18 Νοεμβρίου 2014
Σκεφτόμαστε έξω απ' το κεφάλι μας
«Πού βρίσκονται οι σκέψεις μας και οι νοητικές
δραστηριότητες μας; Μέσα στο κεφάλι μας, και πιο συγκεκριμένα στον εγκέφαλό μας, απαντούν οι οπαδοί των
γνωσιακών (cognitive) επιστημών. Πιστεύοντας ακράδαντα σε αυτή την ιδέα κι
έχοντας γι’ αέρα στα πανιά τους τις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεστεί
πρόσφατα στις γνώσεις μας για τον εγκέφαλο, οι άνθρωποι αυτοί είναι πλέον
βέβαιοι ότι σε κάποιο όχι και τόσο μακρυνό μέλλον θα φτάσουν να καταλάβουν
πλήρως πώς παράγεται η σκέψη. Γιατί αν η σκέψη “εκκρίνεται” από τον εγκέφαλο
όπως η χολή από το συκώτι, τότε αρκεί πράγματι να εξετάσουμε εξονυχιστικά αυτή
την εγκεφαλική ύλη για να καταλάβουμε τη γένεση και τη λειτουργία της νοητικής
δραστηριότητας. Το σκέπτεσθαι, το πιστεύειν, το δοκείν, το βούλεσθαι … όλα αυτά
είναι φαινόμενα που σύντομα θα εξηγηθούν με όρους φυσικής και χημείας.
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που αναγγέλλεται η
δυνατότητα μιας τέτοιας φυσικοποίησης του
πνεύματος. Η ιδέα αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στους κύκλους των υλιστών από
πολύ παλιά. Ωστόσο, απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι πρωταγωνιστές τους, οι προσπάθειες
που έχουν γίνει σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση πρόκειται από στιγμή σε στιγμή
να ευοδωθούν.
Μόνο που … υπάρχει η περίπτωση να περιμένουμε λιγάκι
ακόμα. Ή μάλλον όχι λιγάκι, αλλά πάρα πολύ. Κι αυτό, όχι επειδή υπάρχει
περίπτωση οι γνωσιακοί να έρθουν αντιμέτωποι με τεχνικά προβλήματα που δεν
έχουν ακόμα υποψιαστεί (πράγμα που διόλου δεν αποκλείεται), αλλά πολύ απλά
επειδή το αντικείμενο της μελέτης τους, το ανθρώπινο πνεύμα, μάλλον δεν είναι εκεί που το ψάχνουν!
Πράγματι, όπως υποστηρίζει ο Βενσάν Ντεκόμπ στο βιβλίο του
La Denrée Mentale (2000), όπου ασκεί δριμεία κριτική
στις βασικές υποθέσεις των γνωσιακών επιστημών, ο τόπος των νοητικών φαινομένων είναι ο εξωτερικός κόσμος. Με άλλα
λόγια, δεν σκεφτόμαστε μέσα τον εγκέφαλό μας αλλά μέσα στο δημόσιο χώρο. Επομένως, η απόπειρα φυσικοποίησης του
πνεύματος στερείται αντικειμένου: είναι σαν να θέλει κανείς να καταλάβει τους
κανόνες του ποδοσφαίρου ψάχνοντας μέσα
στο κεφάλι των ποδοσφαιριστών, ενώ πολύ σοφότερο είναι ασφαλώς να τους ρωτήσει
και να πάει να τους δει να παίζουν στο γήπεδο. […]
Ας παρατηρήσουμε καταρχήν, ότι η θέση που υποστηρίζει ότι
τα νοητικά φαινόμενα βρίσκονται αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι μας, έρχεται σε
σύγκρουση με αυτό που λέει η γλώσσα μας. Πράγματι, αν ήταν έτσι, τότε δεν θα
μπορούσαμε να πούμε “αυτό το βιβλίο περιέχει ενδιαφέρουσες ιδέες”. Στην
καλύτερη περίπτωση μια τέτοια έκφραση θα ήταν σχήμα λόγου και τίποτα
περισσότερο, διότι, αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, θα λέγαμε ότι αυτές οι
ενδιαφέρουσες ιδέες είναι μόνο “μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα του ή του
αναγνώστη του”. Ούτε θα μπορούσαμε να πούμε, κυριολεκτικά μιλώντας, ότι “αυτός
ο άνθρωπος σκέφτεται”. Θα έπρεπε να λέμε “ο εγκέφαλός του σκέφτεται”.
Βέβαια, αυτές οι επισημάνσεις δεν αναιρούν τη θέση των
γνωσιακών (cognitivistes). Ωστόσο, από τη στιγμή που εξακολουθούμε να λέμε ότι
“αυτός ο άνθρωπος ως ακέραιο φυσικό πρόσωπο περπατάει ή τρώει”, είναι φανερό
πως η θέση των γνωσιακών οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δυϊσμό. Συνεπάγεται
δηλαδή, ότι υπάρχουν εντός μας δύο όντα: το
υποκείμενο των νοητικών διεργασιών από τη μια, και το υποκείμενο των φυσικών
πράξεων από την άλλη −και ασφαλώς ένα ολόκληρο παιχνίδι αιτιακών σχέσεων
μεταξύ τους.
Έχοντας λοιπόν αποκολλήσει το φυσικό από το νοητικό, οι
γνωσιακοί ψάχνουν να βρουν ένα τρόπο για να τα ξαναενώσουν. Κατ’ αυτούς,
εξήγηση των νοητικών φαινομένων σημαίνει εξήγηση του τρόπου με τον οποίο π.χ.
μια επιθυμία γεννάει μια άλλη επιθυμία, ή μια πεποίθηση∙ καθώς και του τρόπου
με τον οποίο μια επιθυμία γεννάει μια δράση. Αναρωτιούνται: ποια σχέση υπάρχει
ανάμεσα στην επιθυμία μου να πιώ ένα ποτήρι νερό και τo ότι πηγαίνω στην
κουζίνα, παίρνω ένα ποτήρι, το γεμίζω νερό και το πίνω;
Φυσικά οι γνωσιακοί επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση με υλικούς όρους. Μόνο που όλα αυτά τα προβλήματα αιτιότητας προκύπτουν απλώς και μόνο επειδή έχουν χωρίσει τις νοητικές δραστηριότητες από τις φυσικές πράξεις. Αν, απεναντίας, βλέπαμε ότι μια πράξη, ως προθεσιακό (intentionnel) φαινόμενο, είναι ταυτόχρονα κι ένα φαινόμενο νοητικό, τότε θα σταματούσαμε να λέμε ότι “η αιτία που πήγα στην κουζίνα, είναι η επιθυμία μου να πιω νερό”. Γιατί; Διότι η μετακίνησή μου προς την κουζίνα δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της επιθυμίας. Έτσι θα σταματούσαμε να βλέπουμε αυτή την κίνηση σαν ένδειξη μιας προηγηθείσας επιθυμίας και θα τη θεωρούσαμε σαν μια εκδήλωση αυτής της επιθυμίας. [...]
Φυσικά οι γνωσιακοί επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση με υλικούς όρους. Μόνο που όλα αυτά τα προβλήματα αιτιότητας προκύπτουν απλώς και μόνο επειδή έχουν χωρίσει τις νοητικές δραστηριότητες από τις φυσικές πράξεις. Αν, απεναντίας, βλέπαμε ότι μια πράξη, ως προθεσιακό (intentionnel) φαινόμενο, είναι ταυτόχρονα κι ένα φαινόμενο νοητικό, τότε θα σταματούσαμε να λέμε ότι “η αιτία που πήγα στην κουζίνα, είναι η επιθυμία μου να πιω νερό”. Γιατί; Διότι η μετακίνησή μου προς την κουζίνα δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της επιθυμίας. Έτσι θα σταματούσαμε να βλέπουμε αυτή την κίνηση σαν ένδειξη μιας προηγηθείσας επιθυμίας και θα τη θεωρούσαμε σαν μια εκδήλωση αυτής της επιθυμίας. [...]
Όμως για τον γνωσιακό, το ότι πηγαίνω στην κουζίνα,
σημαίνει ότι είχα την επιθυμία να πάω εκεί. Εξ ορισμού, μια επιθυμία
προσανατολίζεται προς ένα σκοπό: πάω στην κουζίνα επειδή σκέφτομαι ότι εκεί θα
βρω ποτήρι και νερό, που άμα το πιω, θα αισθανθώ ευχαρίστηση. Μόνο που κατά τη
στιγμή που μου γεννιέται η επιθυμία, αυτή η ευχαρίστηση δεν έχει ακόμα υπάρξει.
Οπότε, με ποιο τρόπο κάτι που δεν υπάρχει πραγματικά, μπορεί να επηρεάσει τη
συμπεριφορά μου, να με κάνει να κινηθώ; Έτσι ο γνωσιακός οδηγείται αναπόφευκτα στο
συμπέρασμα, ότι αυτό που με παρακινεί δεν είναι η ίδια η ευχαρίστηση αλλά η νοητική παράστασή της, ή η ιδέα
της. Αυτή, λέει, βάζει σε κίνηση τα κινητικά μου όργανα.
Μόνο που αυτός ο τρόπος ερμηνείας, σύμφωνα με τον οποίο
μια νοητική παράσταση επιδρά πάνω στα πράγματα και τα βάζει σε κίνηση, δεν
είναι άλλος από αυτόν που χρησιμοποιείται στη μαγεία, όπου αρκεί να επιθυμήσεις σφοδρά κάτι, αρκεί να το σκεφτείς
έντονα, και αυτό θα συμβεί! Αν αρκούσε να σκεφτούμε κάτι για να
συμβεί, τότε θα είχαμε ανακαλύψει μια εκπληκτική δύναμη εντός μας −και πάνω σε αυτήν
ακριβώς την αιτιακού τύπου δύναμη των νοητικών παραστάσεων κάνουν παιχνίδι οι
μάγοι και κάποιοι οπαδοί της παραψυχολογίας. Είναι λοιπόν το λιγότερο
εντυπωσιακό που οι γνωσιακοί επιστήμονες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ανατρέχουν σε ένα
τέτοιου τύπου μαγικό ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο, ως αναζητητές επιστημονικών εξηγήσεων,
είναι οι πρώτοι που απορρίπτουν ασυζητητί! Βέβαια, θα πει κανείς ότι στο δικό
τους ερμηνευτικό σχήμα όλα συμβαίνουν εντός του εγκεφάλου. Αλλά τι σημαίνει
αυτό; Ότι μια μαγική δράση είναι λιγότερο μαγική επειδή συμβαίνει μόνο μέσα στο
κεφάλι μας;
Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι η δυσκολία των
γνωσιακών να επανενώσουν τη σφαίρα των νοητικών δραστηριοτήτων με τη σφαίρα των
φυσικών πράξεων, μοιάζει πάρα πολύ με την αντίστοιχη σπαζοκεφαλιά που
αντιμετώπισαν οι σπιριτουαλιστές −τους οποίους οι γνωσιακοί δεν σταματάνε να
χλευάζουν παρ’ όλα αυτά. Πράγματι, οι σπιριτουαλιστές υποστήριζαν πως οι
νοητικές δραστηριότητές μας πρέπει να αποδίδονται σε κάποιο άυλο μέρος του
ανθρώπινου προσώπου, την ψυχή∙ κι έτσι υποστήριζαν ότι υπάρχει πραγματικός, ουσιακός, υποστασιακός
δυϊσμός μεταξύ ψυχής και σώματος. Εξαιτίας αυτού του δυϊσμού, τούς ήταν αληθινά
πολύ δύσκολο να εξηγήσουν τη δράση της ψυχής πάνω στο σώμα και αντίστροφα. Οι
γνωσιακοί, βέβαια, είναι υλιστές και αρνούνται αυτό το δυϊσμό. Κι όμως,
απορρίπτουν το δυϊσμό των σπιριτουαλιστών για να υιοθετήσουν την ίδια στιγμή
έναν άλλο δυϊσμό, το δυϊσμό ανάμεσα στο νοητικό υποκείμενο και το φυσικό
υποκείμενο! Επομένως, η διαφορά μεταξύ σπιριτουαλιστών και γνωσιακών αφορά τη
φύση του ανθρώπινου πνεύματος και όχι τον τόπο του. Οι πρώτοι δηλώνουν ότι αυτό
που σκέφτεται είναι ένα άυλο μέρος του προσώπου (η ψυχή του), ενώ οι δεύτεροι
ότι είναι ένα μέρος υλικό (ο εγκέφαλος). Αλλά και οι δυο αποδέχονται την
αποκόλληση του νοητικού (άυλο για τους πρώτους, υλικό για τους δεύτερους) από
τον εξωτερικό κόσμο∙ και φυσικά, αμφότεροι σκοντάφτουν πάνω στο δυσεπίλυτο
πρόβλημα της διασύνδεσης αυτών των δυο ξέχωρων μερών.
Για να μας δείξουν ότι, παρ’ όλα αυτά, αυτοί είναι στο
σωστό δρόμο, οι γνωσιακοί παίζουν το χαρτί της αναλογίας με τον υπολογιστή.
Ισχυρίζονται δηλαδή, πως το γεγονός ότι μια μηχανή, φτιαγμένη από ηλεκτρονικά
στοιχεία, καταφέρνει να χειρίζεται σύμβολα ώστε να εκτελεί μια σειρά από
“νοήμονες” διεργασίες, αποδεικνύει πως είναι δυνατόν να παραχθεί σκέψη μέσα σε
ένα εγκέφαλο αποκλειστικά και μόνο από υλικά στοιχεία. Ο εγκέφαλός μας, λένε,
δεν είναι παρά κάτι σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής και το ανθρώπινο πνεύμα είναι
κάτι σαν το ηλεκτρονικό πρόγραμμα. Βέβαια οι υπολογιστές δεν είναι βιολογικά
συστήματα όπως οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι, όμως αυτό δεν καταρρίπτει την αναλογία
μιας και είναι δεδομένο ότι η εκτέλεση ενός προγράμματος δεν εξαρτάται θεμελιωδώς
από τα υλικά, από τα οποία είναι φτιαγμένη μια μηχανή: εκείνο που μετράει για
τον γνωσιακό είναι μόνον ο τρόπος αλύσσωσης των συμβόλων με βάση τις οδηγίες
ενός προγράμματος. […]
Μπορούμε όμως να στηριχτούμε σε αυτή την αναλογία για να
υποστηρίξουμε ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σκέφτεται; Κι από ποιο επίπεδο πολυπλοκότητάς της κι έπειτα
μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μια μηχανή διαθέτει πράγματι νοητική δραστηριότητα; Για να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα, οι
γνωσιακοί αναφέρονται συχνά σε μια δοκιμασία που πρότεινε ο Άλαν Τιούρινγκ του
1950. Είναι η εξής: Βάζουμε σε ένα δωμάτιο έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και σε
ένα άλλο δωμάτιο έναν άνθρωπο Α εφοδιασμένο με ένα τερματικό. Στη συνέχεια
βάζουμε σε ένα τρίτο δωμάτιο έναν άλλο άνθρωπο Β ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει με
ποιους είναι συνδεδεμένος, κάνει μια σειρά ερωτήσεων μέσω τερματικού στον
υπολογιστή και στον άνθρωπο Α. Εάν ο άνθρωπος Β, από τις απαντήσεις που θα
λάβει από τις δυο πλευρές, δεν καταλάβει ότι ο υπολογιστής είναι υπολογιστής
και τον περάσει για άνθρωπο, τότε αυτό σημαίνει πως ο υπολογιστής σκέφτεται
όπως ένας άνθρωπος. Αν λοιπόν το τεστ του Τούρινγκ ήταν σωστό, τότε οι
επιστήμονες της πληροφορικής δεν θα είχαν παρά να φτιάξουν έναν υπολογιστή που
θα το πέρναγε με επιτυχία −και τότε θα μπορούσαμε να πούμε, ότι έχουμε πια
καταλάβει το μηχανισμό της ανθρώπινης σκέψης, μιας και φτιάξαμε μια μηχανή
ικανή να σκέφτεται σαν τον άνθρωπο.
Μόνο που αυτή η ερμηνεία είναι έωλη. Το τεστ του Τιούρινγκ
στηρίζεται στην προσομοίωση: ο
υπολογιστής πρέπει να καταφέρει να κάνει σαν να σκέφτεται όπως ο άνθρωπος. Αλλά όπως είναι γνωστό σε κάθε παιχνίδι μίμησης, το γεγονός ότι ο μίμος καταφέρνει
να πείσει πως είναι κάποιος άλλος, δεν αποδεικνύει καθόλου ότι είναι αυτός ο άλλος. [Παράδειγμα, εδώ.]
Επομένως, το τεστ αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο υπολογιστής σκέφτεται ανθρώπινα. Αποδεικνύει
μόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί, ενδεχομένως, να ξεγελαστεί από μια μηχανή.
Άλλωστε, σε ένα τέτοιο τεστ ο υπολογιστής απαντάει απλώς
σε ερωτήσεις. Δεν παίρνει ποτέ την πρωτοβουλία στη συζήτηση −επομένως δεν
έχουμε ούτε καν προσομοίωση ανθρώπινης συζήτησης.
Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ο υπολογιστής να έχει προσωπικά
ενδιαφέροντα, γούστα, επιθυμίες και να μπορεί να είναι εύστοχος … χαρακτηριστικά που δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει
κανείς, όταν δεν μετέχει σε ένα κοινό λόγο, σε μια μορφή ζωής (Βιτγκενστάιν).
[…]
Μήπως όμως θα ήταν πιο πετυχημένη μια σύγκριση μεταξύ
υπολογιστή και ανθρώπινου σκέπτεσθαι με βάση την ικανότητα και των δυο να
κάνουν υπολογισμούς; Είναι κι αυτό ένα χαρτί των γνωσιακών, με το οποίο
επιχειρούν να υποβάλουν την ιδέα ότι η σκέψη μας είναι κατά βάση κάτι το
μηχανικό. Μόνο που κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο αβάσιμο! Διότι ο υπολογιστής, για να
εκτελέσει ένα πολλαπλασιασμό αρκεί να ακολουθήσει μηχανικά τις
οδηγίες ενός προγράμματος στηριγμένου στην προπαίδεια που χρησιμοποιούμε κι
εμείς, ενώ ο άνθρωπος δεν ακολουθεί μηχανικά τους κανόνες της προπαίδειας. Γι’ αυτό
και πρέπει να προσέχει διαρκώς αν τους εφαρμόζει σωστά. Αυτό που δείχνει ότι
ένας άνθρωπος έχει κατά νου ένα κανόνα δεν είναι το ίδιο, ούτε ισοδυναμεί, με
την παρουσία μιας οδηγίας στη μνήμη ενός υπολογιστή.
[Η οδηγία δεν είναι κανόνας. Μπορεί
κανείς να ακολουθεί μια οδηγία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθεί ένα
κανόνα. Αλλά τι σημαίνει “ακολουθώ ένα κανόνα”; Ας σκεφτούμε τη διαφορά ανάμεσα
στο “απάντησε ακολουθώντας ένα κανόνα” και το “απάντησε από εξαρτημένο
αντανακλαστικό”. Η πρώτη περίπτωση, τελείως αντίθετα απ’ ό,τι η δεύτερη,
προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος που απάντησε έχει κατανοήσει κάτι∙ τον κανόνα. Μια τέτοια απάντηση δεν είναι σαν μια
ανακλαστική αντίδραση, διότι απάντηση στηριγμένη σε κατανόηση σημαίνει επίσης
κρίση, εκτίμηση, διατύπωση σκεπτικού και αιτιολόγηση της απάντησης, καθώς
επίσης δυνατότητα κριτικής αποτίμησης και διόρθωσής της. Πράγμα που αποκλείει
την ιδέα, και την περιγραφή, ενός υφιστάμενου μηχανισμού, ακόμη κι αν, για να
το σώσουμε, πιάσουμε να αυτοσχεδιάζουμε μιλώντας περί “πάάάρα μα πάάάρα πολύ
πολύπλοκου μηχανισμού” −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος ασφάλειας και
βεβαιότητας, που νιώθουμε όταν εφαρμόζουμε σωστά ένα κανόνα. Από την άλλη, εξίσου,
“απαντώ ακολουθώντας ένα κανόνα” δεν σημαίνει απαντώ ακολουθώντας μια
διαίσθηση, ή μια έμπνευση, ούτε κι ότι την απάντηση μού “την ενέπνευσε” ο κανόνας
−μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος, ότι εφαρμογή κανόνα χωρίς την
κατανόησή του δεν υφίσταται. Διότι κανόνας σημαίνει “κάνω το ίδιο πράγμα”, κάτι
που προϋποθέτει τη γνώση μιας κανονικότητας, άρα άσχετο από τη διαίσθηση και
την έμπνευση, παρ’ όλο που τέτοιας λογής αισθήματα μπορεί να επεισέρχονται κατά
την εφαρμογή ενός κανόνα. Τι σημαίνει λοιπόν “ακολουθώ ένα κανόνα”; Θα κλείσω
προς το παρόν την παρένθεση με μια υπόδειξη του Βιτγκενστάιν: “Αν θέλεις να καταλάβεις τι πάει να πει
ακολουθώ ένα κανόνα, θα πρέπει να είσαι ήδη σε θέση να ακολουθήσεις ένα κανόνα”.
−σημ. του H.S.]
Επομένως, παρά τη φαινομενική ομοιότητα, είναι πολύ
δύσκολο να συμπεράνουμε βάσιμα ότι ο άνθρωπος υπολογίζει με τον ίδιο τρόπο που
το κάνει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Τελικά, η σύγκριση μεταξύ ανθρώπινου
πνεύματος και υπολογιστή έχει νόημα μόνον εφόσον θεωρήσει κανείς, ότι το πνεύμα
χειρίζεται νοητικές παραστάσεις και όχι φυσικά πράγματα που υπάρχουν έξω από το
κεφάλι μας. Όμως αυτή η θέση, σύμφωνα με την οποία το πνεύμα δεν έχει να κάνει
παρά με νοητικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και τόσο αυτονόητη.
Όταν λ.χ. κοιτάζετε την εικόνα ενός αντικειμένου, μπορείτε να τη συγκρίνετε με
το αντικείμενο και να πείτε αν όντως είναι δική του εικόνα, αν το παριστάνει
καλά, κ.ο.κ. Αν όμως το πνεύμα μας δεν διαθέτει παρά μόνο νοητικές παραστάσεις
για τον εξωτερικό κόσμο, τότε θα ήταν αδύνατο να συγκρίνουμε αυτές τις
“εσωτερικές” εικόνες με αυτό που παριστάνουν.
Επιπλέον, λέγοντας ότι το πνεύμα δεν σχετίζεται ποτέ άμεσα με την εξωτερική πραγματικότητα,
λέγοντας ότι σχετίζεται μόνο μέσω της νοητικής της παράστασης, οδηγούμαστε στην
υιοθέτηση μιας σολιψιστικής αντίληψης του σκέπτεσθαι, με την έννοια ότι τα
νοητικά φαινόμενα ενός ανθρώπου θα μπορούσαν να ήταν τα ίδια ακόμα κι αν αυτός
ήταν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη. [Ή πάλι, ότι είναι ίδια η πνευματική
κατάσταση ενός ανθρώπου που βλέπει να του επιτίθεται μια τίγρη κι ενός ανθρώπου
που φαντάζεται ότι του επιτίθεται μια τίγρη∙ δηλαδή ότι η κατάσταση του
πνεύματος είναι ίδια σε μια περίπτωση διαύγειας και σε μια περίπτωση παραληρήματος!!!
−σημ. του H.S.]
Πιθανή πηγή σύγχυσης μπορεί να είναι και η ίδια η έννοια
του συμβόλου. Όταν ο γνωσιακός επιστήμονας λέει πως ο υπολογιστής χειρίζεται
σύμβολα, έχει δίκιο. Όταν λέει ότι η αιτιακή επίδρασή τους έχει να κάνει
αποκλειστικά με τις φυσικές ιδιότητές τους και όχι με τη σημασία τους, έχει
πάλι δίκιο. Απλώς η μηχανή έχει φτιαχτεί έτσι, ώστε οι τελούμενες μεταβολές να
συμφωνούν με αυτό που θα έδινε μια νοήμων πράξη, η οποία θα λάβαινε υπόψη της
αυτές τις σημασίες. Γι’ αυτό το λόγο ο γνωσιακός θεωρεί ότι έχει δίκιο και όταν
συμπεραίνει, πως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής όντως σκέφτεται∙ ή, πράγμα που
είναι το ίδιο, ότι η νοητική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια φυσική διεργασία
που συντελείται μέσα στον εγκέφαλο.
Όμως εδώ ο γνωσιακός ξεχνάει, πως όταν η μηχανή χειρίζεται σύμβολα, είναι η δική μας ερμηνεία που τα έχει θέσει, δηλαδή θεσμίσει, ως σύμβολα. Η μηχανή δεν διαθέτει την ικανότητα θέσμισης, χάρη στην οποία μπορεί κανείς να πραγματευτεί διάφορα πράγματα, όπως λ.χ. τα σύμβολα, προκειμένου να επικοινωνήσει μια σκέψη πάνω σε ένα άλλο πράγμα. Για να είχε αυτή την ικανότητα, θα έπρεπε να μετέχει στη θέσμιση μέσω της οποίας αυτά τα σύμβολα τίθενται ως σύμβολα. Θα έπρεπε να έχει μια “μορφή ζωής” (κατά Βιτγκενστάιν), η οποία πραγματώνεται σε ένα κόσμο εξωτερικό από αυτή την ίδια [να μετέχει δηλαδή ενός Λόγου Κοινού (κατά Hράκλειτο), σημ. του H.S.]
Όμως εδώ ο γνωσιακός ξεχνάει, πως όταν η μηχανή χειρίζεται σύμβολα, είναι η δική μας ερμηνεία που τα έχει θέσει, δηλαδή θεσμίσει, ως σύμβολα. Η μηχανή δεν διαθέτει την ικανότητα θέσμισης, χάρη στην οποία μπορεί κανείς να πραγματευτεί διάφορα πράγματα, όπως λ.χ. τα σύμβολα, προκειμένου να επικοινωνήσει μια σκέψη πάνω σε ένα άλλο πράγμα. Για να είχε αυτή την ικανότητα, θα έπρεπε να μετέχει στη θέσμιση μέσω της οποίας αυτά τα σύμβολα τίθενται ως σύμβολα. Θα έπρεπε να έχει μια “μορφή ζωής” (κατά Βιτγκενστάιν), η οποία πραγματώνεται σε ένα κόσμο εξωτερικό από αυτή την ίδια [να μετέχει δηλαδή ενός Λόγου Κοινού (κατά Hράκλειτο), σημ. του H.S.]
Το σύμβολο είναι σύμβολο επειδή παραπέμπει σε κάτι άλλο
από τον εαυτό του, επειδή υπάρχει έξω από τον εαυτό του δυνάμει ενός θεσμού.
Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να συμπεράνουμε, ότι δεν
υπάρχει σκέψη παρά έξω από αυτό που καθιστά απλώς δυνατό το να υπάρχει −είτε
αυτό είναι ένας εγκέφαλος, είτε μια μηχανή. Σε τελική ανάλυση, το λάθος των
γνωσιακών επιστημόνων είναι ότι νομίζουν πως μελετούν το σκέπτεσθαι ενώ στην
πραγματικότητα προσπαθούν απλώς να διερευνήσουν τους όρους που του επιτρέπουν
να υπάρχει. [Δηλαδή: το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί αν δεν έχει
εγκέφαλο, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το σκέπτεσθαι αναλύοντας
τον εγκέφαλο∙ όπως ακριβώς και το γεγονός ότι χρειαζόμαστε πόδια για να
παίξουμε μπάλα, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το ποδόσφαιρο
μελετώντας τη φυσιολογία και την κινησιολογία των ποδιών. −σημ. του H.S.]»
Φεβρουάριος 2000
Σχόλιο H.S. Παρ’ όλο που φαίνεται κάπως άσχετη,
συνιστούμε να διαβαστεί αυτή η ανάρτηση σε στενή συνάρτηση με τις πρόσφατες αναρτήσεις
μας περί αξίας, χρήματος και μαγείας, και με δυο παλιότερες, αυτήν και τούτη εδώ. Για το τέλος, δυο …
... ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Γιατί
μπορούμε να πούμε «ξέρω ότι αυτός πονάει» αλλά δεν μπορούμε να πούμε (=είναι ανόητο)
«ξέρω ότι εγώ πονάω»;
Ένας
άνθρωπος μόνος του μπορεί να κάνει εμπόριο; Δύο άνθρωποι; Μπορούν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου