Τα κειμενα δημοσιευονται με την αδεια του συγγραφεα....
ΝΟΜΟΙ ΔΙΑ ΠΑΣΑΝ ΝΟΣΟΝ….
Στις συνθήκες της ακραίας κοινωνικής
και ψυχολογικής έντασης που βιώνει η χώρα, χρόνος για επισταμένο προγραμματισμό
και ψύχραιμη αποτίμηση των δεδομένων δεν υπάρχει. Τον εξαντλήσαμε μάλιστα με
επιπόλαια γενναιοδωρία όταν δεν αντιλαμβανόμασταν τις συνθήκες του
υπερεπείγοντως που δημιουργήθηκαν κυρίως εξαιτίας των λαθών και της αδράνειάς
μας. Στην προσπάθεια να καλύψει το χαμένο χρόνο η πολιτική ηγεσία, αναπόφευκτα
πλέον, προωθεί μεταρρυθμίσεις
προκειμένου, είτε να απελευθερωθούν οικονομικές δυνάμεις(απελευθέρωση
επαγγελμάτων), είτε να δημιουργηθούν νέες οικονομικές ευκαιρίες
(αποκρατικοποιήσεις).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις βασικό
μέσο των μεταρρυθμίσεων λογίζεται ο νόμος. Σε ότι αφορά παροχές και εφόσον
υπάρχουν χρήματα, τα πράγματα είναι απλά. Η ψήφιση του νόμου και ένας
στοιχειώδης προγραμματισμός εγγυάται την υλοποίηση του προγράμματος. Στο πεδίο
την είσπραξης των εσόδων τα πράγματα περιπλέκονται, δεδομένου ότι απαιτούνται
σοβαροί εισπρακτικοί μηχανισμοί, οικονομική δυνατότητα ανταπόκρισης από τους
πολίτες και κυρίως ένα πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Ακόμα ποιο σοβαρά είναι
τα πράγματα στις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Εκεί απαιτείται θεσμική μνήμη,
προγραμματισμός δεκαετίας, ευρείες συναινέσεις αλλά και διάθεση σύγκρουσης με
συμφέροντα, διοικητική ετοιμότητα. Δηλαδή προϋποθέσεις απαιτητικές τις οποίες
μόνο ένα σοβαρό κράτος, που στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει, μπορεί να τις
πληρώσει σε ικανοποιητικό βαθμό. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα και οι
υπεκφυγές.
Όπως προέκυψε από τις δηλώσεις των
αξιωματούχων της τρόϊκα κατά την τελευταία επίσκεψή τους αλλά και από το γενικότερο πνεύμα των
δημόσιων τοποθετήσεων των εκπροσώπων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και του ΔΝΤ,
το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην έλλειψη νόμων και θεσμικών αλλαγών, αλλά στην
μη εφαρμογή τους.
Μια χρόνια παθογένεια της διοίκησης
της χώρας αναδείχθηκε με εμφατικό τρόπο από τους δανειστές μας, θυμίζοντας μας
αυτό που βιώναμε καθημερινά και προ μνημονίου. Ένα διοικητικό σύστημα και μια
κοινωνία που αλληλοεξαπατούνται –με εγγυητή μάλιστα το πολιτικό σύστημα- τηρώντας τα προσχήματα του κράτους δικαίου.
Για ιστορικούς λόγους, που ενισχύθηκαν μετά την μεταπολίτευση, ουδέποτε
αναπτύξαμε μια ανεξάρτητη διοικητική γραφειοκρατία η οποία τηρώντας την αρχή
της νομιμότητας, διασφαλίζει την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Υπό αυτό το πρίσμα η φύση και η
λειτουργία του νόμου ως έκφραση της βούλησης του δημοκρατικά νομιμοποιημένου
νομοθέτη υπέστη σημαντικές αλλοιώσεις. Από την μια υπερτιμήθηκε διότι θεωρήθηκε
ότι μια μεταρρύθμιση ολοκληρώνεται και μόνο με την ψήφιση ενός νόμου, ενώ είναι
γνωστό ότι ο νόμος είναι απλώς η απαρχή και το νομιμοποιητικό θεμέλιο της κάθε
μεταρρύθμισης και όχι βέβαια το αποτέλεσμά της. Από την άλλη υποτιμήθηκε και
απαξιώθηκε το κανονιστικό περιεχόμενο του νόμου, διότι αυτά που προβλέπει
-ακόμα και αν καλύπτουν τους όρους της
ορθής νομοθέτησης- δεν εφαρμόζονται είτε διότι η διοίκηση δεν βρίσκεται σε
ετοιμότητα να τα υλοποιήσει, είτε διότι η κοινωνία δεν έχει προετοιμαστεί
κατάλληλα, είτε διότι ο ίδιος ο
νομοθέτης δεν πιστεύει στην αναγκαιότητα-σκοπιμότητα όσων θεσπίζει. Έτσι ο
μεταρρυθμιστικός οίστρος της κυβέρνησης εξαντλείται σε πανηγυρικές εξαγγελίες
νόμων και η αποτίμηση του έργου του κάθε Υπουργού ταυτίζεται με τον αριθμό των
νόμων που εισηγήθηκε και ψηφίστηκαν παραβλέποντας βέβαια τη συνήθη περίπτωση ο
νόμος να μην καταρτίζεται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αλλά για να πετύχουμε
μικροισορροπίες και να ικανοποιήσουμε συμφέροντα επιμέρους ομάδων.
Ουδέποτε Υπουργός αξιολόγησε εκ των
υστέρων την αποδοτικότητα του νόμου που πρότεινε, κανείς δεν μέτρησε τις συνέπειες-σε χρόνο,
χρήμα και θεσμική ποιότητα- που είχε στην λειτουργία άλλων θεσμών, ούτε
επεσήμανε αστοχίες ρυθμίσεων, απουσία υποδομών που δεν ελήφθησαν υπόψη,
αδυναμίες του διοικητικού προσωπικού. Οι
συντάκτες κομπάζουν για την «ποιότητα» του νόμου, ουδείς μιλάει για τα
αποτελέσματα της μεταρρύθμισης στην πράξη.
Ωστόσο το αποτέλεσμα της κακής
νομοθέτησης δεν είναι ότι μας αφήνει με την πικρή γεύση του αυτοσχέδιου, του
ημιτελούς και του ανολοκλήρωτου. Έχει σημαντικές συνέπειες και στην
συνολικότερη λειτουργία του κράτους. Παράγει πολυνομία -ο πρόχειρος νόμος
διορθώνεται με ένα μεταγενέστερο νομοθετικό μπάλωμα-, ενισχύει την κακώς
νοούμενη γραφειοκρατία, προκαλεί σύγχυση αρμοδιοτήτων, συμβάλλει στην
διαφθορά, και γενικώς εντείνει τις
ιστορικές παθογένειες της δημόσιας διοίκησης.
Τα παραπάνω διαχρονικά χαρακτηριστικά
παροξύνονται από την αίσθηση του επείγοντος της παρούσας κρίσης. Εδώ ωστόσο δεν
υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι το έντονο ταρακούνημα θα επιφέρει αναγεννητικές
αλλαγές. Μόνη ελπίδα να αρχίσουμε από τα στοιχειώδη με πίστη και μεγάλη
υπομονή…
Εφ «ΤΑΝΕΑ» 20/10/2011
ΔΑΝΕΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΓΎΡΙΣΤΑ
Σύμφωνα με το Σύνταγμα το κράτος
υποχρεούται να ενισχύει οικονομικά τα πολιτικά κόμματα όχι μόνο στις
προεκλογικές περιόδους αλλά και για τις τρέχουσες λειτουργικές τους δαπάνες. Η
ενίσχυση αυτή υποδηλώνει ότι τα κόμματα οφείλουν να αντλούν ένα μεγάλο μέρος
των εξόδων τους από ιδιωτικούς πόρους(εισφορές φίλων και μελών, δωρεές) και να επιχορηγούνται
από το κράτος με κριτήριο την εκλογική τους δύναμη, κατά βάση το ποσοστό των
ψήφων στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Η επιλογή του συντακτικού νομοθέτη να
ενισχύει τα κόμματα με δημόσιο χρήμα απορρέει από την αρχή της παροχής ίσων
ευκαιριών συμμετοχής τους στην δημόσια ζωή υπό συνθήκες ανεξαρτησίας έναντι
ιδιωτών-χρηματοδοτών, επιρροή που θεωρείται ότι θα νοθεύσει τον υγιή
ανταγωνισμό και τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Με αυτό το πνεύμα
έχουν θεσπιστεί κανόνες ελέγχου των δαπανών υποψηφίων και κομμάτων από
ανεξάρτητη αρχή στην οποία πλειοψηφούν βουλευτές των ίδιων των κομμάτων ενώ
συμμετέχουν και τρις δικαστικοί.
Στην πράξη η ισχύουσα νομοθεσία(ν.
3023/2002) και η μέχρι σήμερα εφαρμογή της ενισχύει το υπάρχον κομματικό
σύστημα, αποκλείοντας τη χρηματοδότηση νέων κομμάτων, παρέχει σταθερούς πόρους
στα «ιστορικά» κόμματα ως πάγιο ποσοστό των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού,
και πρακτικά δεν εφαρμόζει το νόμο ως προς το σκέλος των δαπανών, καθώς η
επιτροπή αδυνατεί να ελέγξει τα όποια στοιχεία της προσκομίζονται. Με βάση τα
παραπάνω δεν είναι τυχαίο ότι τα ελληνικά κοινοβουλευτικά κόμματα ως προς τα
οικονομικά τους, έχουν μετατραπεί σε προβληματικές δημόσιες επιχειρήσεις με
μονίμως ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, αδιαφάνεια στην διαχείριση των πόρων
τους έναντι κράτους και μελών, υπερβολικό και προνομιακό τραπεζικό δανεισμό(με
την εξαίρεση του ΛΑΟΣ) και δεσμευμένες τις κρατικές επιχορηγήσεις των επόμενων
ετών. Είναι απορίας άξιο, με την ρευστότητα που επικρατεί στο κομματικό σύστημα
και τη μεγάλη πτώση, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, του ποσοστού ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, η
τραπεζική δανειοδότηση από την τράπεζα Αττικής του κόμματος της ΝΔ με εγγύηση
μελλοντικών επιχορηγήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε ποιες αρχές χρηστής
τραπεζικής διαχείρισης υπακούει η συγκεκριμένη ενέργεια, -βασικός μέτοχος της
Τράπεζας Αττικής είναι το ασφαλιστικό ταμείο των μηχανικών (ΤΣΜΕΔΕ)-, όταν το
κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χρωστάει ήδη πάνω από 120 εκατομμύρια
ευρώ(περίπου 115 εκατομμύρια το ΠΑΣΟΚ, 5 εκατομμύρια το ΚΚΕ και 7 εκατομμύρια ο
ΣΥΡΙΖΑ) και όταν η ρευστότητα των τραπεζών είναι περίπου ανύπαρκτη;
Πως τα παραπάνω κόμματα με τις
πολυτελείς προεκλογικές εκστρατείες και τις μετακινήσεις, ανά την επικράτεια,
των κομματικών οπαδών θα πείσουν για την σοβαρότητα της διαχειριστικής τους
επάρκειας στα δημόσια οικονομικά, όταν είναι καταχρεωμένα στις τράπεζες; Από
την άλλη πως θα αρνηθούν οι τράπεζες την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας και
των λοιμοκτονούντων ιδιωτών και επιχειρήσεων, λόγω έλλειψης ρευστότητας και
αυξημένων κινδύνων, όταν δανειοδοτούν τους πλέον αναξιόχρεους των δανειζομένων
που είναι τα πολιτικά κόμματα;
Η μόνη εξήγηση είναι ότι οι «πολιτικές» αυτές
δανειοδοτήσεις από τις διοικήσεις των τραπεζών γίνονται διότι οι τελευταίες
προσβλέπουν σε παντός είδους ανταλλάγματα, όταν τα κόμματα που δανειοδοτήθηκαν
έλθουν στην εξουσία. Με αυτό όμως τον τρόπο διαιωνίζετε ένα φαύλο καθεστώς
συναλλαγών που στρεβλώνει την αγορά, υπονομεύει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των
τραπεζών, υποθηκεύει το ήδη προβληματικό μέλλον των ασφαλιστικών ταμείων και
ενισχύει την διαχειριστική σπατάλη των κομμάτων. Αν σε αυτή τη θολή εικόνα
προσθέσουμε το βεβαιωμένα αναποτελεσματικό έλεγχο της ιδιωτικής χρηματοδότησης
κομμάτων και υποψηφίων και τους άδηλους πόρους που διοχετεύονται στο κομματικό
σύστημα από την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, δεν πρέπει να απορούμε γιατί
την κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών ακολουθεί η οικονομική και πολιτική
κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.
Εφ.
«ΤΑ ΝΕΑ» 30/11/2011
Παναγιώτης
Μαντζούφας
Επ.
Καθηγητής Νομικής στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου