Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία
Η Νεωτερικότητα ήταν μέχρι πρόσφατα η εποχή της ουτοπίας, η δε
έννοια της ουτοπίας μετασχηματίζεται ιστορικά. Τις ουτοπίες τις
τοποθετούσαν αρχικά όχι στο μέλλον, σε απόσταση χρόνου αλλά σε απόσταση
χώρου από τον τόπο παραμονής του συγγραφέα, σε κάποια ουράνια πολιτεία ή
σε φανταστικά νησιά. Η νεωτερική εκδοχή της ουτοπίας υπήρξε
διαφορετική. Η ουτοπία δεν παραμένει τοποθετημένη σε έναν υποθετικό,
φανταστικό [Ου]τόπο, αντίθετα ενσωματώνεται στη διαλεκτική της ιστορίας
ως προέκταση του παρόντος, ως η ''εντελέχειά'' του.
Πλάι στις θετικές νεωτερικές ουτοπίες αυτού του είδους (π.χ.
σοσιαλιστικές ουτοπίες του 19ου αιώνα) θα ανεύρουμε και τις επίσης
νεωτερικές, αρνητικές, νοσταλγικές, ρομαντικές ουτοπίες. Εκείνο που
χαρακτηρίζει έντονα τις τελευταίες, είναι η Νοσταλγία που κινεί την
απατηλή φυγή προς την Ουτοπία, το παραμύθι, το φανταστικό και το
μυστηριώδες[1].
Η νοσταλγία της "κοινότητας" τέμνει εγκάρσια και εξαρχής την
νεωτερικότητα, ως επιθυμία της παραδοσιακής κοινότητας που δεν υφίσταται
πια, αλλά και ως αντι-νεωτερική φαντασιακή ανάπλασή της. Η
αντι-νεωτερική Νοσταλγία γεννιέται μαζί και αποτελεί αξεχώριστο κομμάτι
της νεωτερικότητας. Η νεώτερη "βιομηχανική" κοινωνία συνιστά έτσι «μια
αντιφατική ιστορική συμβίωση μεταξύ της νεωτερικότητας και
αντινεωτερικότητας»[2].
Ο Μαξ Βέμπερ ανέλυσε ορθά τη νεωτερικότητα ως διαδικασία
«αποσαγήνευσης», αποϊεροποίησης της κοινωνίας. Όμως ταυτόχρονα, όπως
γράφει ο Ulrich Beck, «συντελείται και μια διαδικασία ιεροποίησης,
φυσικοποίησης και αναγωγής των κοινωνικών σχέσεων σε ταμπού. Η
απομυθοποίηση και η επαναμυθοποίηση πηγαίνουν χέρι με χέρι»[3].
Στην "νοσταλγία" δένονται μεν δυο ελληνικές λέξεις, λέξεις ομηρικές: ο νόστος [από το νοστέω, επιστρέφω στην πατρίδα, επανέρχομαι ασφαλώς] και το άλγος
[ο διάχυτος στο σώμα πόνος] αλλά η λέξη αυτή δεν υπήρχε στα ελληνικά
ούτε φυσικά σε καμιά άλλη γλώσσα: είναι δημιούργημα του 17ου αιώνα και
άλλου τόπου. Τη λέξη νοσταλγία την κατασκεύασε το 1688 ο εικοσάχρονος γιατρός Jean Hofer (της Ελβετικής Βασιλείας), στο πλαίσιο μιας ολιγοσέλιδης μελέτης του[4].
Ο όρος που έπλασε δεν είναι παρά η διάγνωσή του σε δυο περιστατικά:
ενός φοιτητή που σπούδαζε μακριά από τα σπίτι του και ανέπτυξε θλίψη,
μυϊκή αδυναμία και πυρετό, τα οποία «απέδραμον» όταν μεταφέρθηκε στην
πατρίδα του και μιας νεαρής αγρότισσας που παρουσίασε έντονη θλίψη,
μυϊκή αδυναμία, άρνηση τροφής και κάθε θεραπείας ζητώντας μόνο, με
εξασθενημένη φωνή, να επιστρέψει στον τόπο της. Τα συμπτώματα
«υποχώρησαν» κι εδώ όταν μεταφέρθηκε σπίτι της[5].
Λίγο αργότερα έγινε παράδοση για τους Ελβετούς γιατρούς, η θεραπεία της
νοσταλγίας των στρατιωτών: οι ορεσίβιοι Ελβετοί που τροφοδοτούσαν
εκείνη την εποχή τις τάξεις των μισθοφόρων που πολεμούσαν στα ευρωπαϊκά
πεδία των μαχών συχνά κατέρρεαν ακόμα και στο άκουσμα ενός παλιού
μουσικού σκοπού της Ελβετίας. Τέτοια ακούσματα απαγορευόταν επί ποινή
θανάτου στις τάξεις των μισθοφορικών στρατευμάτων[6].
Εδώ να διευκρινίσουμε ότι η νοσταλγία είναι συναίσθημα και επιθυμία,
μα όχι μνήμη. «Στα είκοσι χρόνια που έλλειψε ο Οδυσσέας -γράφει ο Μίλαν
Κούντερα στην Άγνοια- «οι Ιθακήσιοι θυμόντουσαν πολλά από
αυτόν, αλλά δεν τον νοσταλγούσαν, ενώ ο Οδυσσέας υπέφερε από νοσταλγία
και δεν θυμόταν σχεδόν τίποτε[…] Όσο πιο έντονη είναι η νοσταλγία όσο
πιο πολύ αδειάζει από αναμνήσεις. Όσο πιο πολύ αδημονούσε ο Οδυσσέας,
τόσο πιο πολύ ξεχνούσε. Γιατί η νοσταλγία[…] αρκείται στον εαυτό της,
στη δική της συγκίνηση, έτσι όπως είναι απορροφημένη από τον δικό της
αποκλειστικό πόνο»[7].
«Η νοσταλγία -λέει ο Αντρέι Ταρκόφσκι, σκηνοθέτης της ομώνυμης ταινίας-
είναι ένα ολοκληρωτικό απόλυτα συναίσθημα. Μπορεί κανείς να νιώθει
νοσταλγία μένοντας στη χώρα του, δίπλα στους δικούς του[...] Ο άνθρωπος
μπορεί να υποφέρει από νοσταλγία, απλά και μόνο επειδή νιώθει ότι η ψυχή
του είναι περιορισμένη, ότι δεν μπορεί ν’ απλωθεί όπως θα το ήθελε»[8] .
Κατά το 19ο η νοσταλγία απέκτησε πολιτική–πολιτισμική σημασία.
Αρχίζει να χάνει τη σύνδεσή της με τη φαντασία και τον τόπο και να
συνδέεται με το Χρόνο και την ιστορία, καθώς οι κάτοικοι της Ευρώπης
καλούνταν να "μετατρέψουν" την ενστικτώδη και φαναριωτική αγάπη για τον
τόπο τους σε κάτι πιο αφηρημένο, σε πατριωτισμό που κατευθύνεται προς το
έθνος[9].
Είναι πια η εποχή του λεγομένου "πολιτισμικού εθνικισμού" που
αντιπαραβάλλεται στο πρότυπο του "πολιτικού εθνικισμού". Βασικές ιδέες
του πρότυπου του "πολιτιστικού εθνικισμού" αποτελούσαν η συμπάθεια προς
τον Μεσαίωνα, η αντίληψη της Ιστορίας σαν δύναμης όχι λιγότερο ισχυρής
από τη φύση, η θεώρηση της γλώσσας ως την πιο ζωτική δύναμης της λαϊκής
συλλογικής συνείδησης.
Ο "πολιτισμικός εθνικισμός" αποζητούσε και τη νοσταλγική ουτοπία του
που έμοιαζε με τον τρόπο που ο Νοβάλις όριζε την νοσταλγία, σαν την
«ορμή να είσαι παντού σαν στο σπίτι σου, σαν το όνειρο της πατρίδας
εκείνης που βρίσκεται παντού και πουθενά. Όλα γίνονται ρομαντικά -λέει ο
Νοβάλις- και ποιητικά αν τα βάλουμε σε μιαν απόσταση... αν δώσουμε
μυστηριώδη όψη στο συνηθισμένο, την αξιοπρέπεια του αγνώστου στο οικείο
και μιαν άπειρη σημασία στο πεπερασμένο»[10].
Έτσι ο «πολιτισμικός» εθνικισμός ξαναβλέποντας τη χαμένη κοινότητα στη θέση της κοινωνίας, σχημάτιζε ένα εξωραϊσμένο φαντασιακό είδωλο του έθνους.
Στις μέρες μας η νοσταλγία αναδύεται και πάλι και μάλιστα περισσότερο
έντονα: είτε θετικά ως ανάμνηση αξιών και αναζήτησης μιας θετικής
ουτοπίας είτε, πιο συχνά αρνητικά, ως βίαιη καταστροφική άρνηση του
παρόντος. Όπως γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο «ό,τι χαρακτηρίζει τη
σύγχρονη εποχή είναι η αδυναμία να παραμείνεις στη θέση σου. «Δεν
επιλέγεις να είσαι σε κίνηση, τίθεσαι σε κίνηση. Πρέπει να επιταχύνουμε,
να γίνουμε "ευκίνητοι", "εύκαμπτοι", να δείξουμε περισσότερη
“ευελιξία”, να "προσαρμοσθούμε"». Η σύγχρονη, μετανεωτερική κοινωνία που
αποτελεί επιτάχυνση της νεωτερικότητας, σε βαθμό εξαΰλωσης, όπου κάθε
τι το σταθερό -όπως έλεγε κάποτε ο Μαρξ- «εξαχνώνεται». Κι η νοσταλγία
αναλαμβάνει διαρκώς να μετατρέπει σε νοσταλγικά αντικείμενα τις
περασμένες δεκαετίες: Νοσταλγία της δεκαετίας ’70, του ’80 του ’90. Κάθε
τι, πριν προλάβει να εξατμιστεί, περιβάλλεται στα γρήγορα από την
εμπορευματοποιημένη αύρα της «Νοσταλγίας».
Όμως όπως είπαμε και πιο πάνω η Νοσταλγία δεν είναι μνήμη, αλλά
συναίσθημα και επιθυμία. Και στις μέρες μας καταλήγει πολύ εύκολα σε
κάθε λογής φονταμενταλισμούς: καθώς η ανοχή γίνεται σχεδόν αβάσταχτη
στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και των
μεγάλων κρατικών μορφωμάτων. καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται
,καθώς εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσεις πίστης το
άτομο βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιθυμίας. Έτσι συχνά βρίσκει
καταφύγιο στην ''κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της
αμφιβολίας''[11].
Εγκαταλείπει την ανοχή, που σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας μοιάζει
να μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρή είτε του
εθνικισμού είτε του θρησκευτικού φανατισμού για να ανακουφισθεί κατά
κάποιο τρόπο η ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η σύγχρονη
αναβίωση εθνικισμών και φονταμενταλιστών μοιάζει να σφραγίζεται από αυτή
την -εκ των υστέρων- εγκατάλειψη.
Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας
υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από
τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου. Αν δεν
αποδεχτούμε την καταστατική διαίρεση της κοινωνίας, το ενύπαρκτο σχίσμα
που σημαδεύει πάντα το κοινωνικό και πολιτικό, θα θεωρούμε πάντα
ανυπόφορη την κάθε ένταση, θα ψάχνουμε πάντα για αυτόν που υποτίθεται
προκαλεί τον διχασμό: τον «Εβραίο, τον κομμουνιστή, τον ταραχοποιό, τη
συνωμοσία». Όμως ο κόσμος μας βάδιζε πάντα σε τεντωμένο σχοινί και ήταν
εξαρχής διχασμένος. Ποτέ δεν υπήρξε Παράδεισος, και η Νοσταλγία (που
όπως είπαμε δεν είναι Μνήμη) οδηγεί σχεδόν πάντα στην επιλεκτική και
επινοημένη μνήμη.
Η Νοσταλγία μπορεί να είναι -κατά Ταρκόφσκι- κι ένα καταστροφικό για το παρόν συναίσθημα. Στην αρχή της ταινίας του «Νοσταλγία», η διερμηνέας (Δ) του ήρωα της ταινίας Γκορσακώφ (Κ) συζητά μαζί του για την νοσταλγία στο χολ ενός ξενοδοχείου:
«Δ: Ήταν κάποτε μια υπηρέτρια στο Μιλάνο που έβαλε φωτιά στο σπίτι
Κ: ποιο σπίτι;
Δ: των αφεντικών της
Κ: Γιατί;
Δ: Από νοσταλγία για την οικογένεια της στο νότο. Έκαψε λοιπόν αυτό που την εμπόδιζε να γυρίσει πίσω»[12].
Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης» και της συλλογής «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
(κατεβάστε την ή διαβάστε την online)
«Δ: Ήταν κάποτε μια υπηρέτρια στο Μιλάνο που έβαλε φωτιά στο σπίτι
Κ: ποιο σπίτι;
Δ: των αφεντικών της
Κ: Γιατί;
Δ: Από νοσταλγία για την οικογένεια της στο νότο. Έκαψε λοιπόν αυτό που την εμπόδιζε να γυρίσει πίσω»[12].
Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης» και της συλλογής «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
(κατεβάστε την ή διαβάστε την online)
[1] Για τη σχέση του χρόνου και του χώρου(γεωγραφικό και κοινωνικό) με την έννοια της ουτοπίας βλ. Habermas, J. Ο Φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, σ. 20 κ.ε
[2] Ulrich Beck, Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Λιβάνης, Αθήνα 1996, σ. 137.
[3] Ulrich Beck, ό.π., σ. 147,148
[4] Θανάσης Καραβάτος, Έχει και η Νοσταλγία την ιστορία της, εκδ. Συνάψεις 13, Αθήνα 2013, σ. 20.
[5] Θανάσης Καραβάτος, ό.π, σ 22
[6] Θανάσης Καραβάτος, ό.π σ 23,24
[7] Κούντερα Μ., Η Άγνοια, μτφ. Γιάννης Χάρης, Εστία 2009, σελ. 34-36 αναφέρεται και στο Θανάσης Καραβάτος, ό.π., σ. 64-65.
[8] πηγή: Antoine de Baecque "ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ μια ξενάγηση στο έργο του", μτφ. Δώρα Δημητρούλια, εκδόσεις Γκοβόστης. Αθήνα 1991.
[9] Θανάσης Καραβάτος, ό.π, σ. 26.
[10] βλ. Α. Hauzer, Κοινωνική ιστορία της Τέχνης, εκδ. Κάλβος Αθηνα 1970 τομ. Γ΄, σ. 221-222.
[11] Beck, U, ό.π. σελ. 142.
[12] Αναφέρεται στο Θανάσης Καραβάτος, ό.π., σ. 33.
Κατηγορία άρθρου:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου