του Πέτρου Θεοδωρίδη
, Εγώ δηλαδή ένας άλλος,
δεν είμαι παρά ένα σημαδάκι ,
μια αιχμηρή ακρούλα σ αυτό το τεράστιο πλάσμα του εαυτού
κολυμπώ μες την αλλοτητα μου,
βουλιάζω μέσα στις δίνες του μυαλού μου: όταν ονειρεύομαι ,αναδύονται θρυμματισμένες μνήμες ,αισθάνομαι ξανά τις μυρωδιές τις γεύσεις πού ένιωθα μικρός ::να είσαι παιδί επτά χρόνων κοκαλιάρικο και να κοιτάς αστέρια ένα βράδυ, μεσα στα χόρτα τόσο ψηλά τόσο μεγάλα-ακούρευτα χόρτα να είσαι τόσο μικρός και ο κήπος να σου φαίνεται μεγάλος και τα αστέρια πολλά ,παρά πολλά: τρεις χιλιάδες ακριβώς.
Κι εγώ ριγούσα από ευχαρίστηση χωμένος μες τη θαλπωρή του χόρτου και τη μυρωδιά του χώματος, μυρίζοντας εκείνη τη θεσπέσια νυχτιά , τα αστέρια-μικρές τρυπίτσες στον ουράνιο θόλο πού αφήνουνε να φανεί λίγη από τη λάμψη του αληθινού θεού- μήπως τότε η πιο παλιά ήξερα η μάλλον ένιωθα πραγματικά την αλήθεια ΄; λίμναζα ευτυχισμένος μες τις ανομάτιστες ακόμα επιθυμίες σαν αδαής νάρκισσος πού δεν είδε ακόμα το πρόσωπο του στα νερά της λίμνης .
Και όλη η μετέπειτα επιθυμία, δεν ήταν παρά το πένθος για εκείνη τη στιγμή, πού δεν ξέρω αν έζησα η ονειρεύτηκα ή μήπως τώρα αναπλάθω σαν μαγικό πεδίο αναφοράς :ου-τόπο πού να συντηρεί τον μύθο μιας χαμένης ευτυχίας ,νοσταλγίας,: αρνήθηκα την ενηλικίωση μου εξαρχής- αρνούμαι είπα να παραιτηθώ από αυτό το –υποτιθέμενο-βίωμα ευτυχίας πού ακόμα και τώρα φαίνεται τόσο ζωντανό σαν να έγινε χθες και πλέει μέσα στο μυαλό μου σαν ένα ευτυχισμένο καρυδότσουφλο-ακυβέρνητο μάταιο ,αυθόρμητο και ειλικρινές, ορθάνοιχτο,….
Γιατί αργότερα περιπλέχθηκα σε μαιάνδρους και στριφνά περάσματα, ενώ οι επιθυμίες μου ήταν τόσο φωτεινά απλές;
δεν είμαι παρά ένα σημαδάκι ,
μια αιχμηρή ακρούλα σ αυτό το τεράστιο πλάσμα του εαυτού
κολυμπώ μες την αλλοτητα μου,
βουλιάζω μέσα στις δίνες του μυαλού μου: όταν ονειρεύομαι ,αναδύονται θρυμματισμένες μνήμες ,αισθάνομαι ξανά τις μυρωδιές τις γεύσεις πού ένιωθα μικρός ::να είσαι παιδί επτά χρόνων κοκαλιάρικο και να κοιτάς αστέρια ένα βράδυ, μεσα στα χόρτα τόσο ψηλά τόσο μεγάλα-ακούρευτα χόρτα να είσαι τόσο μικρός και ο κήπος να σου φαίνεται μεγάλος και τα αστέρια πολλά ,παρά πολλά: τρεις χιλιάδες ακριβώς.
Κι εγώ ριγούσα από ευχαρίστηση χωμένος μες τη θαλπωρή του χόρτου και τη μυρωδιά του χώματος, μυρίζοντας εκείνη τη θεσπέσια νυχτιά , τα αστέρια-μικρές τρυπίτσες στον ουράνιο θόλο πού αφήνουνε να φανεί λίγη από τη λάμψη του αληθινού θεού- μήπως τότε η πιο παλιά ήξερα η μάλλον ένιωθα πραγματικά την αλήθεια ΄; λίμναζα ευτυχισμένος μες τις ανομάτιστες ακόμα επιθυμίες σαν αδαής νάρκισσος πού δεν είδε ακόμα το πρόσωπο του στα νερά της λίμνης .
Και όλη η μετέπειτα επιθυμία, δεν ήταν παρά το πένθος για εκείνη τη στιγμή, πού δεν ξέρω αν έζησα η ονειρεύτηκα ή μήπως τώρα αναπλάθω σαν μαγικό πεδίο αναφοράς :ου-τόπο πού να συντηρεί τον μύθο μιας χαμένης ευτυχίας ,νοσταλγίας,: αρνήθηκα την ενηλικίωση μου εξαρχής- αρνούμαι είπα να παραιτηθώ από αυτό το –υποτιθέμενο-βίωμα ευτυχίας πού ακόμα και τώρα φαίνεται τόσο ζωντανό σαν να έγινε χθες και πλέει μέσα στο μυαλό μου σαν ένα ευτυχισμένο καρυδότσουφλο-ακυβέρνητο μάταιο ,αυθόρμητο και ειλικρινές, ορθάνοιχτο,….
Γιατί αργότερα περιπλέχθηκα σε μαιάνδρους και στριφνά περάσματα, ενώ οι επιθυμίες μου ήταν τόσο φωτεινά απλές;
3 σχόλια:
Πάρα πολύ ωραίο. Σε ευχαριστώ που με άφησες να το αναδημοσιεύσω. Καλή και δημιουργική συνέχεια.
Κολύμπησα όμορφα εδώ.
καλώς το Κιρικιον .. Κι εγω σε διαβαζω να ξερεις ..εξαιρετικά ολα ...
Δημοσίευση σχολίου