Αναγνώστες

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Χάρης(η συνεχεια της Αφροδιτης )_ του Cirut


Χάρης

Ο Γιάννης παντρεύτηκε. Ο Χάρης, ο κολλητός του, όχι. «Και πώς ζεις, ρε Χάρη; Παντρειά γιοκ, δουλειά τσουκ». «Δια της μεθόδου του αρνητικού εισοδήματος. Σάμπως δεν με ξέρεις!». Έτσι ονόμαζε το δανεισμό. Ήταν όμως εκπληκτική η συνέπεια του στις επιστροφές, στο ξεχρέωμα δηλαδή. Ήταν να απορείς, πώς ο άνθρωπος αυτός θυμόταν όλες τις οφειλές, όλα τα μερίδια του σε ρεφενέδες, που δεν πλήρωσε αμέσως, όλα τα παλιά δάνεια και τις δόσεις. Ήταν σα να έκανε δύσκολες ασκήσεις μνήμης και εντιμότητας ταυτόχρονα.



«Ο κόσμος, Γιάννη, αποτελείται από γλεντιστές και ερωτευμένους, ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι είναι απλά παριστάμενοι. Εντάξει. Εσύ κουράστηκες και τα βρόντηξες. Δεν σε κακίζω». «Ρεμάλια, ρε Χάρη. Ρεμάλια γίναμε. Πρέπει να αλλάξουμε». «Εγώ όχι! Μου αρέσει τo μέρος εκείνο της ψυχαγωγίας των πόλεων που ξαγρυπνά, ενώ το υπόλοιπο κοιμάται. Η περιπέτεια είναι περιπέτεια». «Η περιπέτεια έγινε ανιαρή επανάληψη. Για όλα υπάρχει τέλος». «Δε γίνεται. Εγώ βλέπω όμορφη γυναίκα και βάζω με το μυαλό μου, πως μου ανήκει ένα κομμάτι της κι αυτηνής ένα δικό μου. Και οι γυναίκες έχουν μέσα τους την περιπέτεια αλλά η άτυχη ζωή τους δεν τους το αποκάλυψε». «Και περίμεναν εσένα, φαντάζομαι, χα, χα. Τέλειωσαν οι ελεύθερες γυναίκες, ρε», κούνησε το κεφάλι του ο Γιάννης. «Ναι. Κι όταν τελειώσουν οι γυναίκες για μένα εδώ, υπάρχουν τόσες άλλες στον έξω κόσμο κι Ευρώπη και Ανατολή και Αμερική κι Αυστραλία». «Ναι, και στο διάστημα. Άσε, ρε Χάρη».



«Ναι, γιατί όχι; Δεν ξεμένω εύκολα, το ξέρεις. Απλά ταλαιπωρούμαι, να τις φέρω στα δικά μου. Υπάρχει μια φάση μύησης, όπου η υποψήφια μαθαίνει ότι γεννήθηκε για τον έρωτα, για τους πολλούς άντρες, για τη γλεντζέδικια ζωή». «Ναι ξέρω, συνήθως τη λένε χυλόπιτα και χλεύη και ύστερα άντε με τα θεωρητικά σου να τα συμμαζέψεις». «Κι αυτά, Γιάννη, στο παιγνίδι είναι. Αντιδράσεις των γυναικών, που δεν με πτοούν». «Βέβαια κι όποια ενδίδει γρήγορα, πάνω που την έλεγες απελευθερωμένη, σου λέει και την ταρίφα, χα, χα. Ξεχνάς, ξεχνάς, Χάρη». «Γιάννη, δεν το βλέπεις, εγώ τώρα το βλέπω, που τα μαθαίνω καλύτερα. Όσο πιο ειδικός γίνομαι στην αφύπνιση, τόσες πιο πολλές γυναίκες συναντώ, κοντά στην απελευθέρωση τους». Είχε εκείνο το ύφος του γόη, σαν να έλεγε, σε κάθε γυναίκα σιωπηλά, «πως ξέρω τι ακριβώς θέλεις – έπαρση αντί για πεζότητα, συγκίνηση αντί για σοβαρότητα, ένταση αντί για ρουτίνα», πέρα από κάθε χυδαιότητα και αντριλίκι μ’ ό,τι είναι αμοιβαία αποδεκτό.



Το γλυκό πουλί της νιότης είναι ερωτιάρικο, τα χρώματα του ζωηρά, τα μάτια του κοιτάζουν την ομορφιά κι όχι τα σκύβαλα. Κι ο Χάρης ζούσε μόνο για τον έρωτα. Έβγαινε έξω, σε αναζήτηση γυναίκας χωρίς στόχο. «Ανάθεμα την πουριτανή χώρα που γεννήθηκα», μουρμούριζε. «Απ’ όλα τα μέρη του κόσμου σε τούτη την ηθικοπλαστική χαβούζα έπεσα». Επειδή ακόμα δεν είχαν εμφανιστεί τα μπαράκια, τα ερωτικά αυτά στέκια της νύχτας, άπλωνε τα δίχτυα του για γυναίκες παντού. Στο δρόμο που έμενε, ας πούμε. Έκανε βόλτες πάνω κάτω για ώρες, μιλώντας σε κάθε γυναίκα που του γυάλιζε. Άνοδο – κάθοδο του δρόμου. Πολλές φορές, μάλλον τις περισσότερες, άσκοπα. «Άλλη μία κάθοδο», έλεγε. «Αυτή θα είναι η τυχερή». Ύστερα, αν ήταν άτυχος, γύριζε σπίτι και κλαιγόταν στους συγκάτοικους: «Τρίχες, δεν έχει τίποτα. Την άλλη φορά». Πανηγύρια και χαρές, αν «τα δίχτυα ήταν γεμάτα» κι άμα εμφανιζόταν με καμιά πληθωρικιά, να σε καίνε οι χυμοί σου.



Η συναυλία άρχιζε σε λίγη ώρα. Όσο καθησυχαστικός ήταν αυτός, τόσο ανάστατη η σολίστα. «Μιλάτε σοβαρά; Πότε ξεκουρδίστηκε το πιάνο; Δεν μου είπαν τίποτα. Τέλος πάντων. Κάντε γρήγορα, γρήγορα. Σας παρακαλώ». Ο Χάρης, αγέλαστος. Παρουσιάστηκε στη σολίστα σαν ειδικός χορδιστής πιάνων, αναγγέλλοντας της πως τον ειδοποίησαν, ότι τελευταία στιγμή κάποιος διαπίστωσε ότι το πιάνο ξεκουρδίστηκε και έπρεπε να του ρίξει μια ματιά. Είχε φέρει μαζί και σύνεργα. Εκτιμούσε πολύ και το πνεύμα. Δε γινόταν να παρακολουθήσει συναυλία χωρίς να ερωτευτεί τη σολίστα. Κι αυτό είχε ήδη συμβεί. «Ταυτίζονται με το ταλέντο τους», περιέγραφε στο φίλο του, το Μάκη. «Είναι οι μόνες γυναίκες, που τα συναισθήματα τους μιλούν αληθινά. Αν έβρισκαν ένα και μόνο ανάλογο στήριγμα θα εξαϋλώνονταν σε ιδέα». «Παραδίνεις σημασία στους καλλιτέχνες. Τα συναισθήματα της τέχνης είναι κίβδηλα. Οι καλλιτέχνες μπορεί να είναι ταυτόχρονα οι πιο σκληροί άνθρωποι του κόσμου. Τα συναισθήματα είναι μέρος του επαγγέλματος τους, μόνον. Από κει και πέρα περισσεύουν οι εγωισμοί και η απίθανη εγωπάθεια», αντέλεγε ο Μάκης, πνεύμα μόνιμης αντιλογίας.



Στο καμαρίνι εμφανίστηκε κατασυγκινημένος, με καμέλιες. Στην τρίτη προσπάθεια πέτυχε δείπνο, η σολίστα το παράτεινε σε ερωτική νυχτωδία, στεμμένη από μια άγρια εγκατάλειψη το άλλο πρωί. Ο Χάρης έβριζε το Μάκη και το δίκιο του. «Όχι, μην πονέσεις για άλλη αγάπη. Ιδίως όταν μεγαλώνεις», μονολόγησε. Κατέφυγε σε κωλ γκερλ, για αντιπερισπασμό. «Είσαι μελαγχολικός. Έτσι είσαι πάντα; Από τι πάσχεις;», τον ρώτησε αυτή. «Από ανάγκη για υπερβολικό ρεαλισμό», της απάντησε. Δεν έλεγε ψέματα.



Η απογοήτευση τον έσπρωξε να κάνει και πράγματα πέρα απ’ τα όρια. Κοιτούσε γυναικεία ονόματα στις μπουτονιέρες και ρωτούσε, αφού χτυπούσε το κουδούνι. «Με λένε Χάρη, είμαι όμορφος και θα ήθελα να σας γνωρίσω ή να κάνω έρωτα μαζί σας». Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Από υβρεολόγιο, μέχρι συστάσεις να δει τον ψυχίατρο. Κάποια απάντησε, «δεν μπορώ, παιδί μου. Τόσα χρόνια περίμενα να με ζητήσει κάποιος άντρας, τώρα δε με κρατούν τα πόδια μου». Δεν το έβαλε κάτω.



«Είμαι ο Χάρης», ξαναείπε. «Θέλετε να κατεβείτε, για να γνωριστούμε;». «Για ποιο λόγο;», ακούστηκε μια νεανική φωνή. «Θέλω να διασκεδάσω, επειδή μελαγχολώ. Έχετε διάθεση;». «Όχι, εγώ το μόνο που θέλω είναι να παντρευτώ». «Και γω, αν βρω την κατάλληλη». Γέλια ακούστηκαν. «Περιμένετε, κατεβαίνω». Δεν παντρεύτηκαν. Κάναν όμως όμορφα έρωτα κι όχι μόνο μια φορά.



Τα λάθη στις γυκαικοδουλειές ήταν σημαντικά και συχνά. Έτσι κι αλλιώς ήταν σκόρπιος, σα χαρακτήρας. Μπέρδευε ονόματα, καταστάσεις. Άρχιζε να κρατά ατζέντες, μα του κάκου. Άσε που τις έχανε και πήγαινε τόσος κόπος χαμένος. Άρχισε να κάνει μνημοτεχνική. «Άντζελα, από Σπάρτη, πήγαμε μαζί στην Ύδρα. Ναι, πίναμε ως το πρωί. Χορέψαμε, ξεχάσαμε πού είναι το δωμάτιο. Κοιμηθήκαμε με τα καλά μας στην παραλία. Γυμνοί δηλαδή». «Μαρία, πώς να τη θυμάμαι; Διακόσιες Μαρίες. Αυτή που συναντηθήκαμε προχθές και με φίλησε. Παντρεύτηκε, είπε. Μα δεν ξέχασε την κάψα μας. Ναι, η ψηλή. Με το μάτι γαρίδα, που τη λέγαμε, εξ αυτού, Γαλλίδα. ΟΚ. Επανεγγραφή. Πού να γεράσω κιόλας! Θα κολυμπάν όλα αυτά στο κεφάλι μου και αντί για ψώνια στη λαϊκή θα απαγγέλω ονόματα γυναικών, καψουρόλογα και κουτουπώματα. Πάει. Στην ιστορία ρεζίλης θα μείνω».



Οι φίλοι, απρόθυμοι να μιμηθούν τον τρόπο του, φθονούσαν τελικά τις επιτυχίες του, που πέρα πό το απίστευτο θράσος του οφειλόταν και στην ευρηματικότητα του. Όταν γνώριζε κάποια ιδιαίτερη, σκάρωνε «πάρτυ γενεθλίων» για να εντείνει την προσέγγιση. Έτσι μερικές χρονιές τα γενέθλια του γιορτάστηκαν και τρεις και τέσσερεις φορές. Και μετά μπέρδευε τα ζώδια, άλλο παγκόσμιο κώδικα επαφών του ποδαριού. «Ναι, ναι είμαι αιγόκερως, όχι κριός, δηλαδή δίδυμος».



Τα καλοκαίρια, αν δεν είχε παρέα, τηλεφωνούσε στα ξενοδοχεία των νησιών και δήλωνε: «Είμαι ένας όμορφος και γοητευτικός τύπος, που θέλω να με βάλετε σε κάποιο δωμάτιο δίπλα σε ωραίες κοπέλες. Να φανεί σα σύμπτωση». Έπιασε. Και όχι μια φορά μόνο. Οι ρεσεψιονίστες γελούσαν αλλά την έστηναν την πλάκα. Ύστερα η γειτονιά των δωματίων, έφερνε τις «συμπτώσεις». «Κλειδώθηκα απ’ έξω. Να περάσω απ’ το μπαλκόνι σας;». Και πέρασε και μπάνιο έκανε στην «δίπλα», επειδή «βούλωσε» το δικό του και δεσμοί προέκυψαν και το μάτι του βούλωσαν οι λεγάμενοι των γειτοννισών, μα δεν «κάμπτεται το πεζικό», όπως είναι γνωστό.



«Τι σε σπρώχνει απ’ τη μια γυναίκα στην άλλη; Τι είναι τόσο αλλιώτικο; Αφού όλες οι σχέσεις στο ίδιο θεωρείο του κόσμου καταλήγουν», τον ρωτούσαν. «Οι ιστορίες τους», έλεγε. «Το άρωμα τους, οι μυρωδιές τους, η αλλιώτικη έξαψη». Ήταν στ’ αλήθεια παράξενο. Ερωτευόταν έντονα κι έτσι έντονα του πέρναγε κιόλας. Οι περιγραφές της θεάς του καιρού, έπεφταν στη φωτιά της λήθης και μιας νέας ουράνιας ύπαρξης. Μα σιγά σιγά ερχόταν κι ο κάματος αυτού του τρόπου ζωής...

Το καλοκαίρι γιόρταζε. Η ταράτσα καταπράσινη, πάρτυ νιάτων. Μια μικρή ορχηστρούλα στη γωνία. Τα αστέρια σατίριζαν τα ανθρώπινα, με τρεμάμενο χαμόγελο. Μικρά φωτάκια πετούσαν πάνω στο νερό του λιμανιού, κάτω στο βάθος. Ένα μεγάλο φωτισμένο καράβι μουγκάνιζε μακριά. Βραδινή δροσιά ερχόταν από τη διαπνοή των φύλλων, τη θάλασσα κι από ένα ποταμάκι παραδίπλα. Στο χορό αυτό η Αφροδίτη ήρθε με κάποιο παλιό αμόρε το Στέφανο, καλό φίλο τώρα. Περνούσε καλά μαζί του. Είχε χιούμορ κι ευρηματικότητα. Δε σταματούσαν να χορεύουν, παρά μόνο για ποτό. Εκείνη φορούσε ένα λουλουδιαστό, μεσάτο φόρεμα, που κατέγραφε τις καμπύλες της. Ήταν λαμπερή και πολύ ελκυστική. Θηλυκό!



Ο Χάρης ήρθε στο χορό τελευταία ώρα, καλεσμένος από παλιά γνωριμία, επίσης. Δεν ένιωθε πολύ κεφάτος. Χόρευε με τη ντάμα του, λίγο βαρετά. Περισσότερο ήθελε να κάθεται με ποτό, να βλέπει τους άλλους και να χαίρεται τη βραδιά. Έτσι άκουσε με χαρά, κάποιον γνωστό της να καλεί τη ντάμα του. Συναίνεσε εύκολα κι ο χρόνος άρχισε να γίνεται πιο ενδιαφέρων. Το φεγγάρι πέρασε στο βάθος του ορίζοντα, αφανίζοντας πρόσκαιρα τα κουτσομπόλικα άστρα. Ύστερα ξαναλαμπύρισαν φτιάχνοντας πάλι τον ουρανό τεράστιο. Ένιωθε μια ανεξήγητη διαστημική νοσταλγία, χωρίς σαφή προέλευση, λίγο μελαγχολική στο βάθος της. Έμενε αδρανής συμμετέχοντας μόνο με την παρουσία του, σε ένα ενεργό πάρτυ.



Ο χρόνος του λικνίσματος και της μελωδίας πέρασε κι έφτασε η στιγμή για ζωηρότερους ρυθμούς της εποχής. Φωνές και χειροκροτήματα. Λίγο απ’ αυτά ανήκε προφανώς και στους απόντες μουσικούς – δημιουργούς των τραγουδιών. Το σμάρι του κόσμου απόκτησε ενιαίο ζωηρό ρυθμό, έκανε ουρές και γοργές μετακινήσεις. Η Αφροδίτη γλεντούσε με την ψυχή της. Ήταν αυθεντία στις χορευτικές κόνξες, ενώ ο συνοδός της ακολουθούσε... ανακόλουθα. Ένιωθε να ζει, να ζει έτσι βαθειά, σαν αυτόν που φοβάται μη χάσει κάτι, από το δικαίωμα στην απόλαυση.



Ο Χάρης κουνιόταν καθιστός συνεχώς ελαφρά, αδιαφόρως ρυθμού. Τι πειράζει; Τούτος ήταν ο ρυθμός γι’ αυτόν. Άρχισε να ευχαριστιέται κάπως, χωρίς να αποχωριστεί τη νοσταλγία του. Καλύτερη παρτεναίρ από την πρόσκαιρη μοναξιά του, δεν ήθελε. Το αλκοόλ έφερε αναδρομές, γρήγορα περάσματα, εικόνες και παλιές όμορφες στιγμές. Η θέα τριγύρω ήταν μαγευτική, σε κοινωνικό παρατηρητήριο. Άρχισε να μουρμουρά τις μελωδιούλες και να ευχαριστεί όλους εκείνους τους μακρινούς δημιουργούς, που ανέβαζαν το κέφι του.



Η Αφροδίτη κινιόταν τώρα σ΄ όλη την πίστα. Το κέφι της έγινε εκρηκτικότητα και ενέργεια. Τσίριζε τα τραγούδια που άκουγε. Παύση. Ελαφρό βουητό ανθρώπων. Φωνή. «Δεσποινίς Αφροδίτη, δεσποινίς Αφροδίτη». Εκείνη γύρισε αργά, παγωμένη. Ναι. Αυτός ήταν. Ο κύριος Μέλιος. Ο ...Κινέζος. Απελπισμένη κοίταξε γύρω της, μα ο συνοδός της δε φαινόταν πουθενά, σαν τον αστυνομικό που τόσκασε, όταν φάνηκε ο κλέφτης.



Έστεκε μπροστά του. Πήδηξε στα γόνατα του. «Κάνε επειγόντως πως μ΄ αγαπάς. Θα με σώσεις. Αφροδίτη». Κούνησε το κεφάλι του να καταλάβει τι συμβαίνει. «ΟΚ», είπε τελικά. «Γιατί όχι; Χάρης»...

1



5 σχόλια:

anepidoti είπε...

την πάτησε ο κ. Μέλιος!!!
πάντα οι Αφροδίτες υπερέχουν των..."Χάρεων"
;-)

Νοσφεράτος είπε...

ανεπιδοτη βλεπω οτι οι επιδοσεις σου εις την τεχσνη του σχολιασμου ειναι αριστες

Ανώνυμος είπε...

@Φίλε Νόσφε χαίρε,
ευχαριστώ για τη φιλοξενία, ιδίως ... λόγω των ευμεγεθών πονημάτων. Προς ολοκλήρωση της παρουσίας, να πω ότι κανονικά είναι 3 σπονδυλωτά κεφαλαιάκια

1. Αφροδίτη
2. Χάρης
3. Η νύχτα των ερωτιδέων

όπου όλοι μαζί πιάνονται, στην Παγίδα της Αφροδίτης (θεάς ή θνητής, διαλέξτε)
ατυχώς ξέχασα να βάλω τον 3ο τίτλο, λόγω Αιζεντσχάϊμερ. Φαίνεται, ελπίζω πού αρχίζει το 3ο

Ανώνυμος είπε...

@anepidoti,

(Προς επίδοσιν)

Ναι, οι Αφροδίτες υπερέχουν, όταν τολμούν και διαλέγουν. Ωστόσο, στην κόντρα Χάρηδων, Μέλιων εγώ είμαι με το Χάρη....

anepidoti είπε...

cirut, οι Αφροδίτες υπεράνω...
όσο για τον μέλιο σας,
ούτε ένα κεφαλαίο Μ δεν του χαρίζω!

Τα url του θείου Ισιδώρα