Αναγνώστες

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Το κράτος ως εγγυητής της ασφάλειας. (Tου Π. Μαντζούφα Επικ καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ)




Το κράτος ως εγγυητής της ασφάλειας.

Tου Π. Μαντζούφα Επικ καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ
(το κείμενο δημοσιευεται με την αδεια του συγγραφέα)










1. Το Σύνταγμα ενώπιον των σύγχρονων διακινδυνεύσεων. Η θέση του προβλήματος.







Η έννοια του κινδύνου, ως σύμφυτο στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών, εισδύει στη σχέση κράτους πολίτη και επηρεάζει την ίδια την συγκρότηση του δικαίου. Tο πρώτιστο καθήκον κάθε κρατικής οντότητας, όπως περιγράφεται από τους θεωρητικούς του πρώιμου φιλελευθερισμού, ήταν η εξασφάλιση της προστασίας του πολίτη ως φυσικής ύπαρξης, όχι τόσο από κινδύνους που προέρχονται από στοιχεία της φύσης και θα χαρακτηρίζονταν πρωτογενείς κίνδυνοι[1], αλλά από τους δευτερογενείς φυσικούς κινδύνους που προέρχονται από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Βασική λειτουργία του δικαίου, υπό την εκδοχή του κοινωνικού συμβολαίου, ήταν η παροχή ασφάλειας, έναντι απειλών προερχόμενων από ανθρώπους, εξαιτίας έντονων κοινωνικών συγκρούσεων. Η πρωταρχική αυτή έννοια της ασφάλειας, ως προϋπόθεση της ύπαρξης κράτους, αποτέλεσε ταυτόχρονα και την νομιμοποίηση του νεώτερου κράτους. Η νομιμοποιητική αυτή αρχή, αναπτύχθηκε από το Hobbes, και είχε ως πρότυπο το απολυταρχικό κράτος του 16ου αιώνα, το οποίο αναγνωρίζεται ως ο αποκλειστικός φορέας άσκησης φυσικής βίας και καταναγκασμού[2]. Υπό το πρίσμα αυτό, ο πρώϊμος συνταγματισμός, ως θεσμική έκφραση των πρώτων φιλελεύθερων καθεστώτων, είχε ως βασικό εγγυητικό στόχο την παροχή ασφάλειας μέσω του περιορισμού της κρατικής αυθαιρεσίας.



Στην συνέχεια προστέθηκαν ως συνταγματικοί στόχοι η ελευθερία και η επιδίωξη της νομικής ισότητας και των υλικών όρων της ευημερίας που αποτέλεσαν κοινωνικά αιτήματα και αποτυπώθηκαν στα Συντάγματα, προσδιορίζοντας την ιστορική μετεξέλιξη του κράτους δικαίου σε κοινωνικό κράτος[3]. Η αρχή της ασφάλειας εμπλουτίσθηκε με τις αρχές της δημοκρατικής οργάνωσης και του κράτους δικαίου που οδήγησαν στην διαμόρφωση του κράτους πρόνοιας[4]. Η αναζήτηση της διαρκούς ισορροπίας μεταξύ ισότητας και ελευθερίας διατρέχει όλη την σύγχρονη συνταγματική ιστορία του 20ου αιώνα και παραμένει τόσο ως διαρκές νομικό και πολιτικό αίτημα όσο και ως σύγχρονη νομιμοποίηση του συνταγματικού κράτους.



Ωστόσο σήμερα το συνταγματικό κράτος στιγματίζεται από μια κρίση που έχει δύο όψεις. Από την μια η κρίση του κοινωνικού κράτους σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη των καθολικών μορφών κοινωνικής προστασίας και την απορύθμιση των παραδοσιακών μορφών απασχόλησης, δηλαδή την σταδιακή υποχώρηση του κράτους από την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών[5]. Η τάση αυτή που είναι απόρροια της οικονομικής κρίσης, έγινε προσπάθεια να θεμελιωθεί θεωρητικά από το ρεύμα του νομικού νεοφιλελευθερισμού[6] που επιδιώκει την αποϊδεολογικοποίηση του ρόλου του κράτους και την εισαγωγή μιας νέας σχέσης μεταξύ της κρατικής ρύθμισης (νόμου) και της κοινωνίας[7].



Ωστόσο εκείνη η κρίση που εμφανίζεται πιο έντονα στην παρούσα συγκυρία, αμφισβητεί την ικανότητα του κράτους δικαίου τόσο να παράσχει ασφάλεια, όσο και να εγγυηθεί αποτελεσματικά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Όπως επισημάναμε, η ασφάλεια εμφανίζει δύο βασικές όψεις: η μία αποτυπώνει την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πολυποίκιλων διακινδυνεύσεων, ενώ η άλλη την εγγύηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Στην πρώτη μπορούμε να εντάξουμε και την ασφάλεια της ίδιας της πολιτείας, ως δημόσια ασφάλεια, δηλαδή ως προστασία των θεσμών και της κυριαρχίας μιας πολιτείας από εσωτερικές υπονομεύσεις(εσωτερική ασφάλεια) και εξωτερικές αμφισβητήσεις(εξωτερική ασφάλεια)[8]. Η δημόσια ασφάλεια προσβλέπει στην εξασφάλιση της συμμόρφωσης του πολίτη προς τις επιταγές της δημόσιας τάξης[9], μέσω της οποίας το κράτος συντηρεί και διαφυλάσσει την ίδια του την ύπαρξη. Με αυτή την έννοια η δημόσια ασφάλεια ως κρατική ασφάλεια, βρίσκεται σε εγγενή αντιπαράθεση με τις ελευθερίες των πολιτών[10], αντιπαράθεση η οποία εντείνεται, όταν υπό την απειλή τρομοκρατικών χτυπημάτων (όπως αυτό της 11ης Σεπτεμβρίου[11]), το κράτος λαμβάνει έκτακτα μέτρα ποινικής καταστολής[12]. Σε αυτή άλλωστε την αντιπαράθεση, η κλασσική συνταγματική θεωρία, βάσισε μεγάλο μέρος της κριτική της στο μεταεμφυλιακό ελληνικό κράτος[13]. Σήμερα, η ουσία της αντιπαράθεσης δεν έχει αλλάξει -η διαλεκτική ασφάλειας και ελευθερίας είναι ένα, ιστορικά, ανοιχτό διακύβευμα- έχουν όμως μεταβληθεί ουσιωδώς οι όροι της.



Στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν αυξηθεί μαζικά τόσο οι υποσχέσεις όσο και οι προσδοκίες της ασφάλειας. Στις σχέσεις κράτους-πολίτη έχει επανέλθει η παλιά αρχή του πρώϊμου συνταγματισμού που στόχευε στην ενίσχυση των εγγυήσεων ασφάλειας και όχι τόσο στο σεβασμό των ελευθεριών[14]. Η προτεραιότητα δίνεται πρωτίστως στην ασφάλεια και δευτερευόντως στην ελευθερία[15]. Το δίκαιο είναι ένα από τα μέσα και ίσως το σημαντικότερο, που καλείται να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση, ιδίως σήμερα που η ασφάλεια ως συλλογικό αγαθό κρατικά επιβαλλόμενο, οδηγεί σε μια ανασφάλεια των δικαιωμάτων[16].



Βασικό χαρακτηριστικό των μεταβιομηχανικών κοινωνιών είναι η συνύπαρξη της προόδου με την αβεβαιότητα. Ενώ ο περιορισμός των συνεπειών των φυσικών καταστροφών από το περιβάλλον κατέστη για τις αναπτυγμένες κοινωνίες εφικτός, δημιουργήθηκαν νέοι απρόβλεπτοι κίνδυνοι, προϊόν των αντιφάσεων της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης με βασικό χαρακτηριστικό την αδυναμία ελέγχου του μεγέθους, της έντασης και των συνεπειών τους. Καθώς οι κλασσικοί μέθοδοι διαχείρισης των νέων κινδύνων αποδεικνύονται ανεπαρκής, απαιτείται επινόηση νέων μεθόδων.



Το Σύνταγμα καλείται να αντιμετωπίσει την νέα κατάσταση, η οποία συχνά θέτει υπό αμφισβήτηση τις εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων όπως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου[17], την προστασία της ιδιωτικής ζωής, την ελευθερία της έκφρασης και την διασφάλιση των δίκαιων δικών, ενώ συχνά ο ίδιος ο πολίτης εμφανίζεται ενδοτικός σε προσωρινές άρσεις βασικών εγγυήσεων των ελευθεριών του χάριν της ασφάλειας του[18]. Η πρώτη αναμενόμενη απάντηση είναι η ανάγκη επιστροφής στις παραδοσιακές λειτουργίες του Συντάγματος, δηλαδή η εμβάθυνση και ενδυνάμωση των εγγυητικής του λειτουργίας[19]. Αυτό κυρίως πραγματοποιείται με την επέκταση των ρυθμίσεων του Συντάγματος -ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος του 2001- σε νέα πεδία ώστε να καλυφθούν τα κενά, οι αυθαίρετες επιλογές, η εντεινόμενη κρατική παρουσία.



Εδώ όμως ελλοχεύει και η εγγενής αντίφαση: ο πολίτης εγείρει προς τη δημόσια διοίκηση αιτήματα για ασφάλεια και προστασία και εκφράζει δυσπιστία ως προς την δυνατότητα του κράτους να είναι αποτελεσματικό στην προστασία των θεμελιωδών εννόμων αγαθών του δηλαδή της ζωής και της ασφάλειάς του[20]. Το κράτος προκειμένου να είναι αποτελεσματικό οδηγείται συχνά στο να υιοθετεί μέτρα που σχετικοποιούν την προστασία των δικαιωμάτων και κατά περίπτωση νοθεύει την νομιμότητα[21]. Αυτή η σχετικοποίηση της συνταγματικής νομιμότητας, νομιμοποιείται στην συνείδηση του πολίτη ως δικαιολογημένο μέτρο, προκειμένου να του παρασχεθεί ασφάλεια[22]. Έχει λοιπόν συντελεσθεί μια βασική επαναϊεράρχηση των προτεραιοτήτων του πολίτη σε σχέση με το κράτος[23] που δίνει προτεραιότητα στην ασφάλεια και ωθεί το κράτος στο να υιοθετήσει νέες μορφές. Σήμερα γίνεται λόγος για προληπτική λειτουργία του κράτους, για παιδαγωγικό κράτος, για κράτος προστασίας, για κράτος ασφάλειας, μορφές οι οποίες αλλάζουν την σχέση κράτους πολίτη και την φωτίζουν από μια νέα οπτική γωνία.



Στο βαθμό που οι απειλές και οι κίνδυνοι για τον πολίτη προέρχονται είτε από τον ίδιο, είτε από τρίτους, είτε από την ίδια την φύση, το άτομο οδηγείται σε έναν περιορισμό των αξιώσεων για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του[24]. Εδώ όμως υπάρχει το παράδοξο, όσο περισσότερο προχωράει η προστασία έναντι των πιθανών κινδύνων, τόσο απροστάτευτος είναι ο προστατευόμενος έναντι του προστάτη του[25]. Στο σημείο αυτό, η νέα αντίληψη περί ασφάλειας αγγίζει τα εγγενής της όρια. Για το συνταγματικό δίκαιο το ερώτημα είναι διπλό: Η ενίσχυση του εγγυητικού περιεχομένου και η υπερφόρτωση του συντάγματος με νέες ρυθμίσεις είναι το κατάλληλο εργαλείο για την αντιμετώπιση των νέων κινδύνων; Είναι η ενδυνάμωση της κανονιστικότητας του Συντάγματος πρόσφορη για την αντιμετώπιση του απρόβλεπτου, του τυχαίου, του μη μετρήσιμου; και επιπλέον ποια μορφή ασφάλειας μπορεί να παρασχεθεί σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης;



Από την παραπάνω παρουσίαση φαίνεται σαν να ανακαλύπτουμε ξανά μια έννοια, αυτή της ασφάλειας, η οποία μοιάζει να ήταν ξεχασμένη από την θεωρία του συνταγματικού δικαίου. Μέχρι σήμερα τα εγχειρίδια του Συνταγματικού δικαίου δεν επιφύλασσαν καμιά θέση στην ασφάλεια, ενώ μόνο γενικές αναφορές γίνονταν στα εγχειρίδια δημοσίου δικαίου, αναγνωρίζοντάς την ανάμεσα στους σκοπούς του κράτους[26]. Αυτό είναι δικαιολογημένο στο βαθμό που η ασφάλεια θεωρούνταν μια αυτονόητη υποχρέωση του κράτους και η βασική προϋπόθεση για την λειτουργία μιας ευνομούμενης πολιτείας.



Απ’ την άλλη, αν η ασφάλεια απαιτεί συγκεκριμένα μέτρα και κρατικές ενέργειες, αυτές βρίσκονται στον αντίποδα των εγγυήσεων που συνοδεύουν τις επιλογές του κράτους δικαίου, το οποίο δίνει προτεραιότητα στην κατοχύρωση της ατομικής αυτονομίας μέσω των δικαιωμάτων, και όχι στις κρατικές επεμβάσεις που είναι αναγκαίες για την ασφάλεια του ατόμου. Όταν ο πολίτης αξιώνει ταυτόχρονα ασφάλεια και ελευθερία στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, απαιτεί στόχους εν δυνάμει αλληλοσυγκρουόμενους, των οποίων η επίτευξη συνιστά το σύγχρονο δίλημμα του θετού δικαίου και της κοινωνικής πολιτικής.



Θεωρούμαι ότι είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στις απαρχές της ασφάλειας ως θεμέλιο των φιλελεύθερων καθεστώτων, προκειμένου να αναχθεί η διαλεκτική σχέση ασφάλειας-ελευθερίας στις ιστορικές τις πηγές, ώστε να έχουμε μια εδραία βάση για τον σύγχρονο προβληματισμό.







2. Η ασφάλεια ανάμεσα στο κρατικό καθήκον και στο ατομικό δικαίωμα. Εισαγωγικές σκέψεις







Θεμελιώδης αρχή των σύγχρονων κρατών είναι η υποχρέωση κατοχύρωσης της ασφάλειας των πολιτών τους. Η διαπίστωση αυτή θεωρείται τόσο αυτονόητη ώστε, αν και δεν μνημονεύεται ρητά, υπονοείται ως βασική αρχή, δίπλα σε αυτές του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους[27]. Ωστόσο αν και υπάρχει ομοφωνία γύρω από την κρατική δέσμευση παροχής ασφάλειας, ανοιχτό παραμένει το ερώτημα, αν στην εκπλήρωση του κρατικού καθήκοντος προστασίας αντιστοιχεί και ένα υποκειμενικό δικαίωμα του πολίτη[28]. Το ερώτημα δεν έχει μόνο δογματικό ενδιαφέρον, αλλά και προφανείς πρακτικές προεκτάσεις, διότι συνδέεται με τον τρόπο προσδιορισμού των κριτηρίων της κρατικής παρέμβασης για την παροχή προστασίας, κριτήρια τα οποία συνεπάγονται κόστος και που αναμφίβολα επηρεάζουν την άσκηση όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων[29]. Το ποιος φέρει το κόστος της εγγύησης της ασφάλειας[30], το πώς καλύπτονται οι αξιώσεις αποζημίωσης -αν το κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο καθήκον προστασίας- είναι ερωτήματα τα οποία απαιτούν θεωρητική εμβάθυνση.



Αν η έννοια της ασφάλειας είναι σύμφυτη με την ύπαρξη του κάθε δικαιώματος, ανεξαρτήτως της νομικής του φύσης και του περιεχομένου του, τότε θα ήταν εσφαλμένο να αναφερόμαστε σε ένα αυτοτελές δικαίωμα ασφάλειας, αλλά συνεπέστερο θα ήταν να γίνεται λόγος για μια κοινή λειτουργία που ταιριάζει σε όλα τα συνταγματικά δικαιώματα[31]. Στην ίδια λογική η ασφάλεια θα αποτελούσε ένα κοινό παρανομαστή τα όρια και την έκταση του οποίου θα προσδιορίζονται μόνο από την ανάλυση του καθενός ξεχωριστού δικαιώματος[32].



Ωστόσο το ερώτημα παραμένει και αποκτά μια αναπάντεχη επικαιρότητα, διότι οι κίνδυνοι, όπως αναλύθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο, δεν απειλούν συγκεκριμένες εκφάνσεις της προσωπικότητας, που κατοχυρώνονται ως διακεκριμένα δικαιώματα, αλλά το άτομο ως ολότητα. Συνεπώς οι αξιώσεις προστασίας και ασφάλειας δεν μπορούν να αφορούν σε, εκ των υστέρων, κατασταλτικές επεμβάσεις προστασίας εκ μέρους του κράτους, αλλά κυρίως σε προληπτικές δράσεις που πρέπει να υπαχθούν σε ορισμένο νομικό πλαίσιο προκειμένου να μην εμφανίζονται αυθαίρετες, ανομιμοποίητες και ασυντόνιστες. Συνεπώς η προσπάθεια να περιβάλουμε με εγγυήσεις μια κρατική δραστηριότητα αυτομάτως μας εισάγει στην διαλεκτική σχέση κρατικό καθήκον-ατομικό δικαίωμα.















3. Η ιστορική προέλευση του δικαιώματος στην ασφάλεια.







Όπως ήδη επισημάνθηκε, στο δικαίωμα στην ασφάλεια υπάρχει μια εγγενής αντινομία: ενώ τα κλασσικά ατομικά δικαιώματα αποβλέπουν στην προστασία του ατόμου κυρίως από κρατικές επεμβάσεις, η ασφάλεια την οποία το ίδιο το κράτος εγγυάται, προϋποθέτει παρεμβάσεις στον ιδιωτικό βίο και οδηγεί μοιραία, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, στην συρρίκνωση των ελευθεριών[33].



Αυτή η φαινομενική αντινομία μπορεί να αρθεί αν αναχθούμε στον πολυδιάστατο χαρακτήρα των δικαιωμάτων και τον συνδέσουμε ιστορικά και λειτουργικά με την διαμόρφωση των σύγχρονων κρατών. Μολονότι τα ατομικά δικαιώματα ορίζονται ως άρνηση της απεριόριστης κρατικής κυριαρχίας δεν περιορίζονται στην συγκεκριμένη αμυντική τους διάσταση, αλλά αντανακλούν στην ίδια την κρατική δομή που οφείλει να διαμορφώνει θεσμούς και να λαμβάνει οργανωτικά μέτρα[34]. Η διαλεκτική διαμόρφωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν περιέχει μόνο αμυντικές αξιώσεις και δεν θέτει μόνο όρια στην κρατική δράση, αλλά επιδρά εξίσου στις θεμελιώδεις αρχές της κρατικής οργάνωσης. Μόνο μέσα από αυτή την σύνθετη λειτουργία των δικαιωμάτων, μπορεί να γίνει κατανοητή η προστατευτική λειτουργία και το περιεχόμενο ενός πιθανού δικαιώματος στην ασφάλεια.



Μια πρώιμη μορφή εμφάνισης της ασφάλειας ως κοινωνικό αίτημα μπορεί να καταγραφεί στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Στην προβληματική που συνδέεται με την ασφάλεια μπορεί να εντοπίσουμε τρις βασικές θεωρητικές παραδόσεις: την συζήτηση για την θεμελίωση και τα όρια της μοναρχικής εξουσίας, το δικαίωμα στην προσωπική αυτονομία και την ατομική ασφάλεια και το εξ’ αυτών συναγόμενο δικαίωμα αντίστασης[35] στην τυραννική εξουσία[36]. Ο πολίτης αντιλαμβανόταν την ασφάλεια ως εγγύηση ελευθερίας, όσο περισσότερο διευρύνονταν τα πολιτικά του δικαιώματα, και στο μέτρο που ολοκληρώνονταν οι θεσμοί και τα διαθέσιμα μέσα πρόσβασης στην δικαιοσύνης. Οι υλικές και άμεσες εγγυήσεις της προσωπικής ασφαλείας του πολίτη, αποτυπώνονταν, όπως θα δούμε, στις πρώτες υποτυπώδεις μορφές αυτοπεριορισμού της απολυταρχικής εξουσίας του Μονάρχη.







3 α. Οι αντιλήψεις για την ασφάλεια των θεωρητικών του κοινωνικού



συμβολαίου[37] την περίοδο του πρώιμου φιλελευθερισμού.







1. Η χομπσιανή θέση για την φυσική κατάσταση του ανθρώπου και την ασφάλεια του.







Ο πρώτος θεωρητικός που ανήγαγε την ασφάλεια σε κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας του, αλλά και σε θεωρητικό θεμέλιο για την νομιμοποίηση του σύγχρονου κράτους, είναι ο T.Hobbes. Η θεωρητική κατασκευή του Hobbes για την σύγχρονη κοινωνική οργάνωση, βασίζεται στο σχήμα: φυσική κατάσταση-κοινωνικό συμβόλαιο-κράτος[38]. Αν παραμερίσουμε, για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης, τα επιστημολογικά ζητήματα και τις αντικρουόμενες ερμηνείες για το περιεχόμενο της χομπσιανής θεωρίας, θα διαπιστώσουμε ότι η προβληματική του βασίζεται σε μια αλληλουχία λογικών αφαιρέσεων από τα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του και θεμελιώνεται σε μια ανθρωπολογία γύρω απ’ τη φύση του ανθρώπου και τις επιδιώξεις του. Φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι ο φόβος ότι θα σκοτωθεί από τους ομοίους του, οι οποίοι είναι υπερφίαλοι εγωιστές -όπως και ο ίδιος- και προαιώνιοι εχθροί του[39]. Οι άνθρωποι επιδίδονται σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό για την κατάκτηση της εξουσίας, διότι έχουν μια ακόρεστη επιθυμία κυριαρχίας πάνω στους άλλους, που θέτει σε διαρκή κίνδυνο την ζωή του καθενός και κάνει αδύνατη την κοινωνική συμβίωση[40]. Το φιλελεύθερο στοιχείο στην θεώρηση του Hobbes, έγκειται στην αναγνώριση ότι ο αμοιβαίος φόβος θανάτου είναι κοινός για όλους και ότι όλοι είναι ισότιμοι και βιώνουν την ίδια ανασφάλεια.



Απ’ την άλλη, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να κάνει τα πάντα προκειμένου να διατηρηθεί στην ζωή και να αποφύγει το θάνατο, καθώς κυριαρχείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αυτό το φυσικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης, προηγείται, έναντι των όποιων υποχρεώσεων θέτει ο φυσικός νόμος και η κοινωνία. Ο Hobbes θεωρείται θεμελιωτής του φιλελευθερισμού, διότι διαχωρίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου απ’ τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τους δίνει προτεραιότητα[41].



Η ακαταγώνιστη ανθρώπινη επιθυμία κυριαρχίας, αναχαιτίζεται από το φόβο του βίαιου θανάτου, δηλαδή από την απειλή, ότι ο καθένας μπορεί να καταστραφεί σε ένα αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως και οδηγεί στην, αναγκαστικά, λογική διέξοδο της επιλογής ενός τρίτου εγγυητή της ασφάλειας όλων. Αν ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει τα πάντα και να εξουσιάζει τους άλλους, τότε θα επικρατήσει ο ισχυρότερος και το δικαίωμα των υπολοίπων θα αυτοκαταργηθεί, διότι θα είναι αδύνατο να εξασφαλίσει την αυτοσυντήρηση τους. Επομένως απαιτείται μια παραίτηση από την ελευθερία, χάριν της εξασφάλισης της ζωής και της στοιχειώδους ασφάλειας. Η παραίτηση αυτή απαιτεί μια γενική συμφωνία μεταξύ όλων των ανθρώπων για αμοιβαία εκχώρηση της ελευθερίας τους, χάριν της ασφάλειάς τους. Αυτή η συμφωνία για να τηρηθεί, πρέπει να υπάρχει μια δύναμη που να την επιβάλλει, η οποία να είναι ικανή να υποχρεώσει όλους στην τήρηση του συμβολαίου[42]. Με αυτό το συμβόλαιο ιδρύεται το κράτος: ο μυθικός Leviathan[43], ενώ η εξουσία που αναγνωρίζεται στον κυρίαρχο μονάρχη είναι απεριόριστη.



Ο Hobbes θεωρεί ότι το άτομο ωθείται σε ενέργειες με βάση τα συμφέροντα και τα ένστικτά του και μόνο η υποταγή στο κράτος που περιβάλλεται με κανόνες δικαίου, μπορεί να επιφέρει τάξη και ασφάλεια. Ωστόσο η υποταγή στην εξουσία του κράτους δεν είναι απροϋπόθετη, καθώς ισχύει μόνο στο βαθμό που το κράτος είναι ισχυρό και μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των πολιτών. Το κράτος που δεν διαθέτει την δύναμη να προστατεύει δεν έχει και το δικαίωμα να απαιτεί υποταγή[44].



Από την παραπάνω παρουσίαση αναδεικνύονται δύο σταθερά σημεία: από την μια, η αναγνώριση του φυσικού δικαιώματος στην ζωή και στην αυτοσυντήρηση που αποτελεί το θεμέλιο του ατομικισμού και από την άλλη, η παραδοχή της απόλυτης κυριαρχίας του κράτους που συνιστά το νομιμοποιητικό θεμέλιο του απολυταρχικού κράτους. Αν σήμερα μας φαίνεται ότι ο συνδυασμός των δύο δημιουργεί μια άλυτη αντίφαση καθώς η ανάπτυξη του ατομικισμού και των δικαιωμάτων μοιραία θα συγκρουσθεί με το απολυταρχικό κράτος, την εποχή του Hobbes, -όπου μαίνονταν ο θρησκευτικός εμφύλιος πόλεμος της Αγγλίας[45]-,το χάος και η έντονη ανασφάλεια που είχε δημιουργηθεί απαιτούσε μια στιβαρή εξουσία που θα εξασφάλιζε στοιχειώδη τάξη και προστασία.



Στο μέτρο που ο κρατικός απολυταρχισμός δεν περιβαλλόταν από καμία μεταφυσική αίγλη, ούτε ηθική νομιμοποίηση, αλλά ήταν απόρροια της ατομικής συναίνεσης του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, η επιβολή της εξουσίας εξαντλούνταν στην εξωτερική συμμόρφωση των ατόμων και όχι στον εσωτερικό συνειδησιακό τους βίο. Το άτομο, φυσικό δικαιώματι, μπορούσε να διατηρήσει την ιδιωτική του σφαίρα -και τα συναφή δικαιώματα που την ορίζουν (ζωή, άμυνα, πίστη)- διαχωρισμένη από το δημόσιο βίο, όπου κυριαρχεί το κράτος. Το κυρίαρχο κράτος σώζει το άτομο από τον τρόμο του πολέμου και απαιτεί υπακοή όχι λόγω της θεϊκής του προέλευσης, αλλά ως αντάλλαγμα της προστασίας που του παρέχει, και σύμφωνα με την συμφωνία που έχει συναφθεί.



Συνεπώς, απ’ τις απαρχές του φιλελευθερισμού, η ασφάλεια και η προστασία της ζωής του ατόμου κατείχε κεντρική θέση στην κρατική οργάνωση. Το κράτος αναγνωριζόταν ως η πηγή της ασφάλειας και η προστασία που παρείχε, διαμορφωνόταν μέσα από ένα σύστημα νομικών κανόνων που δεν υπηρετούσαν την ιδέα της δικαιοσύνης[46], αλλά ήταν τα τεχνικά μέσα για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών. Με την έννοια αυτή, ο Hobbes μπορεί να θεωρεί ένας πρόδρομος του φιλελευθερισμού και του νομικού θετικισμού.







2. Η αντίληψη του J.Locke για την ασφάλεια ως φιλελεύθερο αίτημα.







Στην ίδια φιλελεύθερη παράδοση, αλλά με αρκετές διαφορές ως προς την κεντρική ιδέα, εντάσσεται και η θεώρηση του Locke. Ο Locke αναγνωρίζει ότι το άτομο ως φυσική υπόσταση εκτός απ’ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, έχει και υποχρεώσεις έναντι των συνανθρώπων του, που συνίστανται στην αποφυγή πράξεων που βλάπτουν την ζωή και την υγεία τους. Με αυτή την έννοια, βαρύτητα δίνεται στις υποχρεώσεις έναντι της κοινωνίας, και όχι στα δικαιώματα των πολιτών, με την εξαίρεση του δικαιώματος στην ατομική ιδιοκτησία[47]. Το δικαίωμα αυτό, κατέχει δεσπόζουσα θέση στην φιλοσοφία του, καθώς πάνω στην έννοια του ατόμου-ιδιοκτήτη οικοδομείται το κράτος και οι θεσμοί[48]. Η προστασία της ιδιοκτησίας, που είναι το βασικότερο φυσικό δικαίωμα οδηγεί τους ανθρώπους στο να συνάψουν κοινωνικό συμβόλαιο και να υπαχθούν στην κρατική εξουσία[49].



Η κρατική εξουσία, είναι μεν πανίσχυρη και με ευρύτατη δικαιοδοσία, -προκειμένου να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη-, περιορίζεται ωστόσο από το θετό δίκαιο, το οποίο δεσμεύει ακόμα και τους κυβερνώντες. Κατά την αντίληψη του Locke, μόνο όταν περιορίζεται η κρατική αυθαιρεσία, είναι δυνατόν να αναπτυχθεί με ασφάλεια ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας[50]. Οι θέσεις του Locke στην προέκτασή τους αντιστοιχούν σε μια ολοκληρωμένη συνταγματική θεωρία διακυβέρνησης -η παρουσίαση της οποίας ξεφεύγει απ’ τα όρια της μελέτης- και επιβεβαιώνουν την χομπσιανή αντίληψη ότι το κράτος απογυμνωμένο από οποιονδήποτε μεταφυσικό σκοπό, είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός, δημιούργημα των ατόμων, που εξυπηρετεί τα δικαιώματα τους και κυρίως την ιδιοκτησία.



Στο σημείο αυτό μπορεί να εντοπισθεί και η διαφοροποίηση των δύο θεωρητικών που συνδέεται με το ζήτημα της ασφάλειας. Ο Locke, όπως είδαμε, είναι αντίθετος στην απόλυτη κρατική εξουσία διότι την θεωρεί απειλή για την ιδιοκτησία. Το κράτος πρέπει να περιορίζεται από νόμους και να υπηρετεί το σκοπό της ασφάλειας και της εγγύησης της ιδιοκτησίας. Από εδώ αρχίζει να διαφαίνεται η διαφοροποιημένη αντίληψη της ασφάλειας, καθώς ο Locke θεωρεί ότι το κράτος δεν είναι μόνο εγγυητής της ασφάλειας, αλλά και πιθανή απειλή της ασφάλειας του πολίτη. Έτσι από την μία έχουμε την ασφάλεια μέσω του κράτους, και από την άλλη την ασφάλεια από το κράτος, που σημαίνει εγγύηση της ελευθερίας του πολίτη. Όλη η συνταγματική θεωρία του Locke που αφορά την αντιπροσώπευση, την διάκριση των εξουσιών, την δέσμευση της διοίκησης στα φυσικά δικαιώματα και εν γένει το θετό δίκαιο μπορεί να αναγνωσθεί ως ένα σύνολο από θεσμικές προϋποθέσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου[51] απέναντι στο κράτος. Γι’ αυτό άλλωστε τον λόγο, ο Locke αναγνωρίζει ως έσχατο μέσο προστασίας των δικαιωμάτων έναντι μιας τυραννικής εξουσίας το δικαίωμα της αντίστασης[52].



Από τις θέσεις αυτές μπορούμε να διακρίνουμε τρία επίπεδα φιλοσοφικής θεμελίωσης ενός δικαιώματος στην ασφάλεια: Ο προσδιορισμός της ως απαγόρευση της αυθαιρεσίας, η αλλαγή προσανατολισμού της που αντιλαμβάνεται το κράτος -αντί για εγγυητή-ως δυνατή απειλή της προσωπικής ασφάλειας του ατόμου και τέλος η σημασία της ως υποκειμενικώς θεμελιωμένης -μέσω της συμβολαιακής συναίνεσης- καταστατικής αρχής του κράτους. Αυτές οι τρις εκφάνσεις δεν επινοήθηκαν από τον Locke[53] αλλά από αυτόν αποσαφηνίσθηκαν και συστηματοποιήθηκαν[54].



Κοινή συνισταμένη των αντιλήψεων των Hobbes και Locke[55] -και παράλληλα αντικείμενο έντονων επικρίσεων[56]- είναι ότι εξιδανίκευσαν το άτομο και τα εγωιστικά του χαρακτηριστικά, αναγνωρίζοντας ότι το μόνο στοιχείο που τον συνδέει με τους συμπολίτες του είναι η συμφωνία για την κρατική οργάνωση της κοινωνικής συμβίωση προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας για την ικανοποίηση των ατομικών του συμφερόντων. Το μόνο στοιχείο που συνέχει τα άτομα είναι η αμοιβαιότητα των συμφερόντων, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε ηθική υποχρέωση αλληλεγγύης, συμμετοχής και συλλογικής παρουσίας.



Η φιλελεύθερη αντίληψη περί ελευθερίας του Locke, δεν αμφισβήτησε την φιλοσοφική θεμελίωση της ασφάλειας του Hobbes. Αντιθέτως, οικοδόμησε πάνω σε αυτήν και την διεύρυνε προσφέροντας μια νέα νομιμοποιητική βάση. Η θέση του Locke εκτόπισε την έννοια της ασφάλειας από την θέση του ακαταγώνιστου θεμελίου της κρατικής εξουσίας και την έβαλε να συνυπάρχει με την ελευθερία. Επομένως δεν είναι το απολυταρχικό αλλά το νομικά δεσμευμένο και εξουσιαστικά περιορισμένο κράτος που εγγυάται την κοινωνική ειρήνη. Από εδώ και στο εξής, η αστική ασφάλεια και η αστική ελευθερία οφείλουν να εναρμονίζονται[57].







3. Η Καντιανή κατασκευή για την ασφάλεια και τα δικαιώματα[58].







Η τρίτη θεωρητική κατασκευή που συνδέεται με το κοινωνικό συμβόλαιο[59] και περιέχει απόψεις για την σχέση του κράτους με την ασφάλεια και την προστασία των δικαιωμάτων, αναπτύχθηκε από τον Kant. Σύμφωνα με την καντιανή αντίληψη, τα δικαιώματα αποκτούν περιεχόμενο και υπόσταση μόνο στο εσωτερικό μιας πολιτείας. Σκοπός της πολιτείας είναι να εξασφαλίσει την συνύπαρξη των δικαιωμάτων, επιβάλλοντας τον αμοιβαίο σεβασμό τους. Επομένως τα δικαιώματα μολονότι έχουν φυσικοδικαιικές καταβολές και ανήκουν στο άτομο, προσλαμβάνουν δημόσιο χαρακτήρα, εφόσον ρυθμίζονται από νόμους και ελέγχονται από τα δικαστήρια. Το ηθικό υπόβαθρο της αναγνώρισης των δικαιωμάτων είναι η δημοσιότητά τους δηλαδή η εξάρτησή τους από το σεβασμό προς τα αντίστοιχα δικαιώματα των άλλων. Η προστασία των δικαιωμάτων εξασφαλίζεται από την ύπαρξη γενικών και αντικειμενικών νόμων που διαφυλάσσουν την ισονομία και από τα δικαστήρια που εγγυώνται τον δημόσιο και αμερόληπτο έλεγχο[60].



Το κοινωνικό συμβόλαιο, κατά την καντιανή αντίληψη, είναι μεν η πράξη συστάσεως μιας πολιτείας αλλά προϋποθέτει δε την αναγνώριση των ατόμων ως ηθικά ισάξιων προσώπων που απαιτούν αμοιβαίο σεβασμό και όχι η συνύπαρξη εγωιστικών υποκειμένων που ενδιαφέρονται μόνο για τα ατομικά τους συμφέροντα. Αυτή η βασική δέσμευση των δικαιωμάτων που τα καθιστά δημόσια και τους προσδίδει ηθικό υπόβαθρο συνεπάγεται μια συγκεκριμένη λειτουργία για τον νόμο. Καθώς ελευθερία κατά την καντιανή αντίληψη σημαίνει αυτονομία -και όχι απλώς πάθος κυριαρχίας των ανεξέλεκτων ενστίκτων αυτοσυντήρησης- εντός της πολιτείας, δηλαδή εντός της ισχύος των γενικών νόμων, ο νόμος κυριολεκτικά συγκροτεί να οργανώνει τον τρόπο άσκησης της ελευθερίας και δεν την περιορίζει. Αφού οργανωμένη κρατική συμβίωση και δικαιώματα νοούνται ως συνυπάρχουσες και αξεχώριστες οντότητες με κοινή ηθική ρίζα, ο νόμος που είναι έκφραση της κρατικής βούλησης δεν μπορεί παρά να είναι συστατικός της ελευθερίας[61]. Αυτό που είναι καθοριστικό για την προστασία των δικαιωμάτων είναι ότι αυτή δεν προηγείται αξιακά της πολιτείας, δηλαδή η τελευταία δεν συστάθηκε με κοινωνικό συμβόλαιο μόνο και μόνο για να προστατεύει τα δικαιώματα αλλά για να υπηρετεί έναν ευρύτερο ηθικό στόχο. Γι’ αυτό το λόγο ο πολίτης αντιλαμβάνεται το σεβασμό που οφείλει προς τους άλλους με τους οποίους σύναψε το κοινωνικό συμβόλαιο, όχι υπό το πρίσμα της προσδοκώμενης αντιπαροχής σεβασμού, αλλά ως βαθύτερη ηθική υποχρέωση απέναντι στην κοινωνική συμβίωση. Έτσι ο πολίτης στο πλαίσιο της καντιανής κατασκευής του κοινωνικού συμβολαίου, μπορεί να θυσιάσει ορισμένα συμφέροντά του, όχι για να εξασφαλίσει κάποια άλλα, αλλά για να συμβάλει στην εύρυθμη κοινή συμβίωση. Αυτή είναι και η βασική διαφορά από τους προηγούμενους δύο τύπους συμβολαίου[62].



Στο σημείο αυτό μπορούμε να συμπυκνώσουμε τις θέσεις του Kant γύρω απ’ το κοινωνικό συμβόλαιο με άξονα την προστασία και την ασφάλεια.



Το κοινωνικό συμβόλαιο, υπό την καντιανή εκδοχή, περιλαμβάνει την κοινή ηθική νομιμοποίηση της πολιτείας και των δικαιωμάτων. Επειδή η πολιτεία συγκροτεί και συστήνει τις φυσικές ελευθερίες ως νομικές κατηγορίες, δηλαδή ως δικαιώματα, υποχρεούται να διασφαλίσει τους όρους κοινής συνύπαρξής τους και άρα αμοιβαίας αναγνώρισης και προστασίας. Αυτή η αμοιβαιότητα που καθιστά τα δικαιώματα δημόσια, κατοχυρώνεται, μέσω της ύπαρξης του νόμου, με τα χαρακτηριστικά της γενικότητας και του αφηρημένου. Τα άτομα αναγνωρίζονται ως ηθικά ισάξια υποκείμενα[63], δηλαδή ως πρόσωπα, μόνο στο πλαίσιο μιας πολιτείας, γι’ αυτό και η τελευταία είναι ηθικά δεσμευμένη να τα προστατεύει.



Ενώ ο πρώιμος φιλελευθερισμός βασιζόταν σε μια αντίληψη περί κοινωνικού συμβολαίου όπου το κράτος παρέχει ασφάλεια απ’ τον αναπόφευκτο αλληλοσπαραγμό των απεριόριστων φυσικών δικαιωμάτων της αυτοσυντήρησης, στο καντιανό σύστημα, τα δικαιώματα νοούνται ως δημόσια με την έννοια ότι η πολιτεία εγγυάται την ίση ελευθερία των πολιτών που πρέπει να συνυπάρχουν υπό συνθήκες αμοιβαιότητας[64]. Η ίση όμως ελευθερία αφενός προϋποθέτει νομικές ρυθμίσεις και αφετέρου δημιουργεί την υποχρέωση του κράτους για προστασία. Αυτή η υποχρέωση προστασίας, υπερβαίνει την ασφάλεια του πρώιμου φιλελευθερισμού, διότι εμπλέκει ενεργά τον νομοθέτη και τον δεσμεύει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα που συγκροτούν τα δικαιώματα, τα οριοθετούν και ταυτόχρονα τα προστατεύουν.







4. Η πολιτική φιλοσοφία του Mondesquιeu μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας. Οι φυσιοκράτες και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη.







Οι προβληματισμοί των θεωρητικών του κοινωνικού συμβολαίου για την έννοια της ασφάλειας βρήκαν απήχηση και στην πολιτική φιλοσοφία του Montesquieu. Ο Montesquieu θεωρεί ότι η πολιτική ελευθερία θεμελιώνεται στην προϋπόθεση αλλά και την πίστη ότι κάθε άνθρωπος έχει την ασφάλεια του. Η πολιτική ελευθερία και άρα η ασφάλεια αναπτύσσεται προς δύο κατευθύνσεις: στην κατεύθυνση αφενός της οργάνωσης του κράτους και αφετέρου των σχέσεων του πολίτη με το κράτος. Και τα δύο πεδία καλύπτουν την ασφάλεια του πολίτη από τις παρεμβάσεις άλλων πολιτών, διότι η απόλαυση της ελευθερίας προϋποθέτει κρατική οργάνωση που να απαλλάσσει τον πολίτη από τον φόβο του άλλου[65].



Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην ασφάλεια το ρεύμα των θεωρητικών που ονομάστηκαν φυσιοκράτες. Αυτοί οι θεωρητικοί πρόδρομοι της Γαλλικής επανάστασης ισχυρίζονταν, ότι η προσωπική ασφάλεια ανήκει στα φυσικά δικαιώματα των πολιτών τα οποία δεν μπορεί να θίγουν οι νόμοι. Επομένως η ασφάλεια και η προστασία δεν αφορά μόνο τις παρεμβάσεις των άλλων ιδιωτών αλλά κυρίως την ενδεχόμενη αυθαιρεσία των κρατικών νόμων[66]. Ιδιαίτερα για τον Gondorset η ασφάλεια συμπυκνώνει ένα σύνολο δεσμεύσεων του κοινού νομοθέτη απέναντι στα θεμελιώδη δικαιώματα που αφορούν στον σεβασμό στην αναλογικότητα των παρεμβάσεων, την ύπαρξη απλών και συγκεκριμένων νόμων, την εγγύηση των προβλεπόμενων διαδικασιών μέσω κυρώσεων και τέλος την ίδια την διάκριση των εξουσιών[67].



Την περίοδο της Γαλλικής επανάστασης, η άποψη που επικράτησε στην Συνέλευση, ήταν ότι η ελευθερία προσδιορίζεται μέσω της ασφάλειας. «Ο καθένας είναι ελεύθερος όταν απολαμβάνει ασφάλεια και μπορεί να αξιοποιήσει την περιουσία του και τα υλικά μέσα του χωρίς να θίγεται». Επιπλέον η ασφάλεια συγκαταλέγεται στα τέσσερα βασικά δικαιώματα: ισότητα, ελευθερία, ασφάλεια, περιουσία[68]. Η κοινωνία οφείλει να υπερασπίζεται την ελευθερία του πολίτη από τρις πιθανούς κινδύνους: απ’ τους άλλους πολίτες, από κρατικούς υπαλλήλους που δεν σέβονται τα δικαιώματα του πολίτη και από ξένους εχθρούς[69].



Κατά την διαμόρφωση του κειμένου της διακήρυξης υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η ασφάλεια δεν είναι ατομικό δικαίωμα, διότι σκοπός κάθε κοινότητας είναι να θέτει, υπό την προστασία όλων, τα δικαιώματα του καθενός, και αυτό ονομάζεται ασφάλεια. Στην προεπαναστατική περίοδο η ασφάλεια δεν είχε μνημονευθεί ως δικαίωμα. Ωστόσο τόσο στην διακήρυξη των δικαιωμάτων όσο και στα επαναστατικά Συντάγματα αποτυπώθηκε η άποψη ότι η ασφάλεια είναι ένα πρωταρχικό δικαίωμα πάνω στο οποίο χτίζεται όλη η δικαιοταξία[70].



Στο σημείο αυτό πρέπει να εντοπίσουμε μια βασική διαφορά ανάμεσα στην γαλλική και την αγγλοσαξωνική παράδοση. Στη γαλλική παράδοση το δικαίωμα στην ασφάλεια δεν συνδέθηκε παρά μόνο προς το τέλος του 19ου αιώνα με τις εγγυήσεις για την προσωρινή κράτηση και την φυλάκιση[71], ακόμα λιγότερο δεν είχε τεθεί ποτέ η αξίωση για κοινωνική ασφάλιση. Αντίθετα στην αγγλοσαξωνική παράδοση όπως είδαμε, κυρίως στις απόψεις του Blackstone, η ασφάλεια συνδέθηκε με την ιδέα της εγγύησης των αναγκαίων υλικών μέσων για την ζωή. Αυτή η ιδέα είναι απολύτως ξένη με τις απόψεις της γαλλικής εθνοσυνέλευσης όπου καταρχήν η ασφάλεια ταυτίζεται με την νομιμότητα δηλαδή με την λεγόμενη ασφάλεια δικαίου, υπό την εκδοχή της εγγύησης ότι για κάθε δικαίωμα υπάρχει νόμος που προστατεύει το άτομο από αυθαίρετες κρατικές παρεμβάσεις στο πεδίο της προσωπικής του ελευθερίας. Το δικαίωμα στην ασφάλεια απευθύνεται στο κράτος, το οποίο οφείλει να επεξεργαστεί νομικούς θεσμούς, προκειμένου να φροντίσει για την προστασία του ιδιώτη έναντι κρατικών και ιδιωτικών παραβιάσεων.



Συμπερασματικά η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του 1789 και τα μεταεπαναστατικά Συντάγματα του 1793, 1795 στο πεδίο της ασφάλειας δεν έδωσαν τόσο έμφαση στους περιορισμούς της κρατικής εξουσίας, όσο κυρίως στην αναγνώριση της υποχρέωσης τόσο του κράτους όσο και της κοινωνίας να φροντίζουν για το έννομο συμφέρον του συνόλου που είναι πρωτίστως η ασφάλεια[72].







5. Η γερμανική θεωρία του 19ου αιώνα για την ασφάλεια και η θέση του C.Schmitt για την ασφάλεια των θεσμών.







Η συζήτηση στην Γερμανία κινήθηκε στο δίπολο δικαίωμα-κρατικό καθήκον και χαρακτηρίσθηκε από την σταδιακή εξέλιξη της ασφάλειας από γενική κρατική υποχρέωση σε ατομικό δικαίωμα. Καταρχήν απ’ την στιγμή που η ασφάλεια εντάχθηκε στους σκοπούς της αστικής κοινωνίας δεν ήταν νοητή η αναγνώρισή της ως ατομικό δικαίωμα. Πράγματι, όπως είδαμε, σύμφωνα με τις αναπτύξεις του Hobbes, το αντικειμενικό καθήκον των κυρίαρχων να παρέχουν ασφάλεια και προστασία, δεν αντιστοιχεί σ’ ένα ρητό δικαίωμα των υπηκόων. Η παροχή ασφάλειας βασίζεται σε μια γενική πολιτική δέσμευση που απορρέει από μια συμφωνία και όχι από ένα νομικά δεσμευτικό για τους κρατούντες, δικαίωμα των υπηκόων. Δύο είναι οι βασικές διαστάσεις που καθορίζουν την υποκειμενική αντίληψη της ασφάλειας αυτή τη περίοδο: αφενός ένα δικαίωμα αυτοάμυνας σε περίπτωση κατάστασης ανάγκης και αφετέρου η γενική απαγόρευση της κρατικής αυθαιρεσίας που βέβαια δεσμεύει το κράτος[73].



Ο Pufedorf πρόσθεσε μια παραλλαγή της παραπάνω άποψης, αντιλαμβανόμενος το δικαίωμα ασφάλειας ως αντίσταση και αυτοάμυνα έναντι εξωτερικών κινδύνων που προέρχονται από ξένους κυρίαρχους, και απειλούν την ασφάλεια του κάθε πολίτη. Το αξίωση του πολίτη να απαιτήσει κρατική προστασία περιορίζεται μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις[74].



Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε στην Γερμανική θεωρία η θέση ότι η ασφάλεια συνιστά δικαίωμα που περιέχει αξίωση του πολίτη έναντι του κράτους. Το δικαίωμα αυτό προσβάλλεται με δύο τρόπους: όταν οι κρατούντες δεν εκπληρώνουν τους γενικότερους κρατικούς σκοπούς(εξωτερική άμυνα, αστυνόμευση) προκειμένου ο πολίτης να αισθάνεται ασφαλής, και όταν το ίδιο το κράτος παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα και θίγει το δικαίωμα του καθενός[75], δηλαδή προσβάλλει την προσωπική τους ελευθερία. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, στο νομικό πεδίο παραμένει η διφορούμενη κατάσταση γύρω από την νομική φύση και το περιεχόμενο του δικαιώματος, καθώς η ασφάλεια κινείται μεταξύ κρατικού σκοπού και πρώιμης -αν και ανολοκλήρωτης- αξίωσης προστασίας[76].



Οι βασικές λειτουργίες των θεμελιωδών δικαιωμάτων την ίδια περίοδο συμπυκνώνονται: α) στην άμυνα απέναντι σε αυθαίρετες παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας, β) στην εγγύηση των βασικών θεσμών του κράτους και τέλος γ) στην εγγύηση συγκεκριμένων αξιώσεων ανάμεσα στις οποίες προσμετράτε και το δικαίωμα στην κρατική προστασία από επεμβάσεις τρίτων. Οι λειτουργίες αυτές που αντιστοιχούν στα δικαιώματα του πολίτη στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, δεν χαρακτηρίζουν το Status του υπηκόου, ο οποίος την μόνη εγγύηση που απολαμβάνει είναι ο περιορισμός της εξουσίας του Μονάρχη.



Ενώ αντικειμενικός σκοπός του κράτους παραμένει η εγγύηση της ασφάλειας του καθενός, το νομικό της θεμέλιο δεν είναι το δικαίωμα του υπηκόου αλλά η διακριτική ευχέρεια του Μονάρχη, έτσι ώστε το δικαίωμα στην προστασία μετατρέπεται σε δικαίωμα κατ’ αντανάκλαση. Στο σύστημα της συνταγματικής Μοναρχίας δεν έχει θέση ένα δικαίωμα που αξιώνει ολοκληρωμένη νομιμότητα και πλήρη θεσμική περιχαράκωση της κρατικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτής της φάσης του συνταγματισμού, η νομιμότητα και ότι γινόταν αντιληπτό ως ελευθερία και ασφάλεια προσλαμβάνεται από τους πολίτες ως πολιτική διεκδίκηση και όχι ως νομική δέσμευση των κρατούντων[77]. Γι’ αυτό το λόγο το δικαίωμα στην ασφάλεια περιορίζονταν στο πεδίο της αστυνομικής προστασίας και της παροχής έννομης προστασίας, και δεν επηρέαζε το σύνολο της κρατικής οργάνωσης, όπως την διάκριση των εξουσιών[78].



Την περίοδο του Συντάγματος της Βαϊμάρης, το δικαίωμα στην ασφάλεια ως υποκειμενικό δικαίωμα με διακεκριμένο περιεχόμενο είχε παραγκωνισθεί, ενώ θα μπορούσε να συναχθεί η άποψη ότι από τα δικαιώματα γενικά, απορρέει μια αντικειμενική κρατική υποχρέωση προστασίας που δεσμεύει και τις τρις λειτουργίες. Παραλλαγή αυτής της θέσης είναι η άποψη του Carl Schmitt, ο οποίος θεωρεί ότι το δικαίωμα στην προστασία ανήκει στα κοινωνικά δικαιώματα η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται από την θέληση της νομοθετικής λειτουργίας και αποκλείεται από τα πραγματικά θεμελιώδη δικαιώματα. Από την άλλη όμως ως θεμελιωτής των θεσμικών εγγυήσεων, θεωρεί ότι η ασφάλεια του ατόμου παρέχεται μέσω της ασφάλειας των θεσμών, δηλαδή υπάρχει μόνο μια αντικειμενική ασφάλεια ανεξάρτητη από το άτομο[79].



Η αντικειμενικοποίηση του δικαιώματος στην προστασία, κατά τον C.Schmitt, ολοκληρώνεται με την σκέψη ότι η ασφάλεια του ατόμου πηγάζει από την δύναμη της πολιτικής εξουσίας, η οποία παρέχει ασφάλεια και γι αυτό απαιτείται η υπακοή του πολίτη στην πολιτική εξουσία. Η θέση αυτή θυμίζει πολύ την χομπσιανή αντίληψη της ασφάλεια ως αντιπαροχή για την υπακοή.



Αξιομνημόνευτή πρέπει να θεωρηθεί για την ίδια περίοδο η θέση του θεωρητικού R.Smend[80] ο οποίος προχώρησε ακόμα παραπέρα θεωρώντας τα θεμελιώδη δικαιώματα ως ένα σύστημα αξιών, εννόμων αγαθών και πολιτισμού των οποίων η αμυντική διάσταση περιορίζεται στην προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου συνόλου των αξιών. Επομένως η ασφάλεια του ατόμου, όσον αφορά τα έννομα αγαθά του, περνά από το δρόμο της αντικειμενικής, για χάρη της κρατικής συνοχής τάξης αξιών[81].







6. Σύνοψη







Από την εντελώς συνοπτική παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης της έννοιας της ασφάλειας στις τρις μεγάλες νομικές παραδόσεις, προκύπτει ως γενικό συμπέρασμα, ότι η ασφάλεια παρακολουθεί την όλο και διευρυνόμενη κρατική πολιτική, αναγόμενη σε κεντρικό δημόσιο σκοπό. Ωστόσο ακόμα δεν έχει γίνει αποδεκτή στην ολοκληρωμένη νομική της μορφή η ασφάλεια ως ατομικό δικαίωμα[82].



Αν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα βασικά στάδια αυτής της εξέλιξης θα συμπυκνώναμε την συζήτηση σε τρία θεωρητικά πρότυπα, που αντιστοιχούν στις ιστορικές περιόδους του συνταγματισμού. Σε ένα πρώτο στάδιο που θα το ονομάζαμε χομπσιανό -που αντιστοιχεί στο πολίτευμα της, ελέω θεού, Μοναρχίας-, κυριαρχεί ο φόβος για την αυξανόμενη βιαιότητα και η ένταση που προκύπτει απ’ την σύγκρουση, την σχεδόν πολεμική σύρραξη, μεταξύ των πολιτών. Η αντιμετώπιση της ανασφάλεια που προκαλείται ανατίθεται στο σύγχρονο κράτος, το οποίο με το μονοπώλιο της βίας που του αναγνωρίζεται μέσω κοινωνικού συμβολαίου, διασφαλίζει την ειρήνη. Ο φόβος εγκαταλείπει τους πολίτες, μόνο με την παρέμβαση του κράτους, που διαθέτει τα υλικά μέσα για αποτελεσματική προστασία.



Στο δεύτερο στάδιο, το φιλελεύθερο, η ασφάλεια του πολίτη συνδέεται με κινδύνους από κρατικές παρεμβάσεις και διασφαλίζεται με την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του. Στο μέτρο που το φιλελεύθερο αίτημα για δέσμευση της κρατικής εξουσίας τόσο από το νόμο όσο και από ένα σύστημα δικαστικών εγγυήσεων γίνεται θεσμικά δυνατό, το αυταρχικό χομπσιανό κράτος μετατρέπεται σταδιακά σε κράτος δικαίου.



Το τρίτο στάδιο κρατικής οργάνωσης, αναδεικνύεται ως απάντηση σε ένα νέο φόβο και σε μια νέα ανασφάλεια: αυτή προέρχεται από τους οικονομικούς κινδύνους και τις ανισότητες που προκαλεί η βιομηχανική κοινωνία. Την ευθύνη για την κοινωνική προστασία των οικονομικά ασθενεστέρων, την αναδέχεται το κράτος που έτσι μετασχηματίζεται σε κοινωνικό κράτος δικαίου.



Η εξέλιξη της προστασίας με την διεύρυνση των κρατικών καθηκόντων, προσπαθεί να παρακολουθήσει τους έντονους μετασχηματισμούς των κινδύνων. Αν ένας στοιχειώδης πρωτογενής κίνδυνος ήταν αυτός που προκαλούσαν τα ανεξέλεγκτα πάθη για κυριαρχία μεταξύ των ατόμων, στο κράτος δικαίου ήταν οι κίνδυνοι απ’ την κρατική αυθαιρεσία, και στο κοινωνικό κράτος η ανεργία. Αντιθέτως σήμερα στο πλαίσιο του σύγχρονου μεταβιομηχανικού κράτους είναι οι αβεβαιότητες από απροσδιόριστους περιβαλλοντικούς κινδύνους και από τις τεχνολογικές καινοτομίες που έχουν μη μετρήσιμες συνέπειες. Οι κίνδυνοι ενώ ξεκίνησαν απ’ την κοινή συμβίωση των πολιτών, επηρέασαν την δομή της κρατικής οργάνωσης και διαχέθηκαν στην οικονομία. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό είναι ότι η οριοθέτηση του κινδύνου από στάδιο σε στάδιο γίνεται όλο και πιο αφηρημένη, ενώ ο στόχος της ασφάλειας αποκτά περιπλοκότητα και απαιτεί σύνθεση κρατικών δράσεων και συνύπαρξη ιδιωτικών και δημόσιων παραγόντων.



Τα τρία στάδια εξέλιξης της κρατικής προστασίας, από την οπτική του συνταγματικού δικαίου, αντιστοιχούν σε διαδικασίες νομιμοποίησης της κρατικής δράσης που δεν διαδέχονται η μία την άλλη, αλλά οικοδομούνται η μία πάνω στην άλλη και αλληλοσυμπληρώνονται. Τα κοινωνικό κράτος δεν αναιρεί το κράτος δικαίου αλλά το περιλαμβάνει στην διάσταση του σκοπού αφού εμπλουτίζει την προστασία με κοινωνικές προϋποθέσεις[83]. Ωστόσο το ερώτημα για το ποια θα πρέπει να είναι η συνταγματική αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, παραμένει ανοιχτό, και μάλιστα επανατίθεται με αυξανόμενη ένταση, με δεδομένη την έξαρση των τρομοκρατικών απειλών και των διακινδυνεύσεων από τα τεχνολογικά επιτεύγματα.







7. Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια: ένα πραγματικό δικαίωμα ή μια απειλή για τα θεμελιώδη δικαιώματα;







Από τις αναπτύξεις που προηγήθηκαν, γίνεται αντιληπτό, ότι η ασφάλεια αναδεικνύεται σε κυρίαρχο ζητούμενο των πολιτών, που αισθάνονται ποικιλοτρόπως απειλούμενοι, με αποτέλεσμα το κράτος να γίνεται δέκτης αιτημάτων για την λήψη προστατευτικών μέτρων με αντικείμενο την ασφάλεια τους. Η διεύρυνση των κρατικών αρμοδιοτήτων, προκειμένου να αντιμετωπισθούν κάθε είδους δυνητικοί κίνδυνοι, μετατοπίζει, όπως είδαμε, τον προβληματισμό από την ασφάλεια του δικαίου[84], στην σύγχρονη έννοια της ασφάλειας ως κρατική αποστολή, συνταγματική αρχή ή συνταγματικό δικαίωμα[85]. Η διερεύνηση του ερωτήματος, αν η ασφάλεια αποτελεί ένα συνταγματικό δικαίωμα, προϋποθέτει ορισμένες εννοιολογικές αποσαφηνίσεις γύρω από τις μορφές ασφάλειας που ενδιαφέρουν το δίκαιο ή που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης.



Στο Σύνταγμα γίνεται περιορισμένη αναφορά τόσο στην εθνική ασφάλεια[86], όσο και στην δημόσια ασφάλεια[87], ενώ οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται συχνά και στα διεθνή κείμενα προστασίας των δικαιωμάτων[88]. Η συνηθισμένη λειτουργία των συγκεκριμένων όρων εντός του συνταγματικού κειμένου, είναι ότι θεμελιώνουν -υπό τις διάφορες εκδοχές που μπορούν να παρουσιασθούν[89]- περιορισμούς των δικαιωμάτων, διότι εκφράζουν κρατικούς σκοπούς[90], η εξυπηρέτηση των οποίων μπορεί να φτάσει και μέχρι την αναστολή των δικαιωμάτων[91]. Αντίθετα, βασική θέση στον κατάλογο των συνταγματικών δικαιωμάτων κατέχει η «προσωπική ασφάλεια»[92] που νοείται ως προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη σύλληψη των κρατικών οργάνων.



Η προσωπική ασφάλεια έχει σαφώς τα χαρακτηριστικά ατομικού-αμυντικού δικαιώματος, κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 3 Σ ως προσωπική ελευθερία, και εξοπλίζεται με τις ειδικότερες εγγυήσεις του άρθρου 6 Σ απέναντι σε αυθαίρετες συλλήψεις, διώξεις και φυλακίσεις, σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας[93]. Αυτό το σχετικά περιορισμένο περιεχόμενο της προσωπικής ασφάλειας, που ενσωματώνει διαδικαστικού χαρακτήρα εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας[94], καθώς και τα σχετικά δικαιώματα που κατοχυρώνουν την προστασία του ιδιωτικού βίου, της ζωής, της υγείας ή της ιδιοκτησίας και τον εν γένει χώρο της προσωπικής αυτονομίας, παρουσιάζονται ως αδύναμα να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες προστασίας των ατόμων απέναντι στις πολυσύνθετες διακινδυνεύσεις που τους απειλούν.



Εδώ δεν πρόκειται απλώς για την προστασία του ατόμου από τις προσβολές των δικαιωμάτων που προέρχονται από τρίτους-ιδιώτες και που αντιμετωπίζονται, είτε μέσα από την οπτική της αντικειμενικής διάστασης των δικαιωμάτων, -τα οποία ως κανόνες του αντικειμενικού δικαίου καταλαμβάνουν και τους ιδιώτες και ακτινοβολούν σε όλη την έννομη τάξη[95]-, είτε μέσα από την θεωρητική κατασκευή της τριτενέργειας[96]. Τα δεσπόζον χαρακτηριστικό των σύγχρονων μορφών ανασφάλειας που βιώνουν οι πολίτες είναι, ότι τους οδηγεί σε αξιώσεις προς το κράτος για θετικές-προστατευτικές ενέργειες, όχι μόνο για καταστολή της εγκληματικής βίας, αλλά για προστασία από δυνητικές παρεμβάσεις που αφορούν στο σώμα(γενετικές έρευνες), στα προσωπικά δεδομένα, στα περιβαλλοντικά αγαθά, δηλαδή σε κινδύνους που προέρχονται από τεχνολογικές εφαρμογές στην ζωή των ατόμων και στο περιβάλλον.



Βέβαια είναι σαφές ότι η, ψυχολογικά, αμεσότερη απειλή είναι αυτή που συνδέεται με την οργανωμένη εγκληματικότητα και κυρίως με την τρομοκρατία, γι αυτό και το αίτημα της ασφάλειας[97], εξειδικεύεται ως απαίτηση για αποτελεσματικότερη αστυνόμευση[98]. Από την ιστορική αναδρομή διαπιστώσαμε, ότι στα θεμέλια των φιλελεύθερων κρατών βρίσκεται το γενικό κρατικό καθήκον για παροχή ασφάλειας στους πολίτες, καθήκον το οποίο μετεξελίχθηκε σταδιακά και προσέλαβε ποικίλες μορφές κυρίως προληπτικής παρέμβασης για την αποτροπή κινδύνων. Ο κρατικός αυτός σκοπός για παροχή ασφάλειας θα έβρισκε έρεισμα στην συνταγματική υποχρέωση των κρατικών οργάνων να προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα διασφαλίζοντας την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους[99](άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β Σ.). Η υποχρέωση όμως αυτή δεσμεύει τα κρατικά όργανα στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά τρόπο σύμμετρο, ώστε να μην ανατρέπεται η ισορροπία μεταξύ τους. Με άλλα λόγια η προσπάθεια του κρατικού μηχανισμού π.χ σε περιόδους έξαρσης της εγκληματικότητας, να καταπραϋνει το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών[100] με την λήψη αυστηρότατων προστατευτικών μέτρων αστυνόμευσης[101], χάριν ασφάλειας, δεν μπορεί να οδηγήσει στην έλλειψη σεβασμού των υπολοίπων θεμελιωδών δικαιωμάτων, ούτε βέβαια στην άρση των κρατικοδικαιικών εγγυήσεων[102].



Οι σύγχρονες μορφές κρατικής παρέμβασης, με σκοπό την ασφάλεια, που συνεπάγονται μια σημαντική διεύρυνση των κρατικών αρμοδιοτήτων, δεν αντιστοιχούν άνευ ετέρου, και στην συγκρότηση, στο επίπεδο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ενός αυτοτελούς δικαιώματος στην ασφάλεια[103]. Μπορεί μεν η δυσπιστία απέναντι στην αναγνώριση ενός δικαιώματος στην ασφάλεια να μοιάζει υπερβολική και ίσως αδικαιολόγητη, με δεδομένη την ποικιλία και την ένταση των διακινδυνεύσεων, ωστόσο μια προσεκτικότερη προσέγγιση θα αποδείξει, ότι ένα παρόμοιο δικαίωμα δεν έχει να προσθέσει τίποτα περισσότερο στην υπάρχουσα προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.



Έτσι είναι σκόπιμο να αρχίσει κανείς αντίστροφα, περιγράφοντας αφενός εκείνες τις μορφές ασφάλειας που παρέχονται ήδη από τα συνταγματικά δικαιώματα και το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και αφετέρου να καταδείξει τους πιθανούς κινδύνους που θα συνεπάγεται η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος.







7 α. Τα ατομικό δικαίωμα στην ασφάλεια απέναντι στην ασφάλεια ως δημόσιο συλλογικό αγαθό.







Καταρχήν, το δικαίωμα στην ασφάλεια οριοθετείται αμφίπλευρα αφενός από το αμυντικό δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια που περιλαμβάνει τις εγγυήσεις απέναντι στην κρατική καταστολή και αφετέρου από τις ποινικές και αστικές διατάξεις που τυποποιούν τις παραβατικές συμπεριφορές που προέρχονται από ιδιώτες και απειλούν την ασφάλεια του ατόμου. Επομένως εκείνο που μένει ως πιθανό περιεχόμενο του δικαιώματος είναι η αξίωση απέναντι στο κράτος να λαμβάνει θετικά μέτρα που συνίστανται, είτε σε νομοθετικές ρυθμίσεις προληπτικού χαρακτήρα που βελτιώνουν το επίπεδο της προστασίας έναντι κυρίως της εγκληματικότητας, είτε υλικές ενέργειες που συνδέονται με την βελτίωση της ποιότητας της αστυνόμευσης[104], προκειμένου να αποτραπούν οι πιθανοί δράστες από ενέργειες που απειλούν την σωματική ακεραιότητα, την υγεία, την ελευθερία και την εν γένει ασφάλεια των πολιτών.



Ως αξίωση αυτής της μορφής, προϋποθέτει την λήψη οργανωτικών και διαδικαστικών μέτρων και την δημιουργία μηχανισμών πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας, δράσεις που πρέπει να εντάσσονται στο ισχύον πλαίσιο τήρησης της νομιμότητας[105] και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας κυρίως ως προς την χρήση των όπλων και των άλλων μέσων καταστολής από την πλευρά της αστυνομίας[106].



Το δικαίωμα με αυτό το θετικό περιεχόμενο βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στις διατάξεις που κατοχυρώνουν τα βασικά έννομα αγαθά, όπως η ζωή(άρθρο 2 παρ.1 Σ) η τιμή και η ελευθερία(άρθρο 5 παρ. 1 και 3) η υγεία(άρθρο 5 παρ. 5 ) και η ιδιοκτησία(άρθρο 17). Σε όλες αυτές τις διατάξεις προβλέπεται δεσμευτική για τα κρατικά όργανα υποχρέωση προστασίας[107], η εξειδίκευση της οποίας συνδέεται με το προστατευτικό πεδίο των αντίστοιχων δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών και το σύστημα περιορισμών στο οποίο εντάσσεται κάθε δικαίωμα και όχι με ένα διακεκριμένο δικαίωμα στην ασφάλεια. Οι προστατευτικές υποχρεώσεις του κράτους απέναντι στα δικαιώματα, όπως θα δούμε στην πορεία της μελέτης, δεν είναι ενιαίες και ποικίλουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του δικαιώματος και τις ανάγκες που αναδεικνύει η κοινωνία της διακινδύνευσης, όταν το δικαίωμα αντιμετωπίζεται ως ένα προστατευτέο έννομο αγαθό.



Πίσω από τα θεμελιώδη συνταγματικά κατοχυρωμένα έννομα αγαθά που αναφέρθηκαν παραπάνω[108], δεν υπάρχει ένα επιπλέον αυθύπαρκτο κοινωνικό αγαθό που να ορίζεται αφηρημένα ως ασφάλεια. Αντίθετα η ασφάλεια αποτελεί μια συμπύκνωση των βασικών εννόμων αγαθών, τα οποία προστατεύονται αυτοτελώς εντός των δικών τους συνταγματικών ορίων και στην αναζήτηση των ορίων αυτών πρέπει να στραφεί η ερμηνευτική προσπάθεια.



Mε την λογική αυτή, πίσω από την ασφάλεια ως μια έννοια γένους, που αποδίδει περισσότερο μια ψυχολογική κατάσταση, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ένα συγκεκριμένο έννομο αγαθό. Κατά τούτο, δεν μπορούμε και να αποδώσουμε στην ασφάλεια τα νομικά χαρακτηριστικά ενός αυτοτελούς δικαιώματος, διότι το άτομο ως φορέας του δικαιώματος, αν επιχειρήσει να προσδιορίσει το περιεχόμενό της, -καθορίζοντας την δέσμευση που πρέπει να αναλάβει ο αποδέκτης της που είναι το κράτος- θα διαπιστώσει ότι θα περιγράφει τις αξιώσεις που γεννιούνται από τα επιμέρους θεμελιώδη έννομα αγαθά που θέλει να προστατεύσει. Στο βαθμό που η ασφάλεια, ως υποκειμενική κατάσταση, «απορροφιέται» και ενσωματώνεται στις αξιώσεις για προστασία της ζωής, της υγείας, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, δεν μπορεί να αποκτήσει νομική αυτοτέλεια[109]. Αν οι παραπάνω παρατηρήσεις απέδιδαν απλώς μια δογματικού χαρακτήρα ένσταση, χωρίς περαιτέρω πρακτικές συνέπειες, θα είχαν περιορισμένο ενδιαφέρον.



Αντίθετα η αναγνώριση ενός δικαιώματος στην ασφάλεια, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, κρύβει κινδύνους[110] για το ίδιο το σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και γενικότερα για την δημοκρατία.



Ο πρώτος κίνδυνος είναι να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα στην ασφάλεια δεσμεύει τον νομοθέτη να προχωρήσει σε μια τυποποίηση της κοινωνικής «απόκλισης» ως ποινική παραβατικότητα, η δε παράλειψη της, να κρίνεται από τα δικαστήρια ως παραβίαση του δικαιώματος στην ασφάλεια[111]. Με άλλα λόγια, να θεωρηθεί, είτε ότι ορισμένες μορφές συμπεριφοράς πρέπει να ποινικοποιηθούν[112], χάριν ασφάλειας, είτε να αυξηθούν οι ποινές που επιβάλλονται σε όσα αδικήματα κριθούν ότι απειλούν την ασφάλεια εν γένει. Ωστόσο η ποινική καταστολή θεωρείται η κρισιμότερη μορφή περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας -και εκτός προφανών περιπτώσεων που προσβάλλονται θεμελιώδη έννομα αγαθά[113]- η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη[114], ο οποίος είναι και ο μόνος που νομιμοποιείται να προβεί στις αναγκαίες σταθμίσεις, επιλέγοντας άλλα, ενδεχομένως, ηπιότερα μέσα(αστικές και διοικητικές κυρώσεις) για την προστασία ενός εννόμου αγαθού.



Αν η υπέρμετρη ποινικοποίηση των συμπεριφορών είναι μόνο η μία όψη των κινδύνων που γεννά το δικαίωμα στην ασφάλεια, η άλλη όψη, αφορά στην υπεραξιοποίηση των υπαρχόντων κατασταλτικών μηχανισμών και στην εντατικοποίηση των προληπτικών ελέγχων που νομιμοποιούνται, ακριβώς επειδή οι πολίτες -υπό συνθήκες έντονης συναισθηματικής φόρτισης και φοβικού κλίματος που καλλιεργείται από τα ΜΜΕ- δηλώνουν πρόθυμοι να «παραιτηθούν» από θεμελιώδη δικαιώματά τους, χάριν της ασφάλειας τους[115].



Εδώ το δικαίωμα στην ασφάλεια λειτουργεί ως υπερδικαίωμα[116] το οποίο επειδή δεν θεμελιώνεται σε ένα συγκεκριμένο έννομο αγαθό, αλλά έχει μια αφηρημένη διάσταση, είναι δεκτικό εξειδικεύσεων από την διοίκηση, κατά τρόπο που να οδηγεί σε υποχώρηση των άλλων εννόμων αγαθών και δικαιωμάτων[117]. Στο πνεύμα αυτό, κάθε νομοθέτημα[118], που υποτίθεται ότι υπηρετεί το κανονιστικά υπέρτερο αγαθό της ασφάλειας, θα κρίνεται ως συνταγματικό, ακόμα και αν προβλέπει π.χ παρακολουθήσεις τηλεφώνων, συλλήψεις υπόπτων χωρίς στοιχεία, παραβιάσεις οικιακού ασύλου χωρίς εγγυήσεις κλπ..



Έτσι όμως ανατρέπεται η ιεραρχική ισοτιμία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, σχετικοποιείται η προστασία τους και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ένα συνεχή πολλαπλασιασμό των περιορισμών[119], προκειμένου να προσεγγίσουμε τον ανέφικτο στόχο της πλήρους ασφάλειας[120]. Η βασική φιλελεύθερη αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας» αντικαθίσταται από το επικίνδυνο δόγμα «εν αμφιβολία υπέρ της ασφάλειας»



Ωστόσο υπάρχει και μια ακόμα αρνητική συνέπεια που συνεπάγεται η αναγνώριση ενός δικαιώματος στην ασφάλεια. Όταν το άτομο αντιλαμβάνεται την ασφάλεια ως στοιχείο της αυτοπραγμάτωσή του και της ατομικής του αυτονομίας, μοιραία οι αξιώσεις του προς το κράτος για μεγαλύτερη ασφάλεια, θα υπολείπονται του υποκειμενικού αισθήματος της ανασφάλειας, το οποίο σε μια κοινωνία που παράγει συνεχείς διακινδυνεύσεις θα ενισχύεται συνεχώς. Άμεση συνέπεια αυτού θα είναι το άτομο να καθορίζει μόνο του, ποιες συνθήκες του εξασφαλίζουν ασφάλεια, αναπληρώνοντας με ιδιωτικά μέσα, την πιθανή κρατική ολιγωρία στην παροχή της, με αποτέλεσμα την ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας[121]. Έτσι όμως η ασφάλεια από ένα συλλογικό αγαθό και μια δημόσια υπόθεση, μετατρέπεται σε ιδιωτικό ζήτημα[122], για το οποίο ο καθένας είναι υπεύθυνος, πρωτίστως, για τον εαυτό του. Από εκεί και πέρα ο δρόμος είναι ανοιχτός για την δημιουργία οικιστικών γκέτο πλουσίων, -όπου αποκλείονται όλοι οι υπόλοιποι-, για την συχνή χρήση όπλων για αυτοπροστασία, για ιδιωτικές περιπολίες σε χώρους όπου κυκλοφορούν μετανάστες και γενικά για αναπαραγωγή όλων των φοβικών στερεοτύπων μιας ανασφαλούς κοινωνίας[123].



Έτσι η ασφάλεια από συλλογικό αγαθό μετατρέπεται σε ιδεολογία, μέσω της οποίας οι πολίτες διαμορφώνουν μια νέα πολιτική ταυτότητα, αυτή των φοβισμένων αστών που περιχαρακώνονται στον στενά ιδιωτικό τους χώρο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πλήθος των παραγωγών ανασφάλειας, που πρέπει να κατανομαστούν και να εξουδετερωθούν. Αντί ο εύλογος φόβος για το οργανωμένο έγκλημα, την τρομοκρατία και τις ποικίλες απειλές, να κινητοποιήσει συλλογικές διεργασίες και έναν αναστοχασμό για την κοινή μοίρα απέναντι στους νέους κινδύνους, οδηγεί στην αναζήτηση νομικών ερεισμάτων -και τέτοιο είναι το καινοφανές δικαίωμα στην ασφάλεια- που νομιμοποιούν τόσο την ατομικιστική αναδίπλωση, όσο και την κρατική δράση που έχει ως αποτέλεσμα την συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών.



Θεωρούμε ότι το πρόβλημα της ασφάλειας δεν τίθεται σήμερα ως πρόβλημα πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή ως εξασφάλιση της πολιτικής επικράτησης μιας μειοψηφούσας ομάδας έναντι των πλειοψηφιών[124]και ως πρόβλημα της εσωτερικής ασφάλειας του κράτους. Με άλλα λόγια με την επίκληση του κινδύνου της τρομοκρατίας δεν μπορούμε να πούμε ότι μεθοδεύεται η επιβολή αντιδημοκρατικών πολιτευμάτων και ότι απειλείται το ίδιο το καθεστώς και τα θεμέλια του. Αντίθετα η τάση ιδιωτικοποίησης της ασφάλειας, ενισχύεται από ένα διάχυτο κλίμα απειλής, το οποίο σε κοινωνίες ανοιχτές και εκτεθειμένες, μετατρέπει την ασφάλεια σε κοινωνικό πρόβλημα[125], δηλαδή μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τα κρατικά καθήκοντα στο ιδιωτικό πεδίο, όπου η ατομική ευθύνη για την ασφάλεια υπερισχύει κάθε συλλογικού στόχου.



Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η δημόσια τάξη και η ασφάλεια συνιστούν κρατικούς σκοπούς και ταυτόχρονα υποχρεώσεις του κράτους έναντι των πολιτών. Οποιαδήποτε προσπάθεια μετατροπής του κρατικού καθήκοντος για παροχή συλλογικής ασφάλειας, όπως αυτή καθορίζεται με τους όρους της δημόσιας τάξης και του σεβασμού των δικαιωμάτων, σε ατομικό δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό της συλλογικής αυτής ασφάλειας, μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της δημοκρατικής τάξης καθώς άτομο ή ομάδες ατόμων είτε θα διεκδικούν την επικράτηση της δικής τους αντίληψης για την κοινή ασφάλεια είτε θα προσφεύγουν στην αυτοδικία[126].



Σε κάθε περίπτωση, για τους λόγους που αναπτύξαμε παραπάνω, ενώ η αναγνώριση ενός δικαιώματος στην ασφάλεια δεν μπορεί να αποτελέσει το θεσμικό μέσο για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια νέα στάθμιση μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας, κατά τρόπο ώστε να ενισχύεται η ασφάλεια και να υπονομεύονται οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου.



Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι απαιτήσεις για προστασία των δικαιωμάτων δεν είναι ιστορικά επείγουσες και δικαιοπολιτικά κρίσιμες. Οι απαιτήσεις όμως αυτές, μπορούν βάσιμα να βρουν έρεισμα στην προστατευτική διάσταση των δικαιωμάτων[127], περιεχόμενο της οποίας είναι η θετική-προστατευτική δράση του κράτους, η οποία αναπτύσσεται σε εκείνα τα πεδία όπου οι σύγχρονες διακινδυνεύσεις γίνονται απειλητικές για συγκεκριμένα έννομα αγαθά, όπως η γενετική ταυτότητα, η ιδιωτικότητα, το περιβάλλον. Το πλεονέκτημα της επίκλησης της προστατευτικής διάστασης των δικαιωμάτων, -που βρίσκει ένα γενικό έρεισμα στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ και δ Σ.[128]-, σε σχέση με την κατασκευή ενός γενικού δικαιώματος στην ασφάλεια, έγκειται, πέραν των όσων επισημάνθηκαν, στο εύρος της κρατικής παρέμβασης και στα περιθώρια επιβολής περιορισμών στα δικαιώματα. Στην περίπτωση που αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες απειλές, μέσω ενός δικαιώματος στην ασφάλεια, οι αξιώσεις των πολιτών θα είναι αναπόφευκτα αφηρημένες και γενικές και θα επιζητούν την θετική παρέμβαση του κράτους ως ένα υποκατάστατο του γενικού αισθήματος ανασφάλειας που τους περιβάλλει. Κατά τούτο η κρατική δράση θα νομιμοποιείται να είναι επεκτατική και οι περιορισμοί των δικαιωμάτων εντονότεροι, αφού η ασφάλεια θα αναγνωρίζεται ως αυτοτελές δικαίωμα ισοδύναμο με την ελευθερία.



Αν δεν αναγνωρίζαμε ένα δικαίωμα στην ασφάλεια με αυτά τα χαρακτηριστικά, πολλές από τις παρεμβάσεις στην σφαίρα των δικαιωμάτων, υποτίθεται χάριν ασφάλειας, θα ήταν αντισυνταγματικές. Υπό αυτό το πρίσμα, όλα τα επιμέρους κριτήρια και οι τεχνικές οριοθέτησης των δικαιωμάτων, όπως η αναλογικότητα και η στάθμιση, θα υπακούουν στις απαιτήσεις της αποτελεσματικότερης ασφάλειας και όχι της διεύρυνσης των ελευθεριών.



Αντίθετα, οι αξιώσεις για θετική δράση που απορρέουν από την προστατευτική διάσταση των δικαιωμάτων, είναι συγκεκριμένες και εντοπίζονται στους κινδύνους που απειλούν τα ειδικότερα έννομα αγαθά. Εδώ ο στόχος δεν είναι η αφηρημένη παροχή εγγυήσεων ασφάλειας, αλλά η ειδική παροχή προστασίας ενόψει εξειδικευμένου κινδύνου που απειλεί την ίδια την άσκηση της δικαιώματος. Η προστατευτική διάσταση δεν θέτει αντιθετικά την ασφάλεια με την ελευθερία, αλλά δίνει βαρύτητα σε εκείνες τις διαστάσεις του δικαιώματος που θα συρρικνωθούν, αν δεν υπάρξει θετική και αποτελεσματική κρατική παρέμβαση. Έτσι η ασφάλεια εμπεριέχεται στους όρους της αποτελεσματικής άσκησης της ελευθερίας, και δεν πρέπει να αποτελεί τροχοπέδη της, ενώ η προστατευτική διάσταση των δικαιωμάτων είναι το θεσμικό εργαλείο για την εναρμόνιση ελευθερίας με ασφάλεια.



Η τελευταία αυτή παρατήρηση ανοίγει έναν ευρύτατο συνταγματικό προβληματισμό γύρω από το νόημα, το περιεχόμενο και τις κανονιστικές διαστάσεις της προστατευτικής διάστασης των δικαιωμάτων, σε σχέση με τα κρατικά καθήκοντα, τις νέες κρατικές μορφές και κυρίως το νόημα της ελευθερίας σε ένα περιβάλλον έντονων διακινδυνεύσεων και απειλών.







































36









--------------------------------------------------------------------------------



[1] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Κοινωνία της διακινδύνευσης: μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας στον τόμο Χ.Ανθόπουλου/Ξ.Κοντιάδη/Θ.Παπαθεοδώρου, Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Αντ. Σάκκουλα, 2005, σ. 184 επ.



[2] Τη συγκεκριμένη ιστορική διαδικασία ανάδειξης των πρώτων λειτουργιών του κράτους καθώς και τις θεωρητικές τις συμπαραδηλώσεις παρουσιάζει ο Α.Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό δίκαιο, Σάκκουλας, 2004, σ. 211 επ.



[3] Βλ. ενδεικτικά για την μετάβαση από το φιλελεύθερο κράτος στο κοινωνικό κράτος και τις θεσμικές μεταβολές που επέφερε σε Α.Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Σάκκουλας , 1994, σ. 213 επ.



[4] Βλ. γενικά αντί πολλών, Ξ.Κοντιάδη, Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα, Αντ.Σάκκουλα, 1997.



[5] Βλ. Ξ.Κοντιάδης, Μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 2001, σ. 39.



[6] Βλ. Θ.Παπαχρίστου, Νομικός Νεοφιλελευθερισμός. Η βασική προβληματική, και Δ.Σαραφιανός, Θεωρητική θεμελίωση του νομικού νεοφιλελευθερισμού, στον τόμο Θ.Παπαχρίστου, Νεοφιλελευθερισμός Δίκαιο, μια κριτική προσέγγιση, Αντ. Σάκκουλα, 1991, σ. 17 επ. και 51 επ. αντίστοιχα



[7] Βλ. Φ.Βασιλόγιαννη, Η κρίση του νόμου. Κοινωνικοί και πολιτικοί προσδιορισμοί και Τ.Βιδάλη, Νομικός νεοφιλελευθερισμός και το πρόβλημα των πηγών του δικαίου, στον τόμο Θ.Παπαχρίστου(επιμ.)Νεοφιλελευθερισμός δίκαιο, ό.π, σ. 25 επ. και 109 επ. αντίστοιχα.



[8] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Δημοκρατία-Ελευθερία-Ασφάλεια, το τρίπτυχο της ιδανικής πολιτείας, στον τιμητικό τόμο για τον ίδιο, Δημοκρατία-Ελευθερία-Ασφάλεια, Σάκκουλας, 2005, σ. 60-61.



[9] Βλ. Α.Τάχου, Δίκαιο της δημόσιας τάξης, Σάκκουλας, 1990, σ. 22



[10] Βλ. Θ.Παπαθεοδώρου, Δημόσια ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, 2002, σ. 27. Ακόμα και πριν το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, στις ΗΠΑ είχε αναπτυχθεί το δόγμα της μηδενικής ανοχής απέναντι σε φαινόμενα κοινωνικής απειθαρχίας και μικροεγκληματικότητας(στο ίδιο σ. 229 επ). Μετά και τα νέα τρομοκρατικά χτυπήματα σε Μαδρίτη και Λονδίνο, έχουμε μια παγκοσμιοποίηση της ανασφάλειας και του φόβου και ένας αντίστοιχος προβληματισμός για την έννοια της δημόσιας ασφάλειας. Βλ. Γ.Πανούση, Η εγκληματολογία στην εποχή της αβεβαιότητας. Χάος, διακινδύνευση, και έγκλημα, Εγκληματολογικά 25, Αντ.Σάκκουλας, 2003, σ. 63 επ.



[11] Βλ. Δ.Γιανουλόπουλος, Τρομοκρατία και ατομικές ελευθερίες στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ΠοινΔικ, 12/2003, σ. 1379, Ι.Μανωλεδάκη, Τρομοκρατία και νομοκρατία, ΠοινΧ 1/2003, σ. 66, Χ.Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του εχθρού, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία στις ΗΠΑ, ΠοινΧ 2/2002, σ. 189, Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο νόμος για το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ, 7/2004, σ. 793, H.J.Albrecht, Νομοθετικές απαντήσεις στην 11η Σεπτεμβρίου, ΠοινΧ 8-9/2004, σ. 981.



[12] Βλ. Ν.Παρασκευόπουλου, Ασφάλεια του κράτους και ανασφάλεια δικαίου, Δ.Σαραφιανού-Χ.Τσαϊτουρίδη, Η υπεράσπιση της δημοκρατίας από τρομοκρατικά αδικήματα και η προάσπιση της ελευθερίας από αντιτρομοκρατικά νομοθετήματα, στον τόμο Α.Μανιτάκη-Α.Τάκη(επιμ.), ό.π, σ. 42 επ. και 159 επ. αντίστοιχα. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Συντονιστικά όργανα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ: από τον αστυνομικό(Europol) στον δικαστικό(Eurojust) συντονισμό: η προοπτική της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ΠοινΔικ 2003, σ. 165 επ.



[13] Βλ. την θεμελιώδη μελέτη του Α.Μάνεση, Το πρόβλημα της ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Σάκκουλας, 1980, σ. 390 επ. καθώς και την προσπάθεια του Α.Μανιτάκη να συνδέσει τον προβληματισμό της εκείνης περιόδου –δεκαετίες 50 και 60- με τις σύγχρονες εκφάνσεις της κινδύνων και ιδίως την τρομοκρατία ( Προλεγόμενα σε Α.Μανιτάκη-Α.Τάκη(επιμ.) Τρομοκρατία και δικαιώματα, Σαββάλας, 2004, σ. 14 επ.



[14] Βλ. στην συνέχεια την ιστορική πορεία της έννοιας της ασφάλειας στα φιλελεύθερα καθεστώτα.



[15] Βλ. H.A.Hesse, Der Staat will schutzen und nutzt dazu das Recht-vernutzt er es dabei ?, AnwBl, 4/2001, σ. 189.



[16] Βλ. N Παρασκευόπουλου, Ασφάλεια δικαίου και ανασφάλεια δικαιωμάτων ,ό.π, σ. 42 επ.



[17] Βλ. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: οι ρυθμίσεις του ν. 3251/2004 και η μετάβαση από την έκδοση στην «παράδοση», ΠοινΔικ 2004, σ. 1294 επ.



[18] Οι διάφορες έρευνες που έγιναν μετά από τρομοκρατικά χτυπήματα δείχνουν ότι η πλειοψηφία των πολιτών στις ΗΠΑ δέχεται να περιοριστούν τα δικαιώματα τους στην επικοινωνία(π.χ παρακολούθηση σταθερών και κινητών τηλεφώνων) και να ενταθούν οι έλεγχοι και οι περιορισμοί στην ελευθερία των κινήσεων(π.χ σωματικοί έλεγχοι στο μετρό), προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τρομοκρατία. Παρόμοια αποτελέσματα κατέγραψαν και οι σχετικές έρευνες στην Αγγλία μετά τα χτυπήματα του Ιουνίου 2005.



[19] Ξ.Κοντιάδης, Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001, Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2002, σ.128 επ.



[20] Για αυτό το λόγο το κράτος εντείνει τις κατασταλτικές και σωφρονιστικές του πρακτικές, για να δημιουργήσει στο πολίτη την αίσθηση ότι έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει το κάθε είδους έγκλημα. Βλ. τις παρατηρήσεις του κοινωνιολόγου Z.Bauman, Le gout humain de la mondialisation, Hachette, 1998, σ. 179.



[21] Το συναίσθημα της γενικευμένης ανασφάλειας και ο φόβος της παγκόσμιας και αόρατης απειλής, ενέταξαν την έννοια της ασφάλειας σε μια λογική έκτακτης ανάγκης που συνεπάγεται την επιστράτευση στρατιωτικών μέσων αντίδρασης κατά της τρομοκρατίας, διαταράσσοντας έτσι την ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Βλ. J.Derrida-J.Habermas, Le “consept” du 11 Septembre. Dialogues a NewYork avec G.Borradori, Galile, 2003, σ. 57 επ, 87 επ.



[22] Αυτή την αντίφαση ο Ι.Μανωλεδάκης την χαρακτηρίζει ως το «σχιζοφρενικό» στοιχείο της κοινωνίας της διακινδύνευσης, σημειώνοντας χαρακτηριστικά «Επικαλείται(ενν. η κοινωνία) την ασφάλεια ως αναγκαίο στοιχείο της ύπαρξής της, επιλέγοντας την ανασφάλεια, δηλαδή την έκθεση στον κίνδυνο, ως αναγκαίο στοιχείο της ανάπτυξης της ύπαρξής της, σ’ ένα καθεστώς συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, όπου ο αυτοπροσδιορισμός δεν είναι πάντα ουσιαστικά, αλλά απλώς τυπικά συλλογικός(δηλαδή τυπικά και όχι ουσιαστικά δημοκρατικός) και ενίοτε κατ’ επίφαση μόνο ελεύθερος(δηλαδή ένας φαινομενικός αυτοπροσδιορισμός), ενώ ουσιαστικά πρόκειται για ετεροπροσδιορισμό( Κοινωνία της διακινδύνευσης: μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας, ό.π, σ.186.)



[23] Η τάση αυτή έχει ευρύτερες διαστάσεις και δεν περιορίζεται στα ζητήματα ασφάλειας με την στενή έννοια και στην αντεγκληματική πολιτική. Αγγίζει συνολικά τον ίδιο τον πυρήνα της κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς εθίζει την κοινή γνώμη στο να αντιμετωπίζει με μεγάλη δυσπιστία κάθε μορφή παραβατικότητας και «αντικοινωνικής» συμπεριφοράς, στην προσπάθεια αναπλήρωσης του ελλείμματος της ασφάλειας. Έτσι η ποινικοποίηση μετατρέπεται σε ένα μηχανισμό κοινωνικού αποκλεισμού που προασπίζει τα συμφέροντα όσων μετέχουν στην παραγωγή και διαθέτουν κοινωνικό πρόσωπο, έναντι όσων, για οποιοδήποτε λόγω βρίσκονται εκτός κοινωνικού και παραγωγικού χώρου. Βλ. P. Mary, Insecurite et penalisation du social, Labor, 2003, σ. 27 επ.



[24] Βλ. H.A.Hesse, Der Schutzstaat, Nomos, Baden-Baden, 1994, σ. 234



[25] Βλ. C.Gusy, Rechtsguterschutz als Staatsaufgabe-Verfassungsfragen der “Staatsaufgabe Sicherheit”, DOV 1996, σ. 573 επ.



[26] Βλ. J.Isensee, Das Grundrecht auf Sicherheit, Berlin-NewYork, 1983, σ. 16



[27] Βλ. Robbers, Sicherceit als Menschenrecht, 1987, σ. 13.



[28] Στην γερμανική θεωρία και νομολογία το θέμα έχει τύχει ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης. Ωστόσο η νομολογία του BVerfG δεν έδωσε σαφή απάντηση και στηρίχθηκε κατ’ αποτέλεσμα στην παραδοχή ενός αντικειμενικού καθήκοντος προστασίας του κράτους σε Robbers, ό.π, σ. 14 και εκεί παραπομπές.



[29] Ιδιαίτερα αν προσδώσουμε στην έννοια της ασφάλειας τα κανονιστικά χαρακτηριστικά ενός υπερδικαιώματος. Ειδικότερα για το θέμα βλ. τον τελευταίο τίτλο του κεφαλαίου.



[30] Η παρατήρηση αυτή συνδέεται με την διεθνή τάση στις αναπτυγμένες κοινωνίες για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της προσωπικής ασφάλειας, που εκδηλώνεται αφενός με την δημιουργία φυλασσόμενων(από ειδικές εταιρίες και ηλεκτρονικά συστήματα) απομονωμένων οικιστικών συγκροτημάτων, και αφετέρου με την νομιμοποίηση και την πλήρη επέκταση της οπλοχρησίας, η οποία στις ΗΠΑ αναγορεύεται σε συνταγματικό δικαίωμα.



[31] Βλ. στο τελευταίο τίτλο του κεφαλαίου, με άξονα το ελληνικό Σύνταγμα.



[32] Πολλές έννομες τάξεις έχουν υιοθετήσει αυτή την θέση με διάφορες παραλλαγές. Για παράδειγμα στην γαλλική θεωρία το δικαίωμα στην ασφάλεια αρχικά αφορούσε την προστασία μόνο στο πεδίο του ποινικού δικαίου, δηλαδή την προστασία από την άδικη ποινή και την παράνομη δίωξη. Στην συνέχεια έγινε συνείδηση ότι η προστασία από τρίτους ιδιώτες ή ομάδες συμφερόντων είναι εξίσου σημαντική(βλ. Robbers, ό.π, σ. 18-19). Στην Ισπανία με ρητή συνταγματική πρόβλεψη ορίστηκε ότι η ασφάλεια δεν είναι δικαίωμα(άρθρο 17 Σ), αλλά μια προστασία η οποία βρίσκεται εξίσου στα θεμέλια κάθε δικαιώματος του ατόμου(Robbers, ό.π, σ. 20).



[33] Βλ. J.Isensee, ό.π, σ.27.



[34] Βλ Κ.Χρυσόγονου, Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια, στον τόμο Ανθόπουλος/Κοντιάδης/Παπαπαθεοδώρου, Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, ό.π, σ. 137 επ. (ιδίως 141 επ.)



[35] Για το την ιστορική προέλευση, τα χαρακτηριστικά και την σύγχρονη λειτουργία του δικαιώματος αντίστασης βλ. αντί πολλών, την υποδειγματική ανάλυση του Α.Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2004, σ. 469 επ.



[36] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 32.



[37] Για μια πανοραμική παρουσίαση των θεωριών περί κοινωνικού συμβολαίου μέχρι της μέρες μας βλ. ενδεικτικά το συλλογικό τόμο, D.Boucher-P.Kelly(επιμ.), The social contract from Hobbes to Rawls, London, Routledge, 1994, τον τόμο Θεωρίες της πολιτικής και του κράτους, Hobbes, Locke, Rousseau, Kant, Hegel, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Σαββάλας, 2005 και Π.Κιτρομηλίδη, Νεότερη πολιτική θεωρία I. Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, (Hobbes, Locke, Rousseau), Α.Σάκκουλας, 1984.



[38] Για την σχέση του Hobbes με τις θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου βλ. J.Hampton, Hobbes and the Social Contract Tradition, Cambridge UP, 1986 και Μ.Αγγελίδης, Η γέννηση του φιλελευθερισμού. Προβλήματα σύστασης του πολιτικού σε θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου. Thomas Hobbes-John Locke, ΄Ιδρυμα Σ.Καράγιωργα, 1994.



[39] Βλ. Isensee, Das Recht…, ό.π, σ. 3



[40] Βλ. Σ. Τσακυράκης, Οι καταβολές του συνταγματικού φιλελευθερισμού στο έργο των Hobbes και Locke, Αφοι Π.Σάκκουλα, 1992, σ. 47-48.



[41] Βλ. Σ.Τσακυράκης, ό.π, σ.50.



[42] Βλ. Σ.Τσακυράκης, ό.π, σ.52.



[43] Βλ. T.Hobbes, Λεβιάθαν ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και πολιτικής κοινότητας, (εισ. Α.Μεταξόπουλος), Γνώση 1989, τόμοι Α-Β.



[44] Βλ. Isensee, Das Recht…, ό.π, σ. 3.



[45] Βλ. Σ.Τσακυράκη, ό.π, σ. 71 επ.



[46] Αντίθετα προέκυπταν από τις ανάγκες που επέβαλλε ο εμφύλιος πόλεμος και όχι από την αναγωγή σε ορισμένη μεταφυσική ιδέα που νομιμοποιεί την ύπαρξη του κράτους. Εδώ υπονοούμε ότι το θεωρητικό σύστημα του T.Hobbes χαρακτηρίζεται από ένα πραγματισμό που στηρίζεται στην εμπειρική παρατήρηση της πολιτικής συμπεριφοράς των πολιτών και της λειτουργίας του κράτους.



[47] Ιδιαίτερη έμφαση σε αυτή την πλευρά του έργου του Locke έχει δώσει ο γνωστός θεωρητικός του φιλελευθερισμού C.B.Macpherson, Ατομικισμός και ιδιοκτησία, Η πολιτική θεωρία του πρώιμου φιλελευθερισμού από το Hobbes έως τον Locke, Γνώση, 1986.



[48] Οι σημαντικότερες θέσεις του J.Locke αναπτύσσονται στο γνωστό έργο του, Δεύτερη πραγματεία περί Κυβερνήσεως. Δοκίμιο με θέμα την αληθινή αρχή, έκταση και σκοπό της πολιτικής εξουσίας με εκτενή πρόλογο του Π.Κιτρομηλίδη, Γνώση 1990.



[49] Βλ. Σ.Τσακυράκη, ό.π, σ. 138-139.



[50] Βλ. τις αναπτύξεις του Α.Μανιτάκη, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, Αντ.Σάκουλας, 1982, σ. 88 επ.



[51] Στην διεθνή βιβλιογραφία έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι οι θέσεις του Locke για την ιδιοκτησία δεν εκφράζουν μια ατομιστική αντίληψη, αλλά μια μέριμνα για το συμφέρον των μελών της κοινότητας βλ. W.Kendall, John Locke and the doctrine of majority-rule, Studies in the social Sciences, τόμος XXVI, Illinois, 1941, σ. 71 επ.



[52] Βλ. Isensee, Das Recht…, σ. 6.



[53] Εδώ έχουμε περιορισθεί σε τρις σημαντικές παραδόσεις του φιλελευθερισμού που συνδέονται με την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου. Ωστόσο με την έννοια της ασφάλειας έχουν ασχοληθεί και άλλοι θεωρητικοί της ίδιας περιόδου με σημαντικές συμβολές όπως ο σύγχρονος του Locke, νομικός Blackstone που αντιλαμβανόταν το δικαίωμα στην ασφάλεια ως μια πρώιμη μορφή του δικαιώματος στην ζωή και την σωματική ακεραιότητα. Στις απόψεις του μπορεί να ανιχνεύσει κανείς το προανάκρουσμα ενός ελαχίστου επιπέδου κοινωνικής ασφάλειας ως κρατικό καθήκον αλλά και ως δικαίωμα του καθενός. (βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 49-50).



[54] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 48-49.



[55] Για μια συγκριτική επισκόπηση των απόψεών τους βλ. W.v.Leyden, Hobbes and Locke, The politics of freedom and obligation, The Macmillan Press, 1987.



[56] Για την κριτική στις θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου βλ. Π.Σούρλα, Πρόσωπα και πολίτες: όψεις του φιλελευθερισμού και του κοινωνικού συμβολαίου, Ισοπολιτεία, 1997, σ.101 επ. ιδιαίτερα 124.



[57] Βλ. Isensee, Das Recht…., ό.π, σ. 7.



[58] Βλ. Τα βασικά έργα του I.Kant, Κριτική του πρακτικού λόγου, Εστία 2004 και Η διένεξη των σχολών, Σαββάλας, 2004.



[59] Βλ. Π.Σούρλα, ό.π, σ. 129(παραπ.46), όπου αντικρούονται οι απόψεις όσων αποσυνδέουν το έργο του Kant από τις θεωρίες περί κοινωνικού συμβολαίου.



[60] Βλ. Κ.Σταμάτη, Κράτος δικαίου και ιστορία στη νομική σκέψη του Kant, ToΣ, 1989, σ. 43 επ.



[61] Βλ. Π.Σούρλα, ό.π, σ. 132 επ. 135.



[62] Βλ. Π.Σούρλας, ό.π, σ.139



[63] Για μια κριτική αποτίμηση των απόψεων του Kant σε σχέση με την φιλελεύθερη παράδοση βλ. και J.Habermas, Το πραγματικό και το ισχύον, Αντ.Λιβάνης, 1996, σ. 140 επ. 146-152.



[64] Βλ. Π.Σούρλα, Ηθική, πολιτική και δημόσιος λόγος. Σκέψεις πάνω στον Hobbes και στον Kant, στο τόμο Όρια και σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού, Ίδρυμα Σ.Καράγιωργα, 1996.



[65] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 54-55.



[66] Βλ. Robbers, Sicherheit…,ό.π, σ. 58.



[67] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 61-62.



[68] Βλ. Isensee, Das Recht…, ό.π, σ. 15.



[69] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 70-71.



[70] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 73, 79.



[71] Βέβαια απόψεις που συνδέουν την ασφάλεια των ατόμων με την υποχρέωση του κράτους για δίκαιη δίκη, ανιχνεύονται πριν το 19ο αιώνα, στις απόψεις του J.J.Rousseau, Λόγος περί πολιτικής οικονομίας, Σαββάλας, 2004, σ. 92-94.



[72] Βλ.Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 80.



[73] Βλ.Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 82.



[74] Βλ.Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 83.



[75] Βλ.Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 88-89.



[76] Είναι χαρακτηριστικό ότι το δικαίωμα στην ασφάλεια, δεν μνημονεύεται στο Σύνταγμα του 1848(Paulkirche), ενώ ορισμένες όψεις της προστασίας ως αξίωσης του πολίτη που αναδύθηκαν εκείνη την περίοδο, αφορούσαν στην προστασία των γερμανών πολιτών που βρίσκονταν στο εξωτερικό και κινδύνευε η ελευθερία τους από παραβιάσεις τρίτων. Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 111-113.



[77] Είναι χαρακτηριστική η άποψη του γερμανού θεωρητικού P.Laband ότι η αξίωση του ατόμου για προστασία δεν συνιστά ατομικό δικαίωμα, αλλά μια αντικειμενική αρχή που διέπει την δράση κάθε δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρησή της. Η ίδια θέτει όρια στην εξουσία των κρατούντων και εγγυάται για το άτομο ελευθερία δράσης σε συγκεκριμένα πεδία, αλλά δεν θεμελιώνει κανένα υποκειμενικό δικαίωμα του πολίτη. Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 114.



[78] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 109-110.



[79] Βλ. C.Schmitt, Verfassungslehre, (6η έκδοση), Berlin, 1983, σ. 163 επ.



[80] Βλ. R.Smend, Verfassung und Verfassungsrecht, στον τόμο Staatsrechtliche Abhandlungen und andere Aufsatze, Berlin, 1968, σ. 264.



[81] Βλ. Robbers, Sicherheit…, ό.π, σ. 116-120, όπου παρουσιάζονται αναλυτικότερα οι απόψεις του C.Schmitt.



[82] Για το θέμα αυτό στον αμέσως επόμενο τίτλο.



[83] Βλ. Isensee, ό.π, σ. 17-18.



[84] Η ασφάλεια του δικαίου και η συνδεόμενη με αυτήν ασφάλεια των δικαιωμάτων αποτελούσαν κλασσικά πεδία του συνταγματικού προβληματισμού σε περιόδους περιορισμένης νομιμότητας και αστάθειας των δικαιοκρατικών εγγυήσεων και των δημοκρατικών θεσμών, όπως ήταν όλη η μεταεμφυλιακή περίοδος μέχρι την μεταπολίτευση στην χώρα μας. Αυτή άλλωστε ήταν και η οπτική του Α.Μάνεση, (Το πρόβλημα της ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία, ό.π). Για μια συνολική θεωρητική θεμελίωση της ασφάλειας του δικαίου βλ. γενικά Φ.Βασιλόγιαννη, Βεβαιότητα και ασφάλεια του δικαίου, Αντ.Σάκκουλας, 2004.



[85] Εκτός από τις βιβλιογραφικές ενδείξεις της γερμανόφωνης θεωρίας με την οποία κυρίως διαλεγόμαστε βλ. από την πρόσφατη ελληνική παραγωγή, Ξ.Κοντιάδης, Το κοινωνικό κράτος πρόληψης ως απάντηση στην κρίση του παραδοσιακού κοινωνικού κράτους, Χ.Ανθόπουλου, Κράτος πρόληψης και δικαίωμα στην ασφάλεια, Κ.Χρυσόγονος, Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια, Ι.Μανωλεδάκης Κοινωνία της διακινδύνευσης: Μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας, Θ.Παπαθεοδώρου, Ασφάλεια: Δικαίωμα του πολίτη ή άλλοθι ποινικοποίησης; , όλες οι μελέτες στον τόμο Χ.Ανθόπουλος/Ξ.Κοντιάδης/Θ.Παπαθεοδώρου, Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, ό.π, σ. 69 επ, 109 επ. , 137 επ. , 183 επ. , 195 επ. , αντίστοιχα, Ι. Καμτσίδου, Το θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων στην ασφάλεια: έννοια περιττή ή επικίνδυνη; ΔτΑ,(υπό δημοσίευση) 2005, Ν.Λίβος, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα: Το παράδειγμα του ποινικού δικαίου, στον τιμητικό τόμο Ι.Μανωλεδάκη, Δημοκρατία-ελευθερία-ασφάλεια, ό.π, σ. 185 επ.



[86] Άρθρα 19 παρ.1 και 48 παρ.1 Σ.



[87] Άρθρο 11 παρ.2



[88] Η εθνική ασφάλεια μνημονεύεται στα άρθρα 8 παρ. 2 , 10 παρ. 2 και 11 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και στα άρθρα 12 παρ. 3, 14 παρ. 1 19 παρ. 3 στοιχ. β’, 21 και 22 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ, ενώ η δημόσια ασφάλεια στα άρθρα 8 παρ. 2 , 9 παρ. 2, 10 παρ. 2 και 11 παρ. 2 ΕΣΔΑ, όπως και στα άρθρα 18 παρ. 3 , 19 παρ. 3, 21 και 22 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ.



[89] Είτε ως εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια, είτε ως δημόσια τάξη, είτε ως διεθνής ασφάλεια.



[90] Βλ. Ν.Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Αντ.Σάκκουλας, 1987, σ. 199 επ., Ι.Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας, Σάκκουλας, 1967, σ. 22 επ., του ιδίου, Η προστασία της δημοσίας τάξεως κατά τον Ελληνικόν Ποινικόν Κώδικα, 1970, του ιδίου, Επιβουλή της δημόσιας τάξης(άρθρα 183-197 ΠΚ), 1994, σ. 18, Θ.Παπαθεοδώρου, Δημόσια ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική, ό.π, σ. 54 επ. Χ.Παπαστυλιανού, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης, ΔτΑ, 2004(εκτός σειράς), σ. 238 επ.



[91] Όπως στην περίπτωση του άρθρου 48 παρ. 1 Σ.



[92] Μνημονεύεται και στα άρθρα 5 παρ.1 ΕΣΔΑ και 9 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ.



[93] Βλ. Κ.Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ό.π, σ. 216-219, Π.Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, τ. α, ό.π, σ. 229.



[94] Έτσι Ν.Λίβος, ό.π, σ. 189.



[95] Βλ. αντί πολλών την κλασσική ανάλυση του Α.Μανιτάκη(Το υποκείμενο…, ό.π, σ. 191 επ.) με πεδίο αναφοράς την οικονομική ελευθερία.



[96] Βλ. εντελώς ενδεικτικά R.Alexy, Theorie der Grundrechte, Suhrkamp, 1986, σ. 473 επ. και Τ.Ηλιοπούλου-Στράγγα, Η «τριτενέργεια» των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του Συντάγματος του 1975, Α.Σάκκουλας, 1990.



[97] Στην αγγλική γλώσσα υπάρχουν διακριτοί όροι που αποδίδουν διαφορετικές εμπειρίες σε σχέση με την ασφάλεια: έτσι έχουμε τους όρους security που είναι η έλλειψη κινδύνου, safety που είναι η ασφάλεια και certainty που είναι η σιγουριά, η βεβαιότητα. Ωστόσο, η έλλειψη επιλογών χωρίς κίνδυνο και η αβεβαιότητα για τα αποτελέσματα της δράσης των ατόμων, ουσιαστικά εισπράττονται από το άτομο ως απειλές κατά της προσωπικής ασφάλειας. Η αναγωγή του σύνθετου ζητήματος της ασφάλειας σε αυτό της προσωπικής ασφάλειας έχει για τις κρατικές υπηρεσίες το πολιτικό πλεονέκτημα, πως ότι κάνουν για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι ασύγκριτα θεαματικότερο και περισσότερο τηλεοπτικό από οποιαδήποτε κίνηση που στοχεύει στην καταπολέμηση της κοινωνικής δυσφορίας και απομόνωσης που προκαλεί η ανεργία, ο αποκλεισμός, η αποξένωση. Ο Z.Bauman τονίζει χαρακτηριστικά: « Η φροντίδα ενός «ευνομούμενου κράτους», που κάποτε αποτελούσε ένα σύνθετο και περίπλοκο καθήκον, που αντανακλούσε τις ποικίλες φιλοδοξίες και την ευρεία και πολύπλευρη κυριαρχία του κράτους, τείνει να συρρικνωθεί στο καθήκον της καταπολέμησης του εγκλήματος»(σ. 167) σε Z.Bauman, Παγκοσμιοποίηση. Οι συνέπειες για τον άνθρωπο, Πολύτροπον, 2004, σ. 145 επ.



[98] Η άσκηση αστυνομικής εξουσίας αποτελεί κατεξοχήν έκφραση κυριαρχίας και το βασικό κριτήριο για την ικανότητα ενός κράτους να εγγυάται την δημόσια ασφάλεια. Ο Π.Παραράς (Σύνταγμα και ΕΣΔΑ, Αντ.Σάκκουλας, 2001, σ. 16) θεωρεί ότι η αξίωση για εντατικότερη αστυνόμευση και παροχή προστασίας στα έννομα αγαθά του πολίτη απορρέει από την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου(άρθρο 2 παρ. 1 Σ.).



[99] Βλ. Α.Μανιτάκη, Το υποκείμενο…, ό.π, σ. 20 επ., Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ό.π, σ. 37 επ. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε ο όρος αποτελεσματική προστασία, ενώ ρητά επεκτάθηκε η ισχύς των δικαιωμάτων μεταξύ ιδιωτών εφόσον προσιδιάζουν σε αυτές, βλ. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο…,ό.π, σ. 136 επ.



[100] Βλ. για την κοινωνιολογική διάσταση του θέματος της ανασφάλειας Σ.Νικολαϊδου, Κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου της ανασφάλειας και προσδιορισμός της έννοιας του θύματος στον αστικό χώρο, εκ. ΕΚΚΕ, Αθήνα, 2000, σ. 108 επ.



[101] Βλ. Ζ.Παπαϊωάννου, Περιεχόμενο και όρια της αστυνομικής εξουσίας, Σάκκουλας, 2004, σ. 355.



[102] Έτσι Ανθόπουλος, Κράτος πρόληψης…., ό.π, σ. 117-118.



[103] Αντίθετοι στην αναγνώριση ενός γενικού δικαιώματος στην ασφάλεια, οι Ανθόπουλος, ό.π, σ. 113, Καμτσίδου, ό.π , Λίβος, ό.π, σ. 190, Σαραφιανός-Τσαϊτουρίδης, ό.π, σ. 200-201 και εν μέρει ο Χρυσόγονος ό.π, σ. 142 , 149. Στην γερμανική θεωρία ευνοϊκοί απέναντι στην αναγνώριση ενός δικαιώματος στην ασφάλεια εμφανίζονται οι Isensee, και Robbers ενώ διστακτικός εμφανίζεται ο Denninger. Βέβαια οι απόψεις αυτές παρουσιάζουν αποχρώσεις και παραλλαγές με αποτέλεσμα μια διχοτομική κατάταξη να τις αδικεί.



[104] Στην περίπτωση των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων να λάβουν τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα σε σχέση με συγκεκριμένα δικαιώματα, -με βάση την αστική ευθύνη του κράτους(άρθρο 105 ΕισΝΑΚ)-, θεμελιώνεται αξίωση του ιδιώτη προς αποζημίωση. Τέτοια παραδείγματα μας δίνει η νομολογία η σχετική με τις προσβολές της ιδιοκτησίας. Βλ. Χρυσόγονου, Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια…,ό.π, σ. 146-148 και ΑΠ 106/1969, ΝοΒ 1969, σ. 676, ΔπρΑθ 11661/1995, ΤοΣ 1996, σ. 250 επ., ΣτΕ3919/2001, ΕΔΚΑ, 2002, σ. 119.



[105] Βλ. τα παραδείγματα που παραθέτει ο Ανθόπουλος για τις υπερβάσεις, από την πλευρά της αστυνομίας, του μέτρου στους προληπτικούς ελέγχους των μεταναστών, στην εξέταση των υπόπτων, στους ελέγχους των διαβατηρίων, στην χρήση βασανιστηρίων και γενικά στην ενίσχυση του ποινικού και αστυνομικού ελέγχου για την αντιμετώπιση του εγκλήματος και της τρομοκρατίας(Κράτος πρόληψης…, ό.π, σ. 118-120 και τις εκεί βιβλιογραφικές ενδείξεις).



[106] Βλ. Γ.Μπέκα, Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από τους αστυνομικούς, Αθήνα, 2003, σ. 146 επ.



[107] Σωστά ο Χρυσόγονος τονίζει ότι η έννοια της προστασίας που συνοδεύει την συνταγματική κατοχύρωση των συγκεκριμένων εννόμων αγαθών είναι ευρύτερη από τον απλό σεβασμό, διότι η προστασία προσδιορίζει υποχρεώσεις για θετική δράση, ενώ ο σεβασμός περιορίζεται σε αποχή από την προσβολή(Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια…, ό.π, σ. 144).



[108] Έτσι ο Ν.Λίβος, ό.π, σ. 190.



[109] Ο φορέας του δικαιώματος στην ασφάλεια είναι δύσκολο να συγκεκριμενοποιήσει την αξίωσή του, διότι δεν θα μπορεί να καθορίσει τις νομοθετικές ή υλικές κρατικές ενέργειες, των οποίων η παράλειψη θα συνιστά προσβολή του δικαιώματος, που παράλληλα δεν θα αποτελεί και προσβολή ενός άλλου συνταγματικά προστατευτέου αγαθού. Άρα όταν η δημόσια δύναμη αδρανεί να παρέμβει και να αποτρέψει άμεσους κινδύνους που αφορούν σε ατομικά αγαθά(π.χ η αστυνομία παρακολουθεί απαθής, πολίτες που καταστρέφουν, κατά την διάρκεια διαδήλωσης, ιδιωτικές και δημόσιες περιουσίες) δεν παραβιάζεται ένα ατομικό δικαίωμα στην ασφάλεια, αλλά το κράτος παραβιάζει την γενική υποχρέωσή του, που απορρέει από τον εγγυητικό του ρόλο, να παράσχει ασφάλεια, ενώ παράλληλα γεννιούνται αξιώσεις που απορρέουν από το ειδικότερο συνταγματικό δικαίωμα που θίγεται(περιουσία, ζωή) που επίσης στρέφονται κατά του κράτους και δημιουργούν υποχρεώσεις αποζημίωσης.



[110] Έτσι Καμτσίδου, ό.π.



[111] Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα κρατικά όργανα παραβιάζουν την θετική τους υποχρέωση να παράσχουν ασφάλεια όταν παραλείπουν να ερευνήσουν μια υπόθεση με ποινικό ενδιαφέρον, ή δεν διενεργούν αμερόληπτη έρευνα. Βλ. τις υποθέσεις Yasa, Gulec και Ergil κατά Τουρκίας σε Η.Καστανά/Γ.Κτιστάκη, Επισκόπηση της νομολογίας του έτους 1998 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Δ 1999, σ. 1159-1160.



[112] Βλ. για το σχετικό προβληματισμό με θεωρητικές αναγωγές στην γερμανική θεωρία και νομολογία Ι.Μυλωνά, Δεσμεύεται ο Νομοθέτης ως προς την εγκληματοποίηση συμπεριφορών; Υπεράσπιση 1994, σ. 775 επ., W.Frisch, Sicherheit durch Strafrecht ?, GS-Ellen Schluchter, Koln et alia 2002, σ. 669.



[113] Είναι εκείνες οι περιπτώσεις όπου η ποινική κύρωση προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα, όπως στα άρθρα 6 παρ. 3, 9 παρ. 2, 14 παρ. 6, 61 παρ. 2, 120 παρ. 3, καθώς και οι περιπτώσεις όπου συνάγεται ερμηνευτικά ότι οποιαδήποτε άλλη προστασία πλην της ποινικής(π.χ για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας), δεν θα μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά και παιδαγωγικά.



[114] Είναι προφανές ότι και η πρόβλεψη του είδους και του ύψους των ποινών υπόκειται στην συνταγματικά προβλεπόμενη αρχή της αναλογικότητας και πρέπει να ελέγχεται ως προς την τήρησή της. Βλ. εντελώς ενδεικτικά Ν.Παρασκευόπουλου, Θεωρία της ποινής, Σάκκουλας, 1986.



[115] Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις σε ΗΠΑ και Αγγλία.



[116] Βλ. P.-A. Albrecht, Προστασία της ελευθερίας: καθήκον της ευρωπαϊκής εξέλιξης του ποινικού δικαίου, σε Ι.Μανωλεδάκη-G.Prittwitz, Διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου, Σάκκουλας, 2003, σ. 199 επ.(ιδίως σ. 209) και Καμτσίδου, ό.π.



[117] Γύρω από αυτή την βάση διεξήχθησαν οι θεωρητικές συζητήσεις στις ΗΠΑ που αφορούν στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Μια σημαντική μερίδα θεωρητικών υποστήριξε ότι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου δεν μπορούν να παραμένουν ανεκτικές απέναντι στις αδιάλλακτες πολιτικές ομάδες- όπως οι τρομοκράτες- που επιδιώκουν να τους καταστρέψουν. Η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται σε δύο προαπαιτούμενες παραδοχές: η πρώτη είναι ότι η σύγχρονη τρομοκρατία είναι μια απολύτως οριακή κατάσταση ανάγκης που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τα υπάρχοντα μέσα που διαθέτουν τα κράτη για την αυτοπροστασία τους και η δεύτερη ότι η νέα τρομοκρατία δεν αποτελεί μια μορφή πολιτικής δράσης, αλλά μια ριζική επίθεση στα αξιακά θεμέλια της κοινωνίας. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι οι ύποπτοι για τρομοκρατία δεν αξίζουν την προστασία που απολαμβάνουν οι άλλοι ύποπτοι, διότι η απειλή από την δράση τους για την ασφάλεια μιας χώρας είναι τόσο μεγάλη, που είναι περιττή πολυτέλεια να τηρούνται ευλαβικά οι εγγυήσεις της ποινικής προδικασίας. Στο πνεύμα αυτό νομιμοποιούνται ακόμα και τα βασανιστήρια, όταν με την βοήθεια τους μπορούμε να αποτρέψουμε το θάνατο εκατοντάδων αθώων πολιτών. Εδώ η επιλογή μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας είναι διλημματική και απόλυτη, καθώς είναι αναπόφευκτη η θυσία ορισμένων ελευθεριών προκειμένου να προασπίσουμε την ασφάλειά μας. Στην επιχειρηματολογία αυτή απάντησε ο Ρ.Ντουόρκιν, ο οποίος θεωρεί ότι η εκβιαστική επιλογή μεταξύ των δύο αξιών είναι παραπλανητική και περιγράφει ψευδώς την απόφαση που πρέπει να πάρει η χώρα. Ο Ντουόρκιν θεωρεί ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα με βάση τα γενικά μας συμφέροντα και συγκρίνοντας ανάμεσα σε κόστος και όφελος. Το μοναδικό μας κριτήριο είναι η δικαιοσύνη -ακόμα και φαινομενικά εις βάρος των συμφερόντων μας- κυρίως για εκείνους τους ανθρώπους, όπως οι μουσουλμάνοι τους οποίους, αν συνεχιστεί αυτή η στάση, θα τους εγκλωβίσουμε συλλήβδην σε ένα εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης απαιτεί να αναγνωρίσουμε ίσα δικαιώματα σε όλους όσους εμπλέκονται στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Αν αρνούμασταν σε μια κατηγορία υπόπτων, δικαιώματα που θεωρούμε βασικά -και μάλιστα πιστεύουμε ότι ενσωματώνουν θεμελιώδεις αξίες- για τους υπολοίπους, τότε ενεργούμε άδικα, ιδιαίτερα όταν αυτή η κατηγορία υπόπτων είναι πολιτικά ευάλωτη ή ορίζεται φυλετικά, θρησκευτικά ή εθνικά. Το να καταδικάζεις σε θάνατο ένα τρομοκράτη χωρίς εγγυήσεις, δεν προσφέρεις τίποτα στην ασφάλεια σου, ενώ είσαι έκθετος στην κατηγορία για αδικίες τις οποίες υποτίθεται ότι υπερασπίζεσαι. Βλ. το άρθρο του Ρ.Ντουόρκιν, σε Ελευθεροτυπία (βιβλιοθήκη τεύχος 221), 14-9-2002, σε μετάφραση στα βασικά του σημεία από την εφ. Guardian(9-3-2002).



[118] Τέτοια νομοθετήματα είναι κατεξοχήν εκείνα που στρέφονται κατά της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος βλ. Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ό.π, σ. 1297, Ν.Παρασκευόπουλος, Ασφάλεια δικαίου και ανασφάλεια δικαιωμάτων, ό.π, σ. 51 επ.



[119] Βλ. Κ.Χρυσόγονου, ό.π, σ. 149-150.



[120] Υποστηρίζεται(Ανθόπουλος, ό.π, σ. 121-122.) ως απώτατη συνέπεια της εφαρμογής του δικαιώματος στην ασφάλεια ως θεμέλιου περιορισμών, αφενός η «λειτουργοποίηση» των θεμελιωδών δικαιωμάτων για την ικανοποίηση των αναγκών του κοινωνικού συνόλου για ασφάλεια και αφετέρου η δημιουργία ενός συνταγματικού δικαίου της ανάγκης που θα υπονομεύει το «κανονικό» συνταγματικό δίκαιο, αφού η ασφάλεια θα λειτουργεί ως προϋπόθεση για την απόλαυση των υπολοίπων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Θεωρούμε ότι αν και το ενδεχόμενο πραγματοποίησης αυτών των φόβων δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο η πιθανότητα επικράτησης μιας τέτοιας τάσης προϋποθέτει ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.



[121] Η συζήτηση περί ιδιωτικοποίησης της δημόσιας ασφάλειας, εμφανίζεται ως δήθεν αποτέλεσμα του ελλείμματος ασφάλειας που παρατηρείται και της συνακόλουθης αδυναμίας της αστυνομίας να το καλύψει. Η υποκατάσταση του κράτους από ιδιωτικούς φορείς και η παροχή υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας με βάση συμβατική σχέση, είναι μια οικονομικού χαρακτήρα συναλλαγή, που δεν πρέπει να συγχέεται με την δημόσια ασφάλεια που είναι έργο της αστυνομίας και αποβλέπει στην προστασία ενός δημόσιου αγαθού, που είναι απαραίτητο προκειμένου το κράτος να δικαιώσει το ρόλο του, ως εγγυητή των συνταγματικών δικαιωμάτων(άρθρο 25 παρ. 1 Σ). Η δημόσια ασφάλεια, αντίθετα από την ιδιωτική, ασκείται με τα μέσα της δημόσιας εξουσίας, οργανώνεται ως δημόσια υπηρεσία και αυτονοήτως εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Για αυτό το λόγο άλλωστε η αστυνομία μπορεί να λάβει μονομερώς περιοριστικά των δικαιωμάτων μέτρα και να επιβάλλει την τήρησή τους με καταναγκασμό, κάτι που απαγορεύεται στους ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών ασφάλειας. Για το γενικότερο προβληματισμό βλ. το συλλογικό τόμο F.Sack et al(επιμ.), Privatisierung staatlicher Kontrolle, Baden-Baden, 1995, καθώς και C.Steegmann, Die Privatisierung polizeilicher Aufgaben, στον τόμο C.Cusy(επιμ.) Privatisierung von Staatsaufgaben, Baden-Baden, 1998, σ. 237 επ. Βλ. και τις αποφάσεις του ΣτΕ 1934/1998, ΕΔΔΔΑ, 1998, σ. 587 επ., ΣτΕ 3946/2002



[122] Ιδιωτικό θέμα το οποίο απολαμβάνει όποιος μπορεί να το πληρώσει. Βλ. Λίβος, ό.π, σ. 192 επ.



[123] Εδώ είναι σφόδρα αμφισβητούμενο το κατά πόσο η αστυνομία μπορεί να «παραιτηθεί» από την αστυνόμευση ιδιωτικών χώρων στους οποίους επιτρέπεται η δημόσια πρόσβαση, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους ιδιωτικές επιχειρήσεις ασφάλειας. Μια παρόμοια συμπεριφορά θα αντέβαινε στο χαρακτήρα της δημόσιας ασφάλειας ως κρατικού καθήκοντος που απορρέει από το Σύνταγμα. Είναι προφανές ότι η αστυνομία δεν μπορεί να αδρανεί απέναντι σε ορισμένες στοιχειώδεις τις υποχρεώσεις. Βλ. C.Gramm, Privatisierung und notwentige Staatsaufgaben, Berlin, 2001, σ. 460.



[124] Με αυτούς τους όρους ετίθετο το ζήτημα της ασφάλειας την δεκαετία του 60 και έτσι το αντιμετώπισε και ο Α.Μάνεσης, Το πρόβλημα της ασφάλειας…, ό.π, σ. 396. Στο πνεύμα αυτό και οι παρατηρήσεις του Ν.Παρασκευόπουλου, Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα, 2003, σ. 27 επ.



[125] Βλ. Λίβος , ό.π, σ. 193-196.



[126] H Ι.Καμτσίδου εύστοχα επισημαίνει ότι η μετατροπή της ασφάλειας σε πρόβλημα σύγκρουσης δικαιωμάτων μεταξύ των ιδιωτών, ενισχύει το ρόλο του δικαστή, ο οποίος θα κληθεί να διευθετήσει τις συγκρούσεις των ατομικών αντιλήψεων περί ασφάλειας εις βάρος των γενικών κανόνων περί δημόσιας τάξεως που θέτει ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης.(Ι.Καμτσίδου, το θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων στην ασφάλεια…, ό.π, ).



[127] Έτσι ο Ανθόπουλος, Κράτος πρόληψης και δικαίωμα στην ασφάλεια…, ό.π, σ. 122-123.



[128] Βλ. Κ.Χρυσόγονου, Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια, ό.π, σ. 140.



Δεν υπάρχουν σχόλια: