Αναγνώστες

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Γυναίκες και Αντικειμενική Κουλτούρα:Lieteke van Vucht Tijssen


Lieteke van Vucht Tijssen
Γυναίκες και Αντικειμενική Κουλτούρα:
Georg Simmel και Marianne Weber


(Women and Objective Culture: Georg Simmel and Marianne Weber)
στο: Theory, Culture and Society: Explorations in Critical Social Science
(A special Issue on Georg Simmel)
(1991, Volume 8, Number 3, SAGE Publications, London)
μεταφραση ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

Μία Θεωρία των Σχέσεων μεταξύ των Φύλων
Η μεταβολή των σχέσεων των φύλων αποτελεί ένα από τα κεντρικά στοιχεία της διαδικασίας της νεωτερικότητας.

Παρότι όμως οι θεμελιωτές της κοινωνιολογίας γνώριζαν καλά αυτήν την πραγματικότητα, οι περισσότεροι από αυτούς επικέντρωσαν την προσοχή τους σε άλλα ζητήματα.

Ο Simmel, με εξαίρεση τον Spencer που σε αυτό το ζήτημα υπήρξε μία πηγή έμπνευσης για αυτόν, ήταν ο μόνος που ανέπτυξε μία θεωρία γύρω από τις μεταβαλλόμενες σχέσεις των φύλων σαν αναπόσπαστο μέρος της θεωρίας της νεωτερικότητας.

Στην περίοδο μεταξύ του 1890 και 1911 ο Simmel δημοσίευσε περίπου δεκαπέντε δοκίμια επάνω σε αυτό το θέμα, τα οποία επανεκδόθηκαν στη Γερμανία το 1985 με τον τίτλο Schriften zur Philosophie und Soziologie der Geschlechter.


Οι ιδέες του Simmel γύρω από τις σχέσεις των φύλων συνέπιπταν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες που είχαν αναπτύξει πολλοί διανοητές της ίδιας περιόδου. Ωστόσο, αυτές αντιμετώπισαν και κριτική, μέρος της οποίας προήλθε από την Marianne Weber. Αυτή, πέρα από σύζυγος του Max Weber, υπήρξε επίσης με αυτοδύναμο τρόπο και πρόσωπο της διανόησης.
Οι δημοσιεύσεις της συμπεριλαμβάνουν έναν αριθμό δοκιμίων γύρω από τα προβλήματα των γυναικών. Σε ένα από αυτά τα δοκίμια, με τίτλο ‘Die Frau und die objective Kultur’ (Weber, 1919), η Marianne Weber συζήτησε τις θεωρίες του Simmel γύρω από τις σχέσεις των φύλων.

Σε αυτό το σύντομο άρθρο θα παρουσιάσω τον πυρήνα των ιδεών που ανέπτυξε ο Simmel γύρω από τους άνδρες και τις γυναίκες, παράλληλα με την κριτική που άσκησε σε αυτές η Marianne Weber. Επιπλέον, θα δώσω προσοχή στα πρακτικά συμπεράσματα που συνήγαγε από αυτές τις ιδέες ο Simmel αλλά και στον σχολιασμό αυτών των συμπερασμάτων από την Marianne Weber.


Ο Simmel και η Μεταφυσική του Φύλου
Ο Simmel αναπτύσσει την κοινωνιολογία του των σχέσεων των φύλων όχι απλά και μόνο με φόντο τις ιδέες του γύρω από τη σχέση που συνδέει τις βιωματικές εμπειρίες με τα πρότυπα που χαράσσουν τη ροή αυτών των εμπειριών, όπως και τις ιδέες του γύρω από τη σχέση μεταξύ της υποκειμενικής και της αντικειμενικής κουλτούρας, αλλά και σαν αποτέλεσμα της βαθύτερης επεξεργασίας αυτών των ιδεών του.

Στην αρχή, ο Simmel είχε την άποψη ότι οι σχέσεις που μόλις αναφέραμε είναι πάντοτε γεμάτες από ένταση. Από τη μία πλευρά, ‘οι ικανότητες παραγωγής έργου και τα ενδιαφέροντα στη ζωή ορίζονται και πλάθονται μέσα από τις φόρμες της “αντικειμενικής κουλτούρας”, του κόσμου των πολιτιστικών προτύπων και των τεχνουργημάτων που παράγουν αυτά, φόρμες που έχουν αποκτήσει μία υπόσταση ανεξάρτητη από την ατομική ανθρώπινη ύπαρξη’ (Oakes, 1984: 6). Από την άλλη πλευρά, η ίδια η ζωή υπερβαίνει αυτές τις φόρμες ξανά και ξανά (βλέπε Weinstein και Weinstein, 1990).
Προσφέροντας πιθανά ‘καλούπια’ για το πλάσιμο των εμπειριών, η αντικειμενική κουλτούρα παρέχει τα εργαλεία που χρειάζεται το άτομο για να μεταμορφώσει τον εαυτό του σε πολιτισμικό ον, δηλαδή σε άνθρωπο. Για να μπορεί να το κάνει αυτό θα πρέπει τα στοιχεία που συνθέτουν την αντικειμενική κουλτούρα να ενσωματωθούν με την ‘υποκειμενική κουλτούρα’, δηλαδή με τη ζωή του ατόμου ως πολιτισμικό ον (Oakes, 1984: 7, βλέπε επίσης Bevers, 1982: 84-104, van Vucht Tijssen, 1989). Ι

δανικά, το άτομο θα έπρεπε να είναι ικανό να απορροφά όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής κουλτούρας στην υποκειμενική του κουλτούρα, όμως η διαδικασία της νεωτερικότητας έχει επιφέρει τον διαχωρισμό της αντικειμενικής από την υποκειμενική κουλτούρα.

Το εύρος και η περιπλοκότητα της αντικειμενικής κουλτούρας αυξάνεται σε τέτοιον βαθμό που δεν είναι πια δυνατόν για το άτομο να οικειοποιείται την αντικειμενική κουλτούρα στο σύνολό της και να ενσωματώνει τα στοιχεία της στο υποκειμενικό του βίωμα. Αυτό συνιστά μία τραγωδία της νεωτερικότητας.
Στα δοκίμιά του με τίτλο ‘Θηλυκή Κουλτούρα’ και ‘Το σχετικό και το Απόλυτο στο Ζήτημα των Φύλων’, ο Simmel τροποποιεί αυτήν την αρχική του θεώρηση.

Σε αυτές τις πραγματείες, o Simmel ισχυρίζεται ότι οι εντάσεις μεταξύ της βιωμένης εμπειρίας και των προτύπων της αντικειμενικής κουλτούρας, όπως επίσης και ο διαχωρισμός ανάμεσα στην αντικειμενική και την υποκειμενική κουλτούρα, έχουν να κάνουν με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της φύσης των ανδρών.

Η τραγωδία της νεωτερικότητας είναι η τραγωδία των ανδρών, όχι η τραγωδία του ανθρώπινου γένους. Ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτό δεν επισημάνθηκε νωρίτερα είναι επειδή στο πέρασμα της ιστορίας ο ανδρικός τρόπος ύπαρξης προσέλαβε τον χαρακτήρα του οικουμενικού τρόπου ύπαρξης (Simmel, 1984: 102, 103).
Για την επανόρθωση αυτής της μεροληψίας, ο Simmel πιστεύει ότι είναι απαραίτητο για τη σύγχρονη κοινωνία να αντιμετωπίσει δίκαια και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γυναικείου φύλου. Οι άνδρες, ισχυρίζεται αυτός, δημιουργούν πράγματι την αντικειμενική κουλτούρα. Σαν συνέπεια αυτού του πράγματος, όλα τα συστατικά στοιχεία αυτής της κουλτούρας, από τα σπουδαία έργα τέχνης μέχρι και τις μορφές διακυβέρνησης, από την επιστημονική θεωρία μέχρι και τις εργασιακές σχέσεις, είναι εντελώς διαποτισμένα από ανδρικά χαρακτηριστικά, ανδρικά συναισθήματα και ανδρική νοημοσύνη. Επιπλέον, η αντικειμενική κουλτούρα θα στηρίζεται πάντοτε σ΄ αυτά τα ανδρικά χαρακτηριστικά για αυτήν την ίδια την επιβίωσή της.

Η κουλτούρα μας είναι, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, μία κατά κύριο λόγο ανδρική κουλτούρα.
Οι άνδρες έχουν δημιουργήσει τις τέχνες και την επιστήμη, το εμπόριο και τις επιχειρήσεις, την οργάνωση του πολιτεύματος και τη θρησκεία, και σαν αποτέλεσμα αυτά τα δημιουργήματα δεν αποκαλύπτουν μόνο έναν ανδρικό χαρακτήρα αλλά και στηρίζονται επίσης για τη συνέχισή τους επάνω σε συγκεκριμένα ανδρικά χαρακτηριστικά. (Simmel, 1985: 161)1
Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που ο Simmel αποδίδει στους άνδρες είναι: η ικανότητά τους να θέτουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία υψηλών ιδεωδών, η ικανότητά τους να δρουν με τρόπο ορθολογικό και να προσανατολίζουν τη δράση τους σε συγκεκριμένους στόχους, και η τάση τους προς εξειδίκευση και καταμερισμό της εργασίας (Simmel, 1985: 161-2, και 1919: 256-7).
O Simmel ασχολείται ιδιαίτερα με το τελευταίο από αυτά τα χαρακτηριστικά. Κατά την άποψή του, οι άνδρες είναι προικισμένοι με την ικανότητα να αφοσιώνονται ολοκληρωτικά σε ένα καθήκον ή στον σκοπό ενός συγκεκριμένου επιτεύγματος, ακόμη και όταν αυτό εκφράζει μόνο ένα μικρό μέρος της προσωπικότητάς τους.

Σαν αποτέλεσμα, οι άνδρες είναι επίσης ικανοί να διαχωρίζουν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες από την υποκειμενική τους προσωπικότητα. Σε ότι αφορά τους ρόλους τους, οι άνδρες αφήνουν τους εαυτούς τους να καθοδηγούνται από τους ανώνυμους κανόνες της αντικειμενικής κουλτούρας, και ταυτόχρονα καταπνίγουν τα υποκειμενικά τους ενδιαφέροντα και συναισθήματα, περιορίζοντάς τα στη σφαίρα του ιδιωτικού βιώματος έτσι ώστε να μην επιτρέπουν σε αυτά να παρεμβαίνουν στην εργασία τους. Είναι κατά κύριο λόγο αυτή η ανδρική σχιζοφρένεια που ο Simmel αναγνωρίζει σαν το θεμέλιο του μοντέρνου πολιτισμού.

Η δημιουργία και η συνέχιση ενός πολιτισμού που χαρακτηρίζεται από τέτοια πολυπλοκότητα και διαφοροποίηση είναι δυνατή μόνον επειδή οι άνδρες έχουν την προδιάθεση και είναι έτοιμοι να εξειδικεύονται και να ενεργούν με επαγγελματικό τρόπο (Simmel, 1985: 161-2). Με άλλα λόγια, ο σύγχρονος πολιτισμός είναι αυτό που είναι εξαιτίας του ορθολογισμού και της τάσης για διαχωρισμό που χαρακτηρίζει τους άνδρες, εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτοί είναι κομματιασμένοι ανάμεσα στην υποκειμενική και την αντικειμενική κουλτούρα (Simmel, 1985: 207).
Σε αντίθεση με τη φύση των ανδρών, ο Simmel αντιλαμβάνεται τη φύση των γυναικών σαν κάτι που υπερβαίνει ή βρίσκεται πέρα από το διαχωρισμό της αντικειμενικής και υποκειμενικής κουλτούρας από τον οποίο υποφέρουν οι άνδρες, και, ως εκ τούτου, πέρα από τις συγκρούσεις ανάμεσα στη βιωματική εμπειρία και στα αντικειμενικά πρότυπα ζωής.

Οι γυναίκες εκπροσωπούν ένα είδος πληρότητας που δεν τη βιώνουν οι άνδρες και η οποία αντιπροσωπεύει μία αξία εξίσου σημαντική με εκείνες που εκπροσωπούνται από τους άνδρες και τη φύση τους (Simmel, 1985: 208, 1919: 264-6). Αυτή η διαφορά μπορεί να γίνει φανερή στον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τη σεξουαλική σχέση τα δύο φύλα. Εξαιτίας της διχασμένης φύσης τους, οι άνδρες εμπλέκουν μόνον ένα μέρος του εαυτού τους στη σεξουαλική σχέση, ενώ για τις γυναίκες αυτή αποτελεί ένα εγγενές κομμάτι της συνολικής τους ύπαρξης. Σαν αποτέλεσμα:
Όσον αφορά τον άνδρα, υπάρχει μία αίσθηση ότι η σεξουαλική δραστηριότητα είναι κάτι που αυτός κάνει. Όσον αφορά τη γυναίκα, αυτή συνιστά έναν τρόπο ύπαρξης (Simmel, 1984: 107).


Εξαιτίας της τάσης τους για διαχωρισμό, οι άνδρες μπορούν να αναπτύσσουν σημαντικό ενδιαφέρον για αυτό που είναι καθαρά αισθησιακό. Σε αντίθεση, ο γυναικείος ερωτισμός ενυπάρχει στον πυρήνα της φύσης με την οποία αυτές έρχονται στον κόσμο. Κατά συνέπεια, για τις γυναίκες η σεξουαλικότητα είναι κατά πολύ λιγότερο ένα σαρκικό ζήτημα.2
Η μεστότητα της ζωής της γυναίκας δεν εκφράζεται μόνο μέσα από τον τρόπο με τον οποίο εμπλέκονται οι γυναίκες σε ερωτικές σχέσεις.

Αυτή είναι διάχυτη από τη μία άκρη ως την άλλη στον συνολικό τρόπο με τον οποίο αυτές υπάρχουν και εκφράζουν τους εαυτούς τους. Οι άνδρες βρίσκονται σε έναν συνεχή αγώνα για το υπερβατικό, επεκτείνονται πέρα από τα όρια του εαυτού τους για την εμπειρική υλοποίηση ιδεών. Είναι ακριβώς εξαιτίας αυτής της επιδίωξης του απόλυτου που οι ζωές τους μοιράζονται ανάμεσα στους δύο πόλους της αντικειμενικής και της υποκειμενικής κουλτούρας.
Η επέκταση πέρα από τα όριά τους, σε κάθε τι που κάνουν, για να αγγίξουν τη σφαίρα αυτού που υπερβαίνει το προσωπικό …. προϋποθέτει εξαρχής έναν δυϊσμό, μία διάσπαση της ενότητας της ζωής με τη μορφή του επάνω και κάτω, του υποκειμένου και του αντικειμένου ….(Simmel, 1985: 209).3
Οι άνδρες είναι πράγματι ικανοί να μειώσουν οι ίδιοι αυτό το χάσμα κα να βρουν μια νέα αρμονία, όμως για να το κάνουν αυτό θα πρέπει να αφομοιώσουν το σύνολο της αντικειμενικής κουλτούρας και να δημιουργήσουν μία νέα σύνθεση. Καθώς η αντικειμενική κουλτούρα διαφοροποιείται και αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο, αυτό το έργο γίνεται όλο και πιο δύσκολο (Simmel, 1985:3, 220-4).

Αντίθετα με τους άνδρες, οι γυναίκες δεν έχουν φυσική κλίση για την εξειδίκευση ή για την επιδίωξη αντικειμενικών νοημάτων. Κατά συνέπεια, αυτές δεν είναι κομματιασμένες εσωτερικά. Απεναντίας, επιτυγχάνουν με φυσικό τρόπο μία εσωτερική αρμονία τέτοια που οι άνδρες μπορούν να αποκτήσουν μόνο με έμμεσο τρόπο. Οι γυναίκες ζουν τη ζωή τους με τη μορφή ενός αδιάσπαστου όλου. Κατά τον Simmel λοιπόν, μία γυναίκα μπορεί να παραμένει πολύ πιο αυτάρκης: Ο κόσμος της κινείται με κατεύθυνση το δικό του ξεχωριστό κέντρο βαρύτητας’ (Simmel, 1984: 111-12).
Εδώ, ο δυϊσμός που διασπά τις ρίζες της ζωής είναι απών …. Η ζωή βιώνεται σαν αξία αυτή καθ’ εαυτή και κατέχει τόσο κεντρική από νοηματική άποψη θέση που ακόμη και η έκφραση ότι αυτή βιώνεται σαν αυτοσκοπός την κατακερματίζει. (Simmel, 1985: 210)4
Εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ύπαρξής τους, οι γυναίκες έχουν επίσης μικρότερη κλίση για ορθολογιστική, δηλαδή για λογική και αντικειμενική, σκέψη. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον κόσμο είναι πολύ πιο συναισθηματικός και διαισθητικός. Στη δυτική κουλτούρα, και για μεγάλο διάστημα, αυτό υπήρξε ένας λόγος για να θεωρείται ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άνδρες.

Ο Simmel αντιστρέφει αυτό το επιχείρημα. Για εκείνον, αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάνουν τις γυναίκες να είναι όχι κατώτερα αλλά ανώτερα όντα σε σύγκριση με τους άνδρες. Εξαιτίας της διαίσθησής τους, αυτές κατανοούν καλύτερα τις περίπλοκες καταστάσεις, και πέρα από αυτό έχουν επίσης καλύτερη ικανότητα να αντιμετωπίζουν με επιτυχία καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα (Simmel, 1985: 43-5, 1919: 284-6). Ωστόσο, τo σπουδαιότερο χαρακτηριστικό τους είναι η ενότητα της ύπαρξής τους. Ενώ οι άνδρες πασχίζουν να κατακτήσουν την αντικειμενική πραγματικότητα, η ύπαρξη των γυναικών έχει σαν αγκυροβόλιό της αυτήν την ίδια τη ζωή. Οι γυναίκες επομένως αποτελούν ένα αντίβαρο των διασπαστικών τάσεων των ανδρών (Simmel, 1985: 210ff., 1919: 284-6). Ο Simmel φθάνει ακόμη και να ισχυρισθεί ότι, για την ακρίβεια, όσο πιο μακριά βρίσκεται μία γυναίκα από τη διάσπαση στην οποία υπόκειται ο άνδρας τόσο πιο αυθεντική είναι αυτή σαν ανθρώπινο ον (Simmel, 1984: 112).
Οι ιδέες του Simmel γύρω από τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες βασίζονται τελικά σε ένα μεταφυσικό επιχείρημα. Σε τελική ανάλυση, η υπεροχή της γυναικείας φύσης έχει να κάνει με τη σχέση που συνδέει την ύπαρξή της με τη φύση του γενικού σύμπαντος. (Simmel, 1984:119). Ο Simmel φαίνεται να αποδίδει στο σύμπαν δύο διαστάσεις: εκείνη των απόλυτων ιδεών ή προτύπων και εκείνη των δυνάμεων της ζωής. Αυτές οι δύο διαστάσεις αποτελούν επίσης τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης.5 Στο επίπεδο του σύμπαντος, και οι δύο αυτές διαστάσεις βρίσκονται συγχωνευμένες σε ένα αδιαίρετο όλο. Στην ανθρώπινη ζωή όμως αυτές παίρνουν δύο a priori διαφορετικές μορφές, την ανδρική και τη γυναικεία. Για λόγους που δεν διασαφηνίζει ο Simmel, στην ανδρική φύση η ιδέα και η ζωή αποσυνδέονται, ενώ στη γυναικεία φύση παραμένουν ένα αδιάσπαστο όλο. Αυτό σημαίνει ότι η φύση των γυναικών είναι πιο κοντά σε εκείνη του σύμπαντος (Simmel, 1984: 120-30).6
Με βάση αυτήν την υπόθεση, ο Simmel φθάνει σε δύο επιστημολογικού και ηθικού χαρακτήρα συμπεράσματα που έχουν να κάνουν με τις διανοητικές και ηθικές αξιότητες των γυναικών.
Το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν αγωνίζονται για την εμπειρική υλοποίηση ιδεών, όπως και το ότι αυτές έχουν μικρότερη προδιάθεση για ορθολογική σκέψη, δεν είναι, με βάση αυτό το υπόβαθρο, αποτέλεσμα μιας ανεπάρκειας αλλά, αντίθετα, αποτέλεσμα μιας υπερέχουσας πρόσβασης στη σφαίρα του αντικειμενικού. Ακριβώς επειδή η ζωή και το πνεύμα δεν έχουν διαχωριστεί στο πλαίσιο της γυναικείας ύπαρξης, ακριβώς επειδή η ζωή μιας γυναίκας έχει τις ρίζες της μέσα σε αυτό καθαυτό το θεμελιώδες, οι γυναίκες είναι ικανές να επιτυγχάνουν μία άμεση υπαρξιακή αρμονία με τις θεμελιώδεις βάσεις της ύπαρξης. Επομένως, και σε αντίθεση με τους άνδρες, η γυναίκα δεν έχει ανάγκη να σκέφτεται ορθολογικά για να μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση στη σφαίρα του απόλυτου (Simmel, 1984: 120).
Σαν αποτέλεσμα, το είδος της μεθόδου που χαρακτηρίζει το σύνολο της θεωρητικής μας γνώσης είναι για εκείνη περιττό και αλλότριο (Simmel, 1984: 120).
Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της ηθικής. Πάλι εξαιτίας του αδιάσπαστου χαρακτήρα της φύσης τους, ‘η ηθική … εκπορεύεται από το εσώτατο ορμέμφυτο της γυναικείας φύσης’ (Simmel, 1984: 126). Κατά συνέπεια, οι γυναίκες είναι ικανές να καθηγούνται πιο εύκολα από ότι οι άνδρες τη φυσική κατάσταση της ‘όμορφης ψυχής’ (schöne Seele), της εσωτερικής αρμονίας των αυτοπροαίρετων πράξεών τους που φανερώνουν τη μεταφυσική ενότητα της φύσης που υπάρχει μέσα μας και της ιδέας που βρίσκεται πάνω από εμάς.8 Οι άνδρες είναι επίσης ικανοί να φθάσουν σε αυτήν την κατάσταση αλλά μόνον εφόσον υπερνικήσουν τον διχασμό της φύσης τους. Το μονοπάτι των γυναικών είναι αρχαιότερο του διχασμού (Simmel, 1984: 122). Βάσει αυτών των συλλογισμών, ο Simmel συμπεραίνει ότι, αντί για μία, υπάρχουν δύο a priori μορφές ζωής: η αρσενική και η θηλυκή, η κάθε μία από τις οποίες αντιπροσωπεύει μία προνομιούχα πρόσβαση στην κοσμική αρμονία. Κατ’ αυτήν την έννοια, και οι δύο αυτές μορφές υπερβαίνουν τα όρια του φύλου και αναπαριστούν με τον δικό τους τρόπο μία αντικειμενική αρχή.
Κατά τον ίδιο τρόπο που ένας άνδρας, ελεύθερος απ’ αυτήν τη σχέση, είναι κάτι περισσότερο από αρσενικό, έτσι και η γυναίκα είναι κάτι περισσότερο από θηλυκό. Αυτό είναι έτσι επειδή αυτή αντιπροσωπεύει το οικουμενικό θεμέλιο που ενσωματώνει μέσα του τα φύλα ουσιαστικά ή γενετικά ….. Στην πρώτη περίπτωση, το απόλυτο αναφύεται σαν το υπερ-γενετησιακά αντικειμενικό, που είναι αρσενικό. Στη δεύτερη περίπτωση, σαν το υπερ-γενετησιακά θεμελιώδες, που είναι θηλυκό (Simmel, 1984: 128).
Επομένως, για να μπορέσει η ανθρωπότητα να κατακτήσει το οικουμενικό χρειάζεται και τις δύο a priori μορφές. Ωστόσο, ένα από τα προβλήματα της σύγχρονης κουλτούρας είναι ότι αυτή αποδέχεται μόνο εκείνη την αντικειμενική αρχή που αναπαρίσταται από το αρσενικό και αγνοεί την αντικειμενική αρχή που αναπαρίσταται από το θηλυκό. Η μόνη θεραπεία για αυτό, σύμφωνα με τον Simmel, είναι μία ριζική επανεκτίμηση της a priori θηλυκής μορφής ζωής. Ταυτόχρονα, αυτό θα ήταν επίσης και ο καλύτερος τρόπος για την ενδυνάμωση της θέσης των γυναικών στη σύγχρονη κοινωνία.
Γυναίκες, Άνδρες και Ανθρώπινη Φύση: Η Κριτική της
Marianne Weber
H Marianne Weber συμφωνεί με τις ιδέες που διατυπώνει ο Simmel γύρω από τη νεωτερικότητα και το διαχωρισμό της αντικειμενικής και της υποκειμενικής κουλτούρας, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει πέραν αυτού. Αυτή δεν διαφωνεί με την άποψη του Simmel γύρω από τις τραγικές συνέπειες της διαδικασίας της νεωτερικότητας για τη σύγχρονη κουλτούρα αλλά και για τις ζωές των ανθρώπων. Αντίθετα όμως, τονίζει με έμφαση ότι η συμμετοχή στην αντικειμενική κουλτούρα προσφέρει στους άνδρες και στις γυναίκες την ευκαιρία να αναπτύξουν τις δημιουργικές τους ικανότητες και να συνεισφέρουν σε κάτι που υπερβαίνει το προσωπικό, και αυτό το θεωρεί ιδιαίτερα ικανοποιητικό.
Επιπλέον, και αυτό είναι ακόμη σημαντικότερο, αυτή δεν μπορεί να δεχθεί τη σύνδεση που ο Simmel προϋποθέτει ότι υπάρχει ανάμεσα στην αντικειμενική κουλτούρα και στα υποτιθέμενα ανδρικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την άποψη της Weber, σε αυτό το σημείο του έργου του ο Simmel μετατρέπει ένα εμπειρικό συμπέρασμα γύρω από μία συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη, στα πλαίσια της οποίας κάποιες θέσεις και ιδιότητες αποδόθηκαν στους άνδρες και κάποιες άλλες στις γυναίκες, σε μία κανονιστικού χαρακτήρα κρίση γύρω από την αρσενική και τη θηλυκή φύση. Η Marianne Weber θεωρεί εντελώς απαράδεκτη αυτή τη σύγχυση γεγονότων και προσωπικών εκτιμήσεων. Ωστόσο, οι πιο σημαντικές αντιρρήσεις της δεν έχουν σαν στόχο τη μορφή της επιχειρηματολογίας του Simmel αλλά το περιεχόμενό της. Η Weber ισχυρίζεται ότι οι ιδέες του Simmel διαφέρουν πράγματι από εκείνες των προκατόχων του, όπως του Kant, του Schleiermacher και του Schiller, φιλοσόφων που είχαν αναγνωρίσει τους άνδρες σαν τους φορείς της ανθρώπινης φύσης ενώ τις γυναίκες σαν τίποτα περισσότερο από ένα δεύτερο φύλο, η ύπαρξη του οποίου αντλεί το νόημά της μέσα από την τεκνοποιία και την ικανοποίηση και εξυπηρέτηση των ανδρών. Με άλλα λόγια, οι παραπάνω φιλόσοφοι μετρούσαν την αξία των γυναικών με ένα ανδρικής κατασκευής μέτρο. Επιπλέον, αυτοί υπέθεταν ότι οι γυναίκες μπορούν να αναπτύσσουν τις ιδιότητές τους μόνο στα πλαίσια της σχέσης τους με τους άνδρες (Weber, 1919: 97-100). Ο Simmel διαφέρει από αυτούς στο γεγονός ότι αντιλαμβάνεται τη θηλυκότητα σαν ένα αυτοδύναμο φαινόμενο το οποίο έχει τις ρίζες του στη θηλυκή φύση, δηλαδή σαν κάτι που δεν εξαρτάται από τους άνδρες. Η Marianne Weber παραδέχεται ότι με αυτόν τον τρόπο ο Simmel σπάζει το μαγικό κύκλο που είχαν σχεδιάσει οι προκάτοχοί του γύρω από τους άνδρες και τις γυναίκες, δημιουργώντας χώρο για να μπορέσουν οι γυναίκες να ακολουθήσουν τον προορισμό τους ξέχωρα από τους άνδρες (Weber, 1919: 102-3). Εν τούτοις, παρά το γεγονός ότι αυτή θαυμάζει τον Simmel στο συγκεκριμένο θέμα, διαφωνεί πλήρως με αυτές καθαυτές τις ιδέες του όσον αφορά τις γυναίκες. Ξεκινά επισημαίνοντας ότι η προσέγγισή του δεν διαφέρει ως προς την ουσία της από τις ιδέες που διατύπωσαν οι πριν από αυτόν φιλόσοφοι. Αν και ο Simmel παρουσιάζει τις δικές του ιδέες με έναν ιδιαίτερα εξευγενισμένο τρόπο, αυτές δεν παύουν να αποτελούν ένα είδος προβολής επάνω στις γυναίκες εκείνων των ποιοτικών χαρακτηριστικών που οι άνδρες δυσκολεύονται να επιτύχουν για τον εαυτό τους (Weber, 1919:102). Πέρα από αυτό, η Weber απορρίπτει επίσης και την υπόθεση που κάνει ο Simmel ότι υπάρχουν μεταφυσικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Αυτή θεωρεί ότι η λογική συνέπεια που θα είχε η αποδοχή της ιδέας του Simmel ότι το ανθρώπινο είδος έχει χωριστεί σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα φύλα θα ήταν ότι το γυναικείο φύλο αποτελεί ένα λάθος της φύσης. Φυσικά, πολλές γυναίκες θα συμφωνούσαν με τις ιδέες του Simmel όσον αφορά το θέμα της θηλυκότητας, αλλά υπάρχουν και γυναίκες που δεν θα επέτρεπαν στον εαυτό τους να περιοριστεί στη σφαίρα της διαίσθησης και της φροντίδας και που θα ήθελαν πάρα πολύ να συμμετέχουν στην αντικειμενική κουλτούρα με τον τρόπο που το κάνουν οι άνδρες. Όμως πώς θα μπορούσε να γίνει κατανοητό κάτι τέτοιο και ποια θα ήταν η βιο-οντολογική κατάσταση αυτών των τελευταίων γυναικών; Ακολουθώντας τις ιδέες του Simmel, αυτές θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητές από θεωρητική άποψη μόνον σαν ένα τρίτο φύλο. Με άλλα λόγια, εκτός από τους πραγματικούς άνδρες και τις πραγματικές γυναίκες θα υπήρχε επίσης και μία μετάλλαξη: θηλυκά όντα με αρσενικές ιδιότητες. Είναι μέσα σε αυτήν την παράλογη συνέπεια που η Marianne Weber εντοπίζει επαρκείς λόγους για να απορρίψει τη μεταφυσική του φύλου που αναπτύσσει ο Simmel.
Ωστόσο, η πραγματεία της Marianne Weber δεν περιορίζεται στην άσκηση κριτικής στον Simmel – αυτή αναπτύσσει επίσης μία δική της θεώρηση. Δέχεται πράγματι την ύπαρξη διαφορών ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, αλλά προσεγγίζει αυτές τις διαφορές με διαφορετικό τρόπο. Κατά την άποψή της, αντί να είναι εντελώς διαφορετικά όντα, οι άνδρες και οι γυναίκες μοιάζουν περισσότερο με κύκλους που επικαλύπτονται. Είναι αλήθεια ότι διαφέρουν από πολλές απόψεις, αλλά έχουν και πολλά κοινά μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Το σημαντικό είναι να γνωρίζει κανείς πόση έμφαση θα πρέπει να δώσει στις διαφορές και πόση στις από κοινού μοιρασμένες ιδιότητες. Είναι σαφές ότι ο Simmel και οι προκάτοχοί του υπερεκτιμούν τις διαφορές. Η Marianne Weber, από την πλευρά της, προτιμά να τονίζει αυτά που είναι κοινά στους άνδρες και στις γυναίκες, να έλκει την προσοχή επάνω σε έναν πυρήνα κοινά μοιρασμένων αξιοτήτων στον οποίο αναφέρεται με τον όρο ‘das allgemein menschlichen’ [καθολικά ανθρώπινος] (Weber, 1919: 96, 109, 132):
Υπεράνω της ιδέας περί συγκεκριμένων ανδρικών χαρακτηριστικών υπάρχει επίσης και η γενική επιταγή του να είναι κανείς ένα ολόκληρο ανθρώπινο ον, πράγμα που δεν συμπίπτει απλά με αυτά τα χαρακτηριστικά, ενώ αυτή η έννοια είναι επίσης ανώτερη και από εκείνη που αφορά τα συγκεκριμένα γυναικεία χαρακτηριστικά. (Weber, 1919: 132)9
Ξεκινώντας από αυτήν την προϋπόθεση, η Marianne Weber επανεξετάζει τη σχέση ανδρών και γυναικών με την αντικειμενική κουλτούρα. Η συνταύτιση που κάνει ο Simmel της αντικειμενικής κουλτούρας με τα ανδρικά χαρακτηριστικά γίνεται τώρα ανέφικτη. Φυσικά, η αντικειμενική κουλτούρα θα συνεχίζει να έχει κάποια ανδρικά χαρακτηριστικά, αλλά, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι άνδρες είναι επίσης και ανθρώπινα όντα, η αντικειμενική κουλτούρα εμπεριέχει ταυτόχρονα και έναν αριθμό καθολικά ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Με άλλα λόγια, ο ορθολογισμός, η αντικειμενικότητα και ο προσανατολισμός προς την επίτευξη ενός στόχου δεν συνιστούν ιδιαζόντως ανδρικές αξιότητες. Αυτές είναι ανθρώπινες αξιότητες. Οι γυναίκες τις κατέχουν ακριβώς όπως και οι άνδρες. Κατά συνέπεια, τα κριτήρια για την ικανότητα συνεισφοράς στην αντικειμενική κουλτούρα είναι επίσης έγκυρα και επιτεύξιμα και για εκείνες τις γυναίκες που επιθυμούν να συμμετέχουν σε αυτήν (Weber, 1919: 11, 126, 130-2). Αυτό το επιχείρημα μπορεί βέβαια και να αντιστραφεί, και είναι αυτό ακριβώς που κάνει η Marianne Weber, αν και το κάνει με προσοχή. Η θέση της είναι ότι οι άνδρες έχουν και αυτοί για λογαριασμό τους τις ικανότητες και την υποχρέωση να συνεισφέρουν στη σφαίρα της ζωής και της φροντίδας. Ως αρχή, οι άνδρες θα πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι και να ενθαρρύνονται να αναπτύσσουν και αυτήν την πλευρά της προσωπικότητάς τους.
Το να είναι κανείς ‘ένα αληθινό ανθρώπινο ον’ σημαίνει και για τους άνδρες μία πλουσιότερη ύπαρξη από την καθαρά ανδρική – μια σύνθεση την οποία θα στερούνταν μία καθαρά ανδρική υπόσταση. (Weber, 1919: 132)10
Πέρα από την απόρριψη εκ μέρους της της ταύτισης της αντικειμενικής κουλτούρας με ανδρικά χαρακτηριστικά, η Marianne Weber ασκεί επίσης κριτική και στην ιδέα ότι το πεδίο δράσης των γυναικών συμπίπτει με τις υποτιθέμενες θηλυκές σφαίρες δράσης. Το να ασχολείσαι με τη φροντίδα των ανθρώπων, υποστηρίζει αυτή, δεν είναι απλώς θέμα διαίσθησης, αυθορμητισμού κα επικοινωνίας. Αυτό είναι κάτι που απαιτεί επίσης και οργανωτικές ικανότητες. Επιπλέον, ακόμη και η φροντίδα του νοικοκυριού προϋποθέτει αντικειμενικού τύπου αξίες και κανόνες που δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το προσωπικό γούστο και τις προτιμήσεις του ατόμου, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι νοικοκυρές δεν βιώνουν πάντοτε τις ζωές τους σαν ένα αδιάσπαστο όλο, αλλά ότι είναι δυνατόν να υπόκεινται και αυτές στις ίδιες εντάσεις μεταξύ της υποκειμενικής και της αντικειμενικής κουλτούρας στις οποίες υπόκεινται οι άνδρες (Weber, 1919: 112). Ωστόσο, η Marianne Weber δεν φθάνει στο συμπέρασμα ότι η σφαίρα της αντικειμενικής κουλτούρας περιέχει περισσότερα γυναικεία χαρακτηριστικά από ότι υποθέτει ο Simmel. Κάνει όμως απόλυτα σαφές ότι οι ανθρώπινες ιδιότητες στις οποίες αναφέρεται δεν περιλαμβάνουν μόνο τα υποτιθέμενα ανδρικά χαρακτηριστικά αλλά επίσης και έναν αριθμό ‘γυναικείων’ χαρακτηριστικών.
Γυναίκες και Αντικειμενική Κουλτούρα
Η κοινωνιολογία των φύλων του Simmel είναι στενά συνδεδεμένη με τη θεωρία του για τη νεωτερικότητα. Μία από τις συνέπειες αυτής της διαδικασίας καταμερισμού της εργασίας και αντικειμενοποίησης της κουλτούρας είναι και η υποτίμηση των οικιακών καθηκόντων. Ο Simmel αναγνωρίζει ότι αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα μία αυξημένη αξίωση από την πλευρά των (μεσοαστών) γυναικών να συμμετέχουν σε άλλα πεδία δραστηριότητας στα πλαίσια της αντικειμενικής κουλτούρας. Αυτή η είσοδος των γυναικών στον χώρο που αποτελούσε παραδοσιακά το βασίλειο των ανδρών είναι ακριβώς και ο λόγος για τον οποίο αυτός θεωρεί απαραίτητο να αναπτύξει έναν στοχασμό γύρω από την ουσία της ανδρικής και της γυναικείας φύσης (Simmel, 1985: 170-1). Ωστόσο, στα δοκίμιά του με θέμα το φύλο, δεν περιορίζεται μόνο στην ανάπτυξη της μεταφυσικής του φύλου. Ο Simmel δίνει επίσης σημασία και στο πιο πρακτικό ζήτημα του κατά πόσο είναι επιθυμητή η συμμετοχή των γυναικών στην αντικειμενική κουλτούρα. Φυσικά, η πιο ριζοσπαστική συνέπεια της θεωρίας του θα ήταν πιθανά μία άποψη σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες δεν είναι από φύση τους κατάλληλες για συμμετοχή στην αντικειμενική κουλτούρα και ότι θα έπρεπε να παραμένουν εκεί που τις υποχρεώνει να ανήκουν ή ίδια τους η φύση. Σε ένα μεγάλο βαθμό, ο Simmel υιοθετεί πράγματι αυτήν την άποψη (Simmel, 1985: 173). Τελικά, υπάρχουν λίγα μόνο πεδία δράσης στα πλαίσια της αντικειμενικής κουλτούρας τα οποία ο Simmel πιστεύει ότι δημιουργήθηκαν, ή ότι είναι προσβάσιμα, από γυναίκες. Για να υποστηρίξει αυτήν την άποψη, συμπεριλαμβάνει στη συζήτησή του έναν αριθμό επαγγελμάτων. Για τον Simmel, μία σημαντική προϋπόθεση για να επιτραπεί στις γυναίκες να εισχωρήσουν στην αντικειμενική κουλτούρα είναι η αξίωσή του να μην προσπαθήσουν αυτές να αναπαραγάγουν τις ανδρικές δραστηριότητες αλλά να προσπαθήσουν καλύτερα να κάνουν μία δική τους ξεχωριστή συνεισφορά, τέτοια που θα αρμόζει στα ιδιάζοντα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και που θα είναι ικανή να προσφέρει νέα στοιχεία στην αντικειμενική κουλτούρα.
Όπως το αντιλαμβανόμαστε, το πραγματικό πρόβλημα για τον πολιτισμό είναι το κατά πόσο η απαιτούμενη ελευθερία των γυναικών θα αποτελέσει αφορμή για νέα πολιτιστικά ιδιώματα …. το κατά πόσο αυτές θα συνεισφέρουν κάτι το οποίο δεν μπορούν οι άνδρες. (Simmel, 1985: 163)11
Η σειρά των επαγγελμάτων που εξετάζει ο Simmel καλύπτει μία κλίμακα που ξεκινά από εκείνο του εργάτη εργοστασίου και φθάνει σε εκείνο του καλλιτέχνη. Και πράγματι οι γυναίκες αποδεικνύονται να είναι από φύση τους ακατάλληλες για κάποια από αυτά, όπως είναι η δουλειά σε εργοστάσιο, επειδή αυτά τα επαγγέλματα είναι αποσπασματικά και πειθαρχημένα (Simmel, 1985: 163-4). Οι γυναίκες μπορούν να συνεισφέρουν σε άλλα επαγγέλματα κατά ένα περιορισμένο τρόπο. Στον κόσμο των εικαστικών τεχνών, για παράδειγμα, οι γυναίκες δεν είναι ικανές να γίνουν καλλιτεχνικές αυθεντίες επειδή δεν έχουν ανάγκη για την επιδίωξη μεγαλοπρεπών εμπνεύσεων. Αντίθετα, θα ήταν καλύτερα για αυτές να περιορίζονται στις εκφραστικές τέχνες, οι οποίες αρμόζουν πράγματι στις διαισθητικές και επικοινωνιακές τους ικανότητες (Simmel, 1985: 165-70). Το ίδιο ισχύει λίγο ή πολύ και για τις επιστήμες. Οι περισσότερες από αυτές δεν είναι κατάλληλες για γυναίκες, με εξαίρεση την ιστορία και την ιατρική. Αυτά είναι πεδία στα οποία οι διαισθητικές ικανότητες των γυναικών μπορούν να προσθέσουν κάτι το οποίο δεν μπορούν οι άνδρες. Ο Simmel δεν σχολιάζει κανένα άλλο επάγγελμα. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα είναι μάλλον απογοητευτικό. Η αντικειμενική κουλτούρα δεν φαίνεται να διαθέτει ιδιαίτερα μεγάλο χώρο για τις γυναίκες. Στην πράξη, έχει γίνει μόνο μία πραγματική συνεισφορά στην αντικειμενική κουλτούρα από τις γυναίκες και αυτή είναι η καθιέρωση του σπιτικού σαν μία μορφή ζωής. Το γεγονός ότι στα πλαίσια της πορείας της νεωτερικότητας οι γυναίκες διεκδίκησαν τη σφαίρα δράσης του νοικοκυριού, της οικογενειακής ζωής και των κοινωνικών σχέσεων και έκαναν αυτήν τη σφαίρα δράσης δική τους είναι για τον Simmel κάτι περισσότερο από ιστορική σύμπτωση και είναι μάλλον θέμα ‘επιλεκτικής συγγένειας’. Αυτός είναι πράγματι ο χώρος όπου οι γυναίκες μπορούν να συνεισφέρουν τα βέλτιστα στον πολιτισμό (Simmel, 1985: 170-1, 1919: 284-6). Ακριβώς επειδή είναι διαισθητικές, αυθόρμητες και συναισθηματικές, και επειδή η ύπαρξή τους εκπορεύεται από – αλλά και επικεντρώνεται σε – μία αδιαίρετη υποκειμενική οντότητα, οι γυναίκες έχουν κατά κύριο λόγο την ικανότητα να εστιάζονται στο θέμα της ευημερίας των ανθρώπων του άμεσου περιβάλλοντός τους (Simmel, 1985: 173, 272-78, 1919: 262-6). Πέρα από τη συνεισφορά τους στον χώρο της φροντίδας, αυτές διαδραματίζουν επίσης και έναν πιο έμμεσο ρόλο. Εκτός από την οικογενειακή εστία, η άλλη πιο σημαντική τους συνεισφορά στην αντικειμενική κουλτούρα είναι, σύμφωνα με τον Simmel, η ανδρική ψυχή, αλλά εξαιτίας των οντολογικών διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες αυτή είναι μάλλον μια δευτερεύουσα συνεισφορά (Simmel, 1919: 288). Πέρα από την υπόθεση που κάνει ότι οι γυναίκες είναι ικανές να συνεισφέρουν καινούρια στοιχεία στην αντικειμενική κουλτούρα με έναν περιορισμένο μόνο τρόπο, ο Simmel ισχυρίζεται επίσης ότι η συμμετοχή στην αντικειμενικότητα θα κατέστρεφε την ενότητα της ύπαρξής τους. Αυτές θα κατέληγαν να είναι εξίσου διασπασμένες με τους άνδρες και έτσι θα έβλαπταν τη μεταφυσική τους ουσία. Αν εξαρτάτο από τον Simmel, οι γυναίκες θα επικεντρώνονταν σίγουρα σε εκείνους τους ρόλους και σε εκείνα τα πεδία δράσης που θα τους επέτρεπαν να εκφράζουν πλήρως τη δική τους μορφή ζωής. Εκτός από το ρόλο της μητέρας και της συζύγου, υπάρχει μόνον ένας άλλος ρόλος που συμφωνεί με αυτό το κριτήριο και αυτός είναι ο ρόλος της ‘schöne Seele’ [όμορφης Ψυχής]. Η ιδέα είναι ότι μία γυναίκα αφαιρεί από τη θηλυκότητά της όλα τα σεξουαλικά στοιχεία και την εκλεπτύνει και την εξευγενίζει με τρόπο ώστε να εκπέμπει μία αγνή θηλυκότητα, πνευματική γαλήνη και αρμονία (Simmel, 1985: 168-9, 1919: 283-4). Είναι μόνον όταν πληρούν κατ’ αυτούς τους τρόπους τη φύση τους που μπορούν οι γυναίκες να αποφεύγουν την επιβολή (ανδρικών) κριτηρίων επάνω σε αυτήν τη φύση και να κατακτούν την ανεξαρτησία τους από τους άνδρες (Simmel, 1984: 99). Με αυτόν τον τρόπο, ο Simmel αφήνει τελικά άλυτο το πρόβλημα με το οποίο ξεκίνησε. Αν και το σύγχρονο νοικοκυριό αφήνει τις γυναίκες με πολύ χρόνο και ενέργεια, ο Simmel αρνείται σε αυτές την πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος της αντικειμενικής κουλτούρας και αντί για αυτό τις παραπέμπει πίσω στην οικογενειακή εστία.
Στα πλαίσια της πραγματείας της, η Marianne Weber αναλογίζεται επίσης τις πιθανότητες συμμετοχής των γυναικών στην αντικειμενική κουλτούρα. Όπως είναι φυσικό, αυτή διαφωνεί με τον Simmel. Κατ’ αρχήν, είναι λιγότερο απαισιόδοξη από ότι ο Simmel σχετικά με την επίδραση της νεωτερικότητας στη γυναικεία ύπαρξη, και μάλλον καλωσορίζει την ελάττωση των οικιακών καθηκόντων επειδή αυτή η εξέλιξη αφήνει στις γυναίκες χρόνο για να συνεισφέρουν και στην αντικειμενική κουλτούρα και να εκπληρώσουν έτσι τον σκοπό τους σαν ανθρώπινα όντα. Θεωρεί επίσης αναγκαίο να αναλογισθεί τις ευκαιρίες και τα εμπόδια που υπάρχουν για την εισχώρηση των γυναικών στην αντικειμενική κουλτούρα, αλλά προσεγγίζει αυτό το πρόβλημα από μία πιο πρακτική σκοπιά. Για παράδειγμα, αυτή θεωρεί το ερώτημα του κατά πόσο είναι οι γυναίκες κατάλληλες για να κάθονται πίσω από μηχανήματα ένα ακαδημαϊκού χαρακτήρα ερώτημα. Στην πράξη, οι γυναίκες που κάνουν αυτή τη δουλειά εργάζονται επειδή χρειάζονται κάποιο εισόδημα. Δεν θα είχε κανένα νόημα να τις πετάξουν από τη δουλειά εξαιτίας της υποτιθέμενης ακαταλληλότητάς τους. Θα ήταν καλύτερα να υπάρχουν διατάξεις που θα αφήνουν στις γυναίκες περισσότερο χρόνο για τη φροντίδα της οικογένειας και του νοικοκυριού (Weber, 1919: 122-3). Επίσης διαφορετικές από του Simmel είναι και οι ιδέες της Marianne Weber γύρω από τις τέχνες και τις επιστήμες. Οι μόνοι περιορισμοί που αυτή βλέπει να υπάρχουν για τις γυναίκες σε αυτό το πεδίο έχουν να κάνουν με το χρόνο. Κατά την άποψή της, πολλές γυναίκες έχουν ακριβώς την ίδια ανάγκη και είναι εξίσου ικανές με τους άνδρες για να αφοσιωθούν σε υψηλά ιδεώδη και να γίνουν μεγαλοφυΐες. Εν τούτοις, από τη στιγμή που είναι υποχρεωμένες να φροντίζουν τα νοικοκυριά και τις οικογένειές τους, απλά στερούνται τον χρόνο για να το κάνουν (Weber, 1919: 129). Επιπλέον, η Marianne Weber εμφανίζεται ιδιαίτερα κριτική και σε ότι αφορά το ρόλο της ‘schöne Seele’ που ο Simmel επιδοκιμάζει τόσο έντονα. Αυτή επισημαίνει ότι η γαλήνη που φαίνονται να εκπέμπουν αυτές οι γυναίκες είναι απλά ένα προσωπείο που κρύβει πίσω του πολλές απογοητεύσεις και αισθήματα δυσαρέσκειας που ποτέ δεν θα μπορέσουν να υποπτευθούν οι άνδρες. Ακόμη, η Weber πιστεύει ότι αυτός ο ρόλος δεν παράγει χαρισματικές από διανοητική και καλλιτεχνική άποψη γυναίκες που θα είχαν μία ζωή πλούσια σε νόημα. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι είναι ακριβώς η συμμετοχή στην αντικειμενική κουλτούρα αυτό που θα έκανε την ύπαρξη αυτών των γυναικών πιο αρμονική παρά η καλλιέργεια της θηλυκότητάς τους (Weber, 1919: 113-4). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολο για τις γυναίκες να συμμετέχουν στην αντικειμενική κουλτούρα. Όταν θα το κάνουν, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα διπλό δυϊσμό αντί για εκείνον με τον οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι άνδρες. Αυτές δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο το χάσμα μεταξύ της αντικειμενικής και της υποκειμενικής κουλτούρας αλλά θα πρέπει επίσης και να υπερνικήσουν την ένταση ανάμεσα στο καθήκον τους ως γυναίκες και στις απαιτήσεις της αντικειμενικής κουλτούρας (Weber, 1919: 117-18). Αν και θεωρεί ότι αυτό είναι ένα δύσκολο έργο, η Weber είναι σίγουρη ότι, με δεδομένη την ύπαρξη χρόνου και ευκαιριών, οι γυναίκες θα είναι ικανές να τα καταφέρουν (Weber, 1919: 119).
Πέρα από το γεγονός ότι διαφωνεί με την πρακτικού χαρακτήρα πρόταση του Simmel όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην αντικειμενική κουλτούρα, η Marianne Weber απορρίπτει επίσης και τους γενικούς όρους που προτάσσει αυτός. Αυτή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει λόγος να απαιτούνται επιπλέον προσόντα και ειδικές συνεισφορές εκ μέρους των γυναικών. Σαν ανθρώπινα όντα, οι γυναίκες είναι ικανές και δικαιούνται να συμμετέχουν στην αντικειμενική κουλτούρα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνουν οι άνδρες. Δεν βλέπει επίσης το λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε αυτές να αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για τους άνδρες. Ο τρόπος για να αποκτήσουν αυτονομία οι γυναίκες δεν είναι να διστάσουν μπροστά σε αυτά τα κριτήρια αλλά να φανούν αντάξιες αυτών των κριτηρίων. Η Marianne Weber αναγνωρίζει ότι θα χρειασθεί κάποιος χρόνος πριν μπορέσουν τελικά οι γυναίκες να περάσουν με επιτυχία τη δοκιμασία, εξαιτίας των ιστορικά προσδιορισμένων μειονεκτημάτων των γυναικών όσον αφορά την εκπαίδευση και εξαιτίας των καθηκόντων τους που έχουν να κάνουν με τη φροντίδα των άλλων. Κατά την άποψή της όμως, αυτό είναι θέμα σκληρής δουλειάς και υπομονής. Στο τέλος οι γυναίκες θα φθάσουν στο επίπεδο των ανδρών και θα είναι ικανές να καλύπτουν τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για αυτούς (Weber, 1919: 104, 127ff.).12
Μια Ιστορία που Συνεχίζεται
Αν και η διαμφισβήτηση ανάμεσα στη Marianne Weber και τον Georg Simmel έλαβε χώρα περισσότερο από έναν αιώνα πριν, αυτή εξακολουθεί να είναι πρόσφορη. Μαζί με τους Tönnies, Scheler, Mannheim και σε κάποιον βαθμό τον Max Weber, ο Simmel ανήκει σε εκείνη την κοινωνιολογική παράδοση που συνδυάζει την ανάλυση της νεωτερικότητας με μία κριτική εξέταση αυτής της διαδικασίας. Ανάμεσά τους, ο Simmel κατέχει μία ξεχωριστή θέση. Ενώ όλοι αυτοί συμφωνούν ότι η νεωτερικότητα ισοδυναμεί με τον ορθολογισμό και την αντικειμενοποίηση εις βάρος του συναισθήματος, της αγάπης και της φροντίδας, και ενώ όλοι τους αναζητούν θεραπείες, ο Simmel είναι ο μόνος που συσχετίζει την ανάπτυξη του σύγχρονου πολιτισμού με την κυριαρχία των ανδρών και που κάνει έκκληση στις γυναίκες να αντισταθμίσουν αυτήν την πραγματικότητα.13 Έτσι, αυτός γίνεται προάγγελος των ιδεών του σύγχρονου πολιτιστικού φεμινισμού. Οι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ισχυρίζονται ότι οι περισσότεροι θεσμοί της σύγχρονης κοινωνίας κυριαρχούνται από τους άνδρες και βασίζονται σε ανδρικές αρχές, και επιπλέον θεωρούν δεδομένο ότι η φύση των γυναικών είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των ανδρών. Ακριβώς όπως και ο Simmel, αυτοί πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο για τις γυναίκες να προσφέρουν ένα αντίβαρο στον κατ’ υπόθεση μονόπλευρο χαρακτήρα της ανδροκρατούμενης κουλτούρας. Ωστόσο, η απελευθερωτική στρατηγική που προτείνουν είναι αντίθετη με εκείνη που ανέπτυξε ο Simmel. Στο δοκίμιό του επάνω στη γυναικεία κουλτούρα, ο Simmel διαφώνησε με το γερμανικό φεμινιστικό κίνημα και συγκεκριμένα με εκείνο των οπαδών του μεσοαστικού-φιλελευθερισμού. Την εποχή εκείνη, η ιδεολογία κα η στρατηγική αυτού του Γερμανικού κινήματος διέφερε πολύ από την ιδεολογία και τη στρατηγική του γυναικείου κινήματος στο υπόλοιπο της Ευρώπης και στις Η.Π.Α. Στην πράξη, οι ιδέες των εκπροσώπων του Γερμανικού κινήματος γύρω από τη φύση των γυναικών ήταν αρκετά όμοιες με εκείνες του Simmel αλλά και με αυτές τους σύγχρονου πολιτιστικού φεμινισμού. Στον πυρήνα της ιδεολογίας του Γερμανικού μεσοαστικού γυναικείου κινήματος βρισκόταν η ιδέα ότι υπήρχαν ριζικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, διαφορές που απαιτούσαν διαφορετικούς επαγγελματικούς ρόλους για την κάθε πλευρά. Φυσικά, οι γυναίκες ήταν ειδικές για τα καθήκοντα και για τα επαγγέλματα που είχαν να κάνουν με τη φροντίδα των άλλων (Evans, 1976, Van Vucht Tijssen, 1990: 157-9). Ακριβώς όπως και στην περίπτωση του σύγχρονου πολιτιστικού φεμινισμού, έτσι και τότε έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν αυτές οι διαφορές σαν ένα πολιτικό όπλο για την απόκτηση πρόσβασης στο δημόσιο βίο. Στα μάτια των Γερμανίδων φεμινιστριών, οι δεξιότητες των γυναικών στο χώρο της ανατροφής και της φροντίδας δεν ήταν απαραίτητο να τις περιορίζουν στο σπίτι και στο μεγάλωμα των παιδιών. Οι ίδιες δεξιότητες τις καθιστούσαν ικανές να συνεισφέρουν στον πολιτισμό και στην κοινωνία εν γένει. Αυτές ισχυρίζονταν επιπλέον ότι αυτή θα ήταν μία ουσιώδης συνεισφορά που θα εμπλούτιζε με σημαντικούς τρόπους τον πολιτισμό. Τα πρακτικά αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής υπήρξαν πολύ απογοητευτικά και στο τέλος το κίνημα των γυναικών του μεσοαστικού χώρου κατέληξε να γίνεται όλο και πιο άτολμο και συντηρητικό (Clemens, 1988: 127-8, van Vucht Tijssen, 1990: 157-9). Επάνω σε αυτήν τη βάση, η κριτική των παραπάνω τακτικών από τον Simmel δείχνει με θαυμάσιο τρόπο τους κινδύνους που ελλοχεύουν στον υπερβολικό τονισμό της διαφοράς μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η εξάπλωση μιας ουσιοκρατικής άποψης γύρω από τις διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες είναι δυνατόν να εξυψώσει τη θέση και τις αξίες των γυναικών, αλλά κάνει επίσης εύκολο και τον αποκλεισμό των γυναικών από το μεγαλύτερο μέρος της αντικειμενικής κουλτούρας, ακριβώς εξαιτίας της ιδιάζουσας φύσης τους. Και είναι σαφές ότι αυτό δεν είναι μία ικανοποιητική λύση. Παρ’ όλ’ αυτά, με το να αναβιώνει την ιδέα των ριζικών διαφορών, ο σύγχρονος πολιτιστικός φεμινισμός διακινδυνεύει να βρεθεί στο ίδιο αδιέξοδο.
Η ιδέα που αναπτύσσει η Marianne Weber με τους κύκλους που επικαλύπτονται θα μπορούσε ίσως να προσφέρει ένα σημείο εκκίνησης για να αποφευχθεί αυτή η παγίδα. Αυτή αναγνωρίζει, από τη μία πλευρά, την ύπαρξη διαφορών ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, ενώ από την άλλη διατυπώνει την υπόθεση περί μιας καθολικής ανθρώπινης φύσης η οποία είναι προικισμένη τόσο με ‘ανδρικά’ όσο και με ‘γυναικεία’ χαρακτηριστικά. Για να μπορέσουν να γίνουν ολοκληρωμένα ανθρώπινα όντα, οι εκπρόσωποι και των δύο φύλων θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να αναπτύσσουν και τις δύο πλευρές της προσωπικότητάς τους. Αυτό που κάνει τελικά ο Simmel είναι να βάλει τις γυναίκες σε ένα ‘επιχρυσωμένο κλουβί’ δίπλα στο ‘σιδερένιο κλουβί’ στο οποίο έχουν απομονωθεί κλειδώνοντας τους εαυτούς τους οι άνδρες. Οι ιδέες που προτάσσει η Marianne Weber της επιτρέπουν να διεκδικεί ισότιμη πρόσβαση στην αντικειμενική κουλτούρα για τους άνδρες και τις γυναίκες, χωρίς παράλληλα να αρνείται τη σπουδαιότητα των ποιοτικών χαρακτηριστικών και των αξιών που έχουν αναπτύξει οι γυναίκες (βλέπε επίσης van Vucht Tijssen, 1990). Ακόμη και σήμερα αυτό συνιστά ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: