Ήταν
Απρίλης
.
Κι ήταν
χίλια εννιακόσα σαράντα πέντε
.
Είχαμε
αρχίσει να το ξέρουμε πως ο πόλεμοςπάει να τελειώσει
...
Τα σημάδια
ήταν πολλά
.
Τα μεγάφωνα
που ήταν μέσα στις παράγκες για ν' ακούμε
τ'ανακοινωθέντα
της Βέρμαχτ και τους λόγους του Χίτλερ είχαν από καιρό βουβαθεί
.
Κάθε
μέρα ο ουρανός έτριζε από εκατοσταριές αμερικάνικα βομβαρδιστικά που έρχονταν
απ'τη μεριά της
Γαλλίας
.
Ένα απόγεμα
μετρήσαμε πάνω από χίλια
.
Οι Ες‐Ες έβγαιναν απ'τις
παράγκεςτους και τα κυνηγούσαν με βλαστήμιες
.
Ύστερα
ανάβανε τσιγάρα ,αρχίζανε τα
καλαμπούρια ,ώσπουνα τους
πιάσει υστερία από τα γέλια
.
Ο
ούντερσαφ φύρερ Λέεμπ,γραμματέας
στην Πολιτική Διεύθυνση ,έκλεβε φαΐ
απτην κουζίνα των αξιωματικών και μας το μοίραζε για να μας αποδείξει πόσο
πονόψυχος είναι
.
Οι Ες‐Ες έδεσαν έναν Πολωνό αγκαλιά με
τέσσερις πεθαμένους και τον άφησαν έτσι τέσσερις μέρες στην απομόνωση
.
Όταν την
πέμπτη μέρα βγήκε ,
γύριζε από
παράγκα σε παράγκα κι έλεγε πως οι πεθαμένοι του είπαν ότι «ο Στάλιν θα 'ρθει το Μάη»
ελευθερία ήρθε το Μάη
Στις 5 του Μάη ,λίγο πριν απ'το μεσημέρι ,ένα θεόρατο
αμερικάνικο τανκ ,καπνισμένο
και σημαδεμένο απ'τον πόλεμο
,
γκρέμισε την
πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο
.
Οι πολεμιστές
μάς κοίταζαν σαστισμένοι ,περήφανοι ,περίλυποι ...
Καλά που
κάνανε και μείνανε έκει ψηλά ,στη ράχη του
τανκ
.
Γλιτώσανε
από τόσες μάχες .
Απ τη χαρά μας
δε θα γλιτώνανε
.
Ουρλιάζαμε
,
ξεσκίζαμε τα
ρούχα μας
,
ταρακουνιόμαστε
σα δαιμονισμένοι
.
Στριμωχνόμαστε
,
ποδοπατιόμαστε
για να φτάσουμε κοντά στο τανκ
.
Πολλοί
πέφτανε πάνω και φιλούσανε τακαπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε πάνω τα
κεφάλια τους και κλαίγανε
.
Ξαφνικά
άρχισαν ανάμεσά μας να φυτρώνουν σημαίες
.
Αμερικάνικες
,
ρώσικες
,
εγγλέζικες
,
ισπανικές
της Δημοκρατίας
,
τσέχικες
,
πολωνέζικες
,
ελληνικές
,
γιουγκοσλάβικες
,
ιταλικές
...
Όλεςκαμωμένες
από ματισμένα κουρέλια και χοντροβελονιά
.
Οι πιο
πολλές μυρίζανε λαδομπογιά
.
Οι σημαίες
μάς ανάψανε ακόμα πιο πολύ
.
Πηδούσαμε
,
αλαλάζαμε
.
Ταυτόχρονα
στα χαμηλά γίνονταν άλλες δουλειές
.
Ένιωσα δυο
χέρια να γατζώνονται στο πόδι μου
.
Έσκυψα να δω
.
Δυο Ισπανοί
,
τον έναν τον
ήξερα
,
είχαν ρίξει
μπρούμυτα έναν επιστάτη και τον πετσοκόβανε με σουγιάδες
.
Είδα κιέπαθα
να λευτερώσω το πόδι μου απ'τα χέρια του
.
Άμα το
κατάφερα να τραβηχτώ ,πάτησα
πάνω στην κοιλιά ενός άλλου επιστάτη που τον είχαν πνίξει μ'ένα λουρί
.
Άλλοι είχαν
αποκάμει απ'το συνωστισμό
,
πέσανε ,ποδοπατηθήκανε
και ξεψυχούσανε στα πόδια μας
εφιαλτες
Απ'τις 5 του Μάη , απ'τη μέρα που
η ζωή στο Μαουτχάουζεν έπαψε να'ναι εφιάλτης
,
ο εφιάλτης
κρύφτηκε στον ύπνο μας και γίνηκε όνειρο .
Ήταν
αλλιώτικα όνειρα
,
αλλιώτικοι εφιάλτες
.
Ο Πέτρος απ'τη Θήβα
σπάραξε απ'το φόβο που
τον έσφιγγε ,μούγκριζε
χωρίς να μπορείνα ξυπνήσει και να γλιτώσει
.
«Η φωνή μου
πνίγεται»έλεγε, «σα να μου
βουλώνουνε το στόμα!Τα μάτια
κολλάνε ,δεν
ανοίγουνε ».
Ξέραμε
καλά τι εννοούσε
.
Όλοι το ίδιο
παθαίναμε
,
γι 'αυτό κι
είχαμε μαζευτεί σε κοντινά κρεβάτια
.
Μόλις κάποιος
άρχιζε να μουγκρίζει
,
οι διπλανοί
τινάζονταν αμέσως να τον ξυπνήσουν και να τονγλιτώσουν
.
Τι είδες
Πέτρο;
Η μάνα μου
καθότανε στο τραπέζι μας ,είχε τη
λάμπα του πετρελαίου και μου 'γραφε
ένα γράμμα.Εγώ το'χα σκάσει
από δω κι ήμουν κάτω απ'το τραπέζι .Της μιλούσα
και δε μ'άκουγε. Ο Πέτρος
έμεινε μαζί του.
Ήθελε σώνει
και καλά να μάθει τα λόγια.
Κάθε
πρωί οι πιο πολλοί ξυπνούσαμε με την ίδια αγωνία
:
«Σε ποιόν θα
τα πούμε όλαυτά ;Πού θατα
πούμε;Ποιος θα τα’ακούσει
;
Πού θα
παραδοθούν όσα είδαμε. Κάθε
πρωί οι πιο πολλοί ξυπνούσαμε με την ίδια αγωνία
:
«Σε ποιόν θα
τα πούμε όλαυτά;Πού θατα πούμε;Ποιος θα τακούσει;
Πού θα
παραδοθούν όσα είδαμε;»
1 σχόλιο:
Για την «κοινοτοπία του κακού» (Χάνα Άρεντ), και σε καιρό ειρήνης:
Η μικρή Άννυ - Τα ακραία, οι μη ανθρώπινες εξαιρέσεις, είναι εδώ για να αποκαλύπτουν πόσο απάνθρωποι είναι οι «εξανθρωπισμένοι», κοινωνικά αποδεκτοί κανόνες
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2015/05/blog-post_5.html
Δημοσίευση σχολίου