Παρασκευή, 25 Μαρτίου 2016
Περί σκλάβων και κυρίων στο Οθωμανικό παρελθόν της Βουλγαρίας: διαμάχες για την ιστορία, το έθνος, την εκπαίδευση και η κομμουνιστική περίοδος
© Bilten, Ζάγκρεμπ - Žana Coneva:Školski udžbenici i sukob bugarskih nacionalizama, 9.2.2016 - Αναδημοσίευση σε Αγγλική μετάφραση στον ιστότοπο © Lefteast, A Nation of Masters? Dispatches from the Frontlines of the Bulgarian Memory Wars,12.3.2016
«Οι κοινοί τόποι της μνήμης δεν είναι τόποι κοινής μνήμης»
Λιλιάνα Ντεγιάνοβα, καθηγήτρια κοινωνιολογίας
στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Άγ. Κλήμης Αχρίδας» (Obektiv, Οκτώβριος 2012)
Λιλιάνα Ντεγιάνοβα, καθηγήτρια κοινωνιολογίας
στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Άγ. Κλήμης Αχρίδας» (Obektiv, Οκτώβριος 2012)
Πριν από μερικά χρόνια, ο Βούλγαρος κοινωνιολόγος Αντρέι Ράιτσεφ υποστήριξε ότι μετά την αποκατάσταση μιας ευρείας συναίνεσης μεταξύ όλων των [βουλγαρικών] κομμάτων για την αναγκαιότητα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων υπέρ της αγοράς, ίσως το μόνο πεδίο που απέμεινε ελεύθερο για πραγματικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς είναι το παρελθόν. Αν το μέλλον είναι αμετάκλητα δεσμευμένο στη φιλελεύθερη δημοκρατία, τότε ένα πεδίο στο οποίο τα κόμματα μπορούν να προβάλουν τις διαφορές τους και να τις μετατρέπουν σε πολιτική, είναι το πεδίο των αντικρουόμενων ερμηνειών του παρελθόντος. Για παράδειγμα, το 1990 ξέσπασε μια δημόσια συζήτηση για το αν είχε υπάρξει [π.χ. στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο]
ενδογενής φασισμός στη Βουλγαρία ή αν ο φασισμός ήταν απλώς μια
αναδρομική εφεύρεση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος προκειμένου
να αντλήσει νομιμοποίηση για τη δική παράνομη κατάληψη της εξουσίας. Στη μετα-πολιτική κατάσταση, η πολιτική δεν είναι πολιτική άν δεν είναι πολιτική της μνήμης.
Τους τελευταίους μήνες, η Βουλγαρία έχει περάσει σε μιαν άλλη φάση συγκρουσιακού αναστοχασμού για βασικά επεισόδια της ιστορίας του έθνους. Σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθώ σε δύο παραδείγματα: Το παρόν πρώτο μέρος αφορά τη μάχη για τον προσδιορισμό της οθωμανικής περιόδου. Το δεύτερο, τον αγώνα για τη διατήρηση στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως λόγου χάρη είναι τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας ή τα κτίρια που δημιούργησε η αρχιτεκτονική του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Ας μην μας εξαπατά η τεράστια χρονική απόσταση μεταξύ αυτών των δύο ιστορικών περιόδων. Φαίνεται πως η πολιτική της μνήμης έχει ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα: συμπυκνώνει τον ιστορικό χρόνο σε ένα ενιαίο σύμπλεγμα εκδηλώσεων που επικεντρώνονται όλες σε ένα και μόνον πρόβλημα. Ο κοινός παρονομαστής που ισοπεδώνει όλες αυτές τις διακριτές ιστορικές περιόδους είναι η περίοδος του κομμουνισμού. Ο κοινός στόχος στην σημερινή τάση ιστορικού αναθεωρητισμού είναι η απο-κομμουνιστικοποίηση της μνήμης.
Τους τελευταίους μήνες, η Βουλγαρία έχει περάσει σε μιαν άλλη φάση συγκρουσιακού αναστοχασμού για βασικά επεισόδια της ιστορίας του έθνους. Σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθώ σε δύο παραδείγματα: Το παρόν πρώτο μέρος αφορά τη μάχη για τον προσδιορισμό της οθωμανικής περιόδου. Το δεύτερο, τον αγώνα για τη διατήρηση στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως λόγου χάρη είναι τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας ή τα κτίρια που δημιούργησε η αρχιτεκτονική του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Ας μην μας εξαπατά η τεράστια χρονική απόσταση μεταξύ αυτών των δύο ιστορικών περιόδων. Φαίνεται πως η πολιτική της μνήμης έχει ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα: συμπυκνώνει τον ιστορικό χρόνο σε ένα ενιαίο σύμπλεγμα εκδηλώσεων που επικεντρώνονται όλες σε ένα και μόνον πρόβλημα. Ο κοινός παρονομαστής που ισοπεδώνει όλες αυτές τις διακριτές ιστορικές περιόδους είναι η περίοδος του κομμουνισμού. Ο κοινός στόχος στην σημερινή τάση ιστορικού αναθεωρητισμού είναι η απο-κομμουνιστικοποίηση της μνήμης.
Ο ιστοριογράφος μοναχός Παΐσιος Χιλανδαρινός |
Ας αρχίσουμε με την «Οθωμανική διαμάχη». Έχει δύο συνιστώσες. Η πρώτη είναι η εξής: Τον Ιανουάριο του 2016, το Υπουργείο Παιδείας πρότεινε αλλαγές
στα σχολικά προγράμματα διδασκαλίας. Εκτός από την εισαγωγή της
«επιχειρηματικότητας» στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (η οποία έγινε
ένθερμα δεκτή από τα Μέσα ενημέρωσης, πράγμα που αποτελεί κατά τη γνώμη
μου το πραγματικό σκάνδαλο), το υπουργείο πρότεινε ως εκπαιδευτικό υλικό για τις σχολικές τάξεις έκτη έως ένατη μια μελέτη της πρώιμης Οθωμανικής περιόδου στη Βουλγαρία, γραμμένη τον 18ο αιώνα από τον Αγιορείτη μοναχό και ιστοριογράφο Παΐσιο Χιλανδαρινό. Ωστόσο, σύμφωνα με την αξιολόγηση του υπουργείου, το έργο αυτό είναι πάρα πολύ περίπλοκο και θα ήταν καλύτερο, για γίνει κατανοητό, να διδάσκεται σε μεγαλύτερους μαθητές. Όμως η ερμηνευτική εγκύκλιος έφτασε στα σχολεία πολύ αργά και μόνον αφού κάποια εθνικιστικά μέσα ενημέρωσης είχαν προλάβει να χαρακτηρίσουν την κίνηση του υπουργείου να μεταθέσει τη διδασκαλία σε μεγαλύτερες τάξεις, ως «αντικατάσταση του Παΐσιου από τον Ροβινσώνα Κρούσο»! Αυτό πυροδότησε μια σειρά από εντελώς ακραίες διαμαρτυρίες, μεταξύ των οποίων έναν διαγωνισμό χειρόγραφης αντιγραφής του έργου του Παΐσιου από μαθητές των σχολείων.
Το περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων είναι ευαίσθητο θέμα και δεν είναι η πρώτη φορά που οι αλλαγές στα προγράμματα διδασκαλίας εκλαμβάνονται ως «απειλή για την εθνική ταυτότητα», ως «αποβουλγαρισμός των παιδιών μας» ή άλλα παρόμοια. Ο πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ αντέδρασε στο σκάνδαλο ζητώντας την παραίτηση του Υπουργού Παιδείας μέσω του facebook (ο ίδιος υπουργός έχει εμπλακεί σε μια σειρά από σκάνδαλα: για παράδειγμα, είχε δηλώσει στους φοιτητές της χημείας ότι ο Frédéric Joliot-Curie δεν ήταν πραγματικός επιστήμονας, αλλά τον εκτιμούσαν στην κομμουνιστική περίοδο της Βουλγαρίας απλά και μόνον λόγω της συμμετοχής του στην Γαλλική Αντίσταση).
Το περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων είναι ευαίσθητο θέμα και δεν είναι η πρώτη φορά που οι αλλαγές στα προγράμματα διδασκαλίας εκλαμβάνονται ως «απειλή για την εθνική ταυτότητα», ως «αποβουλγαρισμός των παιδιών μας» ή άλλα παρόμοια. Ο πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ αντέδρασε στο σκάνδαλο ζητώντας την παραίτηση του Υπουργού Παιδείας μέσω του facebook (ο ίδιος υπουργός έχει εμπλακεί σε μια σειρά από σκάνδαλα: για παράδειγμα, είχε δηλώσει στους φοιτητές της χημείας ότι ο Frédéric Joliot-Curie δεν ήταν πραγματικός επιστήμονας, αλλά τον εκτιμούσαν στην κομμουνιστική περίοδο της Βουλγαρίας απλά και μόνον λόγω της συμμετοχής του στην Γαλλική Αντίσταση).
Η
δεύτερη συνιστώσα του σκανδάλου περί την Οθωμανική ιστορία πυροδοτήθηκε
από την εγκύκλιο του υπουργείου για τη διαδικασία της διδασκαλίας στην
έκτη τάξη και την αξιολόγησή της στις εξετάσεις. Το υπουργείο αναμένει από τους μαθητές να γνωρίζουν στο τέλος του σχολικού έτους τα εξής:
Να μπορούν να περιγράψουν τη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να μπορούν να περιγράψουν τη θέση των Βουλγάρων μέσα στο πλαίσιο του συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να συζητήσουν τη βουλγαρική αντίσταση ενάντια στις Οθωμανικές αρχές.[..]Να δώσουν παραδείγματα για την συμβίωση μεταξύ των παραδόσεων των χριστιανών και των μουσουλμάνων στην καθημερινή ζωή: εορτές και έθιμα, στην κατοικία, στην ενδυμασία, στην διατροφή.
Να ανακαλύψουν, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που δίνει το υπουργείο, την ασυγχρονία μεταξύ των κοινωνιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης τον 15ο Αιώνα (έμφαση δική μου).
Το
προτελευταίο χωρίο περί «συμβίωσης» προκάλεσε αγανάκτηση, καθώς τα
εθνικιστικά μέσα ενημέρωσης το ερμήνευσαν ως μια προσπάθεια να
αντικατασταθεί η έκφραση «τουρκική σκλαβιά», που χρησιμοποιείται στην
καθομιλουμένη για την Οθωμανική περίοδο, με την θεωρούμενη ως «πολιτικά ορθή» αντίληψη
της «συγκατοίκησης». Η πατριωτική αγανάκτηση ήταν και πάλι έντονη και
παρακίνησε έναν αριθμό φιλελεύθερων διανοουμένων, δημοσιογράφων και
ιστορικών να αντιπαρατεθούν στους εθνικιστές.
Σόφια, Καθεδρικός Ναός Aγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι |
Μερικοί ιστορικοί δημοσίευσαν μια ενυπόγραφη αναφορά, υπερασπιζόμενοι την ελευθερία έκφρασης και την ανεξαρτησία από πολιτικές παρεμβάσεις στον επιστημονικό τους κλάδο (ωστόσο, όταν ο Πρόεδρος Πλεβνέλιεφ ηγήθηκε
μιας εκστρατείας για ένταξη στα σχολικά εγχειρίδια της ορθής ερμηνείας
των «εγκλημάτων του κομμουνισμού», αυτό δεν πυροδότησε μιαν αντίστοιχη
αμυντική αντίδραση από την πλευρά των ιστορικών). Επίσης, πρότειναν μια
διδακτική θέση, η οποία εξηγούσε
προς πάσα κατεύθυνση το εξής: επειδή οι Βούλγαροι υπό Οθωμανική
κυριαρχία πλήρωναν φόρους και κατείχαν ιδιοκτησίες, γι' αυτόν ακριβώς το
λόγο δεν ήταν πραγματικά σκλάβοι από «τεχνική» άποψη. Η «σκλαβιά» στην περίπτωσή μας νοείται απλά με μεταφορικό τρόπο. Ήταν το σύνθημα των διανοουμένων του 19ου αιώνα και των ηρώων της εθνικής απελευθέρωσης, ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με κυριολεκτικό τρόπο.
Οι φιλελεύθεροι δημοσιογράφοι κράτησαν επίσης μια στάση που φώτιζε την πραγματικότητα. Υποστήριξαν ότι το υπουργείο δεν είχε ως στόχο αυτό που εκλήφθηκε ως αντικατάσταση των όρων, δεδομένου ότι η «συμβίωση» στην εγκύκλιο αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στην καθημερινή ζωή, ενώ από την άλλη πλευρά, η αντίσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στα σχολικά προγράμματα και στα διδακτικά βιβλία. Ο δημοσιογράφος Ιβάν Μπέντροφ συνόψισε το όλο σκάνδαλο ως «περί όνου σκιάς». Ωστόσο ο ίδιος αποτόλμησε μιαν «εξήγηση» για την κρίση: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε μόλις δημοσιεύσει μια πολύ αρνητική έκθεση για την πρόοδο της Βουλγαρίας στο θέμα της καταπολέμησης της διαφθοράς και η πολεμική αυτή μάλλον δημιουργήθηκε σκόπιμα, για να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από «αυτό που πραγματικά έχει σημασία».
[Λαός σκλάβων και ελίτ κυρίων: στην Οθωμανική εποχή και στην περίοδο του κομμουνισμού]
Ορισμένοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι είδαν το θέμα από κανονιστική οπτική γωνία. Αντιμετώπισαν με ηθικούς όρους το υποτιθέμενο πάθος του βουλγαρικού λαού για τις ιστορίες περί σκλαβιάς. Υποστήριξαν ότι οι Βούλγαροι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το status του σκλάβου, γιατί αυτό τους δίνει βολικές δικαιολογίες ώστε να μην αναλαμβάνουν προσωπικά την ευθύνη για τη ζωή τους και για τη χώρα τους. Με βάση αυτή την κριτική, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, για παράδειγμα, ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Ιβαΐλο Ντίτσεφ, υποστήριξαν ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί η εθνική εξύμνηση των σκλάβων με μια πιο θετική αναγνώριση των βουλγαρικών ανώτερων κοινωνικών τάξεων στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ευθύνη για την εξύμνηση των σκλάβων την επέρριψε στον βουλγαρικό κομμουνισμό:
Οι φιλελεύθεροι δημοσιογράφοι κράτησαν επίσης μια στάση που φώτιζε την πραγματικότητα. Υποστήριξαν ότι το υπουργείο δεν είχε ως στόχο αυτό που εκλήφθηκε ως αντικατάσταση των όρων, δεδομένου ότι η «συμβίωση» στην εγκύκλιο αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στην καθημερινή ζωή, ενώ από την άλλη πλευρά, η αντίσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στα σχολικά προγράμματα και στα διδακτικά βιβλία. Ο δημοσιογράφος Ιβάν Μπέντροφ συνόψισε το όλο σκάνδαλο ως «περί όνου σκιάς». Ωστόσο ο ίδιος αποτόλμησε μιαν «εξήγηση» για την κρίση: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε μόλις δημοσιεύσει μια πολύ αρνητική έκθεση για την πρόοδο της Βουλγαρίας στο θέμα της καταπολέμησης της διαφθοράς και η πολεμική αυτή μάλλον δημιουργήθηκε σκόπιμα, για να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από «αυτό που πραγματικά έχει σημασία».
Βουλγαρία, Ιβάνοβο: Ναός της Παρθένου των Βράχων |
Ορισμένοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι είδαν το θέμα από κανονιστική οπτική γωνία. Αντιμετώπισαν με ηθικούς όρους το υποτιθέμενο πάθος του βουλγαρικού λαού για τις ιστορίες περί σκλαβιάς. Υποστήριξαν ότι οι Βούλγαροι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το status του σκλάβου, γιατί αυτό τους δίνει βολικές δικαιολογίες ώστε να μην αναλαμβάνουν προσωπικά την ευθύνη για τη ζωή τους και για τη χώρα τους. Με βάση αυτή την κριτική, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, για παράδειγμα, ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Ιβαΐλο Ντίτσεφ, υποστήριξαν ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί η εθνική εξύμνηση των σκλάβων με μια πιο θετική αναγνώριση των βουλγαρικών ανώτερων κοινωνικών τάξεων στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ευθύνη για την εξύμνηση των σκλάβων την επέρριψε στον βουλγαρικό κομμουνισμό:
«είναι η μεγαλύτερη ζημία που προκλήθηκε από την κομμουνιστική ιδεολογία. Επιφόρτησε τον εαυτό της να ανακαλύψει προγόνους του προλεταριάτου, πράγμα που σημαίνει εκείνους τους πιό φτωχούς, τους πιο δυστυχισμένους, ανθρώπους, αυτούς που υφίσταντο την μεγαλύτερη εκμετάλλευση, από τους οποίους αναμένεται η αλλαγή της ιστορίας [..] Οι σκλάβοι είναι το μελλοντικό προλεταριάτο - παρεμπιπτόντως αναφέρονται και στον Ύμνο της Διεθνούς ως “Stand up! Ye wretched ones who labor,/ Stand up! Ye galley-slaves of want” [μια από τις αγγλικές μεταφράσεις]
Έτσι, αντ' αυτής της κομμουνιστικής ταυτότητας που αυτο-θυματοποιείται, πρέπει να μάθουμε να ταυτιζόμαστε με τη βουλγαρική ελίτ της Οθωμανικής περιόδου: «...έμποροι, τεχνίτες, δάσκαλοι, συγγραφείς».
Ο
Ντίτσεφ μας προτρέπει να «φανταζόμαστε ότι οι τσορμπατζήδες [οι
Βούλγαροι πρωτο-καπιταλιστές του αγροτικού χώρου] δεν ήταν απαραίτητα τα
αρπακτικά που εννοούμε συνήθως, αλλά ήταν και αυτοί που έδιναν στους
εργαζόμενούς τους σούπα [τσορμπά είναι η τουρκική λέξη για τη σούπα],
πράγμα που τους παρουσιάζει ως φιλάνθρωπους». Την υπόθεση ότι χωρίς σκλαβιά δεν θα μπορούσε να υπάρξει εθνική επανάσταση, την αποκαλεί «λενινιστική». Ο Ντίτσεφ αναφέρει ότι ιστορικά, σκλάβοι,
όπως και προλετάριοι, είναι λιγότερο πιθανό να οργανώσουν μιαν
εξέγερση. Στην πραγματικότητα, οι εξεγέρσεις είναι υπόθεση των
μορφωμένων και των μεσαίων τάξεων, που μόνον αυτές έχουν φθάσει σε ένα
ορισμένο «κοινωνικο-πολιτισμικό επίπεδο», το οποίο τους βοηθά να «αναγνωρίζουν τους ηγέτες και να οικοδομούν πολιτικά όργανα». Σε ποιο επίπεδο; Ο Ντίτσεφ εξηγεί ότι από τον 19ο αιώνα,
οι βουλγαρικές περιοχές της αυτοκρατορίας παρουσίασαν ξαφνικά μια
ταχύτερη καπιταλιστική (και πολιτισμική) ανάπτυξη συγκρινόμενες με άλλα
μέρη της αυτοκρατορίας, και γι' αυτόν τον λόγο, οι τάξεις που
επωφελήθηκαν περισσότερο από αυτή την εξέλιξη ανέλαβαν έναν αγώνα για να
αποδεσμευθούν από τους «οπισθοδρομικούς Ανατολίτες».
[Λενινιστική ερμηνεία των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων από φιλελεύθερους διανοούμενους]
Το πιο ενδιαφέρον σ' αυτή την ουτοπική φαντασίωση, που έχει ως στόχο να αναπροσανατολίσει την εθνική ταυτότητα από τον σκλάβο στον κύριο, είναι η κατά λέξη αναπαραγωγή δύο βασικών θεμάτων τόσο του εθνικιστικού όσο και του κομμουνιστικού τρόπου σκέψης (άν και κατά τα άλλα ο Ντίτσεφ δηλώνει ρητά αντίπαλος και των δύο). Το ένα είναι το υποτιμητικό παρωνύμιο «Ανατολίτες», που χρησιμοποιείται από τους εθνικιστές για να εξισώσει την Τουρκία με την περιοχή της που θεωρείται η πιο υπανάπτυκτη. Και το δεύτερο, η ιδέα ότι «οι πιο προοδευτικές κοινωνικές τάξεις» στις βουλγαρικές περιοχές της αυτοκρατορίας εξαπέλυσαν το εθνικό-απελευθερωτικό κίνημα, είναι στην πραγματικότητα ένας συνηθισμένος τρόπος ερμηνείας αυτών των γεγονότων από μια μαρξιστική σκοπιά τυπική για την επίσημη κομμουνιστική ιστοριογραφία. Η ιδέα αυτή, για να περιγράψει την Οθωμανική αυτοκρατορία, βασίστηκε άκριτα στην έννοια του «ασιατικού τρόπου παραγωγής», την οποία είχε διατυπώσει ο Μαρξ. Φαίνεται ότι ο κομμουνισμός πράγματι συνεχίζει να ζεί. Όμως όχι εκεί όπου τον φαντάζονται οι αντίπαλοί του. Ζει μάλλον μέσα στις δικές τους μη αναστοχαστικές και μη επεξεργασμένες εικασίες, παρά στην υποτιθέμενη «κομμουνιστική νοοτροπία των μαζών», την οποία αποκηρύσσουν τακτικά αυτοί οι διανοούμενοι.
Το βιβλίο Ιστορίας του μοναχού Παΐσιου Χιλανδαρινού |
Το πιο ενδιαφέρον σ' αυτή την ουτοπική φαντασίωση, που έχει ως στόχο να αναπροσανατολίσει την εθνική ταυτότητα από τον σκλάβο στον κύριο, είναι η κατά λέξη αναπαραγωγή δύο βασικών θεμάτων τόσο του εθνικιστικού όσο και του κομμουνιστικού τρόπου σκέψης (άν και κατά τα άλλα ο Ντίτσεφ δηλώνει ρητά αντίπαλος και των δύο). Το ένα είναι το υποτιμητικό παρωνύμιο «Ανατολίτες», που χρησιμοποιείται από τους εθνικιστές για να εξισώσει την Τουρκία με την περιοχή της που θεωρείται η πιο υπανάπτυκτη. Και το δεύτερο, η ιδέα ότι «οι πιο προοδευτικές κοινωνικές τάξεις» στις βουλγαρικές περιοχές της αυτοκρατορίας εξαπέλυσαν το εθνικό-απελευθερωτικό κίνημα, είναι στην πραγματικότητα ένας συνηθισμένος τρόπος ερμηνείας αυτών των γεγονότων από μια μαρξιστική σκοπιά τυπική για την επίσημη κομμουνιστική ιστοριογραφία. Η ιδέα αυτή, για να περιγράψει την Οθωμανική αυτοκρατορία, βασίστηκε άκριτα στην έννοια του «ασιατικού τρόπου παραγωγής», την οποία είχε διατυπώσει ο Μαρξ. Φαίνεται ότι ο κομμουνισμός πράγματι συνεχίζει να ζεί. Όμως όχι εκεί όπου τον φαντάζονται οι αντίπαλοί του. Ζει μάλλον μέσα στις δικές τους μη αναστοχαστικές και μη επεξεργασμένες εικασίες, παρά στην υποτιθέμενη «κομμουνιστική νοοτροπία των μαζών», την οποία αποκηρύσσουν τακτικά αυτοί οι διανοούμενοι.
Την κομμουνιστική νοοτροπία αυτών των διανοουμένων την επισήμανε και ένας άλλος σχολιαστής. Ο Ντανιέλ Σμίλοφ, πολιτικός επιστήμονας που υποστηρίζει καθιερωμένες απόψεις, καταλόγισε ευθέως στον μαρξισμό την επιμονή του όρου «δουλεία». Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, γι' αυτό δεν ευθύνεται ο μαρξισμός [του Μαρξ] «ως θεωρία», αλλά τα «απομεινάρια στο ασυνείδητο» της μαρξιστικής μεταφορικής ιδέας περί βάσης-εποικοδομήματος, τα οποία έχουν οδηγήσει πολλούς ιστορικούς να χρησιμοποιούν τον ανακριβή όρο «δουλεία», ο οποίος αναφέρεται σε έναν τρόπο παραγωγής και όχι σε «πολιτική εξουσία» (π.χ. της «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»).
Σχολιάζοντας την αντιπαράθεση περί τον Παΐσιο, ο Ντίτσεφ υποστηρίζει το εξής: Άν υποθέσουμε ότι αφαιρείται από την διδακτέα ύλη το μάθημα για τον Διαφωτισμό, αυτό δεν θα προκαλέσει αντιδράσεις από γονείς με εθνικιστικές απόψεις και από δασκάλους. Προσθέτει επίσης, ότι ο ίδιος προτιμά να βλέπει τους μαθητές να γνωρίζουν θέματα όπως π.χ. το [ευρωπαϊκό] ρεύμα του Ρομαντισμού, παρά όλα αυτά τα «εθνικά πράγματα». Αυτή ήταν και η άποψη του Κριστιάν Τάκοφ, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και κορυφαίου ακτιβιστή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων του 2013. Η πρόταση του Τάκοφ που έγινε πιο γνωστή, επ' ευκαιρία της πολιτικής κρίσης στη Βουλγαρία μετά το 2013, ήταν να ιδιωτικοποιηθεί η Κρατική Εισαγγελία. Συνέδεσε την ιδέα για μια λιγότερο εθνικιστική εκπαίδευση με την επιθυμία να γνωρίσουν οι μαθητές και την κλασική ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αντί να περιορίζονται στους τοπικούς Βουλγάρους κλασικούς συγγραφείς.
[Οθωμανικός κόσμος χωρίς Αναγέννηση, με καθυστερημένο Διαφωτισμό: Δυτικο-κεντρικές προκαταλήψεις στα προγράμματα διδασκαλίας; ]
Αυτό που λησμονούν οι εκκλήσεις για περισσότερο εξευρωπαϊσμό, είναι ότι τα βουλγαρικά προγράμματα διδασκαλίας ήδη κλίνουν έντονα προς τα δυτικοευρωπαϊκά. Για παράδειγμα, οι μαθητές διδάσκονται μεν για τις «Μεγάλες Γεωγραφικές Ανακαλύψεις», αλλά σχεδόν τίποτε για τον ευρωπαϊκό αποικισμό όπως γίνεται αντιληπτός από τη σκοπιά των πρώην αποικιών. Επίσης αξίζει να προσεχτεί το απόσπασμα της υπουργικής εγκυκλίου που αναφέραμε προηγουμένως, για την υποτιθέμενη «ασυγχρονία» μεταξύ της Δύσης και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για μια καθαρά δυτικο-κεντρική προκατάληψη, που βλέπει εκείνη την Αυτοκρατορία ως ένα φυτώριο του «οπισθοδρομικού Ασιατικού δεσποτισμού». Ένα άρθρο ιστορικού στο περιοδικό νεολαίας klinklin.org, ομοίως υποστήριξε ότι είχαμε μια «καθυστερημένη» Αναγέννηση εξαιτίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λές και η «Αναγέννηση» εκφράζει κατά κάποιο τρόπο την αντικειμενική λογική της ιστορίας ως τέτοια και είναι κάτι το οποίο ώφειλε να περάσει κάθε έθνος, και όχι μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία της Ιταλίας. Αυτή ήταν η λογική που επικράτησε και στις συζητήσεις μετά τις δολοφονίες στο Charlie Hebdo, στις οποίες κατηγορήθηκε άμεσα το Ισλάμ για τις επιθέσεις και οι λόγοι γι' αυτές αναζητήθηκαν στην υποτιθέμενη έλλειψη εκσυγχρονισμού του, κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.
Σχολιάζοντας την αντιπαράθεση περί τον Παΐσιο, ο Ντίτσεφ υποστηρίζει το εξής: Άν υποθέσουμε ότι αφαιρείται από την διδακτέα ύλη το μάθημα για τον Διαφωτισμό, αυτό δεν θα προκαλέσει αντιδράσεις από γονείς με εθνικιστικές απόψεις και από δασκάλους. Προσθέτει επίσης, ότι ο ίδιος προτιμά να βλέπει τους μαθητές να γνωρίζουν θέματα όπως π.χ. το [ευρωπαϊκό] ρεύμα του Ρομαντισμού, παρά όλα αυτά τα «εθνικά πράγματα». Αυτή ήταν και η άποψη του Κριστιάν Τάκοφ, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και κορυφαίου ακτιβιστή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων του 2013. Η πρόταση του Τάκοφ που έγινε πιο γνωστή, επ' ευκαιρία της πολιτικής κρίσης στη Βουλγαρία μετά το 2013, ήταν να ιδιωτικοποιηθεί η Κρατική Εισαγγελία. Συνέδεσε την ιδέα για μια λιγότερο εθνικιστική εκπαίδευση με την επιθυμία να γνωρίσουν οι μαθητές και την κλασική ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αντί να περιορίζονται στους τοπικούς Βουλγάρους κλασικούς συγγραφείς.
[Οθωμανικός κόσμος χωρίς Αναγέννηση, με καθυστερημένο Διαφωτισμό: Δυτικο-κεντρικές προκαταλήψεις στα προγράμματα διδασκαλίας; ]
Αυτό που λησμονούν οι εκκλήσεις για περισσότερο εξευρωπαϊσμό, είναι ότι τα βουλγαρικά προγράμματα διδασκαλίας ήδη κλίνουν έντονα προς τα δυτικοευρωπαϊκά. Για παράδειγμα, οι μαθητές διδάσκονται μεν για τις «Μεγάλες Γεωγραφικές Ανακαλύψεις», αλλά σχεδόν τίποτε για τον ευρωπαϊκό αποικισμό όπως γίνεται αντιληπτός από τη σκοπιά των πρώην αποικιών. Επίσης αξίζει να προσεχτεί το απόσπασμα της υπουργικής εγκυκλίου που αναφέραμε προηγουμένως, για την υποτιθέμενη «ασυγχρονία» μεταξύ της Δύσης και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για μια καθαρά δυτικο-κεντρική προκατάληψη, που βλέπει εκείνη την Αυτοκρατορία ως ένα φυτώριο του «οπισθοδρομικού Ασιατικού δεσποτισμού». Ένα άρθρο ιστορικού στο περιοδικό νεολαίας klinklin.org, ομοίως υποστήριξε ότι είχαμε μια «καθυστερημένη» Αναγέννηση εξαιτίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λές και η «Αναγέννηση» εκφράζει κατά κάποιο τρόπο την αντικειμενική λογική της ιστορίας ως τέτοια και είναι κάτι το οποίο ώφειλε να περάσει κάθε έθνος, και όχι μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία της Ιταλίας. Αυτή ήταν η λογική που επικράτησε και στις συζητήσεις μετά τις δολοφονίες στο Charlie Hebdo, στις οποίες κατηγορήθηκε άμεσα το Ισλάμ για τις επιθέσεις και οι λόγοι γι' αυτές αναζητήθηκαν στην υποτιθέμενη έλλειψη εκσυγχρονισμού του, κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.
Ως συμπέρασμα, αυτές οι συζητήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως σύγκρουση μεταξύ δύο εθνικισμών: Ένας φιλελεύθερος, φιλοευρωπαϊκός και ελιτίστικος εθνικισμός θέλει να βάλει «ένα έθνος των καπιταλιστών» στη θέση του λαϊκού, «χαμηλού» εθνικισμού των «σκλάβων-προλετάριων», θεωρώντας ότι οι πολίτες εξακολουθούν να εμμένουν στην ανορθολογική προσήλωσή τους στην «δουλεία», την κληρονομημένη από τον κομμουνισμό, προκειμένου να απαλλαγούν από την ανάληψη της ευθύνης για τη ζωή τους.
Στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου θα συζητήσουμε την διαμάχη μεταξύ τής εθνικιστικής και της φιλελεύθερης πλευράς για ό,τι αφορά την προστασία και διατήρηση του δομημένου περιβάλλοντος και τον ρόλο του κομμουνισμού σ' αυτό το θέμα.
Στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου θα συζητήσουμε την διαμάχη μεταξύ τής εθνικιστικής και της φιλελεύθερης πλευράς για ό,τι αφορά την προστασία και διατήρηση του δομημένου περιβάλλοντος και τον ρόλο του κομμουνισμού σ' αυτό το θέμα.
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο μετά την Κρίση]
Ζλάτκο Μπογιατζίεφ: Η πριγκίπισσα Ατέχ και οι Oνειροκυνηγοί |
Η Ζάνα Τσόνεβα
είναι μεταπτυχιακή ερευνήτρια στην κοινωνιολογία και κοινωνική
ανθρωπολογία (Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης - Βουδαπέστη). Στο
ερευνητικό αντικείμενό της περιλαμβάνονται οι κινητοποιήσεις
δiαμαρτυρίας στη Βουλγαρία των τελευταίων χρόνων και η μελέτη των
θεωριών περί λαικισμού, ιδεολογίας και κοινωνίας των πολιτών.
Ο Βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας Ιβάν Κράστεφ στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Οι ελίτ καταστρέφουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πως να καταπολεμηθεί η λογική της αποσύνθεσης;Το παράδοξο της δημοκρατίας και η κρίση στην Ευρώπη
Emma Dummett: Λε Κορμπυζιέ, «Ταξίδι στην Ανατολή» και στη Βουλγαρία: Βαλκανικές και ανώνυμες πηγές του αρχιτεκτονικού Μοντερνισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου