Αναγνώστες

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Ευρώ και αναδιαπραγμάτευση του χρέους- Του Θόδωρου Παρασκευόπουλου-ΠΗΓΗ εποχη


Του
Θόδωρου Παρασκευόπουλου
Hταν αναμενόμενο να ξαναρχίσει στην αριστερά η συζήτηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βιαιότητα με την οποία η Ένωση πειθαρχεί τα μέλη της, η εκμετάλλευση της κρίσης για να επιβληθεί γρήγορα, με τη μέθοδο του σοκ, το νέο μοντέλο του αχαλίνωτου καπιταλισμού, γεννάει αναπόληση της εθνικής θαλπωρής. Δεν εννοώ τίποτα σχετικό με εθνικισμό και τέτοια – αυτά είναι έννοιες από άλλες συζητήσεις και δεν έχουν θέση εδώ. Εννοώ όμως μια επιθυμία για φυγή από την πραγματικότητα, που εμφανίζεται συχνά όταν τα προβλήματα είναι ζόρικα. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, φυγή από την πραγματικότητα είναι τόσο η πεποίθηση ότι το πρόβλημα του χρέους λύνεται με την επαναδιαπραγμάτευση και τη μείωσή του όσο και ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την έξοδο από την ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή.
Η πρόταση, που μέχρι τώρα την αρτιότερη υποστήριξή της την έχει δώσει με πολλά άρθρα του ο Κώστας Λαπαβίτσας, συνδέει την έξοδο από την ευρωζώνη με τη στάση πληρωμών και τη συνακόλουθη αναδιαπραγμάτευση του χρέους με σκοπό να παραιτηθούν οι πιστωτές του ελληνικού κράτους από ένα μέρος των απαιτήσεών τους. Αυτά τα δύο, η αναδιαπραγμάτευση του χρέους και η επιστροφή στη δραχμή, δεν συνδέονται μεταξύ τους, και ο Λαπαβίτσας δεν έχει δίκιο όταν λέει ότι το πρώτο οδηγεί στο δεύτερο. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους, δηλαδή η δήλωση του ελληνικού κράτους ότι δεν προτίθεται να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρεολύσια και προτείνει στους πιστωτές να επαναδιαπραγματευτούν ύψος και όρους, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την έξοδο από την ευρωζώνη. Χρειάζεται λοιπόν να δούμε τις δύο προτάσεις χωριστά, να εξετάσουμε αν και πώς συνδέονται και πού οδηγούν.
Όροι για να τεθεί ζήτημα
αναδιαπραγμάτευσης
Η πρόταση, λοιπόν, για αναδιαπραγμάτευση μπορεί να γίνει ή να μη γίνει, η αναδιαπραγμάτευση όμως και η επιτυχία της δεν θα έχουν καθαυτές πρακτικό όφελος για τις λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα. Αυτή η πρόταση, όπως διατυπώνεται, σαν εθνική πρόταση, ας πούμε, ισοδυναμεί μάλιστα από μία άποψη με απαλλαγή της άρχουσας τάξης από την ευθύνη του ελληνικού δημοσιονομικού προβλήματος. Επιπλέον είναι πρόταση παραπλανητική: η μείωση του χρέους δεν λύνει το πρόβλημα και το χρέος θα επανέλθει, διότι η μείωσή του δεν ακυρώνει τα αίτια των ελλειμμάτων που συσσωρεύονται σε χρέος. Είναι λοιπόν ανειλικρινής πρόταση, εφόσον δεν συνοδεύεται από την απαίτηση επαχθούς φορολογίας των πολύ μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών. Για την αριστερά, ανεξάρτητα από αναδιαπραγμάτευση ή μείωση του χρέους (που στο κάτω κάτω δεν εξαρτάται από τη δική της πολιτική και τη δική της διαπραγματευτική ικανότητα) το ουσιώδες είναι να αναλάβουν τα βάρη οι πλούσιοι, οι οποίοι το μπορούν άλλωστε. Η δυνατότητα, πάλι, επαναδιαπραγμάτευσης και μείωσης του χρέους δεν μπορεί να θεμελιωθεί πειστικά με το παράδειγμα της Αργεντινής και της Ρωσίας. Σχετίζεται με την ισχύ των διαπραγματευόμενων –η σύγκριση με τη Ρωσία είναι επομένως αστεία– το ύψος του χρέους, την πιθανότητα που υπολογίζουν οι πιστωτές να αποδώσουν πιέσεις είτε οικονομικές είτε πολιτικές προς τους οφειλέτες κ.λπ. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι η έλξη που ασκεί σε μια μερίδα της αριστεράς το σύνθημα της «διαγραφής του χρέους» οφείλεται σε παρεξήγηση: σχετίζεται με την παλιά (και ορθή) πρόταση του Φιντέλ Κάστρο να διαγραφούν τα χρέη των πιο φτωχών χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Εκείνη η πρόταση, που κατά ένα μικρό της μέρος έγινε κιόλας δεκτή και εφαρμόστηκε, αλλά με απεχθείς όρους, αποσκοπούσε στη λύση ενός επείγοντος προβλήματος: να διασωθούν και να πάψουν να λιμοκτονούν εκατομμύρια άνθρωποι σε χώρες κυρίως της Αφρικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εργαλείο πάσης χρήσεως.
Η αναδιαπραγμάτευση δεν αποκλείεται, και δεν πρέπει να λείπει από το πρόγραμμα της αριστεράς για την κρίση, όμως δεν μπορεί να είναι το κεντρικό του σημείο, η αιχμή του προγράμματος.
Η έξοδος, τώρα, από την ευρωζώνη δεν έχει μεγάλη σχέση με το χρέος και την αποπληρωμή του. Ή μάλλον, η επάνοδος στη δραχμή με συνακόλουθη μεγάλη υποτίμηση, λόγω του χρέους και του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, θα είχε το αποτέλεσμα να διογκωθεί το χρέος σε μονάδες εθνικού νομίσματος – γιατί σε χοντρές γραμμές: εάν χρωστάς στο εξωτερικό 100 ευρώ και υποτιμήσεις το εθνικό σου νόμισμα, μειώνεται η αξία των προϊόντων σου και θα χρειαστεί να αυξήσεις ανάλογα τις εξαγωγές σου για να εισπράξεις τα 100 ευρώ. Η επιτυχής επαναδιαπραγμάτευση και μείωση του χρέους, επομένως, θα ήταν, σε συνδυασμό με έξοδο από την ευρωζώνη και υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, μια τρύπα στο νερό.
Υποτίμηση και παραγωγική
ανασυγκρότηση
Οι υποστηρικτές της εξόδου από την ευρωζώνη προβάλλουν το επιχείρημα ότι η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας (η επάνοδος στη δραχμή) δίνει τη δυνατότητα, με την υποτίμηση, να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ντόπιων προϊόντων τόσο στην εσωτερική αγορά (και επομένως να μειωθούν οι εισαγωγές) όσο και στη διεθνή αγορά (και να αυξηθούν οι εξαγωγές). Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια εξαιρετικά απλοϊκή θεωρία του εξωτερικού εμπορίου. Για να συμβεί το ευτυχές γεγονός της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, χρειάζεται να υπάρχει το φάσμα των προϊόντων που θα ανταγωνιστούν τα ξένα μέσα και έξω και η μείωση των τιμών των εγχώριων προϊόντων σε ξένο νόμισμα μετά την υποτίμηση να είναι τόσο μεγάλη, ώστε αυτά τα προϊόντα να είναι φθηνότερα από των ανταγωνιστών. Επίσης, χρειάζεται να διασφαλιστεί ότι οι ντόπιοι παραγωγοί δεν θα δουν την υποτίμηση σαν ευκαιρία να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους στις ξένες αγορές και στο εσωτερικό κ.λπ. Στη μεταδικτατορική Ελλάδα καμία υποτίμηση της δραχμής δεν ευνόησε πραγματικά την ανάπτυξη, αντίθετα όλες ευνόησαν την κερδοσκοπία, αφού μάλιστα συνοδεύτηκαν από την πίεση προς τους μισθωτούς να μη διεκδικήσουν αυξήσεις – πίεση που ενίσχυσαν οι αστοί οικονομολόγοι με τον αβάσιμο ισχυρισμό ότι η υποτίμηση ενισχύει την ανταγωνιστικότητα δια της μείωσης των πραγματικών μισθών. 
Άλλωστε, αυτή η συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα και το ευρώ δεν έχει άμεση σχέση με το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Όταν λέμε «Το γερμανικό πλεόνασμα είναι τα ελλείμματα των χωρών του Νότου», δεν εννοούμε δημοσιονομικό πλεόνασμα ούτε δημοσιονομικά ελλείμματα. Η Γερμανία, όπως και οι άλλες χώρες με εμπορικό πλεόνασμα έχουν δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος – μικρότερο από της Ελλάδας, αλλά μεγαλύτερο από της Ισπανίας. Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο χρέος, γιατί στην περίοδο που είχε συγκριτικά μεγάλο ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης μείωσε τη φορολογία των πλουσίων και των επιχειρήσεων. Η σύνδεση της (ελλιπούς) ανταγωνιστικότητας των προϊόντων ελληνικής παραγωγής με το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, όπως γίνεται συχνά, δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική επιστήμη και αποσκοπεί μονάχα στη δικαιολόγηση των μέτρων μείωσης του εργατικού εισοδήματος και επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας – κι αυτό τάχα θα οδηγήσει σε επενδύσεις, οικονομική άνθιση και λαγούς με πετραχήλια.
Σχέση δημοσιονομικών προβλημάτων και ισοζυγίου
Τα δημοσιονομικά προβλήματα σχετίζονται βέβαια με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, αλλά διαφορετικά και έμμεσα. Η βαθμιαία αντικατάσταση της κλαδικής και περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής με τη γενικευμένη μείωση της φορολόγησης των κερδών μείωσε τα έσοδα του Δημοσίου και παράλληλα στέρησε από το κράτος ένα εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής: την κατά περίπτωση επιβράβευση, με φοροαπαλλαγές ή επιδοτήσεις, των επιχειρήσεων που θα ακολουθούσαν τη δική του πολιτική και θα επένδυαν στους κλάδους, στις περιοχές, στους τομείς που θα επέλεγε αυτό. Ταυτόχρονα απάλλαξε τις επιχειρήσεις από κάθε κίνητρο παραγωγικής επένδυσης, αφού υπάρχουν άλλες τοποθετήσεις των κερδών τους – αεριτζίδικες και πιο κερδοφόρες. Η μείωση της φορολογίας των κερδών, με άλλα λόγια, δεν διόγκωσε μόνο το χρέος, συνέβαλε και στη μείωση της ανταγωνιστικότητας και στην αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού – κατά (κάθε άλλο παρά) περίεργο τρόπο προς όφελος των καπιταλιστών.
Εάν, λοιπόν, η συζήτηση για την παραγωγική ανασυγκρότηση (και αδικεί τα επιχειρήματά του ο Χρήστος Λάσκος, παραγνωρίζοντας τη σημασία της στο άρθρο του «Ευρωπαϊσμός ή Διεθνισμός» στην Εποχή 28 Νοεμβρίου), εάν αυτή η συζήτηση επικεντρωθεί στη νομισματική κυριαρχία και στη δυνατότητα υποτίμησης, τότε ολισθαίνει στο έδαφος του κεφαλαίου και των εξαγωγικών επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται για το γρήγορο κέρδος χωρίς τον κόπο, τα έξοδα και τον κίνδυνο μεγάλων επενδύσεων.
Η φυγή από την πραγματικότητα, όμως, μπορεί να οδηγήσει και σε άλλους δρόμους της φαντασίας: να παραγνωρίσουμε το πολύ αποτελεσματικό θεσμικό οικοδόμημα, με το οποίο ο καπιταλισμός λειτουργεί σήμερα. Να νομίσουμε δηλαδή ότι όσα περί μεταρρυθμίσεων φαίνονταν εφικτά πριν από τριάντα χρόνια είναι εφικτά και τώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό όμως είναι θέμα για άλλο άρθρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: