ΓΙΑΤΙ ΠΛΗΓΩΝΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ.
Η Ιλλουζ περί των μεταμορφώσεων της αντιμετώπισης Της Ερωτικής Οδυνης ανά τους αιώνες.
Τα διακυβεύματα του έρωτα, των γνωριμιών και του σεξ έχουν αποκτήσει τερά στια σημασία, λόγω της ικανότητάς τους να καθορίζουν την κοινωνική και την προσωπική αξία του ατόμου. Κάποιοι, βέβαια, θα αντιτείνουν ότι ο εαυτός ανέκαθεν εμπλεκόταν ερωτικές ιστορίες που χαρακτηρίζονταν από αβεβαιότητα και έλλειψη βαιότητας. Σαφώς, ο πόνος και η οδύνη συγκαταλέγονται στα αρχαιότερα θέματα της παγκόσμιας φιλολογίας γύρω από τον έρωτα. Όμως, παρότι αυτό ισχύει αναντίρρητα, για τους κοινωνιολόγους έχει αποφασιστική σημασία το ζήτημα του πώς εμπλέκεται, επαινείται ή υποτιμάται ο εαυτός. Δεν υποστηρίζω απλώς ότι ο εαυτός εμπλέκεται με διαφορετικό τρόπο στις ερωτικές αλληλεπιδράσεις, αλλά και ότι το ίδιο το βίωμα της ψυχικής οδύνης κατά τη νεωτερικότητα είναι διαφορετικό από ό,τι στο: Η Ιλλουζ παρελθόν. Θα έλεγα ότι ο πόνος. παρότι είναι ένα από τα αρχαιότερα μοτίβα του έρωτα, βιώθηκε σε διαφορετικά ή / και αλληλοεπικαλυπτόμενα πολιτισμικά πλαίσιο, που έχουν γίνει πλέον ξένα προς τη δική μας ευαισθησία. Αυτές οι τέσσερις προνεωτερικές πολιτισμικές πλαισιώσεις της ερωτικής οδύνης ήταν η αριστοκρατική η χριστιανική, η ρομαντική και η ιατρική.
Στην ιστορία της Δυτικής Ευρώπης, το πρώτο δημοφιλές πολιτισμικό μοντέλο που έθεσε την οδύνη στο επίκεντρο της εμπειρίας του έρωτα ήταν ίσως ο ιπποτικός έρωτας..) Στη φιλολογία των τροβαδούρων της Προβηγκίας, η οδύνη που προκαλούσε ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση εξάγνιζε την ψυχή του Η οδύνη αυτή αποτελεί, στην πραγματικότητα, την ίδια την πηγή της ποιητικής έμπνευσης του τροβαδούρου. Λόγω των πλατωνικών επιρροών του, οι ιπποτικός έρωτας ήταν έντονα ιδεαλιστικός και είχε συνεπώς, την ικανότητα να μετουσιώνει τον έρωτα και την οδύνη του σε μια ευγενή εμπειρία. Κι όχι μόνο αυτό: ο έρωτας και η οδύνη του εξευγένιζαν τους τον ερωτευμένο όσο και το αγαπημένο του πρόσωπο στο πλαίσιο αυτού του σχήματος, ο έρωτας «έκανε τους ανθρώπους καλύτερους, πιο εκλεπτυσμένους, περισσότερο ικανούς να πραγματώνουν την ανθρώπινη φύση τους. . Η περιγραφή που ακολουθεί αποτελεί σαφές παράδειγμα:
Βρίσκω τον πόνο του έρωτα τόσο ευάρεστο που, μολονότι γνωρίζω ότι μέλλεται να με σκοτώσει, δεν επιθυμώ μήτε τολμώ να ζήσω χωρίς την κυρά μου και ούτε αλλού να στρέψω το βλέμμα μου καθότι είναι τέτοια, που θα αισθανθώ τιμή απλώς πεθαίνοντας ως πιστός εραστής της ή εκατό φορές μεγαλύτερη τιμή εάν προτίθεται να με κρατήσει κοντά της ως" εκ τούτου, πρέπει να την
υπηρετήσω άνευ καθυστερήσεως
Η οδύνη δεν αφανίζει τον εαυτό • απεναντίας, τον μεγαλύνει και τον εξυψώνει. Εντάσσεται σαφώς σε ένα συνολικό αφήγημα της εαυτότητας, το οποίο εξυμνεί την ανδρεία, την πίστη, τη δύναμη και την αφοσίωση ενός άνδρα σε μια γυναίκα. Η οδύνη είναι συνεπώς μια έκφραση αριστοκρατικών άξιων Το αριστοκρατικό ιδεώδες της οδύνης ήταν συνυφασμένο με χριστιανικες
αξίες: δεν καθιστούσε την αμοιβαιότητα προϋπόθεση για τον έρωτα αντιμετώπιζε την οδύνη ως κάθαρση της ψυχής. Ο χριστιανισμός παρειχε ένα αφηγηματικό πλαίσιο για την οργάνωση της εμπειρίας της οδύνης, αναγρίζοντας σε αυτήν ακόμη και ένα θεολογικό σημάδι σωτηρίας. Ο χριστιανισμός, ως πολιτισμικό πλαίσιο, έδωσε νόημα στην οδύνη, μετατρέποντα σε μια θετική και, μάλιστα, αναγκαία εμπειρία, η οποία εξυψώνει την ψυχή επιτρέποντας την κατάκτηση μιας σχεδόν θεϊκής κατάστασης. Στο πλαισιο αυτής της πολιτισμικής μήτρας, η οδύνη δεν υπονομεύει τον εαυτό• βοηθά. στη συγκρότηση και στην εξύψωσή του. Με την υποχώρηση του χριστιανισμού, η ερωτική οδύνη έγινε μία ακόμη πηγή προσωπικής αξίας στο πεδίο αλλιτεχνικής έκφρασης, ιδίως με την ανάπτυξη του κινήματος του ρομαντισμού. Όπως και με τον χριστιανισμό, η οδύνη αντιμετωπίστηκε ως μια αναπόφευκτη , αναγκαία και ανώτερη διάσταση της ύπαρξης. Ο λόρδος Μπαιρον, μία από τις αντιπροσωπευτικότερες φυσιογνωμίες του ρομαντικού κινήματος, εκθείαζε την καταστροφή του εαυτού και του άλλου μέσα από τον ερωτα. Εξού και έγραφε: «Το αγκάλιασμά μου υπήρξε μοιραίο. [...] Την αγαπούσα , και την κατέστρεψα». Ο Μπάιρον, όπως και άλλοι ρομαντικοί,ήταν σενσουαλιστής: αντιμετώπιζε τον πόνο ως εκδήλωση μιας ανώτερης υπαρξης «Ο μεγάλος σκοπός της ζωής είναι η αίσθηση», έγραφε προς τη μέλλουσα σύζυγό του, «να αισθανόμαστε ότι υπάρχουμε, ακόμη και μέσα από τον πόνο ». Έτσι, η έλλειψη αμοιβαιότητας δεν βιωνόταν ως αφανισμός του αφενός διότι η αναγνώριση και η προσωπική αξία του ατόμου ( 190 ) δεν θεμελιιώνονταν στην εμπειρία του έρωτα, αφετέρου επειδή η ζωτική ενέργεια του εαυτού θεωρούνταν ότι έβρισκε έκφραση σε μια ποικιλία εμπειριών, που κυμαίνονταν από τον έρωτα μέχρι τον σπαραγμό. Οι ρομαντικές εκφράσεις της ερωτικής οδύνης πλαισιώνονταν πολιτισμικά και κατασκευάζονταν μέσω της οργανωτικής εμπειρίας της μελαγχολίας. Αυτό που χαρακτηρίζει τη μελαγχο λία είναι ότι αισθητικοποιεί το αίσθημα του έρωτα και, όπως στον ιπποτικό έρωτα εξευγενίζει το άτομα που το βιώνει. Η ρομαντική μελαγχολία ήταν επί το πλείστον ίδιον των ανδρών και ενσωματωνόταν σε ένα μοντέλο του εαυτού κατά το οποίο η οδύνη προσέδιδε ηρωικό χαρακτήρα στον βασανισμένο άνδρα, ο οποίος αποδείκνυε έτσι το ψυχικό του βάθος μέσω της ικανότητάς του να την υπομένει. Στην κατάσταση της μελαγχολίας, η οδύνη δεν επηρεάζει ούτε υπονομεύει την αίσθηση αξίας του εαυτού, αλλά βοηθά στην έκφραση μιας μορφής αβρότητας και λεπτότητας της ψυχής. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, μάλιστα, ότι όσοι υπέφεραν από αυτήν αποκτούσαν επι πλέον ένα είδος συμβολικού / συναισθηματικού κεφαλαίου. Επίσης, το γεγονός ότι οι ιδέες του έρωτα και της οδύνης αποτελούσαν συχνά, αν όχι απόκλειστικά, προνόμιο ίσως να σήμαινε ότι λειτουργούσαν με έναν τρόπο που ενίσχυε την εικόνα της αρρενωπότητας ως ζωτικής ενέργειας, ως μιας μορφής ανδρείας.
Και στις γυναίκες, ωστόσο, ιδίως σε όσες ανήκαν στις υψηλότερες κλίμακες της διανόησης, δεν ήταν άγνωστη αυτού του είδους την ευαισθησία. Η Margaret Fuller, μια γυναίκα σπάνιου χαρακτήρα και ευφυΐας, η οποία υπήρξε συγκαιρινή του Ralph Waldo Emerson στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, πέρασε αυτό που θα θεωρούσαμε μια ατυχή ερωτική ζωή, αγάπησε συχνά ανθρώπους που δεν είχαν τα ίδια παθιασμένα αισθήματα με εκείνη ή απλώς δεν μπορούσαν να τα ανταποδώσουν. Η Cristina Nehring συνοψίζει τους τρό πους με τους οποίους η Fuller νοηματοδότησε την εμπειρία της ως εξής:
" Η Fuller πίστευε στην οδύνη. Πίστευε στην εξαγνιστική δύναμη της και στη δική της ικανότητα να την υπομένει. Μερικές φορές αναρωτιόταν εάν το φύλο της είχε μια ιδιαίτερη κλίση ή όχι να αντιμετωπίζει την οδύνη. Επισήμαινε ότι ενώ οι άνδρες στη ζωή του Χριστού εξαφανίζονταν τις στιγμές που τους είχε ανάγκη, οι «γυναίκες δεν έκαναν άλλο από το στέκονται στο πλευρό του από τον Σταυρό μέχρι τη Μεταμόρφωση».
Οι γυναίκες που αγάπησαν τον Χριστό δεν θα «απουσίαζαν στις σκοτεινές στιγμές» «Απαιτούσαν να μάθουν από αυτές. Απαιτούσαν να δυναμώνουν από αυτές – όπως η Fuller δυνάμωνε μέσα από τις τραγωδίες της.
Στα προηγούμενα παραδείγματα, η αριστοκρατική αισθητικοποίηση της οδύνης συνδυαζόταν με τη θρησκευτική μετουσίωση προκειμένου να καταστήσει την οδύνη μια τάξη εμπειρίας που προσέδιδε νόημα, ή ακόμη και μεγαλείο, στον εαυτό. Αυτά τα παραδείγματα αποτελούν κάτι περισσότερο από ανεκδοτολογικά στοιχεία. Καταδεικνύουν ένα πολιτισμικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο η οδύνη του έρωτα ενσωματωνόταν και ανακυκλωνόταν σε ένα ιδεώδες του χαρακτήρα, χωρίς να συνιστά απειλή για την αίσθηση της προσωπικής αξίας του εαυτού,
Η μόνη παράδοση που δεν εξιδανίκευσε την οδύνη του έρωτα και δεν την αντιμετώπισε ως μια πτυχή του ιδεώδους της εαυτότητας ήταν ο ιατρικός λόγος (discourse). Τον 16ο και τον 17ο αιώνα, η ασθένεια που ήταν γνωστή ως «αρρώστια του έρωτα» (lovesickness) αντιμετωπιζόταν ως μια αποδιοργάνωση του σώματος, η οποία, παρότι επηρέαζε την ψυχή, δεν σχετιζόταν με την αίσθηση αξίας του εαυτού. Τον 16ο αιώνα, ο Robert Burton αντιμετώπιζε τα θύματα του έρωτα ως δούλους, υποζύγια, τρελούς, ανόητους, χαμένους, ακρόχολους (atrabilarii), εκτός εαυτού και θεοτυφλους». Η οδύνη του έρωτα θεωρούνταν απόρροια σωματικών διαταραχών και την κατέτασσαν, συνε- πώς, στο ίδιο επίπεδο με τις ασθένειες του οργανισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Jacques Ferrand, ένας Γάλλος γιατρός που γεννήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, έγραφε:
" Τον Μάιο του 1604, όταν ξεκινούσα την πρακτική μου στην Αζάν (όπου γεννήθηκα), διέγνωσα, βάσει της παρουσίας των περισσότερων συμπτωμάτων, την αρρώστια του έρωτα σε έναν νεαρό μαθητή, κάτοικο του Λε Μας ντ' Αζε νε [...] Είδα μπροστά μου έναν νεαρό άνδρα, θλιμμένο χωρίς κανένα λόγο, ενώ μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν πρόσχαρος. Είδα το χλωμό, κιτρινωπό στο χρώμα του λεμονιού και εξασθενημένο πρόσωπό του, τα βαθουλωμένα μάτ τια του, διαπιστώνοντας ότι το υπόλοιπο σώμα του ήταν σε αρκετά καλή κατατάσταση"
Η διαταραχή αυτή γινόταν αντιληπτή ως σωματική διαταραχή, ή ακόμη και ως προσωρινή διαταραχή του νου, αλλά σε καμία περίπτωση ως διαταραχή που απειλούσε την αίσθηση της προσωπικής αξίας του ατόμου. Στην Αγγλία του 17ου αιώνα, ένας γιατρός / αστρολόγος ονόματι Richard Napier αντιμετωπιζε και θεράπευε ένα μεγάλο φάσμα παθήσεων. Ο ιστορικός Mac Donald ανέλυσε τις σημειώσεις που άφησε ο Napier και περιγράφει τη φύση ορισμένων από αυτές τις παθήσεις με τον εξής τρόπος
Σχεδόν το 40% των ανδρών και των γυναικών που περιέγραφαν τις αγωγές και τα διλήμματά τους στον Napier διαμαρτύρονταν για τις ματαιώσεις του έρωτα και της συζυγικής ζωής. (...) Οι πελάτες του αστρολόγου βίωναν πολύ συχνά παθιασμένους δεσμούς. Η συναισθηματική αναστάτωση την οποία είχαν περάσει 141 άτομα, εκ των οποίων τα δύο τρίτα περίπου ήταν νεαρές γιαναίκες, αφορούσε ερωτικούς καβγάδες, έρωτες χωρίς ανταπόκριση κα και παράλληλες σχέσεις, "
Τα συζυγικά παράπονα που υπέβαλλαν οι περισσότερες γυναίκες στον Νapier αφορούσαν κυρίως άνδρες οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από «φρικτή αδυναμία να κάνουν υπεύθυνη διαχείριση των οικονομικών τους και να είναι γενικα πιστοί, νηφάλιοι και ευγενείς». Οπωσδήποτε, οι άνδρες που αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στα οικογενειακά τους καθήκοντα δεν σπανίζουν ούτε στις μέρες μας. Τα παράπονα εναντίον των ανδρών σήμερα, όμως, αφορούν περισσότερο την ανικανότητά τους να νοιαστούν για τον εαυτό των γυναικών. Επιπλέον, οι πόνοι της ερωτικής οδύνης περιγράφονταν και βιώνονταν ως σωματικές αισθήσεις, όχι ως εμπειρίες που παρέπεμπαν σε ελαττωματικούς ψυχισμούς. Ο ιατρικός λόγος δεν εξυμνούσε την οδύνη για χάρη της ίδιας της οδύνης, αλλά έθετε μάλλον ως στόχο του την καταπολέμηση της, όπως γίνεται με μια σωματική ασθένεια.
Η σύγχρονη ερωτική οδύνη αντιμετωπίζεται κι αυτή, με τη σειρά της, ως που θα πρέπει να ξεριζωθεί, στο πλαίσιο όμως ριζικά διαφορετικών μοντέλων του εαυτού: πρέπει να ξεριζωθεί στο όνομα ενός ωφελιμιστικού και ηδονιστικού μοντέλου υγιούς ψυχισμού, κατά το οποίο η οδύνη αποτελεί σημάδι είτε μιας ελαττωματικής ψυχολογικής ανάπτυξης είτε μιας θεμελιακής απειλής για την αίσθηση κοινωνικής αξίας και αυτοσεβασμού του ατόμου. Στη σύγχρονη κουλτούρα, δηλαδή, η ομαλή ανάπτυξη του χαρακτήρα εκφράζεται μέσω της ικανότητας του ατόμου να ξεπερνά τη εμπειρία της οδυνης ή, ακόμη καλύτερα, να την αποφεύγει εντελώς. Η ερωτική οδύνη έχει πάψει να αποτελεί μέρος μιας ψυχικής και κοινωνικής οικονομίας της δια
μόρφωσης του χαρακτήρα, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να την απειλεί Αυτό που είναι καθαρά νεωτερικό στην ερωτική οδύνη είναι το γεγονός ότι το αντικείμενο του έρωτα είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με την αξία του ( 193)
εαυτού και ότι η οδύνη έχει μετατραπεί σε ένδειξη ενός ελαττωματικού εαυτού. Το αποτέλεσμα είναι ότι η απώλεια του αντικειμένου του έρωτα υπονο- μεύει τον εαυτό. Η οντολογική ανασφάλεια του εαυτού και η ανάγκη για διυποκειμενική αναγνώριση έχουν οξυνθεί περισσότερο, συνεπώς, λόγω του γεγονοτος ότι δεν υπάρχουν επιπρόσθετα πολιτισμικά / πνευματικά πλαίσια, όπως υπήρχαν, για να ανακυκλώνουν τον εαυτό και να τον κάνουν να παίζει ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα.
Αναγνώριση εναντίον αυτονομίας
Διερευνώντας τα παράδοξα της επιθυμίας, ο Alexander Κοζεβ ν ίσως ο πιο ενδιαφέρων σχολιαστής του Hegel, επισήμανε ότι η επιθυμία μπορεί να ικα νοποιηθεί συγχρόνως με την «ανάπτυξη της ατομικότητας» και την «οικου μενικοποίηση της αμοιβαίας αναγνώρισης», οι οποίες είναι εφικτές σε μια εξισωτική κοινωνική τάξη. Ο Κοζεβ αναφερόταν στην οικουμενικοποίηση της ταξικής αναγνώρισης, αλλά η θέση αυτή μπορεί εύκολα και με τον ίδιο τρόπο να εφαρμοστεί στη σφαίρα των έμφυλων σχέσεων, όπου θα ανέμενε κανείς η μεγαλύτερη έμφυλη ισότητα να έχει οδηγήσει σε υψηλότερο βαθμό ατομικότητας και αμοιβαίας αναγνώρισης. Στην πραγματικότητα, ένα ιδιαίτε το ερμηνευτικό ρεύμα της εγελιανής πάλης για την αναγνώριση θεωρεί την αυξανόμενη αυτονομία προϋπόθεση για την αυξανόμενη αναγνώριση. Όσο που ελεύθερος γίνεται ο δούλος, τόσο μεγαλύτερη αναγνώριση μπορεί να διεκδικήσει και να λάβει.
4 σχόλια:
Καλα τα λεει η Ιλλουζ περι ερωτος και οδεινης
αφου πρεπει στον ερωτα να παιρνεις και να δινεις
γιατι αμα δωσεις μονο εσυ κι η άλλη δεν σου δωσει
το είναι σου, το εσωτερο, στο τελος θα πληγωσει.
Αφου λοιπον ο ερωτας ειναι λαβειν και δουναι
οταν σου λεει: “Σκισε με, θεσπεσιε μου Ούνε”,
δεν πρεπει να ολιγωρεις, ουτε και να λουφαρεις
αλλα να εισαι αγωνιστης, προθυμος και καβλιαρης.
Μοναχα ετσι ο ερωτας δεν θα μασε πληγωσει
γιαυτο και λεει ο λαος: “Κοντα στο νού κι η γνωση”
Ο ερωτας είναι πολεμος είναι η μεγαλη αμαχη
και δη η μητερα των μαχων, για να το θεσω εν ταχει,
είναι αλληλοσπαραγμος, σκληρο αλισβερισι
όπως σωστα το εθεσε του ποιητου η ρηση
Ο ερωτας είναι η σκια στριβοντος ποδηλάτου
ο Εμπειρικος εγραψε σε ένα ποιημα του
μα στην επομενη στροφη δεν μορεσε να στριψει
κι ετσι επεσε ολοσουμπητος στο λακο με τη θλιψη
και με τα κωλοδαχτυλα και με τους κροκοδειλους
όπως η μοιρα ορισε δια τους ερωτυλους.
Και αφου ότι η μοιρα ορισε ποτε δεν ξεορίζει
του ερωτος η υποθεσις σημαινει …βρασε ρυζι!
δια το ανωτερω
Ο ερωτας εκρηγνυται σαν βομβα οταν σκαει
και ολα οσα εχτισε γκρεμιζει και τα σπαει
σαν λιθους, πληνθους, κεραμους ατακτως εριμενους
που τα συνετριψε η ορμη του ερωτικου τους μένους
Κι απ΄το σφοδρον της εκρηξης τα κανει ολα λιμπα
κι εσυ ερωτυλε φουκαρα, σαν ναυαγος κολυμπα
Ομως ποια ειναι η Ιλλουζ, που λεει για την οδυνη
ταχα τι πινει, να'ξερα, κι εμενα δεν μου δεινει;;;
Δημοσίευση σχολίου