Αναγνώστες

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

το Επος . Ο Γραμμος ..ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΕ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ

 ΠΗΓΗ
http://papoylis.wordpress.com/grammos/#comment-55
Ξημέρωσε και από μακρυά ακούστηκε η βοή
απ τα Σπιτφάϊρ πούρχονταν με τρομερή ορμή
στα γρήγορα δοθήκανε στο τάγμα οι διαταγές
τις θέσεις επανδρώσαμε, πιάσαμε τις πλαγιές
.
από δυσμάς ανέβαινε των ΛΟΚ μια διλοχία
και στα ριζά ελίσσονταν των τάνκ επιλαρχία
και άρχισαν να πέφτουνε στις θέσεις μας οβίδες
μας κύκλωναν από βοριά και χίλιοι ΤΕΑτζήδες
.
Ο καπετάν Ισίδωρος τα κυάλια του φορούσε
και τις κινήσεις του έχθρού καλά παρατηρούσε
έδωσε αμέσως εντολή στο Φούρκα για βολή
κι εκείνος προς τους ολμιστές έβαλε τη φωνή:
.
“Πύρ κατά βούληση παιδιά…διόρθωση κλίκ τρία”
“Βαράτε για το κόμμα μας , βαράτε για τη Θεία”
και όταν οι άλλοι εζύγωσαν είπε στα πολυβόλα:
“Τσακίστε το φασισταριό , δρεπάνι και ματσόλα”
.
Η μάχη ήτανε σκληρή και κράτησε όλη μέρα
και του Ισίδωρου η φωνή έσκιζε τον αγέρα:
“Εμπρος συντρόφοι μαχητές , οικονομία στις σφαίρες”
ήταν λειψά τα εφόδια τις μαύρες κείνες μέρες
.
και σαν οι σφαίρες σώθηκαν τελειώσαν οι οβίδες
το καπτα Φούρκα έστειλε μαζί με δυό σερβίδες
στο πίσω ναρκοπέδιο , νάρκες για να ξεχώσουν
το δρόμο να ανοίξουνε , τη Θείτσα για να σώσουν
.
Οι ΤΕΑτζήδες μ’ αρχηγό μια φασιστο- Μαρίκα
( που αργότερα στη χελιδών έτυχε και τη βρήκα)
στο λόγγο μέσα της Γριάς είχανε στήσει ενέδρα
και τους πολυβολούσανε κρυμμένοι μες τα κέδρα
.
τότες ο Φούρκας ο άγριος μαζί και τα κορίτσα
τις νάρκες που εξέχωναν τις σβούριζαν σαν πίτσα
και τους τις εκτοξεύανε ανάμεσα στα δέντρα
μόνο η Μαρίκα γλύτωσε , εκείνη η οχέντρα
.
έφτασε ένας σύνδεσμος και ο Φούρκας τον διατάζει:
“Στον καπετάνιο να του πείς μη βρύζει και φωνάζει
ότι το δρόμο ανοίξαμε το τάγμα για να σώσει
και την επόμενη κορφή να πάει να επανδρώσει”
.
Τη νύχτα υποχωρήσαμε , μας κάλυπτε σκοτάδι
και εις την δεύτερη γραμμή φτάσαμε μες το βράδυ
με όσα όπλα σώσαμε ήμασταν φορτωμένοι
μαζί μας κουβαλάγαμε και τρείς τραυματισμένοι
.
Έδωσε ο καπτα Ισίδωρος στο Φούρκα να μοιράσει
υπηρεσίες και σκοπιές και πάει να ξαποστάσει
στ’ αμπρί που εκείνος όρισε βάση διοικητηρίου
πήρε τη Θείτσα συντροφιά και ένεκα του κρύου
.
σαν μπήκαν μέσα αγκαλιά εβρήκαν τη Μαρίκα
” στον ουρανό σε γύρευα μέσα στη γή σε βρήκα”
Ετρέξαν γρήγορα οι σκοποί να δούνε τι συμβαίνει
και ο καπτα Φούρκας ένοπλος απ τη σκηνή του βγαίνει
.
“”Εμπρος συντρόφοι στ’ άρματα .. έγινε προβοκάτσια
το καπετάνιο απειλούν με διαγραφή – κοπτάτσια”
από το ντόρο ξύπνησαν και όλες οι σερβίδες
και έριξαν στα κουτουρού δυο τρείς χειροβομβίδες
.
έξω απ το διοικητήριο γινόταν φασαρία
μα σαν ο Φούρκας έφτασε έγινε ησυχία
με προσοχή μπουκάρησε μην ήτανε παγίδα
μα τα κορίτσα ήταν γυμνά και βγάλανε τσιρίδα
.
το καπετάνιο τρίβανε που ήτανε πιασμένος
και απο το κρύο το πολύ ήταν πλευριτωμένος
κι ο Ισίδωρος μη έχοντας βρύση να ξερριζώσει
που όλα του τα υπάρχοντα στο κόμμα είχε δώσει
.
στο καπτα Φούρκα φώναξε ” όξω μωρέ ζαγάρι
μαθήματα διαφώτισης κάνω , που να σε πάρει”
σε όλο το στρατόπεδο έπεσε ησυχία
τη συνωμοτικότητα είχαμε για θρησκεία…..
.
σαν βγήκε ο Φούρκας απ τ’ αμπρί ήτανε τσαντισμένος
που ο καπετάν Ισίδωρος πόναγε ο καυμένος
καθώς τον εμαλάζανε οι δύο κορασίδες
του εφανήκαν άσχετες , στράφηκε στις Σερβίδες:
.
“αντέστε μέσα τσούπρες μου να δώσετε βοήθεια
γιατί του Ισίδωρου η ψυχή θα βγεί από τα στήθια,
αυτές δεν τονε τρίβουνε με τέχνη και με γλύκα
η Θεία είναι τρυφερή αλλά σκληρή η Μαρίκα”
.
ο Θείος μέσα έβρυζε , γινόταν φασαρία
και οι δύο τσούπρες τρώγονταν με ζήλια και μανία
ποιά θα του πιάσει το πλευρό , ποιά θα τονε μαλάξει
του είχανε του φουκαρά τα φώτα του αλλάξει
.
μες το αμπρί μπουκάρανε αμέσως οι σερβίδες
καλού κακού επήρανε μαζί χειροβομβίδες
εκρηκτικά , γεμίσματα και πυροκροτητές
καλώδια , δύο μάουζερ , νάρκες αμυντικές
.
διαφώτιση να κάνουνε σε Θείτσα και Μαρίκα
πως τρίβουν τον Ισίδωρο, με τέχνη και με γλύκα
σαν είναι άρρωστος πολύ , πονούνε τα πλευρά του
για να τον συνεφέρουνε πάλι στα συγκαλά του
.
ο Φούρκας τότε γύρισε στους άντρες του και λέει :
“τώρα ο καπετάνιος μας στην ευτυχία πλέει
πηγαίνετε στις θέσεις σας , όσοι σκοπιά κρατούνε
και όλοι οι αποδέλοιποι να πα να κοιμηθούνε
.
αύριο παλληκάρια μου μας περιμένει μάχη
ελπίζω ο καπετάνιος μας τα κότσια του να τάχει
τους μαύρους να τσακίσουμε , να μπούμε στην Αθήνα
κι αν δε τα καταφέρουμε , είναι κοντά η Κίνα”
.
Μέσα στ αμπρί ησύχασαν , όλα δείχναν εντάξει
ο Φούρκας μόνο έκατσε απέξω να φυλάξει
οι άντρες όλοι έφυγαν , μπήκανε στα γιατάκια
από μακριά ακούγονταν των ΤΕΑ τραγουδάκια
.
πουρνό πουρνό ακούστηκε μια έκρηξη μεγάλη
σκέφτηκα πως οι άτιμοι με οκτάϊντσα είχαν βάλλει
από παντού ακούστηκαν φωνές , τα παλληκάρια
επιάσανε τα πόστα τους, του ΔΣΕ καμάρια
.
ο καπετάνιος , πούειντονε ; ο Φούρκας δεν φαινόταν
κι απ το αμπρί της διοίκησης ντουμάνι σηκωνόταν
” μας φάγαν τον Ισίδωρο ” ακούσαν να φωνάζει
το Βιογιάννη το μικρό και να αναστενάζει
.
επίθεση δε γίνονταν , άφαντοι οι Λοκατζήδες
ούτε τραγούδια ακούγονταν από τους ΤΕΑτζήδες
οι αντάρτες μαζευτήκανε στης Θείας το αμπρί
με φρίκη διαπιστώσανε πως είχε γκρεμιστεί
.
κανένας δεν επέζησε απ όσους (ες) ήταν μέσα
ο Θείος ο Ισίδωρος η Μαρικώ η μπαμπέσα
η Θείτσα κι οι αδάμαστες εκείνες οι Σερβίδες
απ το σφοδρόν της έκρηξης είχανε γίνει βίδες
.
του Φούρκα μόνο βρήκανε το δεξιό ποδάρι
κι ένα παράσημο ασημί πούχε στο Βίτσι πάρει
ΕΔΕ το κόμμα διάταξε και έρευνα ν’ αρχίσει
την υποψία για σαμποτάζ ταχιά να καθαρίσει
.
Ο καπτα Πάνος έφτασε απ το πολιτμπυρό
να μάθει πώς τινάχτηκε εκείνο τ’ οχυρό.
Στις έρευνες που γίνανε εφάνηκε ευθύς
πως ήτανε ατύχημα , δεν έφταιγε κανείς
.
απ το πολύ το τρίψιμο που κάναν τα κορίτσα
ανέβηκε η θερμοκρασί(e) και κάηκεν η πίτσα
πήρανε φώκο οι νάρκες τους και έσκασαν μεμιάς
( τι πάω και σοφίζομαι ο παλιοκιαρατάς! )
.
Το πόρισμα που έβγαλε το Κόμμα ήταν σαφές
πως φταίει η μαύρη αντίδραση , το ξέρουμε μαθές
και ο Πάνος ο επίτροπος , χρόνια μες τον αγώνα:
” ρημάδι μου τη κάνατε κι αυτή τη χελιδόνα”
.
Εκείνο το απόγιομα σαν φύγαμε απ το Γράμμο
βαθειά συλλογιζόμουνα τι έπρεπε να κάνω
μέσα στο δάσος στη γραμμή πηγαίναμε πορεία
πεντέξη κουβαλάγαμε απάνω στα φορεία
.
ετούτη η υποχώρηση μας πήγαινε στον άδη;
το βράδυ ανεβήκαμε όλοι στο Μάλι Μάδι
ανάμεσα στα έλατα στήσαμε τις σκηνές μας
σκάψαμε χαρακώματα τριγύρω απ τις σπηλιές μας
.
ο κάπταν Άλκης πούστειλαν για διοικητή στο τάγμα
από τη καθοδήγηση , καθόταν σ’ ένα σάγμα
φρόντιζε το ποδάρι του , δεν έλεγε να γιάνει
και φώναξε το σιτιστή που λέγαν Βιογιάννη
.
“να στείλεις τρείς να ψάξουνε πού’ναι το πρώτο τάγμα
να φέρουνε εφόδια , να φάμε κανα πράγμα
η πείνα μας τσατάλιασε και αύριο πολεμάμε
αν είναι να πεθάνουμε , χορτάτοι θε να πάμε”
.
το λούγκερ καθαρίζοντας φώναξε το Μιχάλη
εκείνο το Τρεμόπουλο , πούταν σε μαύρο χάλι:
“Λοχία” τούπε “φρόντισε οι άντρες να κοιμηθούνε
οι υπηρεσίες να οριστούν και οι σκοπιές να μπούνε”
.
αμπρί δεν είχε για να μπεί δεν πρόλαβαν να σκάψουν
μες τις σπηλιές κατέφυγαν καμμιά φωτιά ν’ ανάψουν
σε ύπνο πέσανε βαρύ ,μεσάνυχτα και κάτι
τη πείνα να ξεχάσουνε , δεν είχαν παρ’ αλάτι.
.
κοντά στα ξημερώματα συναγερμό βαράνε
τα παρατηρητήρια και οι σκύλοι ν’ αλυχτάνε
τις θέσεις καταλάβαμε όλοι μας μες τη βιάση
μη μας προκάνει ο εχθρός , αιχμάλωτους μας πιάσει
.
από το λόγγο απέναντι φαινόντουσαν κινήσεις
πυρά εκρήξεις ουρλιαχτά φωνές και απαντήσεις
μήνα σε γάμο ρίχνουνε , μήνα σε πανηγύρι
πα στα καρφιά καθόμουνε σαν τον ινδό φακίρη
.
μα ξάφνου όλα σώπασαν και φύλλο δε κουνιόταν
περίπολο οργανώναμε να στείλουμε μα όταν
από τα δέντρα πρόβαλλαν οι τρείς πούχαμε στείλει
σύνδεσμο και για τρόφιμα στο καπετάν Βασίλη
.
τού πρώτου μας του τάγματος , με φορτωμένα χέρια
αμέσως πιάσανε δουλειά τα άδεια μας τα τζιέρια
και τραγουδούσαν το σκοπό της πείνας σαν τα πιάνει
και ο καπτα Άλκης φώναξε ευθύς το βιογιάννη
.
μα πίσω απ τους συνδέσμους μας φανήκαν κάτι άλλοι
σερνόνταν και φωνάζανε ήταν σε μαύρο χάλι
Όταν αυτοί σιμώσανε μεγάλο νταβατούρι
ο παπα Νόσφης έτρεξε να πάρει τ’ αγιαστούρι
.
γιατί αυτοί που ήρθανε σας λέω εν αληθεία
ήταν ο καπτα Ισίδωρος ο Φούρκας και η Θεία
και δίπλα τους σερνότανε και η άτιμη Μαρίκα
οπίσω τους ερχότανε και μια μικρή κατσίκα
.
ο καπτα Φούρκας έσερνε το ξύλινο ποδάρι
χωρίς πια το παράσημο που κάποτε είχε πάρει
ο καπτα Θείο ήτανε ξανά βαριά πλευριτωμένος
κι απ το σφοδρόν της έκρηξης ολίγο συγκαμμένος
.
η Θείτσα ήτανε κι αυτή στο πλάι μαυρισμένη
και η Μαρίκα στο μερί φαινόταν ματωμένη
οι αντάρτες ξεσηκώθηκαν κι όλοι φωνάζαν ζήτω
και ένα δάκρυ κύλησε στου Κύκλωπα το μύτο
.
απ την ομάδα λείπανε μονάχα οι Σερβίδες
και έτσι δεν ξοδευτήκανε τσάμπα χειροβομβίδες
άλλοι τους αγκαλιάζανε , άλλοι πυροβολούσαν
ο παπα Νόσφης χούφτωνε εκείνη τη θεούσαν
.
τη Μαρικώ, κι ο κάπετάν ο Άλκης ο γενναίος
που έχανε τη διοίκηση το έφερε βαρέως
τα δύο του τα παράσημα καθάρισε απ’ τη σκόνη
και σε ένα βράχο ανέβηκε το λούγκερ του σηκώνει
.
με τη φωνή του τη βαριά άρχισε να μιλάει
πως είναι προβοκάτσια στους άνδρες να εξηγάει
“ακούστε παλληκάρια μου και του βουνού καπλάνια
πώς έγινε και γύρισαν ετούτα τα αλάνια;;
.
αυτοί δεν εκοιμόσαντε στου ουρανού παγκάκι
όταν ανατινάχτηκε το άθλιο τους γιατάκι;;
εκεί που όργια κάνανε ο Θείος κι οι σερβίδες
όταν τυχαία σκάσανε κάσες χειροβομβίδες,
.
τη μοναρχοφασίστρια μέσα δεν είχαν πάρει
κι ο Φούρκας δεν εβάσταγε στους άλλους το φανάρι;;
πώς γίνεται και γύρισαν , εμένα μου μυρίζει
για κόλπο της αντίδρασης , σ’ αυτό το μετερίζι
.
που επειδή δεν το μπορούν εμας να μας το πάρουν
με πράκτορες σαν τούτους δώ πάνε να μας τουμπάρουν”
.
όλοι τον εγιουχάρανε , τον κατεβάσαν κάτου
στα χέρια τον παρέδωσαν του παπα Νοσφεράτου
για τιμωρία τούβαλε και για καθήκον τούτο:
να καθαρίζει ολημερίς το φλογερό φλαούτο
.
Ο Θείος τώρα αγκάλιαζε τους άντρες έναν έναν
κι αυτοί τον εφιλούσανε στα χέρια και του κρέναν
“Αχ καπετάν Ισίδωρε πόσο μας είχες λείψει
ο Άλκης μέσα στις ψυχές δεν μπόραγε να σκύψει
.
..αυτοί της καθοδήγησης , το γενικό αρχηγείο
που στα αμπριά τους κρύβονται όταν εδώ σφαγείο
μας έστειλαν καθηγητή που δεν μπορεί να βάνει
τους Μάυδες μες το τορβά όταν η μάχη φτάνει”
.
ο καπετάνιος ρώτησε αμπρί αν έχουν σκάψει
με τα κορίτσα για να μπεί και τη φωτιά ν’ ανάψει
τσιτάτα και διαφώτισες κατάπλασμα να κάνουν
και μ’εντριβές οι κοπελιές τους πόνους του να γιάνουν
.
μετά στο Φούρκα στράφηκαν όλα τα παλληκάρια
τα γένια του φιλούσανε κι από τα δυό ποδάρια
που τόνα ήταν ξύλινο , τον σήκωσαν στα χέρια
μα αυτός δεν χαμογέλαγε τον έτρωγε η μιζέρια
.
και σαν τον ερωτάγανε πώς είχανε γλυτώσει
τη κεφαλή του κούναγε : “τους είχανε προδώσει”
η άθλια καθοδήγηση τους είχε υπονομέψει
τη δόξα και τη φήμη τους η άτιμη να κλέψει
.
τον Νόσφη που τον έρραινε με κειά την αγιαστούρα
τον αποπήρε άσκημα , του φάνηκε καζούρα:
“Τι λιβανίζεις βρε παπά , για φάντασμα με πήρες;”
και πήγε στο γιατάκι του με μια κασόνα μπύρες
.
από αυτές που φέρανε οι σύνδεσμοι κουμπάνια
(στο πρώτο τάγμα είχανε και γαλλική σαμπάνια)
και σαν ο Άλκης τόλμησε να πάει να του ξηγήσει
εκείνος τού’ριξε μια μίλλς που είχε απασφαλίσει
.
ήταν μεγάλη η φούρκα του και ξέχασε να δώσει
διαταγές και τις σκοπιές ο ίδιος να οργανώσει
ο Άλκης εκαθότανε και έχασκε σαν χάνος
και τότε εμφανίστηκε ο επίτροπος ο Πάνος
.
Καθώς όλοι κοιμόσαντε και ήταν ησυχία
τον καπετάνιο τρίβανε Μαρίκα και η Θεία
μες το αμπρί , που ήτανε πάλε πλευριτωμένος
κι ο Φούρκας μπύρες έπινε μόνος και ξεχασμένος
.
μέσα στη νύχτα ακούστηκε αχός , φωνή μεγάλη
” Συντρόφοι επαγρύπνηση ! αφήστε τη κραιπάλη”
ήτανε το περίπολο του Γενικού Αρχηγείου
από τον Άλκη μάθανε το γυρισμό του Θείου
.
και έφοδο μας κάνανε με αρχηγό το Πάνο
που σ’ άτι χρυσοστόλιστο εκάλπαζε απάνω
” Ξυπνάτε παλληκάρια μου έγινε προδοσία
και πράκτορες μας έβαλαν Ιντέλλιτζενς και Σία”
.
φώναζ’ ο καθοδηγητής τ’ορδί να ξεσηκώσει
της δεξιάς τους πράκτορες για να τους ξετρυπώσει
“Στα όπλα τάγμα δεύτερο να βρούμε τους πρακτόρους”
και έσερνε ξοπίσω του πεντέξη κλακαδόρους.
.
Το Παπα Νόσφη βούτηξε ο Πάνος απ το μούσι
και τον εσβούριξε μακρυά στο πρωϊνό το πούσι
ο δόλιος κουτρουβάλαγε , του’σπασε τη σιαγόνα
( αργότερα λειτούργαγε σε άλλη Χελιδόνα )
.
Όταν τους άντρες μάζωξε ρώτησε ” Πούν ο Θείο;”
κείνοι τ’ αμπρί τουδείξανε πούχαν για αρχηγείο
με το σπαθί του ξέγυμνο , το δώρο του Μπουντιένυ
εμπήκε μέσα στο αμπρί , ( ώχου κακό θα γένει )
.
ο Αλκης όξω βλοσυρός το Λούγκερ του οπλίζει
και τη Μαρίκα άκουσαν ” Ρε Φούρκααα..” να στριγγλίζει
μετά μπουκάρανε στο αμπρί κι οι άλλοι νοματαίοι
αυτοί της καθοδήγησης πούταν τζοχανταραίοι
.
Το Θείο έξω τράβαγαν τη Θειά και τη Μαρίκα
σε μια γωνιά πετάξανε και τη φτωχή κατσίκα
ο Ισίδωρος τους έβρυζε , η Θειά είχε γίνει τούρκα
με τις φωνές ξυπνήσανε το καπετάνιο Φούρκα
.
” Τι έγινε μωρέ παιδιά , μην ήρθαν οι τσολιάδες
ή μήπως μας προδώσανε οι καθοδηγητάδες ;;”
έψαχνε γύρω για να βρεί τις τρομερές Σερβίδες
γιατί είχε μείνει ο καψερός από χειροβομβίδες
.
εκείνες όμως λείπανε και άναψε ένα μασούρι
από τους δυναμίτες μας , γινόταν νταβαντούρι
απάνω του επέσανε όλα τα παλληκάρια
ταχιά να σβήσουν τη φωτιά, τους φώναζε : ” Ζαγάρια
.
δε βλέπετε τι γίνεται… μας παίρνουνε το Θείο…
αυτοί οι προβοκάτορες από το αρχηγείο ….”
για να τον κάνουνε καλά , κι ας τούλειπε ποδάρι ,
δεκάξη τον παλεύανε , δυό μέτρα ηταν γομάρι
.
δεμένους τους επήρανε , μαζί και τη κατσίκα
το Φούρκα υποβάσταζε η έμορφη Μαρίκα
και ο καπτα Πάνος έμεινε ξοπίσω να μιλήσει
του κόμματος μας τη γραμμή για να τους εξηγήσει
.
” Σύντροφοι συναγωνιστές λιοντάρια σεις του Γράμμου
ντροπιάσατε τα όπλα σας , και τη σημαία χάμου
μηδέν στην επαγρύπνηση , πέσατε στο ραχάτι
βυσσοδομεί η αντίδραση , το μαύρο το Παλάτι
.
μας έστειλαν αυτούς εκεί για να μας προβοκάρουν
του Μάλι Μάδι τη κορφή με προδοσιά να πάρουν
το καπετάν Ισίδωρο το Φούρκα το μιζέρια
με λίρες τους εγέμισαν τις τσέπες και τα χέρια
.
όργια ο πρώτος έκανε με δύο κορασίδες
κι ο Φούρκας εσαλιάριζε με κείνες τις Σερβίδες
και τη Μαρίκα φέρανε οι δυό χαραμοφάηδες
στο τάγμα , και ας ήτανε κώλος βρακί με Μάυδες
.
με εντολή του Κόμματος θα πάρουμε το Θείο
και τους λοιπούς ερίφηδες στο Γενικό Αρχηγείο
εκεί θα τους δικάσουμε , θα δούμε τι θα γίνει
κοσμοπολίτες σαν αυτούς κανένας δε θα μείνει
.
το τάγμα εδώ θα οχυρωθεί άμυνα να κρατήσει
το Κόμμα μας ανέθεσε στον Άλκη να διοικήσει
μη φοβηθείτε τον εχθρό , έξη ταξιαρχίες
Μάυδες δύο συντάγματα κι ογδόντα διλοχίες
.
με λοκατζήδες κι άρματα Σέρμαν τριάντα δύο
Σπιτφάιρ πυροβολικό , θε να τους φάει το κρύο
κι αφού τους κυνηγήσουμε , ας μας ρημάζει η πείνα
κάποτε παλληκάρια μου θα μπούμε στην Αθήνα”
.
κι έπειτα πάνω στ΄άλογο έφυγε προς τα πίσω
μου ήρθε απ τη συγκίνηση λιγάκι να δακρύσω
στα οχυρά εμπήκαμε ήταν ρηχά σκαμμένα
και σφαίρες μας μοιράσανε , τέσσερεις στο καθένα.
.
Όταν μας ετσακίσανε , φύγαμε γι Αλβανία
ο παπα Νόσφης έμαθα , πήγε Τρανσυλβανία
ο Αραγκόν μας ύμνησε , είχαμε μείνει ρέστοι
μες σε βαγόνια για τα ζα πήγαμε Βουδαπέστη
.
εκεί μας εγκατέστησαν το χάλι μας να γιάνει
σ’ ένα χωριό που αργότερα το είπαν Μπελογιάννη
μα δεν εκάτσαμε πολύ , φίδια μας ζώναν , χέλια
τη τύχη μας την όρισε η πέμπτη ολομέλεια
.
Πάλι στα τραίνα μπήκαμε της γής οι κολασμένοι
για τη Τασκένδη φύγαμε , ήμασταν διαγραμμένοι
( τα γεγονότα τρέχανε , πέθανε ο Πατερούλης
πούτανε αυτός ο αρχηγός της Σοβιετίας ούλης )
.
στο τραίνο ανταμώσαμε τσ’ αθάνατες Σερβίδες,
μαζί συνταξιδέψαμε , χωρίς χειροβομβίδες
οι άθλιοι ρεβιζιονιστές τις είχαν κατασχέσει
κι εκείνες σε κατάθλιψη οι μαύρες είχαν πέσει
.
Και όταν πιά εφτάσαμε μες της Ασίας τα βάθη
κάθε ελπίδα επιστροφής στο τόπο μας εχάθη
σε κομπινάτ μας βάλανε κι απάνω σε τρακτέρι
το στάρι να θερίζουμε εγίναμε πιονιέροι
.
μας δώσαν και δωμάτια σε πολυκατοικίες
κι αρχίσαμε να χτίζουμε δικές μας κοινωνίες
σαν ταχτοποιηθήκαμε κι ανάσανα λιγάκι
λαχτάρησα ο φουκαράς να φάω κατσικάκι
.
μέσα στη πόλη γύρναγα να βρώ κρεοπωλείο
μα κρέας έτρωγαν αυτοί πού ηνταν στο κυβερνείο
τα μαγαζιά δουλεύανε μα είχαν άδεια ράφια
και έτσι τη πόλη άφησα και βγήκα στα χωράφια
.
εκεί που εβολόδερνα , σ’ ένα χωριό εμπήκα
και ξαφνικά απάντησα μια παχουλή κατσίκα
εκείνη που αφήσαμε πάνω στο Μάλι Μάδι
τώρα θρεμμένη ήτανε και όχ’ απολειφάδι
.
και έλεγε και έκρενε κι ανθρώπινα μιλούσε
( τριγύρω μαζευτήκανε δυοτρείς ξανθομαλλούσαι )
κι απο μια ίσμπα πρόβαλλε ο Παπα Νοσφεράτος
και ψαλμουδιές μουρμούριζε , ήταν μακρυά φευγάτος
.
” Παπά μου την ευχούλα σου.. χαρά μου που σε βρήκα”
εκείνος δεν απάνταγε , στράφηκα στη κατσίκα
και κείνη μου τα ιστόρησε καταλεπτώς τα πάντα
γι αυτό και αποσύρομαι , σ’ αυτή δίνω αβάντα
.
” Μη με θωρείτε ενεός ευγενικέ αντάρτα
της μιαρής αντίδρασης εσείς μέγιστε γδάρτα
και των ορέων γυπαετέ , του ΔΣΕ η νίκη
επέφερε και γέλωτας είς παρδαλόν κατσίκι
.
ερίφια τώρα ομιλούν Ελληνικήν απταίστως
του Παπα Νόσφεος αυτού σιωπούντος ανηκέστως
ότι κατέπιεν απνευστί το φλογερόν φλαούτο
κι απέμεινεν ο δυστυχής εις το χωρίον ετούτο
.
δια της διοικήσεως την οργήν λάθε εγκαταβιώσας
εν τω χωρίω τουτωνί με τας ξανθάς τας γκιόσας
και φράξιαν οργανώσαντας μετά τινών Ποντίων
αυτός συναγελάζεται μεθ ύποπτων στοιχείων”
.
και η κατσίκα απ την αρχή όλα μου τα διηγήθη
πώς γλύτωσε ο Ισίδωρος και ίδρυσε το ΙΘΙ
εκεί όπου τον στείλανε μετά τη καταδίκη
αυτόν και τους υπόλοιπους , τι φοβερό καζίκι
.
στο Μπούλκες γι αναμόρφωση , μετά στην εξορία
και με το Φούρκα συντροφιά Ιρκούτσκη Σιβηρία
εκεί αλάτι σκάβανε μες τις στοές αντάμα
τη λευτεριά προσμένανε ή ίσως κάποιο θάμα
.
τη Θεία αναγκάσανε και όνομα ν’ αλλάξει
το Θείο σαν το βελζεβούλ έπρεπε ν’ αποτάξει
και τη Μαρίκα βάλανε σ’ ένα χαμαιτυπείο
έκτοτε αυτές αναζητούν το Φούρκα και το Θείο
.
Εκεί στα μαύρα κάτεργα που σκάβανε τ’ αλάτι
ο Θείος ανακάλυψε μια φλέβα με αχάτη
είναι πετράδι ακριβό και τούρθε μια ιδέα
να στήσει επιχείρηση για να περνάει ορέα
.
ο Φούρκας δε συμφώνησε γιατί ‘τανε στουρνάρι
τα βράδια εμνημόνευε το καπετάνιο Άρη
και μόνος ο Ισίδωρος έστησε τη κομπίνα
μ’ ένα Καρλαύτη Ουκρανό που ήτανε λουμπίνα
.
Τις πέτρες τις μαζεύανε λαθραία τις πουλάγαν
με τη κομπίνα τους αυτή γερά τα κονομάγαν
στο Κίεβο τα στέλνανε με κάτι αεροπλάνα
και όλα τα κανόνιζε μία ξανθιά Σβετλάνα
.
που ήταν δεσμοφύλακας εις του γκουλάγκ τη πύλη
είχε καμπύλες πλούσιες και δυό σαρκώδη χείλη
και είχε πέσει η τρελλή στου θείου τη γοητεία
εκείνος της εδίδαξε τι πάει να πεί λαγνεία
.
μαζί τις πέτρες κρύβανε μέσα σ’ ένα πανέρι
και η Σβετλάνα κράταγε ένα κοντό μαχαίρι
τάχα μου πως επήγαινε για να μαζέψει χόρτα
κι έτσι τις πέτρες πέρναγε σαν έφτανε στη πόρτα
.
Ο Θείος πλούτισε εκεί δα , μα μέσα στο γκισντάνι
έψαχνε ο δόλιος για να βρεί τα φράγκα τι να κάνει
και η Σβετλάνα η ξανθιά τούχε γενεί τσιμπούρι
ο Φούρκας τα κακάρωσε , τον βάλαν στο κιβούρι
.
και αφού το καλοσκέφτηκε , τι είχε για να χάσει ;
οργάνωσε ένα σχέδιο ο μαύρος ν’ αποδράσει
μα η Σβετλάνα τόμαθε , τον πιάνει από τα πέτα
“έλα λιουμπλιού Ισίντορε , μια τελευταία ξεπέτα”
.
και εκείνος σαν αντίκρυσε το μάτι της το πλάνο
μες τα βυζά της χώθηκε κι έχασε τ’ αεροπλάνο
μα πάλι ήταν τυχερός , μέσα στη γκαντεμιά του
δεν ήξερε πως γλύτωσε , θα πήγαινε καλιά του
.
στο Ιλιούσιν πούφυγε βρίσκονταν οι Σερβίδες
εκτάκτως αναστήθηκαν , είχαν χειροβομβίδες
και πειρατεία έκαναν , στη βράση τους απάνω
τραβήξαν τις περόνες τους και παει το αεροπλάνο
.
” Αν και του εγχειρήματος υπάρξαντος προώρου
αργότερον η απόδρασις του Θείου Ισιδώρου
εγένετο τοις πράγμασιν , την Ουκρανήν αφήσας
τους παγετώνας του Βορρά γενναίως διασχίσας
.
εις τας Αλάσκας καταφθάς τας πέτρας ξεπουλήσας
ενέδωσεν στων θήλεων τα βίτσια και τας λύσσας
και σκαμπαβίαν ωνήσαντας εφοπλιστής εγίνη
εις την Μεσόγειον έφθασε , κατέπλευσ’ εν Αιγίνει
.
μετα κυνός δασύτριχου του φοβερού Καρλαύτου
όστις εις την θαλαμηγόν τελούσε χρέη ναύτου
έκτοτε μόνος διαβιεί , περί πολλά τυρβάζων
και της Σκουπίτσης τ’ όνομα μονίμως ανακράζων”
.
Έτσι μου τη τελείωσε τη διήγηση η κατσίκα
και να σας γράψω τούτα δώ σε πειρασμό εμπήκα
τα χρόνια μας τα ηρωικά στο Βίτσι και το Γράμμο
κι αν σβήσουνε τα λόγια μου , τα χάραξα στην άμμο.
.
Νοέμβρης _ Δεκέμβρης 2007

5 σχόλια:

Disdaimona είπε...

Θα είναι σύμπτωση,άκουγα χτες το βράδυ τη μουσική απ΄την ταινία του Βούλγαρη,ήθελα να ανεβάσω κιόλας κάποια κομμάτια, τελικά δεν το έκανα.

Δεν ξέρω πως σου φάνηκε η ταινία,εμένα μου έδωσε πολύ τροφή για να σκεφτώ. Διαπίστωσα μάλιστα - γιατί μετά έγινε και κάποια κουβέντα με τον Βούλγαρη που παρευρισκόταν - πως τα παιδιά,οι απόγονοι "των δύο στρατών" - δεν έχουν ξεπεράσει καθόλου τα τραύματα εκείνης της εποχής,λες και η εποχή χρωστά ακόμα την απόδοση μιας δικαιοσύνης,δεν ξέρω. Πάντως μου κανε εντύπωση ένα κορίτσι,που μιλούσε για το δημοκρατικό στρατό,λες και υπάρχει σήμερα.Με τέτοιο πάθος μιλούσε.

Νοσφεράτος είπε...

Δυσδαιμονα εχουμε κανει παραπολλές συζητησεις για την ταινια του Βουλγαρη και εδω και αλλου ..Μερικά μπορεις να δεις στην ετικετα εμφυλιος και εθνικη αντισταση

- Ομως αυτος εδώ ο ο Γραμμος αναφερατι σε εναν αλλο εμφυλιο μια επική μαχη της Μπλογκοσφαιρας - στις απαρχες του χρόνου -κατι σαν το επος του Γκιλγαμές η την Οδυσσεια- που ανατιναξε την Χελιδωνα σε χιλια κομματια και γεννησε την Χελιδωνα μ-λ καθως και αλλες Χελιδωνες ...

Νοσφεράτος είπε...

Ημουνα καπου βεβαιος πως παλι η Χελιδωνα
θα ξαναπιάσει ταρματα σε τουτον τον Αιωνα

μες τη σπλια περιμενα τον ποιητη Παπουλή
και το ΙΘΙ να ναστηθει με την παρεα Ουλη
και ναρθει το ακτιστον το Φως σαν ναταν περιστέρι
να φαει σπορους λησσομονιάς απο του Θείουχερι
Να ερθει και Οσισρις να ερθει και η Ισις
να ερθει πονων βαλσαμο κι η τελική μας Λύσις .

Disdaimona είπε...

"Η επική μάχη της Μπλογκόσφαιρας"
μ΄άρεσε πολύ αυτό,θα το κρατήσω.

Νοσφεράτος είπε...

κρατα το

Δε μελές; Τι νεα απο τα ..μετωπα ; ;)