οι πράξεις και τα πράγματα έχουν σημασία, τείνουν να διαρκούν και να έχουν συνέπειες, η βιντεοταινία περνά το μήνυμα ότι τα πράγματα υπάρχουν από μόνα τους και έχουν σημασία μόνο μέχρι νεωτέρας διαταγής, ότι κάθε επεισόδιο αρχίζει από το μηδέν και, ανεξάρτητα από ποιες είναι οι συνέπειές του, μπορεί να σβηστεί χωρίς να αφήσει ίχνος, αφήνοντας τη βιντεοταινία παρθενικά καθαρή».6
Ένα επιπλέον σημείο σε σχέση με το βιβλίο αφορά στις γυναίκες και την αντίληψη του 18ου αιώνα γι’ αυτές. Θυμίζω ότι σύμφωνα και με τον Φουκώ και άλλους συγγραφείς μια επινόηση του 18ου και 19ου αιώνα ήταν η «φυσική» γυναίκα... η «ευαίσθητη» υποτίθεται φύση της γυναίκας, όπου το θηλυκό εμφανιζόταν ως το αντίθετο του πολιτισμού. Την ίδια εποχή του Διαφωτισμού που το αρσενικό υποκείμενο συγκροτείται ως κυρίαρχο, αυτόνομο άτομο, οι γυναίκες ξαναρίχνονται στη φύση. Για αυτήν τη «φυσικοποίηση» του ρόλου της γυναίκας κινητοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα των επιστημών του ανθρώπου, οι οποίες βρίσκονταν τότε στο ξεκίνημά τους. Έτσι για παράδειγμα ο γάλλος διαφωτιστής Ντιντερό έγραφε για τις γυναίκες: «εξωτερικά είναι πολιτισμένες όπως κι εμείς αλλά εσωτερικά έχουν παραμείνει αληθινά άγριες [...] έχουν διατηρήσει όλη τους τη φυσική δύναμη, την ιδιοτελή αγάπη και τον εγωισμό».7......
1. Πρόλογος Αndré Marlaux στο Choderlos de Laclos, Επικίνδυνες Σχέσεις, μτφρ. Ανδρεα Στάικου, εκδ ΑΓΡΑ, 2009, σ. 29.
2. Επίμετρο Charles Baudelaire στο Choderlos de Laclos, Επικίνδυνες Σχέσεις, ό. π., σ. 574.
3. Peter Gay, Το κόμμα της Ανθρωπότητας, εκδ. Θύραθεν, μτφρ. Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος (1963) 2009, σ. 160.
4. Peter Gay, Το κόμμα της Ανθρωπότητας, ό. π., σ. 148.
5. Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας, Ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό, μτφρ. Γ. Μερτίκας, Αθήνα, Νεφέλη 1999.
6. Zygmunt Bauman, Και πάλι μόνοι: Η Ηθική μετά τη βεβαιότητα, μτφρ. Ρίκα Μπενβενίστε, Κώστα Χατζηκυριάκου, Έρασμος (1994) 1998, σσ. 32-33.
7. Αναφορά στον U. Beck, Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφρ. Καβουλάκος Κ., επιμέλεια Κοτζιάς Ν. εκδ. Νέα Σύνορα Αθήνα 1996, σ. 176.
Απόσπασμα από δοκίμιο του Πέτρου Θεοδωρίδη που δημοσιεύεται στο τεύχος 28 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ κυκλοφορεί το βιβλίο του Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, Πάθη, Εαυτός, Έθνος .
Το μυθιστόρημα
Διαβάζοντας κανείς τις Επικίνδυνες σχέσεις του Λακλό, μένει έκπληκτος από τη βαθύτητα και την τραχύτητα με την οποία ανατέμνεται αυτό το θαυμάσιο, κατά τα άλλα, συναίσθημα: ο έρωτας. Στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Επικίνδυνες σχέσεις, ο Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, λοχαγός του γαλλικού πυροβολικού, σκανδαλίζει το 1782 την παρισινή κριτική με ένα επιστολικό δράμα ίντριγκας, αποπλάνησης και προδοσίας που εστίαζε στις χαρές του σεξουαλικού κυνηγιού, τη μύηση των αθώων και την αποπλάνηση των ευσεβών. Aνέλυε τα στρατηγήματα του έρωτα και τους καρπούς της προδοσίας: Η μαρκησία Ντε Μαρτέιγ αποφασίζει να διαφθείρει τη Σεσίλ ντε Βολάνζ, νεαρή παρθένα που η μητέρα της σχεδιάζει να την παντρέψει με έναν πρώην εραστή της, τον οποίο η μαρκησία θέλει να εκδικηθεί. Έτσι προτείνει σε έναν άλλο πρώην εραστή της, τον υποκόμη Ντε Βαλμόν, να την αποπλανήσει, με σκοπό αυτός που θα την παντρευτεί να μην τη βρει αγνή. Ο Βαλμόν όμως ενδιαφέρεται για τη μαντάμ Ντε Τουρβέλ, μια παντρεμένη γυναίκα χριστιανικών αρχών, κυρίως γιατί θεωρεί πρόκληση τη δυσκολία που θα αντιμετωπίσει. Το στοίχημα είναι η αποπλάνηση. Αν κερδίσει, ο Βαλμόν θα έχει ξανά στο κρεβάτι του τη Μαρτέιγ.
Ο Αντρέ Μαλρώ έγραψε για το βιβλίο: «Ο Λακλό είναι ένας καταδότης των ονείρων, Αποκάλυψε τα όνειρα της εποχής του δίδοντάς τους ζωή, εισάγοντάς τα στον ευρύ χώρο των συλλογικών ονείρων όπου τα προνομιούχα πρόσωπα, που έστω για μια στιγμή μπόρεσαν να κατευθύνουν τη μοίρα τους, δίδουν τροφή στα όνειρα των κοινών θνητών».1 Και ο Μπωντλέρ επίσης το θεωρεί «ένα βιβλίο κοινωνικότητας, τρομερό, κάτω όμως από το παιγνιώδες και τον καθωσπρεπισμό».2
Το έργο είναι και μια φαρμακερή ειρωνεία, μια παρωδία του —πολύ της μόδας τότε— έρωτα-πάθους όπως ξετυλιγόταν μέσα από το ρομαντικό μυθιστόρημα. Το μότο που έβαλε ο Λακλό ως προμετωπίδα του μυθιστορήματός του: «Είδα τα ήθη του καιρού μας και δημοσιεύω τούτα τα γράμματα», ήταν παρμένο από το μυθιστόρημα Nouvelle Heloise του Ρουσσώ. Με έναν ειρωνικό τρόπο, το μυθιστόρημα του Λακλό υπήρξε και μια απάντηση στη Νέα Ελοΐζα: αναπτύσσει την ηθική του μυθιστορήματος του Ρουσσώ τόσο ώστε να την οδηγεί στο αντίθετό της. «Εκεί που ο Ρουσσώ είναι συμβατικός, ηθικός και εποικοδομητικός, ο Λακλό είναι αντισυμβατικός, ανήθικος και καταστρεπτικός. Στον Ρουσσώ όλοι κερδίζουν χάνοντας: η θυσία της απόλαυσης οδηγεί στην αγνότερη και πιο μεταρσιωμένη ευτυχία. Στον Λακλό, όλοι χάνουν κερδίζοντας: η επιμονή στην ικανοποίηση οδηγεί στο άγχος, στην αίσθηση ότι σε εξαπατούν, στην τραγωδία. Ο Ρουσσώ μας προσφέρει τη λατρεία της ειλικρίνειας, ο Λακλό της ανειλικρίνειας».3
Τελικά ο Λακλό «πλούτισε τη λογοτεχνία μ’ ένα ζευγάρι παλιανθρώπων τόσο θεαματικά αχρείων και τόσο ολόψυχα αφοσιωμένων στο κακό, ώστε μόνον ένας μεγάλος συγγραφέας μπορούσε να τους εμποδίσει να γίνουν καρικατούρες ή γελοίοι».4 Το βιβλίο θεωρήθηκε «έργο εξοργιστικής ανηθικότητας» και έγινε αμέσως τεράστια εκδοτική επιτυχία. Αργότερα περιέπεσε σε λήθη μέχρι που το ανακάλυψε ξανά ο Μπωντλέρ, ο οποίος έγραψε: «το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά με τον τρόπο που καίει ο πάγος».
Ο Σταντάλ στο βιβλίο De L’ Amour (Περί έρωτος) διαχωρίζει τέσσερις κατηγορίες έρωτα: α) τον έρωτα-πάθος (εμείς θα λέγαμε τον ρομαντικό έρωτα) β) τον έρωτα-γούστο (παιχνίδι, χωρίς πάθος, πολύ φλερτ) γ) τον σωματικό έρωτα («ενώ είσαι στο κυνήγι, να βρεις μία όμορφη και φρέσκια χωριατοπούλα...») και δ) τον έρωτα-επίδειξη (τον ονομάζει: amour de vanité —υπερηφάνεια) «οι περισσότεροι άνδρες στη Γαλλία επιθυμούν και έχουν μία γυναίκα της μόδας —όπως έχουν και ένα ωραίο άλογο».
Τo έργο του Λακλό αφορά στον δήθεν «έρωτα», τον έρωτα-παιχνίδι... παιχνίδι όμως πολύ καταστροφικό.
Μια παρατήρηση που αναπόφευκτα κάνει ο αναγνώστης των Επικίνδυνων σχέσεων είναι το ποσό αργά, πόσο βασανιστικά αργά προχωρούσε ο έρωτας στην εποχή του γράμματος. Γιατί το βιβλίο του Λακλό είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα που, ως είδος, έγινε δημοφιλές τον 18ο αιώνα με συγγραφείς όπως ο Samuel Richardson, με τα πάρα πολύ διαβασμένα μυθιστορήματά του Pamela (1740) και Clarissa (1749) (Η Clarissa αναφέρεται και στο βιβλίο του Λακλό: το εμφανίζει να το διαβάζει η πολιορκούμενη ερωτικά από τον υποκόμη Βαλμόν παντρεμένη κυρία Προέδρου, και μάλιστα υπάρχει και μια ερμηνεία του έργου του Λακλό ως παρωδία της Clarissa).
Κι εδώ θα υπενθυμίσουμε πως και σήμερα, κατά κάποιον τρόπο γυρνάμε στην εποχή του γράμματος, της επιστολής μέσω του διαδικτύου, των blogs, των e-mail, του facebook: Στο διαδίκτυο βγάζουμε κομμάτια του εαυτού μας που άλλου δεν θα βγάζαμε ποτέ και πιθανόν να μη γνωρίζαμε ούτε οι ίδιοι, κομμάτια θαμμένα που μάλλον εκφράζουν και διαφορετικές μας χρονικότητες.
Bέβαια, μπορούμε να πούμε πως το βιβλίο του Λακλό, όπως και τα βιβλία του Ντε Σαντ, αποτελούν μια παρωδία των τότε ερωτικών μυθιστορημάτων. Ο Ντε Σαντ φτάνει την παρωδία στα σωματικά της άκρα: επιτίθεται με μανία στο γυναικείο σώμα. Ο Λακλό κάνει κάτι λεπτότερο και ίσως χειρότερο: επιτίθεται με μανία στις κομψεπίκομψες συμβάσεις του έρωτα της εποχής του, στις κοινοτοπίες του έρωτα.
Κι εδώ θα ήθελα να πω δυο λόγια για τις συμβάσεις του 18ου αιώνα που αναφέρονται και σε ένα πολύ γνωστό βιβλίο του Ρίτσαρντ Σένετ Η τυραννία της οικειότητας.5 Για τον Σένετ τα καλύτερα πράγματα στη δυτική πολιτισμική παράδοση προέρχονταν από τις συμβάσεις που κάποτε ρύθμιζαν τις απρόσωπες σχέσεις στον δημόσιο χώρο. Οι συμβάσεις αυτές έθεταν όρια στη δημόσια επίδειξη των αισθημάτων και προωθούσαν την ευγένεια. Στο Λονδίνο ή το Παρίσι του 18ου αιώνα, ξένοι που αντάμωναν στα πάρκα ή στους δρόμους μπορούσαν χωρίς αμηχανία να μιλούν μεταξύ τους. Συμμερίζονταν ένα κοινό απόθεμα δημόσιων σημάτων, που έδινε τη δυνατότητα σε ανθρώπους κοινωνικά άνισους να κάνουν μια πολιτισμένη συζήτηση χωρίς να νιώθουν ότι καλούνται να εκθέσουν τα πιο κρυφά τους μυστικά Σύμφωνα με τον Σένετ, κατά τον 19ο αιώνα η ρομαντική λατρεία «του συναισθήματος, της ειλικρινείας και της αυθεντικότητας» έσκισε τις μάσκες που κάποτε είχαν φορέσει οι άνθρωποι στον δημόσιο χώρο και διέβρωσε τα σύνορα ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική ζωή.
Μια που το έργο του Λακλό είναι του 18ου αιώνα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ακόμα, τότε, οι συμβάσεις, οι τύποι, το πώς θα συμπεριφερθείς ήταν κάτι το σχεδόν αντικειμενικό, το χειροπιαστό. Και αυτό εξαρχής δημιουργεί μια ένταση σε σχέση με το Γράμμα, την επιστολή: το γράμμα είναι ο φυσικός χώρος της μυχιότητας, του συναισθήματος, και φυσικά η γραφή γραμμάτων συμπύκνωνε τον ερωτισμό της εποχής: όμως επειδή —ως γνωστόν— το μέσον είναι το Μήνυμα, ο ερωτισμός της αριστοκρατίας του 18ου αιώνα ήταν ένας ερωτισμός της γραφής. Τα γράμματα γεννούν συναισθήματα διαφορετικά από εκείνα που δημιουργούν οι εικόνες και η αμεσότητα της εποχής μας: η εικόνα, η ερωτική εικόνα ας πούμε, σε αρπάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Αντίθετα η ερωτική επιστολή θυμίζει αργό γδύσιμο, παιχνίδισμα με τη φαντασία, είναι η μορφή της ηδονής της αναμονής.
Σε τι διαφέρει η επιστολή από την προφορικότητα στην έκφραση του έρωτα;
Κατ’ αρχάς το γράμμα στέλνεται και δεν συναντιέσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον ή την αγαπημένο/η σου. Όταν φτάσει, δεν βλέπεις τις εκφράσεις του προσώπου, δεν αντιμετωπίζεις άμεσα τις αντιδράσεις. Επιπλέον φτάνει αργά: αν κάποιος αναλογιστεί την πληθώρα των επιστολών στις Επικίνδυνες σχέσεις και το πόσο αργά έφταναν στον προορισμό τους, απορεί και για το πόσο αργά —σχεδόν βασανιστικά— εξελίσσονταν τότε οι ερωτικές σχέσεις.
Δεύτερον, scripta manent: κάποιος που τότε εξέφραζε τον έρωτά του με την επιστολογραφία ήξερε ενδόμυχα ότι κάθε γράμμα τον δέσμευε για πολύ καιρό. Σε αντίθεση σήμερα έχουμε αυτό που ο Ζ. Μπάουμαν αποκαλεί Ρευστή αγάπη, η οποία, εν πολλοίς, προκύπτει από την ευκολία με την όποια κάνουμε σχέσεις, ας πούμε στο διαδίκτυο, και μετά τις διαγράφουμε: «θα μπορούσαμε να πούμε» λέει ο Μπάουμαν «ότι, αν στους μοντέρνους καιρούς το μέσον που ήταν και το μήνυμα ήταν το φωτογραφικό χαρτί, το ισοδύναμό του για τις μέρες μας είναι η βιντεοταινία. Το φωτογραφικό χαρτί μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μια φορά —δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Αλλά αφού χρησιμοποιηθεί διατηρεί το ίχνος για πολύ καιρό —στην πράξη για πάντα [...]. Και σκεφτείτε τώρα μια βιντεοταινία που είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να σβήνεται και να χρησιμοποιείται ξανά και ξανά: να αποτυπώνει οτιδήποτε φαίνεται ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό κάποια στιγμή, αλλά να μην το κρατά όταν το ενδιαφέρον γι’ αυτό παύει —άλλωστε είναι προορισμένο να ατονήσει... Εάν το φωτογραφικό χαρτί περνούσε το μήνυμα ότι οι πράξεις και τα πράγματα έχουν σημασία, τείνουν να διαρκούν και να έχουν συνέπειες, η βιντεοταινία περνά το μήνυμα ότι τα πράγματα υπάρχουν από μόνα τους και έχουν σημασία μόνο μέχρι νεωτέρας διαταγής, ότι κάθε επεισόδιο αρχίζει από το μηδέν και, ανεξάρτητα από ποιες είναι οι συνέπειές του, μπορεί να σβηστεί χωρίς να αφήσει ίχνος, αφήνοντας τη βιντεοταινία παρθενικά καθαρή».6
Ένα επιπλέον σημείο σε σχέση με το βιβλίο αφορά στις γυναίκες και την αντίληψη του 18ου αιώνα γι’ αυτές. Θυμίζω ότι σύμφωνα και με τον Φουκώ και άλλους συγγραφείς μια επινόηση του 18ου και 19ου αιώνα ήταν η «φυσική» γυναίκα... η «ευαίσθητη» υποτίθεται φύση της γυναίκας, όπου το θηλυκό εμφανιζόταν ως το αντίθετο του πολιτισμού. Την ίδια εποχή του Διαφωτισμού που το αρσενικό υποκείμενο συγκροτείται ως κυρίαρχο, αυτόνομο άτομο, οι γυναίκες ξαναρίχνονται στη φύση. Για αυτήν τη «φυσικοποίηση» του ρόλου της γυναίκας κινητοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα των επιστημών του ανθρώπου, οι οποίες βρίσκονταν τότε στο ξεκίνημά τους. Έτσι για παράδειγμα ο γάλλος διαφωτιστής Ντιντερό έγραφε για τις γυναίκες: «εξωτερικά είναι πολιτισμένες όπως κι εμείς αλλά εσωτερικά έχουν παραμείνει αληθινά άγριες [...] έχουν διατηρήσει όλη τους τη φυσική δύναμη, την ιδιοτελή αγάπη και τον εγωισμό».7......
1. Πρόλογος Αndré Marlaux στο Choderlos de Laclos, Επικίνδυνες Σχέσεις, μτφρ. Ανδρεα Στάικου, εκδ ΑΓΡΑ, 2009, σ. 29.
2. Επίμετρο Charles Baudelaire στο Choderlos de Laclos, Επικίνδυνες Σχέσεις, ό. π., σ. 574.
3. Peter Gay, Το κόμμα της Ανθρωπότητας, εκδ. Θύραθεν, μτφρ. Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος (1963) 2009, σ. 160.
4. Peter Gay, Το κόμμα της Ανθρωπότητας, ό. π., σ. 148.
5. Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας, Ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό, μτφρ. Γ. Μερτίκας, Αθήνα, Νεφέλη 1999.
6. Zygmunt Bauman, Και πάλι μόνοι: Η Ηθική μετά τη βεβαιότητα, μτφρ. Ρίκα Μπενβενίστε, Κώστα Χατζηκυριάκου, Έρασμος (1994) 1998, σσ. 32-33.
7. Αναφορά στον U. Beck, Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφρ. Καβουλάκος Κ., επιμέλεια Κοτζιάς Ν. εκδ. Νέα Σύνορα Αθήνα 1996, σ. 176.
Απόσπασμα από δοκίμιο του Πέτρου Θεοδωρίδη που δημοσιεύεται στο τεύχος 28 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ κυκλοφορεί το βιβλίο του Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, Πάθη, Εαυτός, Έθνος .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου