Αναγνώστες

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Το τέλος της μεταπολιτευτικής πολιτικής κουλτούρας(;) του Νικου Δεμερτζη


Το τέλος της μεταπολιτευτικής πολιτικής κουλτούρας(;)

Αν και ουδέποτε υπήρχε μεταξύ τους απόλυτη συνάφεια, τα πρώτα δέκα-δεκαπέντε χρόνια της μεταπολίτευσης χαρακτηριζόταν από μια ορισμένη αντιστοιχία κομματικών ταυτίσεων και τρόπου ζωής. Ως ένα βαθμό τούτο προσέδιδε στις ατομικές συμπεριφορές, στη συλλογική δράση και στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος συνεκτικότητα και προβλεψιμότητα. Κατά την τελευταία όμως δεκαετία παρατηρείται μια ιδιότυπη αποσυσχέτιση κομματικών ταυτίσεων και τρόπου ζωής. Αυτό οφείλεται στο συνδυασμό πολλών παραγόντων, όπως π.χ. ο καταναλωτισμός, η χαλάρωση των σχέσεων αντιπροσώπευσης, η προϊόντος του χρόνου πολυπολιτισμική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας, η ένταξη της χώρας στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, οι δημοσιονομικές δυσκολίες του κράτους και η ολοένα και αυξανόμενη δυσφορία των νεοελλήνων από τον τρόπο ζωής τους και το πολιτικό σύστημα.
Ίσως να πρόκειται για το τέλος της πολιτικής κουλτούρας της μεταπολίτευσης, δεδομένου ότι εκτός από αδιαφορία και κυνισμό, αποτέλεσμα της εν λόγω αποσυσχέτισης είναι και η συσπείρωση ετερόκλητων πολιτικών και πνευματικών ελίτ αλλά και μαζικών φορέων που αντιπαρατίθενται είτε σε συγκεκριμένες επιλογές της κυβέρνησης είτε σε ευρύτερες διαδικασίες που θεωρούν ότι τις αφορούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Παραδείγματα τέτοιων συσπειρώσεων, ηθελημένων ή αθέλητων, είναι οι διαμαρτυρίες στην υπόθεση των Ιμίων (τουρκιστί Καρντάκ) και Οτσαλάν, οι διαδηλώσεις εναντίον της νατοϊκής επέμβασης στο Κοσυφοπέδιο και στην (οικονομική) παγκοσμιοποίηση, οι μαζικές διαμαρτυρίες για την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, καθώς και η πρόσφατη ενδοεκκλησιαστική διαμάχη μεταξύ Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Είδαμε κατά καιρούς, λοιπόν, ηγέτες της Δεξιάς να κατηγορούν την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ για φιλοαμερικανισμό, δυνάμεις της Αριστεράς να κλείνουν τα μάτια στην εθνοκάθαρση και να στειλιτεύουν τον ιμπεριαλισμό, τους κκ. Μάνο, Καραμπελιά, Καρατζαφέρη, Βούγια, Καμένο, Παπαθεμελή, και Κανέλλη να συνδιαδηλώνουν και να συμπαρατάσσονται εναντίον κοινών αντιπάλων. Οι παράδοξες και παράταιρες αυτές συμμαχίες, από τη μια μεριά, έχουν ένα σχετικά εφήμερο και οπωσδήποτε διαλειμματικό χαρακτήρα, ο οποίος τους προσδίδει μιαν ιδιότυπη «νεοφυλετική» χροιά. Από την άλλη μεριά αλλοιώνουν το εν Ελλάδι περιεχόμενο της διάκρισης ανάμεσα στην Δεξιά και την Αριστερά.
Διατρέχοντας τον κίνδυνο της απλοποίησης, θα έλεγα ότι δεξιές και αριστερές δυνάμεις οικειοποιούνται προγραμματικά και ρηματικά στοιχεία οι μεν των δε, προκειμένου να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις ενός ολοένα και εξατομικευόμενου εκλογικού σώματος, σε συνθήκες αβεβαιότητας και ρίσκου. Έτσι, λόγου χάριν, μια ορισμένη Αριστερά («λόγια»κατά τον αμερικανό φιλόσοφο Rorty ) αναπτύσσει αντανακλαστικά ενός πολιτιστικού φιλελευθερισμού, που απηχεί μεταϋλιστικές αξίες τμημάτων της νέας μεσαίας τάξης (ανεκτικότητα, κοσμοπολιτισμός κ.λπ.). Παράλληλα, η «λαϊκή» Δεξιά εγκολπώνεται το λεξιλόγιο ενός αριστερόστροφου κρατισμού. Γενικότερα, όπως έχει ειπωθεί (Λιάκος) η σημερινή Αριστερά κυβερνά ως Δεξιά και η Δεξιά μιλάει ως Αριστερά. Θα προσέθετα επίσης ότι στο κενό που αφήνει η αποσυσχέτιση της κομματικής ταύτισης από τον τρόπο ζωής ευδοκιμεί αυτό που ο Πανταζόπουλος έχει προσφυώς αποκαλέσει «δημοκρατία της συγκίνησης». Στην ετερόκλητη συμμαχία των πολιτικών «φυλών» δεν είναι πλέον τόσο ο προγραμματικός λόγος και η στρατηγική στοχοθεσία, όσο η θυμική προσέγγιση των καταστάσεων κρίσης και των ποικίλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, τα οποία κατανοούνται με τους προ-νεωτερικούς όρους του φιλότιμου, της ντροπής, της ανδροπρέπειας και ούτω καθεξής.
Βεβαίως, το καίριο ερώτημα που εγείρεται είναι αν όλα αυτά συνιστούν μια μόνιμη κατάσταση ή όχι, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής ο πολιτικός λόγος ήταν και είναι εξ ορισμού «αδιάφορος στην αντίφαση». Για τους περισσότερους αναλυτές η απάντηση είναι θετική.
Γενικό σχεδόν είναι το αξίωμα ότι η ελληνική πολιτική κουλτούρα αποτελείται από δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα: από τη μια μεριά οι εκσυγχρονιστές και οι φορείς της νεωτερικότητας, και από την άλλη οι αναχρονιστές καιοι λάτρεις της παράδοσης. Οι μεν πρώτοι είναι εξωστρεφείς, κοσμοπολίτες, φιλοευρωπαϊστές και υποστηρικτές της ανοικτής κοινωνίας πολιτών και της αγοράς. Οι δε άλλοι περιγράφονται ως εσωστρεφείς και εθνοκεντριστές που προκρίνουν τον κρατισμό και αναπτύσσουν αμυντικά σύνδρομα. Λέγεται μάλιστα (και αυτό στηρίζεται από ποικίλες εμπειρικές έρευνες) ότι η αντίθεση αυτή είναι τόσο έντονη ώστε να συνιστά οιονεί διαιρετική τομή που υποκαθιστά τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς και διαπερνά όλους τους κομματικούς χώρους και τις πολιτικές οικογένειες.
Παρά την ευρετικότητά της, φρονώ πως η προσέγγιση αυτή έχει ορισμένους ερμηνευτικούς περιορισμούς. Ένας από αυτούς είναι ο δυιστικός της χαρακτήρας. Στο επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης μπορεί να προσφέρει κατανοητά διλήμματα που αξιώνουν «καθαρές λύσεις». Στο επίπεδο όμως της επιστημονικής ανάλυσης - που, εν αντιθέσει προς το μάχιμο πολιτικό λόγο, φιλοδοξεί στη δημιουργία ατόμων με πολιτική φρόνηση-, περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει τα πράγματα. Τα τελευταία είναι πολύ πιο σύνθετα από όσο παρουσιάζονται, ιδιαίτερα μάλιστα όταν λάβουμε υπόψη τη διαφορική σύνδεση των τριών βαθμίδων του κοινωνικού συστήματος: την οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό. Αίφνης, μπορεί κάλλιστα ένας εκσυχρονιστής στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο να δράσει ως αναχρονιστής στο πολιτιστικό, όπως συνέβη προσφάτως με την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού να αποκαθηλωθεί «αιρετικός» πίνακας του Βέλγου ζωγράφου Ντε Γκορτιέ από δημόσια έκθεση στο Γκάζι.
Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού δρόμου στη νεωτερικότητα δεν έγκειται τόσο στη μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ εκσυγχρονισμού και παραδοσιοκρατίας, όσο στην ανταγωνιστική συμβίωσή τους, στους κατά καιρούς ποικίλους τρόπους και βαθμούς ενδοσυσχέτισής τους. Πιο συγκεκριμένα, θεωρώ πως η ενδοσυσχέτιση αυτή ερμηνεύεται με ό,τι προ δεκαπενταετίας περίπου ονόμασα «ανεσταμμένο συγκρητισμό». Από το ότι δηλαδή η εκσυγχρονιστική κουλτούρα στην Ελλάδα δεν πατάει στην παράδοση προκειμένου να ριζώσει και να ανθίσει, αλλά από το ότι η παράδοση τρέφεται και ανανεώνεται από τον εκσυγχρονισμό. Από την έποψη αυτή, η Ελλάδα δεν είναι μια «παραδοσιακά σύγχρονη» και εκσυγχρονιζόμενη κοινωνία, όπως οι χώρες της κλασσικής νεωτερικότητας (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Γερμανία κ.λπ.), αλλά μια εκσυγχρονισμένη παραδοσιακή (για την ακρίβεια μετα-αγροτική) κοινωνία. Ακόμη κι αν σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη προβάλλει ως η δεσπόζουσα ιδεολογία της πολιτικής σκηνής, η ηγεμονικά κυρίαρχη κουλτούρα συνεχίζει να έλκει την καταγωγή της από το λεγόμενο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Εξ ου και ο εξακολουθητικά εθνοκεντρικός προσανατολισμός των περισσότερων συμπολιτών μας όσον αφορά τη συλλογική τους ταυτότητα, με όλα τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά συμπαρομαρτούντα.
Υπ' αυτούς τους όρους, η (οιονεί) διαιρετική τομή εκσυγχρονισμού – αντιεκσυγχρονισμού (ή παραδοσιοκρατίας) δεν υποκαθιστά ή τείνει να υποκαταστήσει τη διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς, όποιο περιεχόμενο κι αν αυτή αποκτά στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Την τέμνει και ίσως την υπερπροσδιορίζει. Μολονότι η καλύτερη μέχρι τούδε, τούτο επιβαρύνει έτι περαιτέρω την ποιότητα της δημοκρατίας μας καθώς τελικά αναπαράγονται αμυντικές στάσεις, ο φορμαλισμός και η εξωθεσμική, και άρα προδημοκρατική συναίνεση, τη στιγμή που νομίζαμε ότι αυτά τα είχαμε ξεπεράσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα