Αναγνώστες

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ανάξιες ζωές Αποσπασμα απο το Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ Peter, Fritzsche, Εκδόσεις ,ΘΥΡΑΘΕΝ 2013



 
                                                                     Ανάξιες ζωές
 Οι Ναζί ανταποκρίθηκαν σε μια έντονη επιθυμία για τάξη στη Γερμανία το 1933. Οι φόβοι για τους κομμουνιστές επαναστάτες ήταν ανάμικτοι με γενικότερες ανησυχίες για την εγκληματικότητα και την παραβατικότητα. Καθώς όμως εκατομμύρια Γερμανοί παρέμεναν άνεργοι, ήταν δύσκολο να διαχωριστεί ο επικίνδυνος πυρήνας των εγκληματιών ή η μεγαλύτερη ομάδα αυτών που οι ειδήμονες αποκαλούσαν “asocial” παραβάτες, πόρνες, ζητιάνοι και φυγόπονοι_ από τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό των πάμπτωχων αλλά ενάρετων πολιτών. Οι εφημερίδες δημοσίευαν φρικιαστικά ρεπορτάζ με παιδεραστές, κατά συρροή δολοφόνους και εμπρηστές που κυκλοφορούσαν στους δρόμους ελεύθεροι. Σε μια εποχή που η επαιτεία ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, η αβεβαιότητα για το τι ακριβώς ήταν αυτός που χτυπούσε την πόρτα, αν «πράγματι είχε ανάγκη» ή ήταν κανένας «αλήτης» ή «εγκληματίας», έκανε τον κόσμο ολοένα και πιο δεκτικό στην προσπάθεια να διαχωριστούν οι φυσιολογικοί από τους μη φυσιολογικούς, οι καλοί από τους κακούς. Οι Γερμανοί αναγνώριζαν στο Τρίτο Ράιχ ότι ξεφορτώθηκε τους «ψευτοζητιάνους». Τα χρόνια του ναζισμού έχουν μείνει στη μνήμη ως μια εποχή ασφάλειας όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να περπατούν στο δρόμο ανενόχλητοι ή να αφήνουν τα ποδήλατά τους ξεκλείδωτα. Οι προσεκτικοί παρατηρητές διαπίστωναν επίσης ότι μειώθηκαν οι πλανόδιοι μουσικοί _τυπικές παρουσίες στις μεγαλουπόλεις που γυρνούσαν με τις λατέρνες τους από το ένα προαύλιο πολυκατοικίας στο άλλο. Αλλά και η γνώριμη φωνή των παλιατζήδων, «σιδερικά, παλιά ρούχα, εφημερίδες», δεν πολυ-ακουγόταν πια
Αν και μειώθηκε κατά πολύ ο αριθμός των Κομμουνιστών και των Σοσιαλδημοκρατών κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1934 και το 1935, εντούτοις ο αριθμός των Γερμανών πολιτών που συλλαμβάνονταν στις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις της αστυνομίας αυξήθηκε απότομα. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1933, η αστυνομία συνέλαβε δεκάδες χιλιάδες άστεγους και αλήτες. Η στροφή της αστυνομίας από τους Κομμουνιστές στους παραβάτες, μαρτυρούσε την αυξανόμενη ανησυχία των Ναζί για τους γενετικούς και φυλετικούς κινδύνους. Για την ανάπτυξη του υγιούς σώματος της Γερμανίας, το ναζιστικό κράτος θέσπισε θετικά μέτρα όπως δάνεια γάμου, βελτίωσε την πρόσβαση στην περίθαλψη και το ασφαλιστικό σύστημα. Επινόησε επίσης αρνητικά μέτρα ευγονικής λιγότερο δαπανηρά, για να απαλλαγεί από τους ανεπιθύμητους πολίτες, των οποίων οι υποτιθέμενες γενετικές αναπηρίες τούς καθιστούσαν αντιπαραγωγικούς ή προδιατεθειμένους για εγκληματική, έκνομη και άλλου είδους «αντικοινωνική» συμπεριφορά. «Στη γλώσσα των Ναζί και των επιστημόνων, αυτή η πολιτική ονομαζόταν “Aufartung durch Ausmerzung”» βελτίωση μέσω του αποκλεισμού. Αντίθετα με το έργο αποκατάστασης που εκτελούσαν εκατομμύρια ακτιβιστές της Χιτλερικής Νεολαίας, της Ένωσης Γερμανίδων Κορασίδων, της Υπηρεσίας Εργασίας του Ράιχ, της Λαϊκής Πρόνοιας, άλλες μικρότερες αλλά ισχυρές ομάδες επαγγελματιών της βιοϊατρικής επέβλεπαν τον εντοπισμό και την απομόνωση των «asocial» και την στείρωση των γενετικά «ακατάλληλων». Το γερμανικό ιατρικό κατεστημένο θεωρούσε την εθνική επανάσταση του 1933 σαν μια ευκαιρία να απεμποληθεί επιτέλους η λαθεμένη προσπάθεια του φιλελευθερισμού να φροντίσει το σώμα του ατόμου, αντί να ενδυναμώσει το συλλογικό σώμα του γερμανικού λαού στην κατεύθυνση αυτή συνεργάστηκε στενά με τους Ναζί για την προώθηση των ανάλογων θεραπειών, πράγμα που σήμαινε ότι κρινόταν η αξία των ατόμων και η ικανότητά τους να ζουν παραγωγικά.

Τον πρώτο καιρό, οι αρχές λειτουργούσαν μέσα στο παραδοσιακό δικαιϊκό σύστημα: οι εναγόμενοι αντιμετώπιζαν βαρύτερες κατηγορίες, όσοι αποδεικνύονταν ένοχοι τιμωρούνταν αυστηρότερα, και οι υπότροποι κλείνονταν σε κρατικές φυλακές ασφαλείας. Ήταν μια σκληρή, λαοφιλής επιβολή «του νόμου και της τάξης». Όμως οι ιδέες περί γενετικής έστρεψαν τελικά τους Ναζί σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: έπαψαν να δίνουν βαρύτητα στην τιμωρία και την αποτροπή, υιοθετώντας μια ευρύτερη δημογραφική πολιτική πλήρους απομάκρυνσης των φυλετικά «ανεπιθύμητων» από την κοινότητα. Σύμφωνα με την φυλετική ερμηνεία του εγκλήματος, υπεύθυνη για τον εγκληματία είναι η βιολογία, πράγμα που καθιστά την τιμωρία και την αποτροπή άνευ νοήματος. Ωστόσο, η εγκληματικότητα μπορούσε να μειωθεί με την απομάκρυνση του επικίνδυνου σώματος: με την απομόνωση των “asocial” σε στρατόπεδα εργασίας, και με τη στείρωση των γενετικά «άχρηστων» ατόμων. Στο ναζιστικό νομικό σύστημα, η εγκληματικότητα ερμηνευόταν με όρους γενετικής και όχι κοινωνικού περιβάλλοντος| οι ειδήμονες της βιοϊατρικής αντικατέστησαν τους κοινωνικούς λειτουργούς, και η φυσική απομόνωση αντικατέστησε την προληπτική θεραπεία ή την σωφρονιστική αγωγή. Ενώ τα κοινοτικά στρατόπεδα αναγνώριζαν την επιρροή του κοινωνικού περίγυρου και προσπαθούσαν να την εξουδετερώσουν, αντιθέτως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αρνούνταν συλλήβδην το ρόλο του κοινωνικού περιβάλλοντος.

Με την αναδιοργάνωση των αστυνομικών δυνάμεων της Γερμανίας και με επικεφαλής τον Χάινριχ Χίμλερ το 1936, ο τομέας ασφαλείας (δηλαδή η Γκεστάπο _η μυστική αστυνομία_ και η Δίωξη Εγκλήματος), ετοιμάστηκε για την καταπολέμηση των “asocial” και των «εκτός κοινότητας», παράλληλα με τη δίωξη των πολιτικών αντιπάλων. Ο Χίμλερ και άλλοι ιδεολόγοι των Ες-Ες ανέπτυσσαν μια ολοένα και πιο ρατσιστική θεωρία περί αστυνόμευσης. Βασίζονταν σε εγκληματολόγους, ιατρικούς εμπειρογνώμονες και αξιωματούχους της λαϊκής πρόνοιας που ισχυρίζονταν ότι η κληρονομικότητα επηρέαζε τα μέγιστα την κοινωνικότητα, και απέρριψαν κάθε ιδέα περί «αστυνομίας-νυχτοφύλακα», ώστε να δικαιολογηθεί η ριζοσπαστική προληπτική πολιτική τους. Όπως εξήγησε ο Χίμλερ, «είναι καθήκον της αστυνομίας να προστατεύει την οργανική ενότητα του γερμανικού λαού, τις ζωτικές του δυνάμεις καθώς και τα μέσα που διαθέτει, από την καταστροφή και την διάλυση». Αυτός ο ορισμός έδωσε στην αστυνομία μεγάλο πεδίο δράσης. Οτιδήποτε δεν ταίριαζε με τα κανονιστικά πρότυπα της λαϊκής κοινότητας ή μπορούσε να ερμηνευτεί ως παράγοντας κοινωνικής διάλυσης, υπαγόταν στη δικαιοδοσία της αστυνομίας. 

......... Στην πράξη, όμως, οι δυνάμεις ασφαλείας άφησαν ήσυχους τους τέως σοσιαλιστές όπως ο Karl, και επικεντρώθηκαν στους “asocial”, που ποτέ δεν απέκτησαν φωνή στη γερμανική ιστορία. «Και μόνο ο αριθμός των προσδιορισμών», σχολιάζει ο Ulrich Herbert «_“ζητιάνος”, “αλήτης”, “τεμπέλης”, “φυγόπονος”, “μαστροπός”, “ανεπρόκοπος”, “κοινωνικό παράσιτο”, “ταραχοποιός”_ δείχνει ξεκάθαρα ότι χρησιμοποιείται μια συλλογική έννοια που περικλείει κάθε λογής ενοχλητικές ή αφύσικες αλλά πάντως νομικά μη ταξινομήσιμες συμπεριφορές».

Η Γκεστάπο και οι υπόλοιπες αστυνομικές δυνάμεις ξεκίνησαν σαρωτικές επιχειρήσεις στις «επικίνδυνες» περιοχές των πόλεων. Μεταξύ 1934 και 1937 ο αριθμός των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τις 7.000| οι περισσότεροι τρόφιμοι ήταν “asocial”. Καινούργια στρατόπεδα έδωσαν τη δυνατότητα να «φιλοξενηθούν» επιπλέον 10.000 “asocial” περίπου, που συνελήφθησαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1938 σε δύο επιχειρήσεις εθνικής κλίμακας με το κωδικό όνομα “Επιχείρηση Φυγόπονοι”. Μέχρι την άνοιξη του 1938 ένα παρακλάδι των Ες-Ες, η Εταιρεία Χωματουργικών και Εξορυκτικών Εργασιών, διηύθυνε το Φλόσενμπιργκ της Βαβαρίας και το Ματχάουζεν στην μόλις προσαρτημένη Αυστρία. Χιλιάδες άλλοι υποτιθέμενοι “asocial” ή «φυγόπονοι» Γερμανοί φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα εργασίας. Οι Τσιγγάνοι συχνά κρατούνταν στους δικούς τους καταυλισμούς, τους οποίους η αστυνομία περιέφραζε με συρματόπλεγμα και φρουρούσε. Στα τέλη της δεκαετίας του '30, η αστυνομική Υπηρεσία Δίωξης Εγκλήματος άρχισε να συλλαμβάνει χιλιάδες γκέι άνδρες, ως «πραγματικούς» ή γενετικά αποκλίνοντες ομοφυλόφιλους. (Οι λεσβίες γενικά αγνοούνταν, και η γυναικεία ομοφυλοφιλία θεωρείτο ιδιοτροπία, όχι βιολογικό ελάττωμα). Παρ' όλο που οι άρρενες ομοφυλόφιλοι θα μπορούσαν να κατηγορηθούν, να καταδικαστούν και να φυλακιστούν με την ήδη υπάρχουσα αντισοδομική νομοθεσία, εντούτοις μαζεύονταν από τους δρόμους και κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς να περάσουν από δικαστήριο. Στα στρατόπεδα κρατούνταν επίσης χιλιάδες μάρτυρες του Ιεχωβά, συμπεριλαμβανομένου του νεαρού Arbeitsdienstmann τον οποίο θυμόταν ο Γκύντερ Γκρας: Ξανά και ξανά, ο άνθρωπος απλώς επέμενε, «Δεν-το-κάνουμε-αυτό»| οι 30.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνήθηκαν να δώσουν όρκο πίστης στον Χίτλερ ή να κρατήσουν όπλο. Σχεδόν ο ένας στους τρεις συνελήφθη σε κάποια φάση, μεταξύ 1933 και 1945.

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, λειτουργώντας παράλληλα με την κρατική δικαιοσύνη και το ποινικό σύστημα, έγιναν οι χωματερές όπου αδειάζονταν οι «εχθροί της κοινότητας» (Gemeinschaftsfremde) που έμελε να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους παραπεταμένοι. Η ναζιστική προπαγάνδα στην αρχή είχε εξυμνήσει τις αρετές της εργασίας σε σχέση με την επανένταξη, αναγνωρίζοντας έτσι τη δυνατότητα της αποφυλάκισης _«ο Αδύναμος γίνεται Άντρας, ο Άπιστος βρίσκει μια Ζωή», έγραφε η Hamburger Fremdenblatt το 1935 για το στρατόπεδο εργασίας στο γειτονικό Ρίκλινγκ. Αργότερα, οι κρατούμενοι αδειάζονταν μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς δίκη, απομονωμένοι δια παντός από την κοινότητα. Ο εθνικοσοσιαλισμός θεωρούσε τα asocial στοιχεία «ανάξια» να απολαμβάνουν τα «αγαθά της Volksgemeinschaft». Ως αποτέλεσμα, τα ποσοστά θανάτων ανέβηκαν ραγδαία _ κυρίως των άρρωστων ή αλκοολικών γέρων που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των “asocial”. Στο Μπάουτσεν, ένα στρατόπεδο εργασίας κοντά στο Κάσελ, ο μέσος όρος ηλικίας των κρατουμένων το 1942 ήταν τα πενήντα εννέα έτη. Αυτοί συνήθως βρίσκονταν στον πάτο της ιεραρχίας των στρατοπέδων, όπως είχε καθιερωθεί στα τέλη της δεκαετίας του '30. Διακριτικό των τροφίμων ήταν τα κωδικοποιημένα τρίγωνα που ράβονταν στα ρούχα τους: κόκκινο τρίγωνο φορούσαν οι πολιτικοί κρατουμένοι, οι οποίοι ήταν οι καλύτερα οργανωμένοι, και γενικά είχαν την καλύτερη μεταχείριση| μαύρο, οι “asocial”| πράσινο οι καθ' έξιν εγκληματίες| ροζ οι ομοφυλόφιλοι| μωβ οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Πριν το μάντρωμα των αρρένων Εβραίων τον Νοέμβριο του 1938, οι περισσότεροι Εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρίσκονταν εκεί ως πολιτικοί κρατούμενοι| παρ' όλα αυτά, οι διοικήσεις των στρατοπέδων απαιτούσαν να διακρίνονται ως Εβραίοι με ένα κίτρινο τρίγωνο ραμμένο κάτω από το αντεστραμμένο κόκκινο τρίγωνο που σχημάτιζε έτσι το Άστρο του Δαβίδ.

Η φυσική παρουσία της Γκεστάπο στη γερμανική ζωή τη δεκαετία του '30 δεν πρέπει να υπερεκτιμάται. Το 1937 η Γκεστάπο απασχολούσε μόνο 7.000 άτομα (συμπεριλαμβανομένων των γραμματέων και άλλων βοηθών) ενώ ο συνολικός πληθυσμός ήταν περίπου εξήντα εκατομμύρια _ σε αντίθεση με τα 90.000 άτομα της Στάζι στην Ανατολική Γερμανία όπου ο πληθυσμός ήταν δεκαεπτά εκατομμύρια. Παρ' όλα αυτά, ο στόχος της Γκεστάπο, σε συνεργασία με την Υπηρεσία Δίωξης Εγκλήματος, να εξαφανίσει από τους δρόμους τούς «άχρηστους» Γερμανούς ήταν εμφανής. Ένα τραίνο αναχωρούσε από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αμβούργου κάθε Πέμπτη ή Παρασκευή για να μεταφέρει κρατούμενους στο στρατόπεδο εργασίας στο Ρίκλινγκ. Η τακτική παρέμβαση της αστυνομίας στην καθημερινή ζωή των Γερμανών πολιτών εξηγεί γιατί η Γκεστάπο απέκτησε τη φήμη «σχεδόν μυθικού όντος που βλέπει και γνωρίζει τα πάντα», με πράκτορες τοποθετημένους σε όλη τη χώρα για να κρυφακούν συζητήσεις. Πάντως, οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες της Γκεστάπο ήταν οι “asocial” και όχι οι αθυρόστομοι, οι οποίοι όταν είχαν μπλεξίματα ήταν γιατί τους είχαν καταδώσει γείτονες ή γνωστοί, συνήθως για προσωπικούς παρά για πολιτικούς λόγους. Μάλιστα, οι Ναζί ηγέτες θεωρούσαν τις περισσότερες καταγγελίες ανάξιες προσοχής.Εντούτοις, οι ιστορίες και οι φήμες αφθονούσαν| η μικρή πιθανότητα της καταγγελίας ή της σύλληψης δεν αναιρούσε το γεγονός ότι η κρατική επιτήρηση ήταν απρόβλεπτη. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι Γερμανοί θυμόνταν την Γκεστάπο και όχι τους ανθρώπους που έπεσαν στα χέρια της: μια σιωπηρή έγκριση των επιχειρήσεων κατά των “asocial”.

Ενώ οι “asocial” μπορούσαν να αναγνωριστούν εύκολα κατά μήκος των ορίων της ευπρεπούς συμπεριφοράς, οι «γενετικά ακατάλληλοι», πολλοί από τους οποίους είχαν παιδιά και συζύγους, ήταν πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστούν. Οι ναζιστικές αρχές δεν ήταν καν σίγουρες για το ποιοι και πόσοι Γερμανοί πολίτες αντιστοιχούσαν στους μεταβαλλόμενους ορισμούς του βιολογικού εκφυλισμού. Ο Υπουργός Εσωτερικών Wilhelm Frick συνήθως έκανε λόγο για περίπου ένα εκατομμύριο σωματικά ή πνευματικά ελαττωματικούς Γερμανούς _αριθμός που συμφωνούσε με τους υπολογισμούς του φημισμένου επιστήμονα Friedrich Lenz _ αν και ο Frick επισήμαινε επίσης ότι άλλοι ειδικοί ανέβαζαν τον αριθμό στα δεκατρία εκατομμύρια, δηλαδή στο ένα πέμπτο του πληθυσμού. Σε μια ομιλία του το 1929, ο ίδιος ο Χίτλερ μίλησε για το ενδεχόμενο εκκαθάρισης των τεσσάρων στα πέντε παιδιά της Γερμανίας: «Το τελικό αποτέλεσμα», είπε, «θα μπορούσε να είναι μια αύξηση της δύναμης».

Τελικά οι Ναζί στείρωσαν πάνω από 400.000 Γερμανούς, κυρίως στα προπολεμικά χρόνια, 1934 με 1939. Τουλάχιστον άλλοι τόσοι πολίτες αντιμετώπισαν τον κίνδυνο της στείρωσης, κι έτσι ένα εκατομμύριο άνθρωποι και οι οικογένειές τους μπλέχτηκαν στα πλοκάμια της κρατικής φυλετικής πολιτικής. Αυτοί οι αριθμοί είναι εξαιρετικά μεγάλοι, ιδίως σε σύγκριση με τα 45.000 άτομα που στειρώθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1907 και 1945. (Γερμανοί νομομαθείς καθησύχαζαν τον γερμανικό λαό επικαλούμενοι ως προηγούμενο τα αμερικανικά προγράμματα και παραθέτοντας την άποψη που εξέφρασε ο Oliver Wendell Holmes το 1927, ότι «τρεις γενιές διανοητικά καθυστερημένων είναι αρκετές»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα