Στην παγίδα της Αφροδίτης
Αφροδίτη
Η Αφροδίτη την κυνήγησε για λίγο. Την έπιασε με μια ξαφνική κίνηση, γελώντας. «Δε θα ξεφύγεις. Χα, χα. Δε θα μου γλιτώσεις, ερωτιάρα μου». Τη χάιδεψε απαλά, για να ηρεμήσει. Της έδωσε ένα ολόγλυκο φιλί στο στόμα, όλο αγάπη και χαρά. «Πάλι ερωτευμένη μου είσαι, πονηρούλα;». Εκείνη της απάντησε με ένα γάργαρο, μελωδικό τιτίβισμα, ανταποδίδοντας το φιλί με το ράμφος της. «Τον ξεπουπούλιασες τον καημένο τον καναρίνο», είπε η Αφροδίτη. Την κράτησε στο χέρι κοντά της και ύστερα την απόδωσε στο φτερωτό σύντροφο της, που την υποδέχτηκε μ’ εκείνη τη ρυθμική κίνηση, που οι ζωγράφοι αποκαλούν «το φιλί των πουλιών» και τόσες φορές έχουν ζωγραφίσει. Και η ψυχή της Αφροδίτης φουρφούριζε το ίδιο. Είχε μεγαλώσει, μα ήταν ακόμα ερωτευμένη με τον έρωτα. Πήρε τα πράγματα αλαφρά, εξ αρχής. «Αφού με βαφτίσαν έτσι, θα γίνω σύμβολο της αρχαίας θεάς. Ιέρεια. Άλλωστε όλοι λίγο πολύ κάποιο μοντέλο υποδύονται στη ζωή τους, ένα ή περισσότερα», εξηγούσε. Εγώ τουλάχιστον, θα ξέρω τι μου γίνεται».
Η γοητεία της ήταν αδιαμφισβήτητη. Μπορούσε να κατακτήσει οποιοδήποτε αρσενικό, όχι μόνο τους εύκολους στόχους, που όλο – όλο ήθελαν ένα έντονο και βιαστικό πήδημα, πράγμα που απέκλεισε ως αδόκιμο ενδοτισμό αλλά και απαιτητικούς και ποιοτικούς άντρες, με άποψη και επιλογή. Απέφευγε τους παντρεμένους, όσο μπορούσε, μα αυτοί ήταν που συναντούσε συχνότερα, μιας και ήταν πολυαριθμότεροι στο χώρο της δουλειάς και στο περιβάλλον της. Χαρακτηριστικό τους ήταν ότι επέμεναν περισσότερο απ’ τους άλλους κι αυτό την ενοχλούσε.
Το αφεντικό της ανήκε σ’ αυτή την ενοχλητική κατηγορία. Ο κύριος Μέλιος! Σικάτος, υπερόπτης, διακριτικός τάχαμου αλλά επίμονος. «Τι κάνετε απόψε, δεσποινίς Αφροδίτη;», νάτη πάλι η πολύμηνη επιμονή. «Έχω εξετάσεις στα Κινέζικα», απάντησε, «και έχω πολύ άγχος». «Το άγχος θέλει διασκέδαση. Εννοώ μετά τo διάβασμα. Αργά το βράδυ, ας πούμε». «Οι εξετάσεις είναι σε λίγες μέρες και δεν έχω την πολυτέλεια να μη διαβάσω», αμύνθηκε. «Θα επανέλθω, λοιπόν, αμέσως μετά. Θάθελα να μου δείξετε και κάτι από την κινέζικη ψυχαγωγία. Μαθαίνοντας μια γλώσσα, πλησιάζεις όλη την κουλτούρα ενός λαού». Πολλές φορές υπέμενε τη σκληρή μοναξιά της με σβηστό φως και μουσική σπίτι τα βράδια, παρά την εμπλοκή στη γραμματική της ζωής, μιας άλλης οικογένειας. Όπως τώρα.
Δύο ήταν τα επικίνδυνα μέσα της. Η ομορφιά της και η απόφαση, αν χρειαστεί, να μείνει χωρίς παιδί λόγω ηλικίας. Για το δεύτερο δήλωνε «η καθεμιά πρέπει να βάλει περιπόδιο θώρακα, σ’ αυτή την ηλικιακή αχίλλειο πτέρνα της γυναίκας». Δεν ήθελε παντρειές και δεσίματα. Τώρα είχε όλους τους άντρες στα πόδια της. Κουνούσε λίγο την ουρίτσα και γέμιζε η ατζέντα της ονόματα και τηλέφωνα. «Στο διάτανο οι σιγουριές και τα παιδιά», έλεγε. «Όσο πάει..». Το ντύσιμο της ήταν εξαιρετικά προκλητικό. «Χα, χα δεν είναι προστυχιά», σχολίαζε. «Είναι ένας πρακτικός τρόπος να κρύβω τα ελαττώματα μου».
Ο ξένος τούτος την κοίταζε περίεργα κι αυτή αναρωτιόταν για το αν είχε κάποτε συμβεί κάτι μεταξύ τους. Κάτι της θύμιζε. Σκάλισε το μυαλό της, μα του κάκου. «Βρε, που να πάρει. Δεν είναι εύκολο να θυμάσαι ένα στόλο εραστών», σκέφτηκε. «Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Το παρελθόν σου». Δε θα έπαιρνε όρκο, ότι δεν υπήρχε εφήμερος εραστής που συνδέθηκε για δεύτερη φορά μαζί του κι αυτό ήταν άλλο ένα πρόβλημα. Έτσι, σε κάθε καινούρια γνωριμία, προσπαθούσε να αποφύγει την εκδοχή αυτή. Το ίδιο και τώρα. Μα εκείνος πλησίασε, από μόνος του, σα γνωστός. «Είμαι ο Θοδωρής. Θυμάσαι; Θέλω το άλλο παπούτσι μου». Ξαφνιάστηκε στην αρχή. Ύστερα θυμήθηκε. «Α ναι! Κυκλοφορείς μονοσάνταλος ακόμα;». «Όχι, έλιωσε και το άλλο παπούτσι από τότε και ύστερα ξαναπήρα ζευγάρι καινούρια. Για το παλιό έβαλα αγγελία στο περιοδικό –Τα Νέα του Βυθού - αφού κάπου εκεί κάτω το πέταξες. Γιατί όμως;». «Διακοπές ήταν. Είδα κάποιον να κοιμάται στην παραλία, με τα παπούτσια του για μαξιλάρι. Αυτός είναι πιο πιωμένος από μένα, σκέφτηκα και μου φάνηκε ενδιαφέρον. Ε να, το ένα σου παπούτσι το πήρα, το πέταξα στο νερό εγώ, εσύ με κυνήγησες και, και... Δεν σου άρεσε;». «Είπα κάτι τέτοιο;», απάντησε αυτός.
Ο Θοδωρής ήρθε και έφυγε, μια γρήγορη αστραπή. Μα όχι και χωρίς τη μεγάλη πλάκα. Ήταν καταπληκτικός μίμος και εξαιρετικός χιουμορίστας. Λογιστής. Παριστάνοντας τον Κινέζο διευθυντή του φροντιστηρίου γλωσσών, τηλεφώνησε του κυρίου Μέλιου και του περιέγραψε στα ...ελληνοκινεζικά την πρόοδο της υπαλλήλου Αφροδίτης στην κινέζικη γλώσσα, ενώ δεν παρέλειψε να γαργαλήσει τις ορέξεις του για ανάληψη κάποιας κινεζικής εμπορικής αντιπροσωπείας, μέσω της ..προόδου αυτής. Μάλιστα μίλησε και για το διεφθαρμένο σύγχρονο κινέζικο μανδαρινισμό, που «άμα δώσεις κάτι παραπάνω, πλασάρεσαι και καλύτερα», αυτός αναλάμβανε να του ανοίξει τα μάτια. Τα τελευταία ήταν σαφώς υπόδειξη της Αφροδίτης, που ήξερε καλά πώς λειτουργούσε το αδηφάγο μυαλό του αφεντικού της. Ο κύριος Μέλιος κοιμόταν πια κι ονειρευόταν ασιατικές κονόμες, κέρδη έγχρωμα, πτυχωτά και μακρουλά σα κινέζικους δράκους. Άσε που μια τέτοια προοπτική μπορούσε να σημαίνει, για αυτόν τον ερωτύλο και κάποιο κοινό ταξίδι με την Αφροδίτη-διερμηνέα στην αρχαία χώρα. Εντυπωσιάστηκε βαθειά, απ’ τη συγκυρία. Πριν του άρεσε η Αφροδίτη σαν γυναίκα - αντικείμενο πόθου, τώρα έγινε και αξιέραστη. Εκείνη γελούσε σατανικά, διασκεδάζοντας πια με το έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτο κόρτε.
Ύστερα έφυγε κι ο Θοδωρής, όπως έφευγε κι αυτή από δεσμούς, ουσιαστικά χωρίς κανένα λόγο, παρά για να ζήσουν μια νέα συγκίνηση, κόντρα στο φόβο της φθοράς. Η Αφροδίτη έμαθε και η ίδια να αντιμετωπίζει την εγκατάλειψη μα και την απόρριψη, μοίρα και σκιά των μακροχρονίως μοναχών ατόμων. «Η ερωτική φυσική επιλογή είναι κάτι διαφορετικό, πολλές φορές, από την αυταξία των χαρακτήρων. Καθορίζεται από περίεργους κι ανεξιχνίαστους ψυχικούς νόμους, το ξέρω», έλεγε. Παρ’ όλα αυτά τον αγάπησε κι ακόμα τα συναισθήματα άτμιζαν. «Όταν αγαπάς χωρίς απόκριση, κάνε την απόρριψη κίνητρο για νέες κατακτήσεις» πίστευε, για να δώσει μια βιώσιμη διέξοδο στο πρόβλημα.
Κι έτσι τράβηξε για ένα νέο έρωτα. Δεν ήταν πάντα εύκολη η μοναχική επιβίωση. Οι γυναίκες φίλες ήταν λίγες. Μεγάλωσε σαν ατίθασο μοναχοκόριτσο, αγοροκόριτσο, που είχε παρέες μόνο με αρσενικά, κάτι μεταξύ ερωτισμού και δύσκολης φιλίας. Έτσι έπρεπε να βγαίνει με όσα αρσενικά ήταν ελεύθερα από σχέσεις και ένιωθε απέναντι τους μόνο φιλία. Μα αυτό μπερδευόταν συνεχώς. Έψαξε πολυεδρική ισορροπία, μεταξύ φιλίας με άντρες, γυναικοπαρεών, μουσικής, ατομικής ισορροπίας και έμφασης στη δουλειά της. Τη διπλάρωσαν και κοινωνικοί ντελάληδες, ενεργοποιημένοι πολίτες. «Δεν θέλω κοινωνικές συμμετοχές κόμματα και οργανώσεις», αποφάσισε. «Ας σώσουν τον κόσμο άλλοι».
Μετά τον κύριο Μέλιο, που ρωτούσε συνεχώς για τον Κινέζο, αρνήθηκε και σε άλλους συναδέλφους σχέσεις, επειδή δεν ήθελε να πλησιάζουν πολύ τον ψυχισμό της. Κάποιος επίμονος, μετά την άρνηση της, της έκανε ραδιοφωνική αφιέρωση το «Army of lovers», σε δέκα ραδιοσταθμούς και της τηλεφωνούσε να τ’ ακούει. Όλοι οι σερνικοί του γραφείου, προσπαθούσαν να τη φανταστούν στο κρεβάτι. Φωτιά ακόρεστη; Μήπως έκαναν λάθος; Μήπως αυτό ήταν όλο κι όλο; Φασαρία, καυγάς, αρνήσεις, απαιτήσεις και στα προσωπικά της άπραγη, πάγος, απόμακρη; Αρνιόταν και τις αποκαλύψεις σε βαλτές συναδέλφισσες. Έτσι το μυστήριο διατηρήθηκε στο χώρο της.
Οι γυναίκες του γραφείου, διασποράς ηλικιών, μαζεύονταν κάποια απογεύματα, με το γυρισμένο καφέ και έλεγαν τα «αισχρόλογα», μια συνομωτική, ανώδυνη γιορτή, που τις γαργαλούσε στα σκέλια ευχάριστα. «Μια χαψιά ηδονή», που λένε. Αυτή συμμετείχε εκ περιτροπής και σαν κομήτης, για να μη τις κακοκαρδίζει, επισκέπτρια. Τσαούσα γυναίκα. Επέμενε στο δικό της μέχρι τέλος. Οι μεγαλύτερες γυναίκες τα είχαν παρατήσει. Στην ουσία προτιμούσαν τη μοναξιά και μια ρουτινιάρικη παρέα, παρά να εκτεθούν στην ενδεχόμενη απόρριψη και την αποτυχία, της ερωτικής παραζάλης. Η Αφροδίτη εξεγειρόταν. «Γιατί ν’ απεμπολίσεις το δικαίωμα στον έρωτα; Γιατί να υποταγείς στις λογικές και στις ηρεμίες; Πιο άσχημη ζωή, εν κατακλείδι θα έχεις. Πάλεψε το. Και θάρθουν τα καλύτερα. Προκάλεσε τα». «Για να σπάσω άλλη μια φορά του μούτρα μου;». «Όχι. Γιατί ώρες – ώρες η ομορφιά της ζωής είναι εδώ μπροστά σου και μια έτσι να τολμήσεις θα την κάνεις δική σου και όλα θ’ αλλάξουν επί τέλους, στο καλύτερο ίσως για πάντα».
Έκανε πολλά προξενιά, γυναικοαγαθοεργίες σαν την Αμελί, σε κείνη τη νόστιμη Γαλλική ταινιούλα. «Γιατί αφέθηκα να μεγαλώσω, γιατί αφέθηκα να παχύνω, γιατί επέτρεψα στον εαυτό μου να γεράσει;», μοιρολογιόταν η Ευανθία τη μια μέρα στο γραφείο και την άλλη μέρα καίγονταν «..απ’ τη λάμια του έρωτα, που σε κάνει προληπτική και φέρνει δαίμονες και ημίφωτα στη ζωή σου». Από πίσω απ’ τη σκηνή η Αφροδίτη, με τα μαγικά της που έφεραν άλλους δυο μοναχικούς μαζί. Και ύστερα του έρωτα τα πείσματα γίνονταν, καμιά φορά το ίδιο εύκολα υποχωρήσεις και συμβιβασμοί και ανελέητες ανοχές και καταστροφικά κολλήματα κι όλοι τα βάζαν μαζί της. Μα αυτή επέμενε στα συνταιριάσματα.
«Δέστε εμένα, αντέχω», δήλωνε η Αφροδίτη, «οι όμορφες στιγμές υπήρξαν, δεν ήταν καθόλου λίγες και είναι υπεύθυνες για την εμμονή και την ανθεκτικότητα στον τρόπο ζωής μου». Καθιέρωσε ακόμα και «μέρες των παλιών εραστών», για την αναβροχιά. Κανόνιζε ραντεβού με παλιά αμόρε και συναντιόταν με 4-5 εραστές την ίδια μέρα. Ύστερα ένιωθε κορεσμό, γι’ αυτό και το επαναλάμβανε πολύ αραιά. «Έχει και το ένστικτο δικαίωμα», λογοδοτούσε στον εαυτό της. Κοιτούσε πάντα θηρευτικά γύρω της, να ανακαλύψει την αύρα της αποδοχής, ένα σύνθετο μίγμα επιβεβαίωσης θηλυκότητας, προσωπικότητας, ρόλου, όλα μαζί.
Οι παντρεμένες συναδέλφισσες την απέφευγαν, σίγουρες πως μια ...απειλή θάπεφτε στα κεφάλια τους, αν την πλησίαζαν. Τη θεωρούσαν γυναίκα ζημιάρα, με καρδιά περίεργη, που μόνο τότε φχαριστιόταν, όταν θα έδενε τον άντρα τους στην ούγια της γοητείας της. «Και χίλιους άντρες να της φέρουν θα διαλέξει αυτόν που είναι πιο ερωτευμένος με την καλή του. Ίσως έτσι και να κορυφώνει η λίμπιντος της. Σαν κάνει το χάλασμα ηδονίζεται να βλέπει την άλλη να υποφέρει και τον καλό της να την ακολουθεί προσκυνημένος. Δεν είναι έρωτες αυτοί. Εκδικήσεις είναι, για κάτι αξεδιάλυτο μέσα της», έλεγε όλο χολή η Μέγκυ, γυναίκα του αφεντικού...κ. Μέλιου. Πού να ήξερε!
1 σχόλιο:
Sorry για την παρέμβαση, αλλά να θυμήσω ότι το διήγημα αυτό είναι το πρώτο μέρος, με δεύτερο μέρος το παρακάτω, αλλιώς χάνει τη χάρη του:
http://nosferatos.blogspot.com/2009/02/blog-post_5179.html
Δημοσίευση σχολίου