Πλήρες κείμενο: PDF Αρχείο
Κριτική προσέγγιση των θεωριών για την αιτιότητα με επίκεντρο το πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου σε περίπτωση επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος με μεσολάβηση πράξεων περισσοτέρων προσώπων | |
Συγγραφείς: | Θεοδωρίδης Παντελής Πέτρου |
Σχολή/Τμήμα: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νομική Σχολή, Τμήμα Νομικής |
Γλώσσα: | Ελληνικά |
Ημ/νία έκδοσης: | 2015 |
Περίληψη: | H
αναζήτηση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξης και αποτελέσματος είναι
ένα από τα αρχαιότερα και πολυπλοκότερα προβλήματα της επιστήμης του
Ποινικού Δικαίου. Κατά μια άποψη, εξάλλου, η εν λόγω προβληματική δεν
επιλύεται με κριτήρια και αξιολογήσεις της ποινικής επιστήμης από τη
στιγμή που το αντικείμενό της αφορά αμιγώς τον αντικειμενικό κόσμο,
είναι επομένως προ-νομικό. Πράγματι, το γεγονός ότι η αναγκαιότητα
ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξης και αποτελέσματος δεν
αποτυπώνεται ρητά στις αντικειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων δεν
οφείλεται βέβαια σε κάποια αβλεψία του νομοθέτη, αλλά υποδηλώνει
ακριβώς, ότι το εν λόγω στοιχείο αφορά την οντική διάσταση της πράξης
και προηγείται οποιασδήποτε αξιολόγησης των στοιχείων εκείνων που
καθιστούν μια συμπεριφορά αξιόποινη, όπως αυτά τυποποιούνται στην
αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Κατά την ακριβώς
αντίθετη άποψη, ωστόσο, η αιτιότητα, στο μέτρο που τίθεται ως πρόβλημα
μιας νομικής πρότασης, δεν μπορεί παρά να μετατρέπεται σε νομική έννοια
και να χρωματίζεται από τις ειδικότερες αξιολογήσεις του δικαιικού
κλάδου που απασχολεί, εν προκειμένω του Ποινικού Δικαίου. Αυτή είναι
σε αδρές γραμμές η κεντρική αντιπαράθεση στο πλαίσιο της αναζήτησης του
αιτιώδους συνδέσμου, η οποία και απασχόλησε τη θεωρία του Ποινικού
Δικαίου για τουλάχιστον δύο αιώνες. Γεγονός είναι ότι ένας
φυσιοκρατικός, ντετερμινιστικός προσδιορισμός της αιτίας εκείνης που
αναπόφευκτα οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα, δεν κατέστη εφικτός στα πλαίσια
της φυσικής επιστήμης και φιλοσοφίας. Περαιτέρω, αμφισβητήθηκε και σε
γνωσιοθεωρητικό επίπεδο η ίδια η δυνατότητα της ανθρώπινης γνώσης να
έχει πρόσβαση σε τέτοια δεδομένα, χωρίς να «χρωματίζονται» αυτά από τις
αξιολογήσεις που ήδη προϋποθέτει η διερευνητική διαδικασία. Μήπως
πρέπει λοιπόν να παραιτηθεί και η ποινική επιστήμη από τη χιμαιρική
αναζήτηση μιας αμιγώς οντολογικά προσδιορίσιμης αιτιώδους συνάφειας
μεταξύ της πράξης και του αποτελέσματος, και να στραφεί αντίθετα στην
αναζήτηση της πράξης εκείνης που αξιολογικά ενδιαφέρει το Ποινικό
Δίκαιο, ως άξια να της καταλογιστεί αντικειμενικά το αξιόποινο
αποτέλεσμα; Αυτή είναι η πρόταση των περισσότερων θεωριών από το δεύτερο
μισό του 20ου αιώνα έως σήμερα, θεωρίες που υιοθετούν μια μικτή έννοια
περί αιτιότητας, προσθέτοντας –πλάι στα εμπειρικά-φυσιοκρατικά- και
αξιολογικά κριτήρια για την ανεύρεσή της, τα οποία αντλούν από το ίδιο
το Ποινικό Δίκαιο. Στην παρούσα μελέτη, καταβάλλεται η προσπάθεια να
εκτεθεί η εν λόγω ιστορική διαδρομή από τις φυσιοκρατικές προσεγγίσεις
του 19ου αιώνα στις κανονιστικές προσεγγίσεις του αιώνα που πέρασε και
να επισημανθούν τα επιμέρους πλεονεκτήματα αλλά και οι αδυναμίες των
θεωριών αυτών. Τούτη η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα σε πολλαπλά επίπεδα. Η
εξέταση της λογικοσυστηματικής συνέπειας των επιμέρους επιχειρημάτων που
θέτει η κάθε επιμέρους θεωρία περί αιτιότητας αλληλοδιαπλέκεται με
ευρύτερες θεματικές του ποινικού δικαίου, όπως η προβληματική σχετικά με
τη φύση του αδίκου αλλά και με την δικαιολόγηση της ποινής. Ακόμα,
εξετάζεται η αντοχή των εμπειρικών και των κανονιστικών προσεγγίσεων υπό
ένα γνωσιοθεωρητικό και επιστημολογικό πρίσμα. Τέλος, επιχειρείται η
υπεράσπιση μιας σύγχρονης εμπειρικής θεωρίας, απαλλαγμένης από «αφελείς»
ντετερμινιστικές παραδοχές και εμπλουτισμένης αντίθετα από
λογικοσυστηματικά και τελεολογικά κριτήρια, αντλούμενα κυρίως από το
δογματικό χώρο της συμμετοχής, όπως ρυθμίζεται υπό τον ισχύοντα Ποινικό
Κώδικα. Defining the causal link between act and result has always been a complex problem for Criminal Law Science. However, this is not a problem to be resolved with criteria and criminal law evaluations as it is exclusively objective and, therefore, deemed pre-legal. The need for a causal link between act and result is not expressly stated in the constituent elements of criminal acts, not to imply an oversight on the part of the legislator, but to indicate exactly that the particular element has an ontological dimension and precedes any evaluation of the elements that constitute a criminal practice, as these are standardized in the objective substantiation of the relevant crime. However, the opposition holds that causation, insofar as it forms part of a legal proposal, cannot constitute a legal construct connected to specific evaluations of a legal sector, in this case the Criminal Law. This is, in general terms, the main controversy in defining a causal link that has been a central issue in the Criminal Law theory for centuries. A naturalistic, deterministic definition of a cause that leads to an unavoidable result has not yet been achieved, by either science or philosophy. Furthermore, epistemology has long questioned the potential of the human knowledge to reach such information without being affected by the evaluations necessary in an explanatory process. Should Criminal Law refrain from the illusion of an ontologically determined causal link between act and result and search for an act that objectively deserves to be imputed the offence? Most theories expressed at the end of the 20th century support this view and a mixed concept of causation, adding benchmarks to the existing empirical and naturalistic criteria, which they derive from Criminal Law. The present study aims to mark the historical framework, from the naturalistic approaches of the 19th century to the regulatory approaches of the 20th century, as well as to underline the specific advantages and shortcomings of the aforementioned theories. The necessary assessment is conducted on multiple levels. The analysis of the logical consequence, for the specific arguments of each individual theory on causation, interweaves with broader thematic areas of the criminal law, such as nature of the crime and justification of sentence. In addition, empirical and regulatory approaches are being examined from an epistemological point of view. Finally, a new empirical theory is being proposed, one that is free of deterministic assumptions but enhanced with teleological criteria, derived mainly from the dogmatic domain of participation, as defined by the Criminal Code. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου