Αναγνώστες

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Douglas Kellner Ο JEAN BAUDRILLARD ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ μεταφραση:ΕΛΕΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ



Douglas Kellner Ο JEAN BAUDRILLARD ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ


μεταφραση:ΕΛΕΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Εισαγωγή στο Baudrillard: A critical reader
Blackwell Publishing, 1994
Ο JEAN BAUDRILLARD ΣΤΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ
http://books.google.com/books?id=SdWYqtsWiKQC&pg=PP1&dq=Baudrillard:+A+critical+reader&lr=&hl=el#v=onepage&q=&f=false
Ο Jean Baudrillard είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και προκλητικούς συγγραφείς της σύγχρονης εποχής. Οι πρώιμες μελέτες του της καταναλωτικής κοινωνίας και του συστήματός της των αντικειμένων προσέφεραν νέες προοπτικές αντίληψης της καθημερινής ζωής στη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κοινωνική τάξη πραγμάτων που είναι οργανωμένη γύρω από την κατανάλωση, την επίδειξη, και τη χρήση καταναλωτικών αγαθών. Το έργο του πάνω στην πολιτική οικονομία του συμβόλου συγχώνευε σημειολογικές και νεο-Μαρξιστικές προσεγγίσεις έτσι ώστε να προσφέρει σημαντικούς τρόπους βαθιάς κατανόησης της δύναμης της κατανάλωσης και του πώς αυτή έπαιζε έναν κρίσιμο ρόλο στην οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών γύρω από τα αντικείμενα, τις ανάγκες και την κατανάλωση.1 Οι μελέτες που έκανε στη δεκαετία του 1970 για τις συνέπειες των νέων τεχνολογιών στην επικοινωνία, στην πληροφόρηση και στα μέσα ενημέρωσης φώτισαν καινούρια μονοπάτια στο χώρο της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας και αμφισβήτησαν τις επικρατούσες ορθοδοξίες. Η αξίωση του Baudrillard για μία ριζική διακοπή των δεσμών με τις μοντέρνες κοινωνίες εντάχθηκε γρήγορα στoν λόγο του ‘μετα-νεωτερικού’ και ο ίδιος καλωσορίσθηκε από πρωτοποριακούς θεωρητικούς κύκλους σε όλο τον κόσμο σαν ο προφήτης της μετα-νεωτερικής εποχής.
Ο Baudrillard ανήγγειλε την εξαφάνιση του υποκειμένου, της πολιτικής οικονομίας, του νοήματος, της αλήθειας, του κοινωνικού και του πραγματικού στις σύγχρονες κοινωνικές δομές. Αυτή η πορεία της δραματικής αλλαγής και μεταλλαγής, ισχυριζόταν αυτός, απαιτούσε εντελώς νέες θεωρίες και έννοιες για την περιγραφή των ραγδαία εξελισσόμενων κοινωνικών διαδικασιών και καινοτομιών της εποχής.2 Ο Baudrillard ανέλαβε να διερευνήσει αυτή την καινούρια και πρωτότυπη κατάσταση και να παρουσιάσει με σαφήνεια τις συνέπειες για τη σύγχρονη θεωρία και πρακτική. Για κάποια χρόνια ο Baudrillard υπήρξε ένας αιχμηρός, ‘high-tech’ κοινωνικός θεωρητικός, ένας από τους πλέον υποκινητικούς και προκλητικούς σύγχρονους διανοητές. Όπως υποδεικνύουν τα άρθρα που περιλαμβάνει αυτή η ανθολογία, είναι ένας ιδιαίτερα αντιφατικός διανοητής που έχει προκαλέσει μία λεγεώνα θερμών υποστηρικτών αλλά και φλογερών επικριτών.

Με τον αιώνα να προσεγγίζει το τέλος του, το όνομα “Baudrillard” συνεχίζει να λειτουργεί σαν ένα σύνθημα γι’ αυτό που κάποιοι θεωρούν ότι είναι μία πρωτοποριακή θεωρία που κόβει τους δεσμούς με τις ορθοδοξίες του παρελθόντος και που ανοίγει καινούρια θεωρητικά μονοπάτια μέσα από τα επικοινωνιακά τοπία, τα δίκτυα των υπολογιστών, και τις μεγάλες λεωφόρους αλλά και τους βοηθητικούς δρόμους της πληροφόρησης του σήμερα, καθώς παίρνουμε πια κλίση προς το τέλος μιας χιλιετίας και προς μία καινούρια παγκόσμια τάξη (αταξίας), η οποία δεν έχει ακόμη χαρτογραφηθεί και η οποία προκαλεί φόβο και σύγχυση.
Η σύγχυση και ο φόβος δημιουργούν την ανάγκη πνευματικών οδηγών οι οποίοι θα εξηγήσουν τη σύγχρονη αταξία και οι οποίοι προσφέρουν θεωρητική καθοδήγηση και προσανατολισμό μέσα από τα τέλματα του καιρού μας.

Ο Baudrillard έχει προσλάβει το κύρος ενός τέτοιου πνευματικού καθοδηγητή, και τα άρθρα που περιλαμβάνει αυτή η Κριτική Ανθολογία επιχειρούν να εξετάσουν έναν μεγάλο αριθμό πεδίων στα πλαίσια των οποίων η σκέψη του έχει προκαλέσει συζήτηση και αμφισβήτηση. Σε αντίθεση με τα περισσότερα ερμηνευτικά σχόλια που αφορούν τον Baudrillard, τα οποία είτε τον εξυμνούν είτε του επιτίθενται με συχνά αφηρημένους και γενικούς όρους, αυτές οι μελέτες θέτουν χειροπιαστά ερωτήματα όσον αφορά τις θέσεις του γύρω από συγκεκριμένα θέματα, πεδία, και δημόσιες αντιπαραθέσεις.

Οι μελέτες που έχουν συγκεντρωθεί εδώ εξετάζουν με συστηματικό τρόπο τα έργα του Baudrillard για να εντοπίσουν σημεία που μαρτυρούν τη διορατικότητά του σε ό,τι αφορά τη φύση και τους νεωτερισμούς της σύγχρονης κοινωνίας και κουλτούρας, αποτιμώντας τις συνεισφορές του σύμφωνα με το πόσο καλά διαφωτίζει αυτός την παρούσα εποχή, και ασκώντας παράλληλα κριτική σχετικά με τους περιορισμούς του που τον εμποδίζουν να συλλάβει, ή και που τον οδηγούν στο να αγνοεί και να καλύπτει με μυστήριο, αξιοπρόσεκτες πλευρές της σύγχρονης κατάστασης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι μελέτες που ακολουθούν αντιμετωπίζουν σοβαρά τον Baudrillard και αναλαμβάνουν το καθήκον να σκεφθούν μαζί του, εναντίον του, ή και τα δύο, χρησιμοποιώντας τα γραπτά του έτσι ώστε να τα συνδέσουν με εξέχοντα σύγχρονα θέματα, πολεμικές και προβλήματα.
Ο ίδιος ο Baudrillard είναι ένας προβοκάτορας ο οποίος αυτο-περιγράφεται σαν ένας “διανοούμενος τρομοκράτης” που επιδιώκει να καταστρέψει τις μοντέρνες ορθοδοξίες και που κατά περιόδους επιτίθεται εναντίον εκείνων που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στο έργο του, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση τόσο κάποιες ιδέες όσο και ορισμένους από τους πλέον επίκαιρους και σημαντικούς ως προς την επιρροή τους διανοητές της εποχής μας. Σε κάθε περίπτωση, ο Baudrillard αντικαθιστά τις απόψεις του παρελθόντος τοποθετώντας στη θέση τους τις συχνά καινοτομικές δικές του απόψεις, εξαναγκάζοντας τους αναγνώστες του να αποφασίσουν για το κατά πόσο η σκέψη του συνιστά μία κίνηση πέρα από - ή μία οπισθοχώρηση προς - ήδη εδραιωμένες απόψεις. Αυτού του είδους η διαδικασία μας υποχρεώνει να διαβάζουμε τον Baudrillard με κριτικό βλέμμα και, κατά συνέπεια, σ’ αυτή την εισαγωγή θα υποδείξω κάποιους από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον Baudrillard για να κατανοήσουμε τη σύγχρονη κοινωνία και τον σύγχρονο πολιτισμό της εποχής μας, ενώ πολλά από τα άρθρα που ακολουθούν προειδοποιούν για τα προβλήματα και τους περιορισμούς που χαρακτηρίζουν το έργο του.
Όταν κάποιος θέτει το ερώτημα σχετικά με τη χρηστική αξία του Baudrillard, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο ίδιος ο Baudrillard έχει επιτεθεί στις έννοιες της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας, υποστηρίζοντας ότι η τρέχουσα μορφή του καπιταλισμού είναι οργανωμένη γύρω από μορφώματα της αξίας του συμβόλου.3 Για τον Baudrillard, οι άνθρωποι αποκτούν κύρος και γόητρο με βάση το ποια προϊόντα καταναλώνουν και επιδεικνύουν στα πλαίσια μιας διαφορικής λογικής της κατανάλωσης, σύμφωνα με την οποία ορισμένα προϊόντα έχουν μεγαλύτερο γόητρο και συμβολική αξία από ό,τι κάποια άλλα, ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις μόδες που επικρατούν.

Κατά μία έννοια, το πεπρωμένο του Baudrillard ήταν να γίνει αυτός ο ίδιος το σύμβολο της μετα-νεωτερικότητας, της πρωτοπορίας του θεωρητικού λόγου, του au curant [ενήμερου] και του ιδιότυπου. Είναι εν μέρει υπεύθυνος ο ίδιος γι’ αυτό το πεπρωμένο, και έχει γίνει σύμβολο ενός ιδιαίτερου τρόπου σύγχρονης σκέψης που βρίσκεται σε κυκλοφορία και με τη μορφή πολιτιστικού κεφαλαίου γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από εκείνους τους υποστηρικτές που έχουν πάρει υπό την προστασία τους είτε το λόγο και τους κανόνες παιχνιδιού της μετα-νεωτερικότητας – είτε τη μοναδικότητα και τη σπουδαιότητα του Baudrillard.4


Πολλές από τις μελέτες που έγιναν για τον Baudrillard έχουν θίξει με ελαφρό τρόπο την επιφάνεια των κειμένων του, χωρίς να κατορθώσουν να θέσουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη χρήση και την κατάχρηση αυτών των κειμένων, ή σχετικά με τις συνεισφορές αλλά και τους περιορισμούς των γραπτών του. Στις σελίδες που ακολουθούν, θα υποδείξω αυτό που κατά τη γνώμη μου συνιστά το πλέον χρήσιμο στοιχείο του έργου του, ενώ παράλληλα θα κάνω μία σύντομη επισήμανση των περιορισμών αυτού του έργου. Τα γραπτά αυτής της συλλογής θα παρουσιάσουν μία ποικιλία των διαφορετικών απόψεων που υπάρχουν για τον Baudrillard, ενώ εγώ θέλω απλώς να αναφερθώ εδώ σε ορισμένους από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κάποιος να αναγνώσει και να χρησιμοποιήσει τον Baudrillard, όπως επίσης και να παρουσιάσω ένα πλαίσιο για μία συστηματική κριτική εξέταση του έργου του.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΠΤΑ: ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ο Jean Baudrillard γεννήθηκε στη Reims της Γαλλίας το 1929. Έχει πει σε συνεντεύξεις ότι οι παππούδες του ήταν αγρότες χωρικοί και ότι οι γονείς του έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι.5 Ισχυρίζεται επίσης ότι αυτός ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που ακολούθησε ανώτερες σπουδές και ότι αυτό τον οδήγησε σε μία ρήξη με τους γονείς του και με το πολιτιστικό περιβάλλον της οικογενείας του. Αφού εργάσθηκε σκληρά στα πλαίσια ενός Γαλλικού σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Lycee), μπήκε στο Πανεπιστήμιο το 1960 για να κάνει σπουδές στις γλώσσες, στη φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία και σε άλλους κλάδους.
Ο Baudrillard υπήρξε αρχικά ένας Γερμανιστής που δημοσίευσε δοκίμια πάνω στη λογοτεχνία στο Les temps modernes κατά την περίοδο 1962-3, και στη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας μετέφρασε έργα των Peter Weiss και Bertolt Brecht στα Γαλλικά, όπως και ένα βιβλίο του Wilhelm Mülhmann πάνω στα μεσσιανικά επαναστατικά κινήματα. Όντας αντίθετος με την ανάμιξη της Γαλλίας και των Η.Π.Α. στους πολέμους της Αλγερίας και του Βιετνάμ, συνδέθηκε με τη Γαλλική Αριστερά. Επηρεασμένος από τους Henri Lefebvre, Roland Barthes και τους Γάλλους σιτουασιονιστές, ο Baudrillard άρχισε μέσα στη δεκαετία του 1960 να εργάζεται σοβαρά στους χώρους της κοινωνικής θεωρίας, της σημειολογίας και της ψυχανάλυσης, και ξεκίνησε μία διδακτική καριέρα στο Nanterre, ένα από τα νεο-ιδρυθέντα τότε πανεπιστήμια του Παρισιού. Συμμετέχοντας στα θυελλώδη γεγονότα του Μάη του 1968, ο Baudrillard συσχετίσθηκε με την επαναστατική Αριστερά, αν και στο τέλος έμελλε να κόψει τους δεσμούς με τους πρώην συντρόφους του.
Στα πρώτα τρία βιβλία του, ο Baudrillard υποστήριζε ότι η κλασσική Μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας χρειαζόταν να συμπληρωθεί με σημειολογικές θεωρίες του συμβόλου. Αυτός ισχυριζόταν ότι η μετάβαση από το πρώιμο στάδιο του καπιταλισμού της ανταγωνιστικής αγοράς στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού απαιτούσε αυξημένη προσοχή στα θέματα που αφορούσαν τη διαχείριση της ζήτησης, την αύξηση και την καθοδήγηση της κατανάλωσης. Σ’ αυτό το στάδιο, από το 1920 περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1960, η ανάγκη για εντατικοποίηση της ζήτησης ερχόταν να συμπληρώσει το ενδιαφέρον για τη μείωση του κόστους και την αύξηση του μεγέθους της παραγωγής. Σ’ αυτή την περίοδο, ο οικονομικός συγκεντρωτισμός, οι νέες παραγωγικές τεχνικές και όλα τα συναφή επιτάχυναν τις δυνατότητες για μαζική παραγωγή και ο καταναλωτικός καπιταλισμός άρχισε να δίνει όλο και μεγαλύτερη προσοχή στη διαχείριση της κατανάλωσης και στη δημιουργία αναγκών για νέα περίβλεπτα αγαθά, παράγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το καθεστώς της αξίας του συμβόλου.


Το αποτέλεσμα ήταν η γνωστή πλέον σε όλους καταναλωτική κοινωνία, η οποία λειτούργησε σαν το κύριο σημείο εστίασης των πρώτων έργων του Baudrillard. Στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, η διαφήμιση, το περιτύλιγμα, η επίδειξη, η μόδα, η “απελευθερωμένη” σεξουαλικότητα, η μαζική ενημέρωση και ο μαζικός πολιτισμός, αλλά και η ποσοτική εξάπλωση των εμπορεύσιμων αγαθών, πολλαπλασίασαν τα σύμβολα και τα θεάματα και παρήγαγαν μία εξάπλωση αυτού που ο Baudrillard αποκαλεί “αξία του συμβόλου”. Από τότε και στο εξής, ισχυρίζεται ο Baudrillard, τα εμπορεύσιμα αγαθά δεν μπορούν απλώς να χαρακτηρίζονται ως προς την αξία χρήσης τους και την ανταλλακτική τους αξία, όπως στη θεωρία περί του εμπορεύσιμου αγαθού που διατύπωσε ο Μαρξ, αλλά η αξία τους σαν σύμβολα – σαν έκφραση και σηματοδότηση ενός στυλ, ενός γοήτρου, μιας πολυτέλειας και ούτω καθεξής – αρχίζει να αποτελεί ένα όλο και πιο σημαντικό κομμάτι αυτού του ίδιου του εμπορεύσιμου αγαθού και της κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, κατά την άποψή του, τα αγαθά αγοράζονταν και επιδεικνύονταν τόσο για την αξία τους ως σύμβολα όσο και για την αξία της χρήσης τους, έτσι ώστε να γίνει το φαινόμενο της αξίας του συμβόλου ένας βασικός συστατικός παράγοντας του εμπορεύσιμου αγαθού και της ανάλωσής του στα πλαίσια της καταναλωτικής κοινωνίας.
Τα πρώτα έργα του Baudrillard αποτελούν προσπάθειες για να συνδυασθεί, στα πλαίσια της κριτικής κοινωνιολογίας, η μελέτη της καθημερινής ζωής που εγκαινιάσθηκε από τον Lefebvre και τους σιτουασιονιστές με την κοινωνική σημειολογία η οποία μελετά το ρόλο που διαδραματίζουν τα σύμβολα στην κοινωνική ζωή.6 Η κεντρική ιδέα αυτού του έργου, επηρεασμένη από τον Barthes, επικεντρώνεται στο σύστημα των αντικειμένων μέσα στα πλαίσια της καταναλωτικής κοινωνίας (το θέμα των δύο πρώτων βιβλίων του), και στο κοινό σημείο που συνδέει την πολιτική οικονομία με τη σημειωτική (το θέμα του τρίτου βιβλίου του). Όπως επισημαίνει πιο κάτω ο Mark Gottdiener, το πρώιμο έργο του Baudrillard ήταν από τα πρώτα που οικειοποιήθηκαν τη σημειολογία για να αναλύσουν τον τρόπο με τον οποίο τα αντικείμενα κωδικοποιούνται βάσει ενός συστήματος συμβόλων και νοημάτων που συνθέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες της επικοινωνίας και της κατανάλωσης. Επιχειρώντας έναν συνδυασμό σημειολογικών μελετών, Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, και κοινωνιολογίας της καταναλωτικής κοινωνίας, ο Baudrillard ξεκίνησε την αποστολή της ζωής του, την εξέταση, δηλαδή, εκείνου του συστήματος αντικειμένων και συμβόλων το οποίο διαμορφώνει την καθημερινή μας ζωή.
Στο πρώτο κύριο έργο του, ο Baudrillard ισχυρίσθηκε ότι: “βιώνουμε την εποχή των αντικειμένων: Εννοώ ότι ζούμε σύμφωνα με το ρυθμό τους και σύμφωνα με την ακατάπαυστη εναλλαγή τους. Είναι τα αντικείμενα αυτά τα οποία σήμερα παρακολουθούν τη γέννησή μας, συνοδεύουν τον θάνατό μας …. και εξακολουθούν να υπάρχουν μετά από εμάς”.7 Ένα από τα ξεχωριστά γνωρίσματα των μελετών του του συστήματος των αντικειμένων είναι η άρνηση μιας ηθικολογικής κριτικής της καταναλωτικής κοινωνίας. Αντίθετα, ο Baudrillard κάνει μία περιγραφική και ερμηνευτική ανάλυση του συστήματος των συμβόλων και της κατανάλωσης αυτής της κοινωνίας. Σε μία μεταγενέστερη δική του κριτική αναφορά στο πρώτο του βιβλίο, ο Baudrillard γράφει:
Το πρώτο μου βιβλίο περιέχει μία κριτική του αντικειμένου σαν φανερό γεγονός, ουσία, πραγματικότητα, αξία χρήσης. Εκεί, το αντικείμενο εκλαμβανόταν σαν σύμβολο, αλλά σαν σύμβολο που ήταν ακόμη γεμάτο με νόημα. Σ’ αυτή την κριτική, δύο κύριες λογικές επενέβαιναν η μία στην άλλη: μία φαντασιακή λογική, οι αναφορές της οποίας ήταν συνήθως ψυχαναλυτικές – ψυχικές ταυτίσεις, προβολές, και όλη η φαντασιακή σφαίρα επιρροής της υπερβατικότητας, της ισχύος και της σεξουαλικότητας που λειτουργεί στο επίπεδο των αντικειμένων και του περιβάλλοντος, με την εκχώρηση προνομιακής θέσης στον άξονα κατοικία/αυτοκίνητο (αμεσότητα/υπερβατικότητα), και μία διαφορική λογική που έκανε διακρίσεις μέσα από την αναφορά της σε μία κοινωνιολογία, προερχόμενη η ίδια από την ανθρωπολογία (η επικοινωνία με τη μορφή της παραγωγής συμβόλων, διαφοροποιήσεων, κύρους και γοήτρου).8
Με άλλα λόγια, ο πρώιμος Baudrillard περιέγραφε τις σημασίες που περιέκλειαν μέσα τους τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής (π.χ., την πρόσθετη δύναμη που συσσωρεύει κάποιος μέσα από την ταύτισή του με το αυτοκίνητό του όταν οδηγεί) και το διαρθρωτικό σύστημα μέσω του οποίου γινόταν η οργάνωση των αντικειμένων στα πλαίσια μιας νέας μοντέρνας κοινωνίας (π.χ., το γόητρο ή η συμβολική αξία ενός νέου σπορ αυτοκινήτου). Ενώ το πρώτο του βιβλίο περιγράφει τη δομή και την ατμόσφαιρα ενός συστήματος αντικειμένων, το δεύτερο βιβλίο του, La societe de consommation παρουσιάζει πιο συγκεκριμένες κοινωνιολογικές αναλύσεις των νέων κόσμων της άνεσης και της επικοινωνίας στα πλαίσια της καταναλωτικής κοινωνίας. Αυτό το βιβλίο, όπως και το For a Critique of the Political Economy of the Sign που ακολούθησε, κάνει χρήση σημειολογικής ανάλυσης για να εξετάσει σε βάθος εκείνο το σύστημα των συμβόλων που παράγει μία ιεραρχία γοήτρου και κύρους μέσα από τη διαφορική χρήση και επίδειξη καταναλωτικών αγαθών.
Οι πρώτες κριτικές διερευνήσεις του συστήματος των αντικειμένων και της καταναλωτικής κοινωνίας που έκανε ο Baudrillard εμπεριέχουν σημεία που αποτελούν σημαντικές συνεισφορές στη σύγχρονη κοινωνική θεωρία. Η σημειολογική οπτική του επιτρέπει σε κάποιον να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο τα αντικείμενα οργανώνονται σε ένα σύστημα αντικειμένων που με τη σειρά του παράγει ένα σύστημα αναγκών οι οποίες εντάσσουν τα άτομα στην κοινωνία των καταναλωτών. Προσθέτοντας μία σημειολογική και πολιτιστική διάσταση στην κοινωνιολογική θεωρία, ο Baudrillard διερευνά τη ζωή των συμβόλων στην κοινωνία και το πώς αυτό που αποκαλεί αξία του συμβόλου παράγει έναν νέο κόσμο διαφήμισης, μόδας, και κατανάλωσης.9 Η “πολιτική του οικονομία του συμβόλου” παρέχει νέους τρόπους αντίληψης των καταναλωτικών αναγκών, της επικοινωνίας των μέσων, και της κοινωνικής ολοκλήρωσης στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες. Αποφεύγοντας τον θεωρητικό φορμαλισμό που συχνά χαρακτηρίζει την ακαδημαϊκή σημειολογία, ο Baudrillard κάνει χρήση σημειολογικών προσεγγίσεων για να ρίξει φως πάνω στα αντικείμενα και στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, αυτός θα αντιληφθεί σύντομα μία δραματική μεταλλαγή να συντελείται στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνιών και θα αλλάξει αναλόγως την κατεύθυνση του προβληματισμού του.10
Ο BAUDRILLARD ΣΑΝ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ:
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τα πρώτα τρία έργα του Baudrillard μπορούν να αναγνωσθούν στο πλαίσιο μιας νεο-Μαρξιστικής κριτικής των καπιταλιστικών κοινωνιών. Κάποιος θα μπορούσε να δει την έμφαση που δίνει ο Baudrillard στην κατανάλωση σαν συμπληρωματική της ανάλυσης της παραγωγής του Μαρξ, και την επικέντρωσή του στον πολιτισμό και στα σύμβολα σαν ένα σημαντικό συμπλήρωμα στην κλασσική Μαρξιστική πολιτική οικονομία. Αλλά στο βιβλίο-πρόκληση του 1973, The Mirror of Production, ο Baudrillard κάνει μια συστηματική επίθεση ενάντια στον κλασσικό Μαρξισμό, υποστηρίζοντας ότι ο Μαρξισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας καθρέφτης της αστικής κοινωνίας που τοποθετεί την παραγωγή στο κέντρο της ζωής κάνοντας έτσι την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας να φαίνεται φυσική.
Ο Baudrillard υποστηρίζει ότι, κατά πρώτο λόγο, ο Μαρξισμός δεν διαφωτίζει επαρκώς τις προ-νεωτερικές κοινωνίες οι οποίες ήταν οργανωμένες γύρω από τη συμβολική ανταλλαγή και όχι γύρω από την παραγωγή. Υποστηρίζει επίσης ότι ο Μαρξισμός δεν ασκεί μία επαρκώς ριζοσπαστική κριτική των καπιταλιστικών κοινωνιών και κάνει έκκληση για μία οξύτερη υπέρβαση. Σ’ αυτό το στάδιο, ο Baudrillard στρέφεται σε ανθρωπολογικές προσεγγίσεις του θέματος των προ-νεωτερικών κοινωνιών με σκοπό να εντοπίσει σημεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για εναλλακτικές επιλογές οι οποίες θα είχαν ένα περισσότερο απελευθερωτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή η κριτική του Μαρξισμού εισπράχθηκε από την Αριστερά, καθώς υποστήριζε ότι ο Μαρξισμός δεν παρείχε μία αρκετά ριζοσπαστική κριτική ή κάποιο κοινωνικό μοντέλο εναλλακτικό των σύγχρονων κοινωνιών που ήταν προσανατολισμένες στην παραγωγή, τόσο των καπιταλιστικών όσο και των κομμουνιστικών. Ο Baudrillard ήταν απογοητευμένος από την οργανωμένη κομμουνιστική Αριστερά μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες των θυελλωδών αγώνων στη Γαλλία το Μάιο του 1968 να επιφέρουν μια πιο ριζική κοινωνική αλλαγή. Αυτός αντιδρούσε επίσης στην αναδυόμενη τότε ηγεμονία της δομικής (στρουκτουραλιστικής) Μαρξιστικής θεωρίας, προωθούμενης από τον Althusser και άλλους, η οποία εμφανιζόταν να είναι δογματική, απλουστευτική, και υπερβολικά ορθόδοξη. Έτσι, ο Baudrillard, όπως και άλλοι της γενιάς του, άρχισε την αναζήτηση περισσότερο ριζοσπαστικών κριτικών θέσεων.
Το βιβλίο The Mirror of Production (1973), αλλά και το Symbolic Exchange and Death (1976) που ακολούθησε – ένα σημαντικό κείμενο που μόλις πρόσφατα μεταφράσθηκε11 [στην Αγγλική γλώσσα] – συνιστούν προσπάθειες εκ μέρους του να διατυπώσει κάποιες υπερ-ριζοσπαστικές προοπτικές που να υπερνικούν τους περιορισμούς μιας οικονομιστικής Μαρξιστικής παράδοσης. Ωστόσο, αυτή η υπερ-αριστερή περίοδος του οδοιπορικού του Baudrillard έμελλε να είναι βραχύβια, αν και στο Symbolic Exchange and Death ο Baudrillard παράγει μία από τις πιο σπουδαίες και δραματικές προκλήσεις του. Το κείμενο ανοίγει με έναν Πρόλογο που συμπυκνώνει τη συνολική προσπάθεια του Baudrillard να προσφέρει μία ριζικά διαφορετική προσέγγιση της κοινωνίας και της κουλτούρας. Χτίζοντας πάνω στη βασική αρχή του Bataille σχετικά με το πλεόνασμα και τη δαπάνη, πάνω στην ιδέα του δώρου του Mauss, και πάνω στη παταφυσική επιθυμία του Jarry να εξολοθρεύσει το νόημα, ο Baudrillard γίνεται υπέρμαχος της “συμβολικής ανταλλαγής” και εξαπολύει επίθεση κατά του Μαρξ, του Φρόιντ, και της ακαδημαϊκής σημειολογίας και κοινωνιολογίας. Υποστηρίζει ότι στον ισχυρισμό του Bataille πως η δαπάνη και το πλεόνασμα συνδέονται με την υπέρτατη κυριαρχία, στις περιγραφές του Mauss σχετικά με το κοινωνικό γόητρο που συνοδεύει την προσφορά του δώρου στην προ-νεωτερική κοινωνία, στο θέατρο του Jarry, και στα αναγράμματα του Saussure, υπάρχει μία ρήξη με τη λογική της καπιταλιστικής ανταλλαγής και παραγωγής, ή με την παραγωγή νοήματος στο πλαίσιο της γλωσσολογικής ανταλλαγής. Οι παραπάνω περιπτώσεις ‘συμβολικής ανταλλαγής”, πιστεύει ο Baudrillard, ξεφεύγουν από τη λογική της παραγωγής και περιγράφουν ένα είδος υπερβολικής και ανατρεπτικής συμπεριφοράς που παρέχει επιλογές εναλλακτικές της καπιταλιστικής λογικής όσον αφορά την παραγωγή και την ανταλλαγή.
Αντιτιθέμενος στις βασικές αρχές οργάνωσης της νεωτερικής και μετα-νεωτερικής κοινωνίας (π.χ., παραγωγή και προσομοίωση) ο Baudrillard αντιπαραθέτει σ’ αυτές τη λογική της συμβολικής ανταλλαγής, σαν μία εναλλακτική αρχή οργάνωσης της κοινωνίας. Αντιτιθέμενος στις σύγχρονες επιταγές για παραγωγή αξίας και νοήματος, ο Baudrillard κάνει έκκληση για την εξολόθρευση και εκμηδένισή τους, παρέχοντας σαν παραδείγματα την ανταλλαγή δώρων του Mauss, τα αναγράμματα του Saussure, και την ιδέα του Φρόιντ σχετικά με το ένστικτο του θανάτου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μία ρήξη με τη λογική της ανταλλαγής (αγαθών, νοημάτων, και σεξουαλικών ορμών) και ως εκ τούτου μία διαφυγή από τη λογική της παραγωγής, του καπιταλισμού, της ορθολογικότητας, και του νοήματος. Η παράδοξη λογική της συμβολικής ανταλλαγής του Baudrillard μπορεί να εξηγηθεί σαν έκφραση μιας επιθυμίας να ελευθερώσει τον εαυτό του από τις επικρατούσες νεωτεριστικές θέσεις και να αναζητήσει μία επαναστατική θέση έξω από τα πλαίσια που ορίζει η νεωτερική κοινωνία. Αντιτιθέμενος στις νεωτερικές αξίες, ο Baudrillard συνηγορεί υπέρ της εξολόθρευσης και εκμηδένισής τους.
Ο Baudrillard κάνει επίσης διάκριση μεταξύ της λογικής της παραγωγής και της χρησιμότητας, πάνω στην οποία οργανώθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες, και της λογικής της προσομοίωσης που κατά τη γνώμη του αποτελεί τη βασική αρχή οργάνωσης των μετα-νεωτερικών κοινωνιών, προβάλλοντας μία υπόθεση σύμφωνα με την οποία έχει επέλθει μία ρήξη μεταξύ των νεωτερικών και μετα-νεωτερικών κοινωνιών, τόσο μεγάλη όσο και εκείνη μεταξύ των νεωτερικών και των προ-νεωτερικών. Ακολουθεί την κλασσική κοινωνική θεωρία στην υπόθεση που κάνει για έναν σημαντικό διαχωρισμό μεταξύ των προ-νεωτερικών κοινωνιών, οι οποίες πιστεύει ότι ήταν οργανωμένες γύρω από τη συμβολική ανταλλαγή, και των νεωτερικών κοινωνιών των οργανωμένων γύρω από την παραγωγή. Αναλύοντας θεωρητικά το φαινόμενο της εποχής που έχει να κάνει με τη ρήξη μεταξύ του νεωτερικού και του μετα-νεωτερικού, ο Baudrillard ανακηρύσσει το “τέλος της πολιτικής οικονομίας” και το τέλος μιας εποχής κατά την οποία η παραγωγή αποτελούσε την οργανωτική αρχή της κοινωνίας. Αυτή η μοντέρνα περίοδος ήταν η εποχή του καπιταλισμού και της μεσοαστικής τάξης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εργάτες ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο και συνιστούσαν μία επαναστατική δύναμη κοινωνικής εξέγερσης. Ωστόσο, ο Baudrillard ανήγγειλε το τέλος της πολιτικής οικονομίας, και κατά συνέπεια το τέλος της Μαρξιστικής προβληματικής αλλά και αυτής της ίδιας της νεωτερικότητας:
“Το τέλος της εργασίας. Το τέλος της παραγωγής. Το τέλος της πολιτικής οικονομίας.
Το τέλος της διαλεκτικής του σημαίνοντος και του σημαινόμενου που επέτρεπε μία συσσώρευση γνώσης και νοήματος, και το τέλος μιας γραμμικής σύνταξης αθροιστικού λόγου. Ταυτόχρονα, το τέλος της διαλεκτικής αξία χρήσης / ανταλλακτική αξία, η οποία στο παρελθόν καθιστούσε από μόνη της δυνατή τη συσσώρευση κεφαλαίου και την κοινωνική παραγωγή. Το τέλος του γραμμικού λόγου. Το τέλος της γραμμικής εμπορίας. Το τέλος της κλασσικής εποχής του συμβόλου. Το τέλος της εποχής της παραγωγής.” 12
Ο περί “τέλους” λόγος έχει τη σημασία της αναγγελίας εκ μέρους του μιας μεταμοντέρνας διακοπής ή ρήξης των δεσμών της ιστορίας. Τώρα βρισκόμαστε, ισχυρίζεται ο Baudrillard, σε μία νέα εποχή προσομοίωσης στα πλαίσια της οποίας είναι η κοινωνική αναπαραγωγή (επεξεργασία πληροφοριών, επικοινωνία, βιομηχανίες της γνώσης, κ.λπ.) που παίρνει τη θέση που παλαιότερα κρατούσε η παραγωγή σαν βασική αρχή της κοινωνικής οργάνωσης. Σ’ αυτή την εποχή, η εργασία δεν συνιστά πλέον μία παραγωγική δύναμη αλλά αποτελεί η ίδια “ένα σύμβολο ανάμεσα σε σύμβολα” (σ. 23). Η εργασία δεν είναι κατά κύριο λόγο παραγωγική στα πλαίσια αυτής της κατάστασης, αλλά αποτελεί ένα σύμβολο της κοινωνικής θέσης που κατέχει κάποιος, του τρόπου ζωής του, του τρόπου έκφρασης της δουλικότητάς του. Οι μισθοί, επίσης, δεν έχουν καμία ορθολογική σχέση με τη δουλειά που κάνει κάποιος και με το τι παράγει αλλά σχετίζονται με τη θέση που κατέχει αυτός στα πλαίσια ενός συστήματος (σσ. 36ff). Με πολύ πιο κρίσιμο τρόπο όμως, η πολιτική οικονομία δεν αποτελεί πια το θεμέλιο, τον καθοριστικό κοινωνικό παράγοντα, ή ακόμη και τη δομική “πραγματικότητα” έναντι της οποίας μπορούν να ερμηνευθούν και να εξηγηθούν άλλα φαινόμενα (σσ. 53ff.). Αντίθετα, ζούμε μέσα σε μία “υπερ-πραγματικότητα” προσομοιώσεων στα πλαίσια της οποίας εικόνες, θεάματα και το παιχνίδι των συμβόλων αντικαθιστούν τη λογική σύμφωνα με την οποία η παραγωγή και η πάλη των τάξεων αποτελούν τα κεντρικής σημασίας συστατικά στοιχεία των σύγχρονων κοινωνιών.
Από αυτό το σημείο και πέρα, το κεφάλαιο και η πολιτική οικονομία είτε εξαφανίζονται από την ιστόρηση του Baudrillard είτε επιστρέφουν με ριζικά νέες μορφές. Στο εξής, σύμβολα και κώδικες πολλαπλασιάζονται και παράγουν άλλα σύμβολα και νέους μηχανισμούς παραγωγής συμβόλων, σε όλο και πιο εκτεταμένους και σπειροειδείς κύκλους. Έτσι, η τεχνολογία παίρνει τη θέση του κεφαλαίου σ’ αυτή την ιστόρηση και η “σημειουργία”, η εξάπλωση των εικόνων, των πληροφοριών, των συμβόλων, επισκιάζει την παραγωγή. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η μεταμοντέρνα στροφή του Baudrillard συνδέεται με μία μορφή τεχνολογικού ντετερμινισμού και με μία απόρριψη της πολιτικής οικονομίας σαν χρήσιμη επεξηγηματική αρχή – μία στροφή που επικρίνεται από πολλές από τις μελέτες που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν τον τόμο (βλέπε, Gottdiener, Best, Sawchuk, Schoonmaker, κ.λπ.).
Είναι με αυτόν τον τρόπο που το βιβλίο Symbolic Exchange and Death αρθρώνει τη βασική αρχή μιας θεμελιώδους ρήξης μεταξύ των νεωτερικών και των μετα-νεωτερικών κοινωνιών και σηματοδοτεί την αποχώρηση του Baudrillard από την προβληματική της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας. Για τον Baudrillard, οι νεωτερικές κοινωνίες είναι οργανωμένες γύρω από την παραγωγή και την κατανάλωση αγαθών, ενώ οι μετα-νεωτερικές κοινωνίες είναι οργανωμένες γύρω από την προσομοίωση και από το παιχνίδι των εικόνων και των συμβόλων, φαινόμενα που υποδηλώνουν μία κατάσταση στα πλαίσια της οποίας είναι οι κώδικες, τα πρότυπα και τα σύμβολα που συνιστούν τις αρχές πάνω στις οποίες γίνεται η οργάνωση της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων όπου κυριαρχεί η προσομοίωση. Στην κοινωνία της προσομοίωσης, οι ταυτότητες δομούνται μέσα από την οικειοποίηση εικόνων, και οι κώδικες και τα πρότυπα καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους και σχετίζονται με άλλους ανθρώπους. Η οικονομία, η πολιτική, η κοινωνική ζωή και η κουλτούρα κυβερνώνται στο σύνολό τους από τη λογική της προσομοίωσης, τη λογική βάσει της οποίας είναι οι κώδικες και τα πρότυπα αυτά που καθορίζουν το πώς χρησιμοποιούνται και καταναλώνονται τα αγαθά, το πώς εκτυλίσσεται η πολιτική, το πώς παράγεται και αναλώνεται ο πολιτισμός, και το πώς βιώνεται η καθημερινή ζωή.
Ο μετα-νεωτερικός κόσμος του Baudrillard είναι επίσης και ένας κόσμος εσωτερικής έκρηξης κατά την οποία κοινωνικές τάξεις, γένη, πολιτικές διαφορές, και οι κάποτε αυτόνομες σφαίρες δράσης της κοινωνίας και του πολιτισμού συντρίβονται το ένα μέσα στο άλλο, εξαλείφοντας προκαθορισμένα όρια και διαφορές. Για τον Baudrillard, στην κοινωνία της προσομοίωσης, η οικονομία, η πολιτική, η κουλτούρα, η σεξουαλικότητα και το κοινωνικό, όλα συμπιέζονται και συντρίβονται το ένα μέσα στο άλλο, με αποτέλεσμα τα συστατικά στοιχεία της οικονομίας να είναι ουσιαστικά η κουλτούρα, η πολιτική, και άλλες σφαίρες, ενώ η τέχνη, η οποία στο παρελθόν υπήρξε η σφαίρα μιας εν δυνάμει διαφοράς και αντίθεσης, απορροφάται από το οικονομικό και το πολιτικό και η σεξουαλικότητα βρίσκεται παντού. Στα πλαίσια αυτής της κατάστασης, διαφορές ανάμεσα σε άτομα και ομάδες συμπιέζονται βίαια καταλήγοντας σε μία ταχεία μεταλλακτική διάλυση του κοινωνικού και εκείνων των ορίων και δομών του παρελθόντος που είχαν αποτελέσει κάποτε το σημείο εστίασης της κοινωνικής θεωρίας.
Επιπρόσθετα, ο μετα-νεωτερικός κόσμος του είναι ένας κόσμος υπερ-πραγματικότητας στον οποίο οι τεχνολογίες της διασκέδασης, της πληροφόρησης, και της επικοινωνίας παρέχουν εμπειρίες που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ένταση και εμπλοκή από ό,τι οι σκηνές της τετριμμένης καθημερινής ζωής. Ο κόσμος του υπερ-πραγματικού (π.χ., προσομοιώσεις της πραγματικότητας από τα media, η Disneyland και οι υπαίθριες εγκαταστάσεις αναψυχής, τα εμπορικά κέντρα και οι φαντασιότοποι της κατανάλωσης, τα σπορ στην τηλεόραση, και άλλες περιηγήσεις σε ιδανικούς κόσμους) είναι πιο αληθινός από αληθινός, έτσι ώστε τελικά τα πρότυπα, οι εικόνες και οι κώδικες του υπερ-πραγματικού καταλήγουν να ελέγχουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Εν τούτοις, αυτός καθαυτός ο καθορισμός είναι τυχαίος μέσα σε έναν μη γραμμικό κόσμο στον οποίο είναι αδύνατο να χαρτογραφήσει κανείς μηχανισμούς αιτιότητας και λογική στα πλαίσια μιας κατάστασης όπου τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με μία υπερβολική ροή εικόνων, κωδίκων και προτύπων, οποιοδήποτε από τα οποία είναι δυνατόν να διαμορφώσει τη σκέψη και τη συμπεριφορά ενός ατόμου.
Σ’ αυτόν το μεταμοντέρνο κόσμο, τα άτομα απομακρύνονται γοργά από την έρημο του “πραγματικού” χάριν των εκστάσεων της υπερ-πραγματικότητας και του νέου βασιλείου του ηλεκτρονικού υπολογιστή, των μέσων και της τεχνολογικής εμπειρίας. Σ’ αυτόν τον κόσμο, οι υποκειμενικότητες θρυμματίζονται και χάνονται και ένα νέο πεδίο εμπειρίας εμφανίζεται που υποτίθεται ότι καθιστά άχρηστες και άσχετες τις κοινωνικές θεωρίες και την πολιτική. Έτσι, οι νοηματικές κατηγορίες που χρησιμοποιεί ο Baudrillard της προσομοίωσης, της εσωτερικής έκρηξης, και της υπερ-πραγματικότητας συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μία νέα μεταμοντέρνα κατάσταση η οποία απαιτεί εντελώς νέες μεθόδους κοινωνικής θεωρίας και πολιτικής που να μπορούν να χαρτογραφήσουν αλλά και να ανταποκριθούν στους νεωτερισμούς της παρούσας εποχής.
Αλλά και αυτό το ίδιο το ύφος και οι συγγραφικές στρατηγικές του Baudrillard έχουν επίσης τον χαρακτήρα μιας εσωτερικής έκρηξης καθώς συνδυάζουν υλικό από εκπληκτικά διαφορετικά πεδία μελέτης, γεμάτο με παραδείγματα από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας και από τη λαϊκή κουλτούρα, για να διαμορφώσουν μία νέα μέθοδο μεταμοντέρνας θεωρίας η οποία εξαλείφει όλα τα όρια μεταξύ των διαφορετικών επιστημονικών κλάδων. Το γράψιμό του συνιστά από μόνο του μία προσπάθεια προσομοίωσης των νέων συνθηκών, καθώς αυτό επιχειρεί να συλλάβει τους νεωτερισμούς που χαρακτηρίζουν αυτές τις συνθήκες διαμέσου μιας ευρηματικής χρήσης της γλώσσας και της θεωρίας. Έτσι, αυτό το είδος της ακραίας αμφισβήτησης της σύγχρονης θεωρίας και η ανάγκη για νέες θεωρητικές στρατηγικές νομιμοποιούνται όσον αφορά τον Baudrillard από αυτόν τον ίδιο τον ριζοσπαστισμό που χαρακτηρίζει τις αλλαγές της παρούσης εποχής.
Για παράδειγμα, ο Baudrillard ισχυρίζεται ότι η νεωτερική κοινωνία λειτουργεί με μία λογική της αναπαράστασης στα πλαίσια της οποίας οι ιδέες αναπαριστούν την πραγματικότητα και την αλήθεια, έννοιες που αποτελούν κεντρικά αξιώματα της θεωρίας της νεωτερικής περιόδου. Μία μετα-νεωτερική κοινωνία θρυμματίζει με εκρηκτικό τρόπο αυτή την επιστημολογία καθώς δημιουργεί μία κατάσταση στα πλαίσια της οποίας τα υποκείμενα χάνουν την επαφή τους με το πραγματικό και κομματιάζονται και διαλύονται αυτά τα ίδια. Αυτή η κατάσταση προμηνύει το τέλος της μοντέρνας θεωρίας η οποία λειτουργούσε με τη διαλεκτική υποκειμένου-αντικειμένου, όπου το υποκείμενο θεωρούνταν ότι αντιπροσώπευε και είχε υπό τον έλεγχό του το αντικείμενο. Στην ιστορία της μοντέρνας φιλοσοφίας, το φιλοσοφικό υποκείμενο επιχειρεί να διακρίνει τη φύση της πραγματικότητας, να διασφαλίσει θεμελιωμένη γνώση, και να εφαρμόσει αυτή τη γνώση έτσι ώστε να ελέγξει το αντικείμενο και να το θέσει υπό την κυριαρχία του (π.χ., τη φύση, άλλους ανθρώπους, ιδέες, κ.λπ.). Σ’ αυτό το σημείο ο Baudrillard ακολουθεί τη μετα-στρουκτουραλιστική κριτική σύμφωνα με την οποία η σκέψη και ο λόγος δεν θα μπορούσαν πια να αγκυροβολούν με ασφάλεια σε αυταπόδεικτες ή προνομιακές δομές. Αντιδρώντας στη λογική της αναπαράστασης που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα θεωρία, η Γαλλική σκέψη – και ιδιαίτερα κάποιοι “αποδομιστές” (οι “ένθερμοι θεωρητικοί του κειμένου” του Rorty) – προχώρησε στο παιχνίδι της ανάλυσης του γραπτού κειμένου, του δημόσιου λόγου, η οποία αφορούσε υποθετικά άλλα κείμενα και άλλα είδη λόγου όπου “το πραγματικό” ή “αυτό που βρσκόταν εκεί έξω” είχε εξοριστεί στη σφαίρα της νοσταλγίας.
Με έναν παρόμοιο τρόπο, ο Baudrillard, ένας “ένθερμος θεωρητικός του ειδώλου”, ισχυρίζεται ότι στα μέσα ενημέρωσης και στην καταναλωτική κοινωνία οι άνθρωποι παγιδεύονται στο παιχνίδι των εικόνων, των θεαμάτων, και των ειδώλων που έχουν ολοένα και λιγότερη σχέση με κάτι που βρίσκεται ‘εκεί έξω’, με κάποια εξωτερική “πραγματικότητα”, σε βαθμό που να μη φαίνεται πια ότι υπάρχει κάποιο νόημα σ’ αυτές τις ίδιες τις έννοιες του κοινωνικού, του πολιτικού, ή ακόμη και της “πραγματικότητας”. Και η ναρκωμένη και υπνωτισμένη (κάποιες από τις μεταφορικές εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Baudrillard) συνείδηση, η κορεσμένη από τα συστήματα επικοινωνίας, είναι τόσο γοητευμένη από την εικόνα και το θέαμα ώστε αυτή καθαυτή η έννοια του νοήματος (η οποία εξαρτάται από την ύπαρξη σταθερών ορίων, στέρεων δομών, κοινής συναίνεσης) διαλύεται. Σ’ αυτή την ανησυχητική και καινοφανή μετα-νεωτερική κατάσταση, το αντικείμενο αναφοράς, αυτό που βρίσκεται ‘εκεί πίσω’ και ‘εκεί έξω’, μαζί με το βάθος, την ουσία, και την πραγματικότητα, όλα εξαφανίζονται, και με την εξαφάνισή τους χάνεται επίσης και η δυνατότητα οποιασδήποτε ενδεχόμενης αντίστασης. Καθώς αυξάνονται οι προσομοιώσεις, καταλήγουν να έχουν μοναδικό σημείο αναφοράς τον εαυτό τους: ένα καρναβάλι από καθρέφτες που αντανακλούν εικόνες τις οποίες προβάλλουν άλλοι καθρέφτες πάνω στην πανταχού παρούσα οθόνη της τηλεόρασης και στην οθόνη της συνείδησης, η οποία με τη σειρά της στέλνει την εικόνα στην υπάρχουσα από πριν αποθήκη της από εικόνες που έχουν επίσης παραχθεί από προσομοιωτικούς καθρέφτες. Παγιδευμένες μέσα στον κόσμο των προσομοιώσεων, οι “μάζες”, οι “σιωπηρές πλειοψηφίες”, βυθίζονται σε κάποιο μήνυμα των μέσων επικοινωνίας που δεν περιέχει μηνύματα ή νόημα, μία μαζική εποχή όπου οι τάξεις εξαφανίζονται και όπου η πολιτική είναι νεκρή, όπως είναι και τα σπουδαία όνειρα της απο-αλλοτρίωσης, της απελευθέρωσης και της επανάστασης.
Ο Baudrillard ισχυρίζεται ότι από εδώ και στο εξής οι μάζες αναζητούν θέαμα και όχι νόημα. Συντρίβονται μέσα σε μία “σιωπηρή πλειοψηφία” που σηματοδοτεί “το τέλος του κοινωνικού”.13 Αυτός αφήνει να εννοηθεί ότι η κοινωνική θεωρία χάνει το ίδιο το αντικείμενό της, καθώς τα νοήματα, οι τάξεις και η διαφορά συντρίβονται μέσα σε μία “μαύρη τρύπα” της μη διάκρισης. Αλλά, όπως επισημαίνει σ’ αυτόν τον τόμο η Deborah Cook, σ’ αυτό το σημείο της πορείας του (δηλαδή, στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και στην αρχή εκείνης του 1980) ο Baudrillard υποστηρίζει ότι η άρνηση του νοήματος και της συμμετοχής εκ μέρους των μαζών αποτελεί μία μορφή αντίστασης. Ταλαντευόμενος μεταξύ της νοσταλγίας και του μηδενισμού, ο Baudrillard εξουδετερώνει τις νεωτεριστικές ιδέες (π.χ., υποκείμενο, νόημα, αλήθεια, πραγματικότητα, κοινωνία, σοσιαλισμός, κ.λπ.) και ταυτόχρονα επιβεβαιώνει ένα μοντέλο συμβολικής ανταλλαγής που μοιάζει να φανερώνει μία νοσταλγική επιθυμία για επιστροφή σε προ-νεωτερικές πολιτιστικές φόρμες. Ωστόσο, αυτή η απεγνωσμένη αναζήτηση για μία αυθεντικά επαναστατική εναλλακτική επιλογή εγκαταλείφθηκε στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1980. Από αυτό το σημείο και πέρα, ο Baudrillard αναπτύσσει ακόμη πιο καινοφανείς προσεγγίσεις της τρέχουσας εποχής, αμφιταλαντευόμενος μεταξύ της σκιαγράφησης εναλλακτικών μοντέλων σκέψης και συμπεριφοράς και της παραίτησης από την αναζήτηση πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής.
Ο Baudrillard καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η “καταστροφή έχει συντελεσθεί”, ότι ο αφανισμός της μοντέρνας εποχής και της μοντέρνας θεωρίας τον οποίο αξίωσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 έχει ολοκληρωθεί μέσα από αυτή την ίδια την ανάπτυξη της κοινωνίας, ότι τα μοντέλα της μοντέρνας εποχής έχουν εξαφανισθεί και μία καινούρια κοινωνική κατάσταση έχει πάρει τη θέση τους. Αντιμαχόμενος τις παραδοσιακές στρατηγικές της εξέγερσης και της επανάστασης, ο Baudrillard αρχίζει να αγωνίζεται υπέρ αυτού που αποκαλεί “θανάσιμες στρατηγικές” που σπρώχνουν τη λογική του συστήματος στα άκρα με την ελπίδα της κατάρρευσης ή της μεταστροφής.14
Ο BAUDRILLARD ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ-ΝΕΩΤΕΡΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Υπό το φως λοιπόν της έντονης σκιαγράφησης εκ μέρους του Baudrillard μιας νέας μετα-νεωτερικής κατάστασης, θα πρέπει κανείς να απορρίψει τη μάταιη προσπάθεια που κάνει ο Mike Gane να κρατήσει τον Baudrillard έξω από το διάλογο που αφορά την έννοια του ‘μετα-νεωτερικού’. Στα δύο βιβλία του για τον Baudrillard, αλλά και σε εισαγωγικά του σχόλια σε μία συλλογή συνεντεύξεων του Baudrillard και σε μία μετάφραση του Symbolic Exchange of Death,15 ο Gane προέβαλε ισχυρισμούς σύμφωνα με τους οποίους ο Baudrillard δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στην προβληματική του μετα-νεωτερικού. Για παράδειγμα, στα εισαγωγικά σχόλια που κάνει για τη μετάφραση του Symbolic Exchange of Death, ο Gane ξεκινά δηλώνοντας πως το κείμενο θα δείξει με “κατηγορηματικό τρόπο” ότι η θέση του Baudrillard “δεν είναι μετα-νεωτερική”. Ωστόσο, ο Gane, που δεν είναι ποτέ πρόθυμος να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ή να ολοκληρώσει κάποια ερμηνεία, δεν δείχνει τον τρόπο με τον οποίο το κείμενο βεβαιώνει ότι η θέση του Baudrillard δεν είναι “μετα-νεωτερική”, ούτε υποδεικνύει τι μπορεί να είναι τελικά αυτή η θέση σύμφωνα με το κείμενο. Μέρος του προβλήματος του Gane, και μέρος του προβλήματος του λόγου της μετα-νεωτερικότητας, είναι ότι αυτός δεν ορίζει ποτέ τι είναι η “μετα-νεωτερικότητα” και χρησιμοποιεί τον όρο με έναν χαλαρό και ανεπαρκώς προσδιορισμένο τρόπο για να αναφερθεί, μεταξύ άλλων πραγμάτων, σε ρήξεις με τη εποχή του μοντέρνου, σε μία νέα μορφή πολιτισμού που σπάζει τους δεσμούς με τον μοντερνισμό, και σε μία νέα μορφή θεωρίας που διαχωρίζει τη θέση της από αυτή της μοντέρνας θεωρίας – εννοιολογικές διαφορές που πρέπει να διασαφηνισθούν.16
Θεωρώντας τον από αυτή την αναλυτική σκοπιά, βλέπουμε ότι ο Baudrillard αναπτύσσει την ιδέα της μετα-νεωτερικότητας σαν μία ριζική διακοπή σχέσεων και ρήξη με τη νεωτερική εποχή. Όπως υποστηρίχθηκε ήδη, στο Symbolic Exchange and Death ο Baudrillard επιβεβαιώνει τη συντέλεση μιας θεμελιώδους ιστορικής ρήξης μεταξύ της νεωτερικότητας και της μετα-νεωτερικότητας, τόσο ολοκληρωτικά ριζοσπαστικής όσο και η ρήξη που συντελέσθηκε στο παρελθόν μεταξύ των προ-νεωτερικών και των νεωτερικών κοινωνιών. Σε άλλα κείμενα της ίδιας περιόδου, ο Baudrillard συνέδεε με σαφήνεια τον εαυτό του με την ιδέα μιας μετα-νεωτερικής ρήξης. Η πολεμική που αναπτύσσει στο Forget Foucault υποστηρίζει το πέρασμα του Γάλλου συμπατριώτη του σε αχρηστία με βάση το ότι η νεωτερική εποχή που τόσο καλά περιέγραψε ο Foucault έχει πια τελειώσει και ότι, κατά συνέπεια, η σκέψη του Foucault είναι ξεπερασμένη. Στο “On Nihilism” – που αρχικά παρουσιάσθηκε σαν διάλεξη το 1980 και στη συνέχεια δημοσιεύθηκε το 1981 – ο Baudrillard περιγράφει τη “νεωτερικότητα” σαν τη “ριζική καταστροφή της εξωτερικής όψης των φαινομένων [προσχημάτων], το ξύπνημα του κόσμου από την πλάνη και την εγκατάλειψή του στη βία της ερμηνείας και της ιστορίας”.17 Η νεωτερική εποχή ήταν η εποχή του Μαρξ και του Φρόιντ, η εποχή κατά την οποία η πολιτική, η κουλτούρα, και η κοινωνική ζωή ερμηνεύονταν σαν επιφαινόμενα της οικονομίας, ή η εποχή κατά την οποία τα πάντα ερμηνεύονταν κάτω από τους όρους της επιθυμίας και του ασυνείδητου. Αυτή η “ερμηνευτική της δυσπιστίας” χρησιμοποιούσε μοντέλα βάθους για να απομυθοποιήσει την πραγματικότητα, να δείξει τις πραγματικότητες που υπέβοσκαν κάτω από τις εξωτερικές όψεις των πραγμάτων, τους παράγοντες που συνιστούσαν τα δεδομένα.
Η “επανάσταση” της νεωτερικότητας ήταν επομένως μία επανάσταση του νοήματος θεμελιωμένη στο σίγουρο αγκυροβόλιο της διαλεκτικής της ιστορίας, στην οικονομία, ή στην επιθυμία. Ο Baudrillard χλευάζει αυτόν τον κόσμο και ισχυρίζεται ότι ο ίδιος αποτελεί μέρος μιας “δεύτερης επανάστασης, εκείνης του εικοστού αιώνα, της μετα-νεωτερικής εποχής, η οποία συνίσταται στην απέραντη διαδικασία καταστροφής του νοήματος που είναι ισάξια με την καταστροφή των προσχημάτων που προηγήθηκε. Όποιος ζει μέσω του νοήματος πεθαίνει από το νόημα”. (σσ. 38-9). Ο μετα-νεωτερικός κόσμος είναι κενός νοήματος. Είναι ένας μηδενιστικός κόσμος όπου οι θεωρίες επιπλέουν στο κενό, χωρίς να είναι αγκυροβολημένες σε κανένα ασφαλές λιμάνι ή πνευματικό αραξοβόλι. Το νόημα απαιτεί βάθος, μία κρυφή διάσταση, ένα αθέατο και παρ’ όλ’ αυτά σταθερό υπόστρωμα ή θεμέλιο. Στον μετα-νεωτερικό κόσμο, ωστόσο, όλα είναι ορατά, ρητά δηλωμένα και διάφανα, αλλά ιδιαίτερα ασταθή. Το μετα-νεωτερικό σκηνικό εμφανίζει σημάδια πεθαμένου νοήματος και ‘κατεψυγμένων’ προτύπων που μεταλλάσσονται σχηματίζοντας νέους συνδυασμούς και αντιμεταθέσεις του ίδιου πράγματος. Σ’ αυτή την επιταχυνόμενη εξάπλωση των συμβόλων και των προτύπων υπάρχει μία ολοένα μεγαλύτερη επιτάχυνση της εσωτερικής έκρηξης και της αδράνειας – χαρακτηριστικό της οποίας είναι μία υπέρμετρη ανάπτυξη – που στρέφεται προς τα μέσα και κλείνεται στον εαυτό της. Το μυστικό του καρκίνου: “Εκδίκηση του υπερσαρκώματος ενάντια στην ανάπτυξη, εκδίκηση της ταχύτητας μέσα στην αδράνεια” (σ. 39).
Η επιτάχυνση της αδράνειας, η εκρηκτική συντριβή του νοήματος μέσα στα media, η εκρηκτική εσωτερική συντριβή του κοινωνικού μέσα στη μάζα, η εκρηκτική εσωτερική συντριβή της μάζας μέσα στη μαύρη τρύπα του μηδενισμού και της έλλειψης νοήματος – αυτή είναι η μεταμοντέρνα ενόραση του Baudrillard. Γοητευμένος από αυτό το κενό και την αδράνεια, ο Baudrillard εκχωρεί προνόμια στο σκηνικό του μηδενισμού αντί στην ονειροφαντασία του νοήματος υποστηρίζοντας ότι – και αυτό αποτελεί μία έκφραση της μετα-νεωτεριστικής θέσης του εξίσου καλή με οποιαδήποτε άλλη:
Αν το να είναι κανείς μηδενιστής σημαίνει να εκχωρεί προνόμια σ’ αυτό το ζήτημα της αδράνειας και στην ανάλυση αυτής της μη αναστρεψιμότητας των συστημάτων μέχρι του σημείου που δεν υπάρχει πια επιστροφή, τότε είμαι ένας μηδενιστής.
Αν το να είναι κανείς μηδενιστής σημαίνει να βασανίζεται από την έμμονη ιδέα του τρόπου εξαφάνισης και όχι πλέον του τρόπου παραγωγής, τότε είμαι ένας μηδενιστής. Εξαφάνιση, αφανισμός, εσωτερική συντριβή, Η Ερινύα των Verschwindens [εξαφανίσεων] (σ. 39).
Ο μηδενισμός του Baudrillard είναι χωρίς χαρά, χωρίς ενέργεια, χωρίς ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον: “Όχι, η μελαγχολία είναι η θεμελιώδης τονικότητα των λειτουργικών συστημάτων, των παρόντων συστημάτων της προσομοίωσης, του προγραμματισμού και της πληροφορίας. Η μελαγχολία είναι εκείνη η ιδιότητα που είναι συμφυής με τον τρόπο που εξαφανίζεται το νόημα, με τον τρόπο που εξατμίζεται το νόημα στα λειτουργικά συστήματα” (σ.39). Στην πράξη, το μετα-νεωτεριστικό σύνολο σκέψης του Baudrillard επιδεικνύει ένα αμάλγαμα συναισθημάτων και αντιδράσεων που εκτείνονται από την απελπισία και τη μελαγχολία μέχρι τη ζάλη και τον ίλιγγο, τη νοσταλγία και το γέλιο. Η ανάλυση του “τρόπου εξαφάνισης” συνιστά μία μάλλον αυθεντική συνεισφορά στη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, και πραγματικά ο Baudrillard υπήρξε αληθινός απέναντι σ’ αυτή την παρόρμηση του να περιγράψει χωρίς αυταπάτες ή μεταμέλεια αυτό που εξαφανίζεται στην κοινωνία και στον πολιτισμό μας. Πράγματι, συνδέοντας τη θεωρία του με την “τρομοκρατία της διανόησης” στο άρθρο του “On Nihilism” ο Baudrillard συμπεραίνει:
Αν το να είναι κανείς μηδενιστής σημαίνει να οδηγεί στο ανυπόφορο όριο των ηγεμονικών συστημάτων αυτή τη ριζοσπαστική πράξη χλευασμού και βίας, αυτή την πρόκληση στην οποία το σύστημα καλείται να ανταποκριθεί με τον ίδιο του τον θάνατο, τότε είμαι ένας τρομοκράτης και ένας μηδενιστής στο χώρο της θεωρίας όπως είναι άλλοι μέσω των όπλων. Η θεωρητική βία, όχι η αλήθεια, είναι το μοναδικό μέσο επέμβασης που μας απομένει.
Αλλά αυτό είναι ουτοπία. Επειδή θα ήταν αξιοθαύμαστο να ήμουν ένας μηδενιστής αν ο ριζοσπαστισμός υπήρχε ακόμη – όπως θα ήταν αξιοθαύμαστο να ήμουν ένας τρομοκράτης αν ο θάνατος, συμπεριλαμβανομένου και του θανάτου του ίδιου του τρομοκράτη, είχε ακόμη νόημα.
Όμως είναι εδώ που τα πράγματα φθάνουν να μην έχουν λύση. Επειδή πολέμιος αυτού του ριζοσπαστικού μηδενισμού είναι ο μηδενισμός του ίδιου του συστήματος, ο μηδενισμός της ουδετεροποίησης. Το ίδιο το σύστημα είναι μηδενιστικό, με την έννοια ότι έχει τη δύναμη να αντιστρέφει τα πάντα σε αδιαφοροποίηση, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που είναι ο αρνητής του (σ. 39).
Η ανάλυση που κάνει ο Baudrillard μιας μετα-νεωτερικής υπέρβασης είναι επίσης ευδιάκριτη και στο δημοφιλές δοκίμιό του του 1983 ”The Ecstasy of Communication”. Σ’ αυτό το αποκαλυπτικό άρθρο, ο Baudrillard περιγράφει τόσο τη ρήξη ανάμεσα στην προγενέστερη ανάλυσή του των μοντέρνων αντικειμένων και σ’ αυτή της νέας μεταμοντέρνας κατάστασης όσο επίσης και τις “σπειροειδείς κινήσεις” που έκανε ο ίδιος ακολουθώντας τη δική του θεωρητική τροχιά. Στο σύστημα των αντικειμένων που ανέλυαν τα πρώιμα γραπτά του (βλέπε συζήτηση που προηγήθηκε), το υποκείμενο ζούσε μέσα σε ένα “σκηνικό” και σε έναν “καθρέφτη” που υπήρχε στα μάτια των άλλων, όπως και μέσα από τα αντικείμενα που είχε στην κατοχή του. “Σήμερα όμως”, δηλώνει ο Baudrillard, “το σκηνικό και ο καθρέφτης δεν υπάρχουν πια. Αντίθετα, υπάρχει μία οθόνη και ένα δίκτυο” (σ. 126). Από αυτό το σημείο και πέρα το υποκείμενο γίνεται “ένα τέρμα σε ένα τερματικό”, διαλύεται μέσα στα δίκτυα των μέσων και των επικοινωνιών. Τα άτομα δεν προβάλλουν πλέον τον εαυτό τους, ισχυρίζεται αυτός, μέσα στα αντικείμενα που έχουν στην κατοχή τους, αλλά ελέγχουν, χειρίζονται, διασυνδέονται με ένα λειτουργικό δίκτυο επικοινωνιών. “Όχι πια δαπάνες, κατανάλωση, απόδοση αλλά, αντίθετα, συντονισμός, ευδιάθετη λειτουργικότητα, αλληλεγγύη μεταξύ όλων των στοιχείων του ίδιου συστήματος, έλεγχος και ολική διαχείριση ενός ενιαίου συνόλου. (σ. 127).
Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του “όχι πια” και “όχι πλέον” για να περιγράψει μία “αποφασιστική μετάλλαξη των αντικειμένων και του περιβάλλοντος στη σύγχρονη εποχή”, ο Baudrillard περιγράφει μία μετα-νεωτερική ρήξη. Σαν μεταμοντέρνος θεωρητικός ο Baudrillard παρατάσσει μία σειρά από θεωρητικές προβληματικές και προσεγγίσεις για να ρίξει φως στο φαινόμενο της μετάλλαξης των αντικειμένων και των καταστάσεων στο σύγχρονο σκηνικό. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις αρχές εκείνης του 1980, αυτός χρησιμοποίησε εκτεταμένα σαν πηγή τροφοδότησης της προβληματικής του τον λόγο και τη γλώσσα της επιστήμης της κυβερνητικής και παρήγαγε κυβερνητικού χαρακτήρα μοντέλα της νέας μετα-νεωτερικής κατάστασης. Ο λόγος του αυτής της περιόδου βρίθει από μεταφορές επιστημονικής προέλευσης (π.χ., μαύρες τρύπες, κλασματικά αντικείμενα, DNA, και ορολογία σχετική με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές) και παρουσιάζει την οπτική σκοπιά μιας ‘high-tech’ κυβερνητικής θεωρίας για την εξήγηση του σύγχρονου σκηνικού. Πολλές από τις ιδέες του αυτής της περιόδου είναι άκρως διαφωτιστικές – όπως αποδεικνύουν τα άρθρα των Schoonmaker, Tseëlon, Der Derian, Sawchuk και άλλων που περιλαμβάνει η παρούσα ανθολογία – αν και αυτός τείνει προς μία υπερβολή όσον αφορά τον καινοτομικό χαρακτήρα του παρόντος και πολλές από τις αναλύσεις του είναι παραπλανητικές και πομπώδεις, όπως ισχυρίζονται πολλοί από τους συγγραφείς αυτού του τόμου.
Γενικά, τείνω να διατηρώ την άποψη ότι ο Baudrillard μεγαλοποιεί τη ρήξη μεταξύ του νεωτερικού και του μετα-νεωτερικού, αντιμετωπίζει μελλοντικές πιθανότητες σαν υπάρχουσες πραγματικότητες, και προσφέρει έναν φουτουριστικό τρόπο προσέγγισης του παρόντος, πολύ κοντά στην παράδοση της δύσκολης από θεματική άποψη επιστημονικής φαντασίας που ξεκινά από τον Huxley και φθάνει μέχρι και κάποιες εκδοχές του κυβερνοπάνκ. Πράγματι, προτιμώ να διαβάζω το έργο του Baudrillard σαν ένα είδος επιστημονικής φαντασίας που προβλέπει το μέλλον μεγαλοποιώντας κάποιες τάσεις του παρόντος και μ’ αυτόν τον τρόπο παρέχει έγκαιρες προειδοποιήσεις για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν οι παρούσες τάσεις συνεχίσουν να αναπτύσσονται. Δεν είναι τυχαίο που ο Baudrillard είναι ένας aviciendo της επιστημονικής φαντασίας που έχει και ο ίδιος επηρεάσει έναν μεγάλο αριθμό σύγχρονων συγγραφέων αυτού του συγκεκριμένου είδους.
Έτσι λοιπόν, είναι χρήσιμο να κατανοούμε τους χάρτες του Baudrillard σαν προπορευόμενο έδαφος, σαν φουτουριστικές χαρτογραφήσεις του (σύντομα επερχόμενου;) παρόντος από την πλεονεκτική θέση ενός πιθανού μέλλοντος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση, η θεωρία των προσομοιώσεων του Baudrillard δεν συνιστά τόσο μία ουσιαστική αναπαράσταση της πραγματικότητας όσο μάλλον μία προσομοίωση αυτού που πρόκειται να έρθει, ή αυτού που πρόκειται να έρθει για να προσπεράσει αν οι παρούσες τάσεις συνεχίσουν να επιταχύνονται. Όμως ο Baudrillard επιμένει συχνά ότι το μέλλον είναι ήδη εδώ, ότι ήδη ζούμε στο φαντασμαγορικό καινούριο κόσμο ενός μέλλοντος που είναι κιόλας παρόν. Μερικές φορές περιγράφει αυτό το μέλλον και το παρόν μας σαν “μεταμοντέρνο” και παρ’ όλ’ αυτά συνεχίζει να χρησιμοποιεί το λόγο του μοντέρνου για να περιγράψει το σύγχρονο σκηνικό.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Gane είναι εντελώς εσφαλμένος στον ισχυρισμό του ότι η προβληματική του Baudrillard δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί σαν σχετική με την έννοια της μετα-νεωτερικότητας.18 Ομολογουμένως, σε μία συνέντευξη με τον Gane, ο Baudrillard ισχυρίσθηκε ότι ο ίδιος δεν έχει “καμία σχέση με τη μετα-νεωτεριστική σκέψη”, άμεση αναφορά που προκάλεσε ο ίδιος ο Gane και που την παραθέτει αδιάκοπα.19 Προφανώς, αυτό που επιθυμούσε ο Baudrillard ήταν να διαχωρίσει τη θέση του από την προβληματική των Lyotard, Jameson, Kroker και άλλων οι οποίοι αφομοίωναν και προωθούσαν τον λόγο του μετα-νεωτερικού και να δηλώσει τη μοναδικότητα των δικών του προσεγγίσεων, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε σχολή ή τάση. Όπως θα δούμε, ο Baudrillard είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο ιδιότυπος και γι’ αυτόν το λόγο είναι αρκετά δικαιολογημένος στο να θέλει να πάρει αποστάσεις από άλλες σύγχρονές του εκδοχές της μεταμοντέρνας θεωρίας. Ωστόσο, σε κάποια κείμενα της δεκαετίας του 1980 χρησιμοποίησε και ο ίδιος το λόγο του μεταμοντέρνου για να περιγράψει τα δικά του έργα. Τα έργα του υπέθεταν πράγματι μία ρήξη με τη νεωτερικότητα και ήταν εύλογο να θεωρείται σαν ένας σημαντικός θεωρητικός της μετα-νεωτερικότητας. Έχοντας όμως αρχίσει να κουράζεται και να απογοητεύεται από το παιχνίδι αυτής της προβληματικής, ο Baudrillard άρχισε να απομακρύνεται από αυτό και να μετακινείται προς άλλου είδους προβληματικές, για τις οποίες θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι ήταν επίσης περίπλοκα συνδεδεμένες με την προβληματική του μεταμοντέρνου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ
ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το 1979 ο Baudrillard δημοσίευσε το έργο του Seduction, ένα περίεργο κείμενο που αντιπροσώπευε μία σοβαρή αλλαγή κατεύθυνσης της σκέψης του. Ενώ στο Symbolic Exchange and Death έδινε το γενικό περίγραμμα άκρως επαναστατικών προοπτικών με τη μορφή μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής, αντιμετωπίζοντας τη συμβολική ανταλλαγή σαν μία ακραία διαφορετικότητα σε σύγκριση με την παραγωγή αγαθών, νοημάτων και αξίας στις νεωτερικές κοινωνίες, τώρα [στο Seduction] αναδεικνύει την ιδέα της αποπλάνησης σαν την εναλλακτική έννοια που έχει να αντιπαραθέσει σ’ αυτήν της παραγωγής και της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης. Η αποπλάνηση, ωστόσο, δεν υπονομεύει, δεν ανατρέπει ούτε και αναμορφώνει τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις ή τους υπάρχοντες θεσμούς αλλά είναι μια ήπια εναλλακτική, ένα παιχνίδι με την εξωτερική όψη των φαινομένων, και ένα παιχνίδι με τον φεμινισμό, το οποίο προκάλεσε μία οξεία κριτική αντίδραση όπως δείχνει και το άρθρο της Keith Goshorn στην παρούσα ανθολογία.20
Η έννοια της αποπλάνησης στον Baudrillard είναι ιδιαίτερα τεχνική και περιλαμβάνει ένα είδος παιχνιδιού με τα σύμβολα παρά με αυτήν καθεαυτή τη δραστηριότητα της αποπλάνησης των γυναικών από το αρσενικό (αν και αυτό φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται στην ιδέα του Baudrillard). Στο μεσοαστικό ιδανικό της παραγωγής ο Baudrillard αντιπαραθέτει την αποπλάνηση σαν μία αριστοκρατική “τάξη συμβόλου και μυσταγωγίας” και δίνει αξία στο τέχνασμα, στην εξωτερική εικόνα, στο παιχνίδι και στην πρόκληση έναντι του θανάσιμα σοβαρού έργου της παραγωγής. Ο Baudrillard ερμηνεύει την αποπλάνηση κυρίως σαν μία μυσταγωγία και σαν ένα παιχνίδι που έχει τους δικούς του κανόνες, τα δικά του θέλγητρα, τις δικές του παγίδες και τους δικούς του δελεασμούς. Το γράψιμό του οπισθοχωρεί σ’ αυτό το σημείο προς μία αριστοκρατική αισθητική αφιερωμένη ολόψυχα σε ιδιότυπους τρόπους σκέψης και γραφής, οι οποίοι παρουσιάζουν ένα νέο σύνολο κατηγοριών – αντιστρεπτότητα, η πρόκληση, η μονομαχία – που οδηγούν τη σκέψη του Baudrillard προς μία μορφή αριστοκρατικής αισθητικής και μεταφυσικής.
Οι νέες μεταφυσικές θεωρητικές υποθέσεις του Baudrillard είναι εμφανείς στο βιβλίο Fatal Strategies, ένα άλλο αποφασιστικό σημείο καμπής στην πορεία του. Αυτό το κείμενο παρουσίασε ένα εκκεντρικό μεταφυσικό σενάριο που έχει να κάνει με τον θρίαμβο των αντικειμένων πάνω στα υποκείμενα στα πλαίσια της χυδαίας εξάπλωσης ενός κόσμου των αντικειμένων που είναι τόσο ανεξέλεγκτος ώστε υπερακοντίζει όλες τις προσπάθειες να γίνει αντιληπτός, κατανοητός και ελέγξιμος. Το σενάριο του Baudrillard αφορά την εξάπλωση και την αυξανόμενη υπεροχή των αντικειμένων έναντι των υποκειμένων, όπως και τον τελικό θρίαμβο του αντικειμένου. Σε μία συζήτηση στα πλαίσια του άρθρου “Ecstasy and Inertia” αυτός μιλά για το πώς τα αντικείμενα και τα γεγονότα στην σύγχρονη κοινωνία υπερβαίνουν συνεχώς τον εαυτό τους, αυξάνοντας και επεκτείνοντας συνεχώς τη δύναμή τους. Η “έκσταση” των αντικειμένων είναι η εξάπλωση και η επέκτασή τους στον νιοστό βαθμό, στον υπερθετικό. Η έκσταση σαν μία αίσθηση ότι κάποιος εκτείνεται έξω και πέρα από τον εαυτό του: το όμορφο είναι πιο όμορφο από το όμορφο στη μόδα, το αληθινό πιο αληθινό από το αληθινό στην τηλεόραση, το σεξ πιο σεξουαλικό από το σεξ στην πορνογραφία. Η έκσταση λοιπόν είναι η μορφή της χυδαιότητας (απαλλαγμένης πλήρως από περιστροφές, χωρίς τίποτα κρυφό) και της υπερ πραγματικότητας που ο Baudrillard είχε περιγράψει νωρίτερα αλλά που τώρα έχει μεταφερθεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο, έχει αναδιπλασιασθεί και εντατικοποιηθεί. Η θεώρησή του της σύγχρονης κοινωνίας την παρουσιάζει να έχει πάρει μία κλίση προς την αύξηση και την υπερβολική ανάπτυξη (croissance et excroissance), να εξαπλώνει και να εκκρίνει ακόμη περισσότερα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορίες, μηνύματα, ή αιτήματα – υπερβαίνοντας όλους τους ορθολογικούς στόχους και όλα τα όρια σε μία σπείρωση ανεξέλεγκτης αύξησης και αναπαραγωγής πιστών αντιγράφων του ίδιου πράγματος.
Εν τούτοις, ισχυρίζεται ο Baudrillard, η αύξηση, η επιτάχυνση, η εξάπλωση έχουν φθάσει σε τέτοια ακραία σημεία που η έκσταση της υπερβολικής ανάπτυξης συνοδεύεται από αδράνεια. Επειδή, εφόσον η κοινωνία είναι υπερ-κορεσμένη, αυτή εκρήγνυται προς τα μέσα και σβήνει σιγά-σιγά οδηγούμενη στην αδράνεια και στην εντροπία. Αυτή η διαδικασία συνιστά μία καταστροφή για το υποκείμενο, όχι μόνο επειδή η επιτάχυνση και η εξάπλωση του κόσμου των αντικειμένων εντατικοποιούν τη διάσταση του αβέβαιου που χαρακτηρίζει το τυχαίο και την έλλειψη καθορισμού, αλλά και αυτά τα ίδια τα αντικείμενα αναλαμβάνουν να κατευθύνουν μία “ψύχραιμη” καταστροφή για λογαριασμό του εξαντλημένου υποκειμένου η ακατανίκητη έλξη του οποίου για το παιχνίδι των αντικειμένων μετατρέπεται σε απάθεια, σε καταπληξία, και σε μία εντροπιακή αδράνεια.
Κάνοντας μία ανασκόπηση, βλέπουμε ότι η αυξανόμενη εξουσία του κόσμου των αντικειμένων πάνω στο υποκείμενο υπήρξε από την αρχή κεντρικό θέμα για τον Baudrillard, πράγμα που υποδεικνύει την ύπαρξη μιας θεμελιώδους συνέχειας στο έργο του. Στα πρώιμα γραπτά του, ο Baudrillard εξέταζε τους τρόπους με τους οποίους τα εμπορικά αγαθά γοήτευαν τα άτομα στα πλαίσια της καταναλωτικής κοινωνίας, όπως και τους τρόπους με τους οποίους ο κόσμος των αγαθών προσλάμβανε νέα και περισσότερη σπουδαιότητα διαμέσου της αξίας του συμβόλου και του κώδικα – που αποτελούσαν μέρος του κόσμου των πραγμάτων, του συστήματος των αντικειμένων. Η πολεμική που ασκούσε κατά του Μαρξισμού τροφοδοτούνταν από την πεποίθηση ότι η αξία του συμβόλου και ο κώδικας ήταν πιο θεμελιώδη για τη σύσταση της σύγχρονης κοινωνίας από ό,τι εκείνα τα παραδοσιακά στοιχεία της πολιτικής οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, η ανταλλακτική αξία, η αξία χρήσης, η παραγωγή, και ούτω καθεξής. Κατόπιν, στο προσκήνιο της σκέψης του εισέβαλαν στοχασμοί που αφορούσαν τα μέσα ενημέρωσης: στην πρώιμη σκέψη του Baudrillard το αντικείμενο ‘τηλεόραση’ βρισκόταν στο κέντρο του σπιτιού, και τα μέσα, οι προσομοιώσεις, η υπερ-πραγματικότητα, και η εσωτερική έκρηξη κατέληξαν τελικά να σβήνουν τις διακρίσεις ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο, στο μέσα και στο έξω, στα media και στην πραγματικότητα. Στο εξής τα πάντα ήταν δημόσια, διάφανα, εκστατικά, και υπερ-πραγματικά μέσα στον κόσμο των αντικειμένων που γινόταν όλο και πιο γοητευτικός και αποπλανητικός καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Και μ’ αυτό τον τρόπο, το υποκείμενο, το εξαιρετικά αγαπημένο από τη μοντέρνα φιλοσοφία, έρχεται τελικά αντιμέτωπο με την ήττα του στα πλαίσια του μεταφυσικού σεναρίου του Baudrillard και το αντικείμενο θριαμβεύει, ένα εκπληκτικό τέλος στη διαλεκτική υποκειμένου-αντικειμένου η οποία υπήρξε το πλαίσιο της μοντέρνας φιλοσοφίας. Έτσι, το αντικείμενο αποτελεί το θανάσιμο δυστύχημα του υποκειμένου και οι “θανάσιμες στρατηγικές” του Baudrillard συνιστούν απλώς μία συγκαλυμμένη έκκληση για απομίμηση των στρατηγικών και των τεχνασμάτων των αντικειμένων. Στο πλαίσιο αυτού που ο Baudrillard αποκαλεί “στρατηγικές μπανάλ” “το υποκείμενο πιστεύει για τον εαυτό του ότι είναι πάντα πιο έξυπνο από το αντικείμενο, ενώ στο άλλο [θανάσιμες στρατηγικές] το αντικείμενο θεωρείται πάντοτε πιο πανούργο, πιο κυνικό, πιο φαεινό από το υποκείμενο”.21 Παλαιότερα, στις μπανάλ στρατηγικές, το υποκείμενο πίστευε για τον εαυτό του ότι ήταν περισσότερο κυριαρχικό και ισχυρό από ό,τι το αντικείμενο. Σε αντίθεση, μία θανάσιμη στρατηγική αναγνωρίζει την υπεροχή του αντικειμένου και κατά συνέπεια τάσσεται με το μέρος του και επιχειρεί να αναπαραγάγει τις στρατηγικές, τα τεχνάσματα και τους κανόνες του.
Στο Fatal Strategies και σε άλλα γραπτά του, ο Baudrillard φαίνεται να μεταφέρει την κοινωνική θεωρία στη σφαίρα της μεταφυσικής, όμως αυτό είναι ένα συγκεκριμένο είδος μεταφυσικής, βαθιά εμπνευσμένο από την παταφυσική του Alfred Jarry. Για τον Jarry:
παταφυσική είναι η επιστήμη της σφαίρας επιρροής που βρίσκεται πέρα από τη μεταφυσική … Αυτή θα μελετά τους νόμους που κυβερνούν τις εξαιρέσεις και θα εξηγεί τον κόσμο που είναι συμπληρωματικός αυτού εδώ του κόσμου, ή, λιγότερο φιλόδοξα, θα περιγράφει έναν κόσμο τον οποίο μπορεί κάποιος να δει – ίσως θα πρέπει να τον δει – αντί του παραδοσιακού…. Ορισμός: παταφυσική είναι η επιστήμη των φαντασιακών λύσεων, αυτή που συμβολικά αποδίδει τις ιδιότητες των αντικειμένων, η περιγραφή των οποίων γίνεται βάσει της δυναμικότητάς τους, στο χαρακτηριστικό τους περίγραμμα.22
Όπως και ο κόσμος που περιγράφεται στα βιβλία Ubu Roi, The Gestures and Opinions of Doctor Faustroll, και σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα του Jarry – καθώς επίσης και στις πιο θεωρητικές εξηγήσεις της παταφυσικής που παραθέτει αυτός – έτσι και ο κόσμος του Baudrillard είναι ένας εντελώς παράλογος κόσμος όπου τα αντικείμενα δεσπόζουν με μυστήριους τρόπους, και όπου άνθρωποι και γεγονότα κυβερνώνται από παράλογες και σε τελευταία ανάλυση ακατάληπτες αλληλοσυνδέσεις, και από κάποια προκαθορισμένη μοίρα (ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο αποτελεί μία άλλη καλή πηγή εισόδου σ’ αυτόν τον κόσμο). Η παταφυσική του Baudrillard ακολουθεί εκείνη του Jarry στο ότι επινοεί μία εκδοχή ενός κόσμου που βρίσκεται σε συμφωνία με τις φαντασιώσεις, τις παραισθήσεις και τα οράματα του δημιουργού του. Όπως και στην παταφυσική του Jarry, ο κόσμος του Baudrillard εξουσιάζεται από την έκπληξη, τη μεταστροφή, την παραίσθηση, τη βλασφημία, τη χυδαιότητα, και από μία επιθυμία να σοκάρει και να εξοργίσει.
Έτσι, εν όψει της αυξανόμενης υπεροχής του αντικειμένου, ο Baudrillard μας ζητά να εγκαταλείψουμε το υποκείμενο και να συνταχθούμε με το αντικείμενο. Αφήνοντας κατά μέρος την παταφυσική, φαίνεται ότι ο Baudrillard προσπαθεί να δώσει τέλος στη φιλοσοφία της υποκειμενικότητας που έχει κυριαρχήσει τη Γαλλική σκέψη από την εποχή του Ντεκάρτ, πηγαίνοντας στην εντελώς αντίπερα όχθη. Η κακοήθης ιδιοφυΐα (malin genie) του Ντεκάρτ αποτελούσε ένα πανούργο τέχνασμα του ίδιου του υποκειμένου που προσπαθούσε να παραπλανήσει το υποκείμενο στο να δεχθεί ό,τι δεν ήταν σαφές και ευδιάκριτο, αλλά πάνω στο οποίο το υποκείμενο ήταν τελικά ικανό να κυριαρχήσει. Η κακοήθης ιδιοφυΐα του Baudrillard είναι το ίδιο το αντικείμενο, το οποίο είναι πολύ πιο κακόηθες από ό,τι οι απλά και μόνο επιστημολογικές παραπλανήσεις του υποκειμένου με τις οποίες είχε έρθει αντιμέτωπος ο Ντεκάρτ, και το οποίο αποτελεί για εμάς έναν μοιραίο προορισμό που απαιτεί το τέλος της φιλοσοφίας της υποκειμενικότητας.
Στη δεκαετία του 1990 ο Baudrillard δημοσίευσε το Transparency of Evil και το La fin d’une illusion, τα οποία συνεχίζουν τις περιηγήσεις του στη μεταφυσική του αντικειμένου και στην ήττα του υποκειμένου. Αποτελώντας συλλογές από σποραδικά συγγράμματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα βιβλία αυτά συνεχίζουν να προβάλουν τη θεωρητική υπόθεση μιας ιστορικής υπέρβασης ή ρήξης η οποία δομεί μία αντίληψη της έκτασης ενός μεταμοντέρνου coupure [διάκενου], αν και ο Baudrillard σπάνια χρησιμοποιεί ο ίδιος τη γλώσσα του μεταμοντέρνου. Αυτός δημοσίευσε επίσης μία δεύτερη συλλογή των σημειώσεών του, Cool Memories II (1990), και ένα βιβλίο που ισχυριζόταν ότι ο πόλεμος του Κόλπου δεν συνέβη ποτέ, La Guerre du Golfe n’a pas eu lieu (1991), κείμενο που στα πλαίσια της παρούσας ανθολογίας αποτελεί αντικείμενο συζήτησης για τους Der Derian και Bogard.23
Αυτά τα κείμενα συνεχίζουν να έχουν το αποσπασματικό στυλ και την εξίσου αποσπασματική χρήση που χαρακτηρίζει τα μικρής έκτασης δοκίμια, τους αφορισμούς, τις εξιστορήσεις και τα συνοπτικά περιγράμματα που ο Baudrillard άρχισε να αναπτύσσει στη δεκαετία του 1980, και συχνά επαναλαμβάνουν κάποιες ιδέες και αφηγηματικές πλοκές. Περιέχουν λίγες μόνο καινούριες ιδέες ή προοπτικές, αλλά συχνά είναι διασκεδαστικά. Και εδώ φθάνουμε σε μία άλλη χρηστική αξία του Baudrillard: αυτή του χιούμορ και της διασκέδασης. Αρκετές φορές είναι απλά διασκεδαστικό να διαβάζει κανείς Baudrillard. Ο Baudrillard – οπαδός της παταφυσικής στα είκοσί του – εξακολουθεί να είναι έτσι, και ίσως δεν θα πρέπει κανείς να τον λαμβάνει υπόψη με υπερβολική σοβαρότητα.24 Ή, καλύτερα, ενώ μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει το έργο του ως υπερβολικά σοβαρό, θα μπορούσε επίσης και να το διαβάσει με μια ειρωνική ματιά, σαν μία μεγαλοπρεπή φάρσα στην κοινωνική θεωρία και στην κριτική του πολιτισμού. Επομένως, το έργο του Baudrillard μπορεί να αναγνωσθεί τόσο σαν ένα είδος επιστημονικής φαντασίας και παταφυσικής όσο και σαν ένα είδος σοβαρής κοινωνικής θεωρίας και μεταφυσικής του πολιτισμού. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς τι είναι πραγματικά τα κείμενα του Baudrillard, και έτσι, ενώ κάποιες φορές είναι χρήσιμο να τον διαβάζουμε σαν δημιουργό αυθεντικών και σημαντικών συνεισφορών στο χώρο της κοινωνικής θεωρίας, κάποιες άλλες μπορούμε να χαιρόμαστε την ειρωνεία, τον κυνισμό, το χιούμορ και την παταφυσική μεταφυσική του. Ο ίδιος ο Baudrillard μοιάζει να επιθυμεί και τους δύο αυτούς τρόπους ανάγνωσης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο τόσο για σοβαρές όσο και για μη σοβαρές ερμηνείες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ
Παρ’ όλ’ αυτά, θα ήταν λάθος να υποβιβάσουμε τον Baudrillard στο επίπεδο της παταφυσικής, ή στο επίπεδο μιας απλής αισθητικής ενόχλησης της κοινωνικής θεωρίας,25 επειδή τα θέματά του εκφράζουν ορισμένα από τα πιο σοβαρά, τρομακτικά και σημαντικά ζητήματα με τα οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι στις μέρες μας. Όπως έχει αναφερθεί, μερικές φορές ο Baudrillard γράφει σαν να κάνει την αποκάλυψη των “πραγματικών” συνθηκών του καιρού μας, μιλάει ξεκάθαρα για θεμελιώδεις αλλαγές και καινοτομίες, και αντιμετωπίζεται πανηγυρικά από κάποιους από τους ενθουσιώδεις αναγνώστες του σαν ένας ‘high-tech’ πρωτοποριακός διανοητής που έρχεται να αντιμετωπίσει πολύ σημαντικές, αν και ανησυχητικές, πραγματικότητες του καιρού μας.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας ανάγνωσης, ο Baudrillard είναι ο θεωρητικός του τέλους της χιλιετίας ο οποίος παράγει συμβολικές πινακίδες σήμανσης που μας οδηγούν στην εποχή της μετα-νεωτερικότητας, και είναι ένας σημαντικός ξεναγός γι’ αυτή τη νέα εποχή. Ωστόσο, μπροστά στην υπερβολή του σχετικά με την υποτιθέμενη ρήξη αυτής της εποχής με τη νεωτερικότητα, δεν είναι τελικά εύκολο να αποφασίσει κανείς για το αν θα πρέπει να αναγνώσει το έργο του Baudrillard σαν επιστημονική φαντασία ή σαν κοινωνική θεωρία, σαν παταφυσική ή σαν μεταφυσική. Προφανώς ο Baudrillard επιθυμεί και τα δύο, με τους κοινωνικούς θεωρητικούς να πιστεύουν ότι αυτός προσφέρει σημαντικές οπτικές θεώρησης της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, ότι αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά συμβαίνει, ότι λέει τα πράγματα ως έχουν. Παράλληλα ωστόσο, οι πιο κυνικοί αντι-κοινωνιολόγοι ενθαρρύνονται να απολαμβάνουν τις μυθοπλασίες του Baudrillard, τον πειραματικό του λόγο, τα κόλπα του, και το παιχνίδι του. Με παρόμοιο τρόπο επίσης, αυτός ενθαρρύνει ορισμένες φορές τους μεταφυσικούς θεωρητικούς του πολιτισμού να βλέπουν το έργο του σαν μία σειρά από σοβαρούς κριτικούς στοχασμούς πάνω στις πραγματικότητες του καιρού μας, ενώ στο περιθώριο κάνει και ένα παταφυσικό νεύμα σ’ αυτούς που είναι δύσπιστοι μπροστά σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο, δεν είναι εύκολο να αποφασισθεί αν είναι καλύτερο να ερμηνεύεται το έργο του Baudrillard σαν επιστημονική φαντασία και σαν παταφυσική ή σαν κοινωνική θεωρία.
Για τους ίδιους λόγους δεν είναι δυνατόν να αποφασίσει κανείς αν το έργο του Baudrillard θα πρέπει να ερμηνευθεί σαν να αποτελεί αυτό σύμβολο της αλήθειας ή της μυθοπλασίας. Περιέργως, τα πιο πρόσφατα έργα του Baudrillard ανταπαντούν σε κάποιες από τις επικρίσεις που δέχθηκαν τα πρώιμα έργα του, αλλά συχνά αυτό γίνεται με κάποιον διφορούμενο τρόπο στα πλαίσια του οποίου ο Baudrillard κάνει κάποιες παραχωρήσεις στους επικριτές του και στη συνέχεια προχωρά στο να επαναλάβει με πιστότητα τις αρχικές του θέσεις. Για παράδειγμα, σε μία διάλεξη του 1992 στο Πανεπιστήμιο του Essex, η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1993, ο Baudrillard λέει ότι οι σκέψεις του γύρω από την Αμερική είναι “κατ’ ουσία μία μυθοπλασία” και παραδέχεται ότι η άποψή του “θα είναι επομένως εκείνη που θα αντιστοιχεί σε έναν παράφορο ερασιτεχνισμό και σε ένα είδος μεταφυσικής του πολιτισμού”, επειδή αυτός δεν είναι αρμόδιος να μιλά “για τις οικονομικές, πολιτικές και νομικές όψεις της Αμερικής”.26 Εν τούτοις, στη συνέχεια επαναλαμβάνει πολλές από τις αμφισβητούμενες θεωρητικές υποθέσεις του σχετικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες και προσθέτει σ’ αυτές μερικά καινούρια ‘στολίδια’. Έτσι, φαίνεται ότι χωρίς αμφιβολία ο Baudrillard θα συνεχίσει να προκαλεί αμφισβήτηση και έντονη διαμάχη, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να υποδεχόμαστε τη σκέψη του με κριτικό βλέμμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα