Αναγνώστες

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Γιάννης Σταυρακάκης, "Παρέκβαση για τον Badiou" (απόσπασμα) Απο το Radical Desire

Γιάννης Σταυρακάκης, "Παρέκβαση για τον Badiou" (απόσπασμα)

Η σημαντικότερη, κατά την άποψή μου, δημοσιευμένη κριτική ερμηνεία του Badiou από Έλληνα, και, παραδόξως, μια ερμηνεία που δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. Ο Σταυρακάκης αποπειράται κάτι πολύ δύσκολο: να αποσπάσει τον Badiou από τις ίδιες του τις ρητά αντι-δημοκρατικές θέσεις και να τον συμφιλιώσει με ένα όραμα της δημοκρατικής ανοιχτότητας στην ενδεχομενικότητα και την διαρκή αναδιαπραγμάτευση που κρατάει από τον Καστοριάδη και επεκτείνεται στη "ριζοσπαστική δημοκρατία" των Laclau-Mouffe.

Στην διαδικασία, πολλές από τις αμαρτίες που χρεώνονται τελετουργικά στον Badiou από την ημέτερη κριτική χρεώνονται --πρέπει να πω μάλλον πειστικά-- στον Žižek.

Σίγουρα, είναι ένα κείμενο που περιέχει αμφιλεγόμενα και συζητήσιμα στοιχεία --για παράδειγμα την σύνδεση του Badiou με το ψυχαναλυτικό όραμα μιας "ανατρεπτικότητας χωρίς επανάσταση", και μάλιστα παρά την κριτικότατη στάση του ίδιου του Badiou απέναντι στον εκφραστή του οράματος, Jacques-Alain Miller· αλλά είναι επίσης ένα κείμενο που δίνει ένα δείγμα του τι σημαίνει ενδελεχής θεωρητική ενασχόληση, και του πόση απόσταση έχει κάτι τέτοιο από τα ημιμαθή και αδικαιολογήτως επηρμένα πασαλείμματα που παρουσιάστηκαν ως εμβριθείς κριτικές του Badiou στον ημερήσιο τύπο.
RD (Αντώνης)
---



Γιάννης Σταυρακάκης
Παρέκβαση για τον Badiou (απόσπασμα)
Από το The Lacanian Left, Edinburgh, Edinburgh University Press, 2007.
Μτφρ.  Radical Desire (Αντώνης)

...Ένα τελικό σχόλιο για την σημασία του συμβαντικού τόπου (evental site) για την συνολική αξιολόγηση του σχήματος του Badiou. Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε πόσο δύσκολο είναι να διαχωριστεί ένα αληθές από ένα ψευδές συμβάν. Ο Oliver Feltham έχει σωστά παρατηρήσει ότι η μία δικλείδα ασφαλείας που υπάρχει στο έργο του Badiou για να διευκολυνθεί μια τέτοια διάκριση είναι η σύνδεσή του μεταξύ "συμβάντος" και "συμβαντικού τόπου" (ακόμα και αν δεν μπορεί προφανώς να προσφέρει μια οικουμενική εγγύηση). Με τα λόγια του ίδιου του Feltham, αν και δεν μπορεί να υπάρξει ξεκάθαρος διαχωρισμός

μεταξύ υποκειμενοποίησης σε μια διαδικασία αλήθειας και ιδεολογικής κλήσης (interpellation)...ο Badiou έχει ενσωματώσει μία δικλείδα ασφαλείας για να αποφευχθεί η σύγχυση διαδικασιών αλήθειας και ιδεολογιών, και αυτή είναι ότι οι πρώτες εφορμούνται από την ανάδυση ενός συμβάντος σε ένα συμβαντικό τόπο. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλές πρακτικές διαδικασίες που επικαλούνται μια ορισμένη πιστότητα--το παράδειγμά του είναι ο Ναζισμός--αλλά ισχυρίζεται ότι ούτε εφορμούνται από ένα συμβαντικό τόπο ούτε είναι γενολογικές (Feltham, "Πρόλογος του μεταφραστή" στο Είναι και συμβάν, αγγλική έκδοση, σ. xxix).

Με άλλα λόγια, η πραγματική θετικότητα ενός αληθούς συμβάντος εξαρτάται από την αξεδιάλυτη σχέση του με το κενό ενός συμβαντικού τόπου, από την καταγραφή της αρνητικότητας.

Αλλά η αρνητικότητα είναι επίσης παρούσα μετά το συμβάν, ως όριο των διαδικασιών αλήθειας. Αν και συχνά υποβαθμίζει αυτή την σκοπιά του έργου του, ο Badiou δεν έχει άγνοια των κινδύνων που τίθενται από την πιστότητα σε ένα συμβάν, από αυτού που ακολουθεί ενός συμβάντος. Οι τρόποι με τους οποίους προσπαθεί να διαφυλαχθεί από αυτούς τους κινδύνους είναι πολλαπλοί, αλλά δύο από αυτούς φαίνονται οι πιο σημαντικοί. Πρώτον, ο Badiou παραδέχεται, με πολύ λακανικό τρόπο, το ακατανόμαστο του πυρήνα κάθε διαδικασίας αλήθειας.
Υπάρχει κάτι ακατανόμαστο σε κάθε διαδικασία αλήθειας, κάτι το οποίο δεν μπορεί να ενσωματωθεί στον "χώρο της γνώσης και της αντικειμενικότητας" (Hallward, Badiou: A subject to truth,  σ. 258) και πρέπει να εγγραφεί ως τέτοιο. Η αποτυχία να το εγγράψουμε ανοίγει την πόρτα στο κακό. Το οποίο μας φέρνει στη δεύτερη στρατηγική που χρησιμοποιεί.

Αναπτύσσει ολόκληρη τυπολογία του κακού, στην οποία το κακό αποκαλύπτεται εν μέρει ως μια υπερβολική θετικοποίηση του καλού, της δύναμης των αληθειών":
"Κάθε απολυτοποίηση της δύναμης μιας αλήθειας οργανώνει ένα Κακό", συνεπάγεται "μια καταστροφή της αλήθειας που επέρχεται ως συνέπεια της απολυτοποίησης της δύναμής της" (Badiou, Ηθική, σ. 85). 

 Μια τέτοια έκφανση του κακού είναι το να θέλεις, "με κάθε κόστος και κάτω από την προϋπόθεση της αλήθειας να εξαναγκάσεις την ονομασία του ακατανόμαστου. Αυτή ακριβώς είναι η αρχή της καταστροφής" (Ηθική, σ. 86).
Με αυτή την έννοια, πίσω από την αυστηρή διάκριση καλού/κακού υπάρχει μια λεπτεπίλεπτη ισορροπία που συνίσταται στον καθορισμό του σωστού βαθμού θετικοποίήσης.

Η υπερβολική θετικοποίηση, η υπερβολική ονομασία του ακατανόμαστου,  απολυτοπιεί το καλό και το μεταμορφώνει σε κακό. 
 Αλλά αν το κακό είναι μια "ανυπότακτη συνέπεια της δύναμης της αλήθειας" (Ηθική, σ. 61), δεν θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η δυνατότητα για κακό εγγράφεται στην ίδια την διαδικασία της ανακήρυξης της πιστότητάς μας σε ένα θετικό καλό, σε ένα συμβάν; 
 Με άλλα λόγια, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς "ο γνήσιος μαχητής (milatant),  του οποίου η αναζήτηση της αλήθειας είναι αβέβαιη σε κάθε στάδιο...και που καταφέρνει να αποφύγει την μετατροπή της πίστης σε θρησκεία (Jason Barker, Alain Badiou: A critical introduction, σ. 139), μπορεί να πετύχει σε αυτή την προσπάθεια αν η διαδικασία της πιστότητας εννοηθεί ως κάτι που οδηγείται "από μια σφοδρή πίστη εκ μέρους του υποκειμένου" (Barker, Alain Badiou, σ. 84). Στην πραγμαιτκότητα, είναι αμφισβητίσημο το αν η προσπάθεια του Badiou να καταγράψει και να μας διαφυλάξει από τις καταστροφικές υπερβολές του πάντα παρόντος κινδύνου της απολυτοποίησης είναι συμβατή με την δική του ηρωϊκή και υπερβολική, ακόμη και οιονεί θρησκευτική, ρητορική.

Την ίδια όμως στιγμή, ο Badiou μοιάζει πολύ πιο πρόθυμος να εγγράψει αυτά τα αρνητικά όρια της θετικότητας από ό,τι ο Žižek.  Είναι προφανές ότι για τον Badiou, το κακό είναι ένα ρίσκο που αξίζει να αναλάβεις, με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη προστασία απέναντί του:

Εφόσον το κακό είναι κάτι που συμβαίνει σε μια αλήθεια ή σε εγγύτητα με μια αλήθεια, δεν μπορεί να υπάρξει απρόσβλητη άμυνα απέναντι στο κακό η οποία να μην παρεμποδίζει ταυτόχρονα το εφικτό μιας αλήθειας. Ασχολούμενοι με τις καταστροφικές συνέπειες ενός απόλυτου κακού (το Άουσβιτς, τα Γκούλαγκ, τα λιβάδια του θανάτου), οι ριζοσπάστες αντιφιλόσοφοι, από τον Adorno  στον Lyotard,  τον Rancière και τον Lardreau έχουν προάγει σε αρετή του πολιτικού τον αυτο-ευνουχισμό της φιλοσοφίας... [για τον Badiou όμως, που αρνείται να δεχτεί αυτή την κατεύθυνση] είναι ουσιώδες η φιλοσοφία να προσφέρει τις έλλογες βάσεις για το ρίσκο της αλήθειας (Hallward, A subject to truth, σ. 264).

Όμως αυτό δεν οδηγεί τον Badiou στην απάρνηση του κακού και της αρνητικότητας. Μάλλον το αντίθετο, και είναι στο σημείο αυτό που η προσέγγισή του διαφέρει από του Žižek. Ο Badiou αναγνωρίζει τον πάντα παρόντα κίνδυνο της απολυτοποίησης της αλήθειας, της ονομασίας του ακατονόμαστου, που μπορεί να έχει μόνο καταστροφικές συνέπειες: "Μια τριπλή συνέπεια του ιερού, της έκστασης και του τρόμου διακόπτει συνεπώς τη φιλοσοφική λειτουργία, και μπορεί να την οδηγήσει από το απορητικό κενό που συγκρατεί την πράξη της σε εγκληματικές προγραφές. Με αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία προκαλεί κάθε καταστροφή στη σκέψη" (Badiou, Ατέρμονη σκέψη,  σ. 168). 

Είναι ακόμα πιο σημαντικό ότι εξαιτίας αυτού του διαρκούς κινδύνου ο Badiou έχει συχνά αποδεχτεί την ανάγκη να ενσωματωθεί αυτή η αναγνώριση στην διαδικασία αλήθειας που συνδέεται με ένα συμβάν.

  Έτσι, το απορητικό κενό πρέπει να επανεγγράφεται διαρκώς στον φιλοσοφικό/πολιτικό χώρο, κίνηση που συνδέεται με την επίκληση του Badiou στην "συστολή" ή την "αυτοσυγκράτηση" (Badiou, Ατέρμονη αλήθεια, σ. 168). Με τα λόγια του Hallward,  "εφόσον το κακό είναι η αποφασιστικότητα να επιβληθεί η ολοκληρωτική δύναμη μιας αλήθειας, το να ονομαστούν τα πάντα στην κατάσταση της, 'η ηθική μιας αλήθειας πηγάζει εξ ολοκλήρου από ένα είδος αυτοσυγκράτησης [retenue] σε ό,τι αφορά τις δυνάμεις της'. 
 Η αλήθεια δεν μπροεί και δεν πρέπει να προσπαθήσει να πει τα πάντα...Μόνο μια τέτοια αυτοσυγκράτηση τής επιτρέπει να επιμείνει στην διαρκώς εξακολουθητική αυτοανάπτυξη (Hallward, A subject to truth, σ. 265). Εδώ είναι που η εγγραφή των ορίων, της αρνητικότητας, αποκτά την πλήρη της δύναμη στο επιχείρημα του Badiou: "οποιαδήποτε και αν είναι η αλήθεια κάποιου, προσθέτει ο Badiou, δεν θα πρέπει να πάει ως το τέλος. Θα πρέπει να συνεχίσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να συνεχίζει να συνεχίζει" (Hallward, ό.π). Μια εγγραφή που αλλάζει σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνουν κατανοητά ένα συμβάν και η πιστότητα σε ένα συμβάν: ο Žižek "συνοψίζει λανθασμένα την φιλοσοφία του Badiou μιλώντας διαρκώς για το θαύμα ενός 'Συμβάντος Αλήθειας.' Ακόμη και ανεξάρτητα από το άκομψο των κεφαλαίων, αυτή η συντμημένη και αποκρυφιστική έκφραση ισοπεδώνει σε στιγμιαία πράξη αυτό το οποίο στην πραγματικότητα είναι μια διαρκής και νόθα διαδικασία" (Bruno Bosteels, "Alain Badiou's theory of the subject", σ. 199). 

Είναι πλέον εφικτό να διατυπώσουμε με κάποια ακρίβεια τις διαφορές ανάμεσα στην πράξη κατά τον Žižek και το συμβάν κατά τον Badiou. 

Πρώτον, στον Badiou υπάρχει μετά το συμβάν, και θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κάποιος ότι το συμβάν είναι το ίδιο μετά τον εαυτό του, με την έννοια ότι υπονοεί μια (κυρίως συμβολική) διαδικασία και δεν μπορεί να εξισωθεί με καμμία μοναδική στιγμή.
Αυτό είναι ένα στοιχείο που απουσιάζει στην ζιζεκική πράξη (act), η οποία θεωρητικοποείται ως μια θαυματουργική στιγμή υποτίθεται ολικής επαναθεμελίωσης. Για να το θέσουμε απλά, η ζιζεκική πράξη έχει έναν οικουμενικό χαρακτήρα ενώ το μπαντιουϊκό συμβάν είναι τοπικό:
"κανένα συμβάν δεν αφορά άμεσα μια κατάσταση στο σύνολό της" (Badiou, Είναι και συμβάν, σ. 178).

Δεύτερον --και τούτο είναι εξαιρετικά σημαντικό για την συνολική κατεύθυνση της λακανικής αριστεράς-- λόγω εν μέρει του τοπικού του χαρακτήρα, αυτό το μετά, αυτή η διαδικασία, είναι νόθα και απαιτούν μια διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ αρντηικού και θετικού αν είναι να αποφευχθεί η καταστροφή. 

Ο Ernesto Laclau δεν ξεφεύγει στην πραγματικότητα από αυτή τη λογική όταν επισημαίνει ότι μόνο μετά το συμβάν "γίνεται απαραίτητο κάποιο γέμισμα του κενού--ενός ειδικού είδους το οποίο απαιτεί θεωρητική περιγραφή" (Laclau, "An Ethics of Militant Engagement", στο Think Again: Alain Badiou and the Future of Philosophy, επιμ. Peter Hallward, σ. 125).
Πώς μπορούμε να έχουμε ένα τέτοιο γέμισμα με τρόπο που να αποφεύγει επίσης την απολυτοποίηση και το κακό; (Laclau, σ. 129). Πώς μπορούμε να αρθρώσουμε, χωρίς οι αρθρώσεις μας να ονομάζουν το ακατανόμαστο; Πώς μπορούμε να θεσμοποιήσουμε, ενώ την ίδια ώρα εγγράφουμε στο ίδιο το θεσμοθετηθέν την προοπτική της διαρκούς επαναθεσμοποίησής του; Σ' αυτό το σημείο  ο Laclau προτείνει μια νέα έννοια που μπορεί να έχει κάποια συνάφεια: "θα πρέπει να εισαχθεί μια διάκριση ανάμεσα στην κατάσταση και σε αυτό το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε με ένα νεολογισμό την καταστιακότητα (situationness), με την πρώτη να είναι η ουσιαστικά οντική υπάρχουσα τάξη και τη δεύτερη να είναι η οντολογική αρχή της ίδιας της τακτοποίησης" (ό.π., σ. 131). Ο Laclau δεν το αναλύει ιδιαίτερα, αλλά για μένα η ερώτηση που ακολουθεί πρέπει να είναι: πώς μπορεί η νέα, μετασυμβαντική κατάσταση πραγμάτων, η οποία δομείται μέσα από μια γενολογική διαδικασία αλήθειας μετά από ένα συμβάν, να ενσωματώσει αυτό το στοιχείο της καταστιακότητας, ως ίσως το δικό της ελάχιστο επίπεδο συμβολικής/θεσμικής συνέπειας (consistency);

Η καταστασιακόητα εδώ θα εξυπάκουε την ανάγκη για θετικοποίηση πέρα από την αποδιαρωθρωμένη κατάσταση, ενώ η η συμβαντικότητα --όπως εξηγήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο-- θα επικολλούσε μέσα σε αυτή την νέα θετικοποίηση την αρχή της δικής της διαρκούς ανανέωσης πέρα από το δόλωμα της μιας, θαυματουργικής πράξης/συμβάντος.

Στο πλαίσιο αυτό, η ακόλουθη ερώτηση που θέτει ο Badiou μού φαίνεται εξαιρετικά σημαντική: "Υπάρχει πάντα ένα ερώτημα στην ηθική των αληθειών:  πώς μπορώ εγώ, ως κάποιος, να συνεχίσω να ξεπερνώ το ίδιο μου το είναι; Πώς θα συνδέσω τα πράγματα που γνωρίζω, με συνεπή τρόπο, μέσα από τις συνέπειες του είναι που αρπάζεται από το άγνωστο;" (Ηθική, σ. 50). Το υπονόημα εδώ φαίνεται ξεκάθαρο. Δεν είναι αρκετό να ενθαρρύνεται η πιστότητα σε ένα συμβάν (στην πράξη, σε οποιοδήποτε συμβάν), χωρίς να καλλιεργείται μια ανοιχτότητα προς την συμβαντικότητα. Μια τέτοια ανοιχτότητα, σε κατάσταση εγρήγορσης προς την διαρκώς παρούσα αλληλεπίδραση μεταξύ αρνητικότητας, καταστροφής, και ανάδυσης του "νέου", θα είναι πιο κατάλληλα εξοπλισμένη ώστε να επιτρέπει και να ενθαρρύνει την αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο που θα θεμελιώνεται πάνω στην ενσυνειδητότητα για τους κινδύνους της απολυτοποίησης: μιας απολυτοποίησης που ενέχεται στην ηρωοποίηση του συμβάνοτυς, στην ισοπέδωση του μετά την πράξη/συμβάν και της θαυματουργικής τους πληρότητας. Στο θεμελιώδες του έργο Είναι και συμβάν, ο ίδιος ο Badiou αρθρώνει μια διατύπωση που μπορεί να ερμηνευτεί ως σχεδόν άμεση επικύρωση αυτής της ιδέας:

το εφικτό της παρέμβασης [η διαδικασία μέσα από την οποία κάτι αναγνωρίζεται ως συμβάν μέσα σε μία κατάσταση η οποί αλλάζει ως αποτέλεσμα της ύπαρξής του] θα πρέπει να αποδοθεί στις συνέπειες ενός άλλου συμβάντος. Είναι η συμβαντική επανάληψη που θεμελιώνει την παρέμβαση....Μια παρέμβαση είναι αυτό το οποίο παρουσίαζει ένα συμβάν για την ανάδυση ενός δεύτερου. Είναι ένα συμβαντικό μεταξύ δύο (Είναι και συμβάν, σ. 209).

Ποια είναι η τρομερά σημαντική συνέπεια αυτού; Καμμία παρέμβαση δεν "μπορεί νόμιμα να λειτουργήσει σύμφωνα με την ιδέα ενός πρωταρχικού συμβάντος, μιας ριζοσπαστικής αρχής". Ο Badiou αποκαλεί "υποθεσιακό αριστερισμό" (speculative leftism) "κάθε σκέψη του είναι η οποία βασίζεται πάνω στη θεματική μιας απόλυτης αρχής" (Είναι και συμβάν, σ. 210), κάθε σκέψη η οποία δεν αναγνωρίζει την συμβαντική επανάληψη --τη διάσταση της συμβαντικότητας-- και η οποία συνεπώς παραμένει εγκλωβισμένη στην φαντασίωση της Επανάστασης ή Αποκάλυψης. Δεν είναι η κατά τον Žižek πράξη που έρχεται αμέσως στον νου εδώ;

Κατά συνέπεια σε ό,τι αφορά αυτό το σχήμα, η πιστότητα στην συμβαντικότητα δεν είναι κάτι που γίνεται μεμιας, μια μοναδική περίσταση.
Δεν συνδέεται με μια μεγάλη πολιτική νοσταλγίας, αλλα εξυπονοεί μια διαρκή δημοκρατική επανάσταση στο πολιτικό μας ήθος, ένα σκεπτικιστικό πάθος το οποίο θα πρέπει να επανεγγράφεται σε κάθε πολιτική πράξη. Δεν μπροεί να περισταλεί σε πιστότητα σε συγκεκριμένες πράξεις, αλλά επεκτείνει το εύρος της σε μια αποδοχή της μετα-φαντασματικής πολιτικής δυνατότητας που ανοίγεται απ' αυτές προς την κατεύθυνση μιας διαρκούς ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας.

Η συμβαντικότητα και η καταστασιακότητα θα πρέπει να γίνουν  αποδεκτές στην συστατική τους αλληλεπίδραση ως προϋποθέσεις της εφικτότητας κάθε μετασχηματιστικής πολιτικής δράσης: "Είναι ζήτημα του να δείχνεις πώς ο χώρος του εφικτού είναι μεγαλύτερος από αυτόν στον οποίο αποδιδόμαστε· ότι κάτι άλλο είναι εφικτό, όχι όμως ότι όλα είναι εφικτά" (Badiou, "Politics and Philosophy", Angelaki, 1998, σ. 121). Είναι μια θέση που η λακανική αριστερά μπορεί και θα πρέπει να αγκαλιάσει, εφόσον συμπυκνώνει και μεταφράζει με προσεκτικά θετικούς όρους τον ανατρεπτικό προσανατολισμό της ίδιας της ψυχανάλυσης: "Η ψυχανάλυση είναι ανατρεπτική --ενθαρρύνει την καχυποψία απέναντι σε κάθε επίσημο ιδανικό και θεσμό-- αλλά δεν είναι επαναστατική, εφόσον υποπτεύεται επίσης τις ιδεαλιστικές ιδέες περί λαμπρού μετεπαναστατικού μέλλοντος (Jacques-Alain Miller, στο Žižek, Ιράκ: Το δανεικό τσουκάλι, σ. 103). Είναι ένας προσανατολισμός ο οποίος συνδέεται αξεδιάλυτα με την εφεύρεση της δημοκρατίας και το ήθος της για το όριο/την αυτοσυγκράτηση εφόσον, στην πραγματική δημοκρατία, "ο λαός μπορεί να κάνει τα πάντα --και πρέπει να γνωρίζει ότι δεν πρέπει να κάνει απλά οτιδήποτε" (Καστοριάδης, "Η ελληνική πόλις και η εφεύρεση της δημοκρατίας" , σ. 115).

Ας καταλήξω επιστρέφοντας στο αρχικό σημείο αυτής της παρέκβασης. Αν οι αναγνώσεις μου στους Žižek και Badiou είναι βάσιμες, τότε η απόσταση ανάμεσα στα δύο θεωρητικο-πολιτικά εγχειρήματα δεν βρίσκεται εκεί όπου οι περισσότεροι σχολιαστές την τοποθετούν. Στην πραγματικότητα αναδύεται αργά-αργά μια νέα εικόνα του Badiou ως πιο συνειδητοποιημένου σε ό,τι αφορά την αρνητικότητα από ότι ο Žižek, πιο πιστού στην (μη εγελιανή) διαλεκτική αρνητικότητας/θετικότητας, πολιτικά καινοτόμου σε ό,τι αφορά την φύση της διαδικασίας αλήθειας ενός συμβάντος, και ακόμα και περισσότερο λακανιστή --αριστερού λακανιστή. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν, όχι μόνο στην χαρτογράφηση αλλά στην περαιτέρω ανάπτυξη της λακανικής αριστεράς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: