Αναγνώστες

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Η Ευρώπη ακρωτηριάστηκε με το Ολοκαύτωμα ....Ντάνιελ Μέντελσον (ΑΠΟ ΤΗΝ E )''

http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=129082

 αποσπασματα


 Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν μένει να ειπωθεί κάτι νέο για το Ολοκαύτωμα. «Οσο υπάρχουν άνθρωποι τις ιστορίες των οποίων δεν έχουμε αφηγηθεί, ναι, μένει κάτι ανείπωτο», λέει ο Μέντελσον, καθηγητής στο τμήμα των Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπαρντ και μεταφραστής των απάντων του Καβάφη - δεν πάει ούτε χρόνος που κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ, εν μέσω εγκωμιαστικών κριτικών, οι συλλογές «C.Ρ. Cavafy: Collected Poems» και «C. Ρ. Cavafy: The Unfinished Poems».




Οταν ήσαστε παιδί, προκαλούσατε δάκρυα συγκίνησης στους πιο ηλικιωμένους από τους συγγενείς σας. Πώς επιδρούσαν πάνω σας εκείνες οι αντιδράσεις;



«Χάρη σε εκείνη τη συγκίνηση συνδέθηκα με την ιστορία του Σμιλ, πριν ακόμη αρχίσω να την καταλαβαίνω. Με στοίχειωνε αυτή η ιστορία γιατί, με μια έννοια, εγώ ο ίδιος αποτελούσα ένα είδος κατάλοιπου του παρελθόντος. Χάρη σε ένα ατύχημα της γενετικής, χάρη σε αυτή την εντυπωσιακή φυσική ομοιότητα, ήμουν ζωντανή απόδειξη ότι ο Σμιλ είχε ζήσει. Ηθελα να ανακαλύψω ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος και γιατί η θύμησή του προκαλούσε τόση ένταση. Αλλά δεν ήταν μόνο η περιέργεια που με ώθησε να αναζητήσω τα ίχνη του - ξέρετε, η φυσική ομοιότητα έκανε την Ιστορία προσωπική υπόθεση».



Πώς αισθανθήκατε όταν βρεθήκατε για πρώτη φορά στο Μπόλεχοφ; Αλλωστε μεγαλώσατε ακούγοντας ιστορίες γι' αυτή την πόλη.



«Ακριβώς γι' αυτό, ήταν για μένα ένας τόπος μυθικός. Επειδή ο παππούς μου είχε έρθει στην Αμερική πριν από το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι αναμνήσεις του από εκεί ήταν όλες πολύ ευτυχισμένες, παιδικές αναμνήσεις. Ετσι, εμείς μεγαλώνοντας ακούγαμε ότι το Μπόλεχοφ ήταν μια όμορφη μικρή πόλη, όπου όλοι ζούσαν αρμονικά. Οταν τελικά βρεθήκαμε με τα αδέλφια μου εκεί το 2001, σε μια πόλη-φάντασμα, συγκλονίστηκα. Αντίκρισα έναν θλιβερό τόπο. Ωστόσο ήταν και μια εμπειρία διαφωτιστική».



Με ποιον τρόπο;



«Αυτή είναι η Ιστορία. Τα πράγματα αλλάζουν. Και με μια έννοια, το βιβλίο διαρκώς αναπροσαρμόζει την ιδέα που έχει κανείς για τη σχέση της Ιστορίας με την πραγματικότητα. Κοιτάξτε, είναι το ίδιο που συμβαίνει σε ορισμένους Αμερικανούς τουρίστες στην Αθήνα -έχουν μια συγκεκριμένη ιδέα της πόλης, στην οποία συνήθως διαπιστώνουν ότι η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται. Ετσι είναι- οφείλει κανείς κοιτάζοντας την πραγματικότητα να μπορεί να διακρίνει όλα εκείνα που έχουν μεσολαβήσει από την εποχή την οποία αναζητά ως τουρίστας».



Εχει κανείς την εντύπωση ότι η διαφορά ανάμεσα στο προπολεμικό Μπόλεχοφ και τη σημερινή εικόνα της πόλης, όπως προκύπτει μέσα από το βιβλίο, είναι και μια αναφορά στον αφανισμό ενός ολόκληρου πολιτισμού -του εβραϊκού πολιτισμού της Ανατολικής Ευρώπης.



«Ετσι είναι. Και φανταζόμουν το βιβλίο ως ένα είδος μνημείου σε αυτό τον χαμένο πολιτισμό. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση ενός πολιτισμού μέσα σε μια εξαετία είναι γεγονός μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σε κάποιο σημείο περιγράφω στο βιβλίο πως βρίσκομαι στο Λβιβ και, κοιτάζοντας από το παράθυρο, βλέπω μόνο Ουκρανούς. Κάτι που για εμένα ήταν πάρα πολύ περίεργο αφού είχα μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες για το πόσο κοσμοπολίτικο ήταν το Λβιβ - ή Λβοβ, όπως ονομάζεται σήμερα. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει για τη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τις σκέψεις γύρω από το πώς θα ήταν σήμερα η Ευρώπη αν δεν είχε συμβεί το Ολοκαύτωμα. Είναι το ίδιο με έναν ακρωτηριασμό, όπου το κορμί διατηρεί ακόμη την αίσθηση του χαμένου μέλους. Νομίζω ότι αυτή η παρομοίωση περιγράφει σε μεγάλο βαθμό την Ευρώπη -και αυτό είναι κάτι που στο βιβλίο με απασχολεί έντονα. Δεν είναι καν οι δικοί μου έξι άνθρωποι, δεν είναι καν οι έξι εκατομμύρια άνθρωποι που δολοφονήθηκαν- είναι ένας ολόκληρος πολιτισμός που χάθηκε».



Με την ευκαιρία, πόσες γλώσσες μιλούσε ο παππούς σας;



«Για να δούμε... Γερμανικά, Ρωσικά, Πολωνέζικα, Ουκρανικά, Αγγλικά, Γίντις και Ουγγρικά. Και δεν είχε καμιά ιδιαίτερη μόρφωση, η εκπαίδευσή του διακόπηκε όταν ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ομως εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι που ζούσαν σε εκείνα τα μέρη της Ευρώπης μιλούσαν πολλές γλώσσες. Δεν θεωρούνταν κανένα σπουδαίο επίτευγμα. Ηταν αναμενόμενο και συνηθισμένο γι' αυτούς να είναι πολύγλωσσοι».



Γράφετε ότι διστάζατε να πάτε στο Αουσβιτς, καθώς για εσάς εκπροσωπούσε το αντίθετο εκείνου που σας ενδιέφερε. Με ποια έννοια;



«Το Αουσβιτς έχει γίνει το σύμβολο της τρομακτικής κλίμακας του εγκλήματος. Πηγαίνοντας κανείς εκεί έρχεται διαρκώς σε επαφή με μεγάλους αριθμούς αντικειμένων: Υπάρχουν τα δωμάτια που είναι γεμάτα με τις αποσκευές, τα γυαλιά, τα παπούτσια των ανθρώπων -τεράστια βουνά από παπούτσια. Κατανοεί κανείς το μέγεθος της τραγωδίας. Ωστόσο, η ιδέα πίσω από αυτό το βιβλίο ήταν να εξετάσω τις πολύ συγκριμένες έξι ζωές που χάθηκαν, αποφεύγοντας να γράψω ένα κλασικό ιστορικό βιβλίο. Οι αριθμοί έχουν προφανώς νόημα καθώς αποκαλύπτουν το τεράστιο μέγεθος της τραγωδίας, αλλά δεν μπορούν να αποδώσουν κάτι άλλο- ότι καθένας από εκείνους τους έξι εκατομμύρια δολοφονημένους ήταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο. Και στην περίπτωση της συντριπτικής πλειονότητας εκείνων των ανθρώπων, οι ξεχωριστές, ατομικές ιστορίες τους δεν θα γραφτούν ποτέ. Κανείς ποτέ δεν θα τις αφηγηθεί».


Γράφετε ότι οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί όταν προσπαθούμε να φανταστούμε πώς αισθάνονταν τα θύματα του Ολοκαυτώματος - με ποια έννοια;


«Σήμερα υπάρχει μια τάση να δίνεται έμφαση στο κατά πόσο μπορεί κανείς ή όχι να ταυτιστεί με τις εμπειρίες των άλλων. Υπάρχει ένα θεματικό πάρκο της σύγχρονης κουλτούρας, το οποίο εκτείνεται στην τηλεόραση όπου υπάρχουν όλα αυτά τα σόου με τους ανθρώπους που μιλούν για τα πιο ιδιωτικά τους προβλήματα και όλοι στο ακροατήριο κλαίνε και χειροκροτούν. Η εσωτερική ζωή έχει εξελιχθεί σε ένα είδος ψυχαγωγίας. Ενα μεγάλο μέρος της σύγχρονης κουλτούρας έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Το βλέπω ακόμη και στους φοιτητές μου - πολύ συχνά, η αντίδρασή τους σε σημαντικά έργα όπως για παράδειγμα η "Μαντάμ Μποβαρί", είναι ότι το βιβλίο δεν τους άρεσε ιδιαίτερα γιατί δεν μπορούσαν, λένε, να ταυτιστούν με την ηρωίδα. Μένω άναυδος με αυτή την ιδέα ότι οι μόνες εμπειρίες που έχουν νόημα είναι στην ουσία ναρκισσιστικές, ότι το μόνο που αναζητούμε είναι αυτό που μας μοιάζει...



Σε αυτό το πλαίσιο λέω ότι οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί εκείνοι οι άνθρωποι υπέφεραν με τρόπους που οι περισσότεροι δεν μπορούμε να συλλάβουμε



-εξαιρώ, βέβαια, τα θύματα γενοκτονίας και πολιτικών διώξεων. Καθώς έγραφα, με απασχολούσε το ζήτημα της αναπαράστασης- δεν ήθελα να δω το Μπόλεχοφ σαν μουσείο, να πείσω τον εαυτό μου ότι τώρα που έχω δει τα κτίρια, τώρα που ξέρω τι τους συνέβη, ξέρω και πώς αισθάνονταν εκείνοι οι έξι άνθρωποι. Θα ευτέλιζα τις εμπειρίες τους. Οφείλουμε να σεβόμαστε τη μοναδικότητα όσων έζησαν εκείνοι οι άνθρωποι. Επειτα, θέλω ο αναγνώστης να έχει επίγνωση ότι όσο εξαντλητική κι αν ήταν η έρευνα, ποτέ δεν πρέπει να θεωρήσει ότι αυτή είναι ολόκληρη η ιστορία. Προσπαθώ διαρκώς να υπενθυμίζω το μη γνώσιμο του παρελθόντος».

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα