Αναγνώστες

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Πέτρος Π. Θεοδωρίδης, Ιστορίες για τον Χρόνο: 3. Η στιγμή ως αιωνιότητα


«Για να γίνει ορατός ο Χρόνος» -έγραφε ο Μαρσέλ Προυστ- αναζητά «ανθρώπινα σώματα, και όπου τα συναντήσει τα ιδιοποιείται για να προβάλλει πάνω τους τον...
Πέρα από το άτομο (WORDPRESS)

«Για να γίνει ορατός  ο Χρόνος» -έγραφε ο Μαρσέλ Προυστ- αναζητά «ανθρώπινα σώματακαι όπου τα συναντήσει τα ιδιοποιείται  για να προβάλλει πάνω τους τον μαγικό φανό.»
Υπάρχουν πολλοί  χρόνοι: υπάρχει ο εξωτερικός χρόνος· τον νιώθουμε κάθε μέρα, όταν συγχρονιζόμαστε με τους άλλους σε ωράρια εργασίας, δρομολόγια, ώρες τάξης και διαλειμμάτων, ώρες αναψυχής, ώρες έντασης και χαλάρωσης· υπάρχει και ο εσωτερικός χρόνος: αυτός δεν έχει χρόνο. Είναι ο χρόνος της ρέμβης και της φαντασίωσης…Πολλές φορές οδηγεί σε γκρεμούς και ακηδία: ένα τμήμα του εσωτερικού χρόνου είναι ο χρόνος του Ονείρου…
Τι είναι το Νόημα; Είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια όλων μας να τιθασεύσουμε το αδάμαστο άλογο του χρόνου.
«Το μέγεθος   του χρόνου αλλάζει  -έγραφε ο Μαξ Σέλερ – και άλλοτε συμπυκνώνεται  άλλοτε διευρύνεται: Το  ίδιο διάστημα χρόνου φαίνεται μικρότερο όσο μεγαλώνουμε.  Για το παιδί το παρόν   είναι μια  πλατιά  επιφάνεια  με τεράστια ποικιλία. Μόνο που αυτή επιφάνεια μειώνεται  σε κάθε  προωθητικό  βήμα  της  ζωικής  διαδικασίας, καθίσταται  ολοένα και πιο στενή, ολοένα και  πιο συμπιεσμένη  ανάμεσα  στο βάρος  του παρελθόντος  και στην προειλημμένη  δράση του μέλλοντος.» Μας κάνει εντύπωση  όταν  θυμόμαστε  ποσό απέραντα μακρύ  φαινόταν το πέρασμα του χρόνου  στην παιδική μας ηλικία, ποσό αργά   περνούσε ο καιρός όταν έπρεπε να περιμένουμε για κάτι, ακόμα κι αν ήταν υπόθεση αναμονής ολίγων λεπτών.
«Το φαινόμενο αυτό βασίζεται στις εξής προϋποθέσεις», εξηγεί ο Πέτρος Χαρτοκόλλης: «η συναίσθηση της διάρκειας   εξαρτάται από τον αριθμό των αλλαγών ή ατομικών γεγονότων που  εντυπωσιάζουν το υποκείμενο  μέσα σε μια ορισμένη περίοδο του  αντικειμενικού χρόνου. Καθώς  προχωρεί η ηλικία, αλλαγές ή γεγονότα  που κάνουν εντύπωση γίνονται όλο και πιο σπάνια. οι ορμέμφυτες  ανάγκες και  οι αντίστοιχες επιθυμίες  μας γίνονται  λιγότερο επιτακτικές, κι αυτό μας κάνει λιγότερο ικανούς να απολαύσουμε σωματικές χάρες  ή ενέργειες  που προκαλούν μια άμεση, απτή, αισθητήρια  ευχαρίστηση. Καθώς βασικές  επιθυμίες  λιγοστεύουν σε ένταση, γίνεται πιο εύκολο να περιμένει κάνεις την εκπλήρωση τους κι όταν τελικά  βρίσκουν διέξοδο, το γεγονός  δεν έχει πια την ιδία φρεσκάδα  και ενέργεια που μας έκανε  να επιθυμούμε να το ξαναζήσουμε όσο  το δυνατόν γρηγορότερα  και, επομένως  να αισθανόμαστε  πως ο χρόνος είναι αργός.»
 Η αίσθηση  του χρόνου  που περνά,  συνεπώς,  συναρτάται με την ένταση της επιθυμίας : Όσο ισχυρότερη είναι η επιθυμία τόσο πιo αργά φαίνεται πως περνά ο χρόνοςκαι  αντιστρόφως όταν η επιθυμία χάνει στην ενέργεια της και στο μέτρο που  υπάρχει ακόμα επιθυμία, τόσο πιο  γρήγορα φαίνεται να περνά ο καιρός Ο χρόνος θα συνειδητοποιηθεί ως κάτι που κινείταιπου κινείται πιο γρήγορα όσο η πρωταρχική επιθυμία γίνεται πιο ασθενής, που κινείται πιο αργά όσο η επιθυμία γίνεται πιο ισχυρή και επείγουσα
 «Στα μάτια  του εφήβου –γραφεί πάλι ο Μαξ Σέλερ- το μέλλον  εμφανίζεται  σαν ένας πλατύς, φωτεινός, λαμπερός δρόμος που εκτείνεται  ατελεύτηταείναι  ένα απεριόριστο  πεδίο όπου εκδηλώνονται   ελεύθερα  οι «εμπειρικές   δυνατότητες»  και όπου η επιθυμία και η φαντασία παίρνουν άπειρες  μορφές.  Αλλά με κάθε θραύσμα  εμπειρίας που βιώνεται,  αυτό το περιθώριο της ζωής που απομένει  συστέλλεται αισθητά. Το πεδίο  των δυνατοτήτων  ζωής  χάνει σε πλούτο και πληρότητα, ενώ η πίεση που ασκεί άμεσα το παρελθόν  πάνω στο παρόν  ογκούται. Ιδού λοιπόν γιατί τα γεράματα, δέχονται  πολύ πιο εύκολα την αιτιοκρατία πάρα την θεωρία της ελευθερίας, και τούτο  ανεξάρτητα  από τα λογικά επιχειρήματα που είναι υπέρ ή κατά. Το ίδιο λέγει και ο Μπερξόν όταν  καταφεύγει σε αυτή την οιονεί σκοτεινή   εικόνα  σύμφωνα με την όποια  το παρελθόν βαραίνει  ολοένα και περισσότερο στο μέλλον.»
Και τι γίνεται  με την  αίσθηση της αιωνιότητας;   Κατ’ αρχάς να πούμε πως είναι  η αίσθηση  πως  ο χρόνος  έχει πάψει να κινείται· αυτή  άλλοτε είναι ευχάριστη άλλοτε δυσάρεστη, άλλοτε συνδέεται με ένα  συναίσθημα  ευτυχίας και πλήρωσης, άλλοτε με συνείδηση  ενός εσωτερικού κενού. Το συναίσθημα πως ο χρόνος έχει σταματήσει ως εντύπωση ότι το άτομο  έχει χάσει  εντελώς την ικανότητα να  αισθάνεται- να αγαπά, να λυπάται, να χαίρεται ή να αγωνιά – περιγράφει  ένα γράμμα μιας σχιζοφρενούς  γυναίκας: «(…)Έχω μείνει  αποπροσανατολισμένη,  εκτός τόπου και χρόνου. Η ημέρα μου  είναι  ένα εκατομμύριο χρόνια μεγάλη, μ’ άλλα λόγια είμαι καταδικασμένη να ζήσω για πάντα.(…) Ο χρόνος είναι υποκειμενικός  και αν η ψυχή  σου είναι νεκρή στέκεσαι ακίνητος. Θυμάσαι τον Conrad  στη καρδιά  του Σκότους;  Είμαι αιώνια, μα χωρίς  κανένα   ευχάριστο συναίσθημα
Αυτή η αίσθηση του κενού μάταιου χρόνου έξαλλου συνδέεται και με την ακηδία, την πλήξη,τη βαρεμάρα· η μονοτονία,  όπου  η βίωση του χρόνου αλλάζει, με το παρελθόν και το μέλλον να εξαφανίζονται και όλα να γίνονται ένα ανελέητο τώρα. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν  και, όπως γράφει η Simon Weil: «Η μονοτονία είναι ταυτόχρονα το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου[…] Το σύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς »
Αντίθετα  έχουμε κάποιες   φορές  την εισβολή ενός αισθήματος του περασμένου  χρόνου, μέσα μας   ως αισθήματος ευτυχίας, πλήρωσης  σαν κι αυτό που μας προσφέρει  ο Προυστ : την γεύση της Μαντλέν ενός  μπισκότου  με γεύση  λεμονιού και σχήμα αχιβάδας : «Αλλά  τη στιγμή –έγραφε  ο Προυστ –που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού  άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκεία απόλαυση με είχε κυριεύσει, απομονωμένη, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μου είχε κάνει  ξαφνικά τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες,  ακίνδυνες τις καταστροφές της,  ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που επενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντας με με μια πολύτιμη ουσία : ή μάλλον η ουσία αυτή   δεν ήταν μέσα μου, ήμουν  εγώ. Είχα πάψει  να νιώθω  τον εαυτό μου, μέτριο, τυχαίο, θνητό.  Από πού μπορούσε να μου έρχεται  αυτή η έντονη χαρά;  Αισθανόμουν πως ήταν συνυφασμένη με τη γεύση του τσαγιού και του γλυκού, αλλά και πως  την ξεπερνούσε  απεριόριστα, πως δεν μπορούσε να είναι της  ίδιας φύσης. Από που ερχόταν;  Τι σήμαινε;  Που θα την συλλάβω;   Πίνω μια δεύτερη γουλιά  και δεν βρίσκω σ’ αυτήν  τίποτε περισσότερο  από την πρώτη, πίνω μια τρίτη και μου προσφέρει κάτι λιγότερο από την δεύτερη.  Είναι καιρός να σταματήσω, η ενέργεια του πότου  φαίνεται να μειώνεται.   Είναι φανερό  πως  η αλήθεια που γυρεύω δεν βρίσκεται σε αυτό, αλλά μέσα μου»
Η  απουσία του χρόνου ή το συναίσθημα της αιωνιότητας  είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα  της εκστατικής  εμπειρίας  που περιγράφουν  οι μυστικοί συγγραφείς  της Δύσης, όπως ο  Meister Ecκhart:«(…)δεν  υπάρχει (για το  Θεό) παρά η παρούσα στιγμή. Ο άνθρωπος  που μπορεί  και τη ζει κατοικεί στο ίδιο φως  με τον Θεό.  Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει μέσα του ούτε πόνος, ούτε διαδοχή (γεγονότων) παρά μόνο μια αιωνιότητα, πάντα ίδια.  Αυτός ο άνθρωπος, στα αλήθεια, είναι ικανός  να μην εκπλήσσεται με  τίποτα.  Μέσα  του  όλα τα  πράγματα  υπάρχουν  στην αιώνια τους ουσία. Έτσι , δεν υπόκειται σε τίποτα  καινούριο ή Τυχαίο, γιατί κατοικεί σ’ ένα Παρόν που, παντοτινά και χωρίς τέλος, είναι   αυτό καθ’ εαυτό καινούργιο».
Ας σκεφτούμε επίσης πως ένα πολύ γνωστό συναίσθημα της ψυχολογίας του ερωτευμένου είναι το συναίσθημα πως δεν υπάρχει πια χρόνος, πως η ζωή κυλά μέσα σε ένα διαρκές, ικανοποιητικό παρόν, που συνειδητοποιείται ως   αιωνιότητα, ως μια κατάσταση μακαριότητας  χωρίς την αίσθηση του χρόνου:  «ο  έρως –έγραφε ο  Δημητρίου Καπετανάκης ως  ορμή προς  το απόλυτο, είναι και ορμή προς το αιώνιο. Αιώνια πρέπει να  συνδεθούμε με τον ερώμενο, κι αυτό πρέπει να γίνει στην πραγματικότητα , μέσα στον χρόνο της ύπαρξης  μας» .
 Στην ταινία  του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, « Ο Χορός της Πραγματικότητας»  ένα  παιδί   μιλά  για τους γονείς του, την μικρή πόλη όπου μεγάλωσε, μέσα από κινηματογραφικές, μαγικές ποιητικές εικόνες. Η Μητέρα, ο Πατέρας,  η αυλή των θαυμάτων  ενώνονται ως μορφές με την φαντασία. Η πραγματικότητα αλλάζει   και  γίνεται μαγεία, άλλοτε τρομαχτική, άλλοτε  αστεία, άλλοτε πελώρια.  Μήπως όλοι δεν κουβαλάμε μέσα μας ένα φορτίο από μαγικές, τρομαχτικές, αβάσταχτα όμορφες εικόνες; Στην  ταινία  του Χοδορόφσκι, ο χρόνος γίνεται όπως τον βλέπει ένα παιδί, διευρύνεται, γίνεται μαγικός, πελώριος: ο χρόνος ως αιωνιότητα.  Το παρελθόν υπάρχει· πλάι  στο παρόν, μέσα μας, στη Μνήμη. Το παρελθόν  είναι  η μέσα μας αιωνιότητα, ίσως η μόνη δυνατή αιωνιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: