Καρλ Μαρξ
Η ΜΕΘΟΔΟΣΤΗΣΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ[1]
Γράφτηκε: και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1859
Πηγή: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Μετάφραση Γ. Δούμα και Π. Πουλιόπουλου, Εκδόσεις «Νέοι Στόχοι»,
Σύνταξη-Επιμέλεια: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης– Γ. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 28 Ιούλη 2009
Πηγή: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Μετάφραση Γ. Δούμα και Π. Πουλιόπουλου, Εκδόσεις «Νέοι Στόχοι»,
Σύνταξη-Επιμέλεια: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης– Γ. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 28 Ιούλη 2009
Όταν εξετάζουμε μια ορισμένη χώρα από την άποψη της πολιτικής
οικονομίας, αρχίζουμε με τον πληθυσμό της· τη διαίρεση του πληθυσμού σε
τάξεις· την κατανομή του στις πόλεις, στα χωριά, στα παράλια, στους
διάφορους κλάδους της παραγωγής· την εξαγωγή και την κατανάλωση της
χρονιάς, τις τιμές των εμπορευμάτων κλπ.
Σωστό φαίνεται σε κάθε ζήτημα που εξετάζομε ν’ αρχίζουμε απ’ τα
πραγματικά συγκεκριμένα του στοιχεία· έτσι λ.χ. στην πολιτική οικονομία,
φαίνεται πως είναι σωστό ν’ αρχίζουμε απ’ τον πληθυσμό, που είναι η
βάση και το υποκείμενο όλης της κοινωνικής παραγωγής. Αν όμως εξετάσουμε
το πράγμα καλύτερα, βλέπουμε πως αυτό είναι λάθος. Ο πληθυσμός είναι
μια καθαρή αφαίρεση, αν παραβλέψω λ.χ. τις τάξεις που τον αποτελούν. Οι
τάξεις αυτές πάλι είναι λέξη χωρίς νόημα, αν αγνοήσω τα στοιχεία επάνω
στα όποια στηρίζονται, λ.χ. τη μισθωτή εργασία, το κεφάλαιο κλπ. Τα
στοιχεία αυτά προϋποθέτουν ανταλλαγή, καταμερισμό της εργασίας, τιμές
κλπ. Το κεφάλαιο λόγου χάρη δεν είναι τίποτε χωρίς τη μισθωτή εργασία,
χωρίς την αξία, το χρήμα, τις τιμές κλπ. Αν λοιπόν άρχιζα απ’ τον
πληθυσμό, θα είχα μια χαώδικη παράσταση του συνόλου και μ’ έναν
αυστηρότερο καθορισμό θά ’φτανα αναλυτικά ολοένα και σε πιο απλές
έννοιες· από την παράσταση του συγκεκριμένου, θα έφτανα σε ολοένα
λεπτότερες αφαιρέσεις, και στο τέλος θα έφτανα στους πιο απλούς
καθορισμούς. Μόλις έφτανα εκεί, θά ’πρεπε να ξανακάνω ανάποδα το ταξίδι,
ως που να καταλήξω ξανά στον πληθυσμό· αυτή τη φορά όμως όχι με μια
χαώδικη παράσταση ενός συνόλου, αλλά μ’ ένα πλούσιο σύμπλεγμα από
διάφορους καθορισμούς και σχέσεις. Ο πρώτος δρόμος είναι ο δρόμος που
ακολούθησε ιστορικά η πολιτική οικονομία μόλις γεννήθηκε. Οι
οικονομολόγοι λ.χ. του 17ου αιώνα αρχίζουνε πάντοτε απ’ το ζωντανό
σύνολο, τον πληθυσμό, το έθνος, το κράτος, περισσότερα κράτη κλπ. Στο
τέλος όμως πάντοτε ανακαλύπτουνε, με την ανάλυση, ορισμένες βασικές
αφηρημένες γενικές σχέσεις, όπως είναι ο καταμερισμός της εργασίας, το
χρήμα, η αξία κτλ. Απ’ τη στιγμή που τα διάφορα αυτά στοιχεία
εξακριβωθήκανε κι’ έγιναν αφηρημένες έννοιες, αρχίζουνε τα οικονομικά
συστήματα, που υψώνονται από το απλό, όπως Εργασία, Καταμερισμός της
εργασίας, Ανάγκη, Αξία Ανταλλαχτική, ίσαμε το Κράτος, την Ανταλλαγή
ανάμεσα στα έθνη και την Παγκόσμια αγορά. Είναι φανερό πως η τελευταία
μέθοδος είναι η επιστημονικά σωστή. Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο
γιατί είναι σύνθεση πολλών καθορισμών, άρα ενότητα των ποικιλιών. Γι’
αυτό, το συγκεκριμένο παρουσιάζεται στη σκέψη σαν σύνθεση, δηλαδή σαν
αποτέλεσμα, όχι σαν αφετηρία, μ’ όλο που είναι η αληθινή αφετηρία και
είναι κατά συνέπεια και αφετηρία της αντίληψης και της παράστασης. Με
την πρώτη μέθοδο μια ολοκληρωτική παράσταση την αναλύουμε σε πολλές
αφηρημένες έννοιες· με τη δεύτερη παίρνουμε τις πολλές αυτές αφηρημένες
έννοιες και με τη βοήθεια της σκέψης αναπαράγαμε το συγκεκριμένο. Γι’
αυτό και ο Χέγκελ έπεσε στην αυταπάτη να φαντάζεται το πραγματικό σαν
αποτέλεσμα της σκέψης, που μόνη της συνθέτει τον εαυτό της, εμβαθύνει
στον εαυτό της και αυτοεξελίσσεται· ενώ η μέθοδος που μας ανυψώνει από
το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι απλώς ο δρόμος που ακολουθεί η σκέψη
για να αφομοίωσει το συγκεκριμένο, για να το αναπαραγάγει νοερά σαν
κάτι συγκεκριμένο. Η πορεία όμως που ακολούθησε στο σχηματισμό του το
ίδιο το συγκεκριμένο δεν είναι καθόλου αυτή. Η πιο απλή οικονομική
κατηγορία, λ.χ. η ανταλλαχτική αξία, προϋποθέτει τον πληθυσμό, έναν
πληθυσμό που παράγει μέσα σε ορισμένες συνθήκες και προϋποθέτει ακόμη
ορισμένο είδος οικογένειες, ή κοινότητες, ή Κράτη κλπ. Δεν μπορεί να
ύπαρξη παρά μόνο σαν μονόπλευρη αφηρημένη σχέση ενός συγκεκριμένου και
ζωντανού συνόλου που προϋπάρχει.
Αντίθετα, ως κατηγορία, η ανταλλαχτική αξία έχει προκατακλυσμιαία
ύπαρξη. Επομένως για τη συνείδηση –κι η φιλοσοφική συνείδηση είναι
τέτοια που, γι’ αυτήν, η σκέψη που νοεί είναι ο πραγματικός άνθρωπος κι ο
κόσμος που νοείται είναι σαν τέτοιος ο μόνος πραγματικός κόσμος– για τη
συνείδηση, λοιπόν, η κίνηση των κατηγοριών παρουσιάζεται σαν η αληθινή
πράξη της παραγωγής –που δυστυχώς (;) μόνο μια ώθηση δέχεται απ’ έξω–
και αποτέλεσμά της είναι ο κόσμος κι αυτό είναι σωστό κατά τούτο (εδώ
όμως έχομε πάλι ταυτολογία), ότι η συγκεκριμένη ολότητα, σαν νοητική
ολότητα, σαν κάτι νοητικά συγκεκριμένο, είναι πραγματικά προϊόν της
σκέψης, της νόησης δεν είναι προϊόν της εννοίας, που κι αυτή γεννιέται
και νοεί έξω και πιο πάνω από την αντίληψη και την παράσταση, αλλά είναι
επεξεργασία της αντίληψης και της παράστασης και μετατροπή τους σε
έννοιες. Το σύνολο, όπως παρουσιάζεται μέσα στο κεφάλι σαν νοητικό
σύνολο, είναι προϊόν του σκεπτόμενου μυαλού, που τον κόσμο τον
αφομοιώνει με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί, μ’ έναν τρόπο που διαφέρει
από την καλλιτεχνική, θρησκευτική και πραχτική αφομοίωση. Το
συγκεκριμένο υποκείμενο μένει και μετά, όπως και πριν, ανεξάρτητο έξω
απ’ το μυαλό –όσον καιρό βέβαια το μυαλό εργάζεται μόνο αφηρημένα, μόνο
θεωρητικά. Επομένως και στη θεωρητική μέθοδο [της πολιτικής οικονομίας]
το υποκείμενο, η κοινωνία, πρέπει πάντοτε να έρχεται στο μυαλό σαν
προϋπόθεση.
Μα οι απλές κατηγορίες δεν έχουνε κι αυτές ανεξάρτητη ύπαρξη,
ιστορική ή φυσική, πριν από τις πιο συγκεκριμένες κατηγορίες; Εξαρτάται.
Ο Χέγκελ, λ.χ., σωστά αρχίζει τη Φιλοσοφία του Δικαίου του με τη νομή
(κατοχή), επειδή αυτή είναι η πιο απλή νομική σχέση του υποκειμένου.
Αλλά νομή δεν υπάρχει πριν απ’ την οικογένεια ή πριν απ’ τις σχέσεις
κυρίων και δούλων, που είναι σχέσεις ακόμη πιο συγκεκριμένες. Εξάλλου,
θα ήτανε σωστό να πούμε πως υπάρχουν οικογένειες και φυλές που ακόμη
μόνο νέμονται, αλλά δεν έχουν ιδιοχτησία. Η πιο απλή
λοιπόν κατηγορία παρουσιάζεται σαν σχέση ιδιοχτησίας που υπάρχει μέσα σε
απλές οικογενειακές ή φυλετικές κοινότητες. Στην πρωτόγονη κοινωνία,
παρουσιάζεται σαν η πιο απλή σχέση ενός εξελιγμένου οργανισμού, πάντα
όμως εννοείται πως προϋπάρχει το πιο συγκεκριμένο υπόστρωμα που εκδήλωσή
του έχει τη νομή. Μπορούμε τα φανταστούμε πως ένας άγριος που ζει μόνος
του έχει νομή. Τότε όμως η νομή δεν είναι σχέση δικαίου. Δεν είναι
σωστό πως η νομή εξελίσσεται ιστορικά προς την οικογένεια. Η νομή
προϋποθέτει πάντοτε «αυτή την πιο συγκεκριμένη νομική κατηγορία».
Ωστόσο το σωστό είναι ότι: οι απλές κατηγορίες εκφράζουνε σχέσεις όπου
έχουνε πραγματοποιηθεί τα λιγότερο αναπτυγμένα στοιχεία της
συγκεκριμένης πραγματικότητας, χωρίς ακόμη αυτή να μας έχει δόσει την
πολυπλοκότερη εκείνη σχέση που νοητική της έκφραση είναι η συγκεκριμένη
κατηγορία· ενώ τα πιο αναπτυγμένα στοιχεία της πραγματικότητας αυτής
κρατούνε μέσα τους την ίδια κατηγορία σαν δευτερεύουσα σχέση.
Το χρήμα μπορεί να υπάρξει και υπήρξε ιστορικά προτού υπάρξει
κεφάλαιο, προτού υπάρξουνε τράπεζες, προτού υπάρξει μισθωτή εργασία κλπ.
Απ’ αυτή την άποψη, μπορούμε να πούμε πως μια πιο απλή κατηγορία μπορεί
να εκφράζει σχέσεις που επικρατούνε σ’ ένα πιο καθυστερημένο σύνολο,
[σχέσεις] που υπήρχανε κιόλας προτού αυτό το σύνολο αναπτυχθεί προς την
κατεύθυνση που εκφράζεται με μια πιο συγκεκριμένη κατηγορία. Μ’ αυτή την
έννοια οι νόμοι της αφηρημένης σκέψης, που υψώνεται από το απλό στο
σύνθετο, αντιστοιχούνε στην πραγματική ιστορική εξέλιξη.
Εξάλλου, μπορούμε να πούμε πως υπάρχουνε πολύ αναπτυγμένες μορφές
κοινωνίας, μα όχι και φτασμένες στην ιστορική τους ωριμότητα, όπου
παρατηρούμε τις ανώτερες μορφές της οικονομικής ζωής, λ.χ. συνεργασία,
αναπτυγμένο καταμερισμό της εργασίας, χωρίς να υπάρχει χρήμα, όπως είναι
του Περού.
Επίσης στις σλαβικές κοινότητες, το χρήμα κι η ανταλλαγή, που είναι
προϋπόθεσή του, δεν παίζουνε κανένα ή σχεδόν κανένα ρόλο, αλλά
παρουσιάζονται στα σύνορά τους, στις σχέσεις τους με άλλες κοινότητες.
Είναι άλλωστε σφάλμα να τοποθετούμε την ανταλλαγή μέσα στις κοινότητες
σαν αρχικό συστατικό στοιχείο τους. Στην αρχή, παρουσιάζεται πιο πολύ
στις σχέσεις των διαφόρων κοινοτήτων μεταξύ τους, κι όχι στις σχέσεις
ανάμεσα στα μέλη της ίδιας κοινότητας.
Έπειτα, αν και το χρήμα από πολύ νωρίς και παντού έπαιξε κάποιο ρόλο,
ως κυρίαρχο στοιχείο στην αρχαιότητα παρουσιάζεται μόνο σε έθνη που
έχουνε μονόπλευρη, ορισμένη ανάπτυξη, σε εμπορικά έθνη· ακόμη και στην
πιο πολιτισμένη αρχαιότητα, στους Έλληνες και στους Ρωμαίους, την πλέρια
του ανάπτυξη, που χρειάζεται να έχει στη νεότερη αστική κοινωνία, μόνο
στην περίοδο της παρακμής την παίρνει. Αυτή λοιπόν η απλούστατη
κατηγορία με όλη της την ένταση παρουσιάζεται ιστορικά μόνο μέσα στις
πιο αναπτυγμένες κοινωνικές συνθήκες. Καθόλου δεν διαπερνά (;) όλες τις
οικονομικές σχέσεις· στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, λ.χ., όταν βρισκότανε στη
μεγαλύτερη της ανάπτυξη, βάση εξακολουθούσε να είναι ο φόρος σε είδος
και τα δοσίματα σε είδος. Το σύστημα του χρήματος κυρίως είχε αναπτυχθεί
τέλεια μόνο μέσα στο στρατό, και ποτέ δεν είχε επίδραση στο σύνολο της
εργασίας.
Έτσι, μ’ όλο που η απλή κατηγορία μπόρεσε ιστορικά να υπάρξει πριν
από την πιο συγκεκριμένη, την πλέρια της ανάπτυξη, εσωτερική κι
εξωτερική, μόνο μέσα σε συνθέτους (;) κοινωνικούς σχηματισμούς μπορεί να
την πάρει, ενώ η πιο συγκεκριμένη κατηγορία είχε αναπτυχθεί πλέρια μέσα
σε λιγότερο προοδευμένη μορφή κοινωνίας.
Η εργασία είναι μια εντελώς απλή κατηγορία. Και η αντίληψη της
εργασίας σε αυτή τη γενικότητα –ως εργασία γενικά– είναι πολύ παλιά.
Ωστόσο, όταν την εργασία την εννοούμε από οικονομική άποψη σ’ αυτή την
απλότητα, είναι «εργασία», δηλαδή μια κατηγορία νεότερη, όσο νεότερες
είναι κι οι συνθήκες που γεννούν αυτή την αφαίρεση. Το νομισματικό
σύστημα, λ.χ., βάζει τον πλούτο ολότελα αντικειμενικά ακόμη σαν
πράγμα...[2]
μέσα στο χρήμα. Από την άποψη αυτή, ήτανε μεγάλη πρόοδος όταν το
χειροτεχνικό ή εμπορικό σύστημα θεώρησε πηγή του πλούτου όχι το
αντικείμενο, παρά την υποκειμενική ενέργεια –την εμπορική και
χειροτεχνική εργασία. Την έπαιρνε όμως ακόμη στην περιορισμένη έννοια
μιας ενέργειας που δημιουργεί χρήμα. Σχετικά μ’ αυτό το σύστημα, το
σύστημα των φυσιοκρατών [είναι καινούργια πρόοδος]· δημιουργό του
πλούτου θεωρεί μια ορισμένη μορφή της εργασίας –τη γεωργία– και το
αντικείμενο δεν παρουσιάζεται πια κι αυτό με τη μορφή του χρήματος, άλλα
σαν προϊόν γενικά, σαν γενικό αποτέλεσμα της εργασίας. Το προϊόν όμως
αυτό, σύμφωνα με τους περιορισμούς που βάζει στην παραγωγική ενέργεια η
Φύση, είναι πάντοτε ένα προϊόν που εξαρτάται απ’ τη Φύση. Η γεωργία
παράγει, η γης παράγει par excellence. Ο Αδάμ Σμιθ σημείωσε τεράστια
πρόοδο όταν αφαίρεσε κάθε ιδιαίτερο χαραχτηριστικό από την ενέργεια που
δημιουργεί τον πλούτο, όταν [μίλησε] για εργασία γενικά· όχι για
χειροτεχνία, ούτε για εμπορική εργασία, ούτε για γεωργική εργασία,
αλλά για όλες μαζί. Με την αφηρημένη γενικότητα της ενέργειας που
δημιουργεί τον πλούτο, έχουμε τώρα την γενικότητα του αντικειμένου
που ορίζουμε ως πλούτο, το προϊόν γενικά, ή άλλη μια φορά, την εργασία
γενικά, αλλά ως υλοποιημένη περασμένη εργασία. Πόσο δύσκολη και
σημαντική ήταν αυτή η μετάβαση, φαίνεται από το ότι ο ίδιος ο
Αδάμ Σμιθ ξαναπέφτει πότε-πότε στο φυσιοκρατικό σύστημα. Τώρα θα
μπορούσε να φανεί πως έτσι ο Αδάμ Σμιθ μας έδοσε μόνο την αφηρημένη
έκφραση για την πιο απλή και την πιο παλιά σχέση που συνδέει τους
ανθρώπους –σ’ οποιαδήποτε μορφή κοινωνίας– ως παραγωγούς. Αυτό είναι
αληθινό από μιαν άποψη. Από μιαν άλλη δεν είναι.
Η αδιαφορία για το ορισμένο είδος της εργασίας προϋποθέτει πως έχουν
αναπτυχθεί πάρα πολλά πραγματικά είδη εργασίας, που κανένα τους δεν έχει
κυρίαρχη θέση απέναντι στ’ άλλα. Οι πιο γενικές αφαιρέσεις
δημιουργούνται εκεί όπου υπάρχει η πιο πλούσια συγκεκριμένη ανάπτυξη,
όπου μια ιδιότητα είναι κοινή σε πολλά πράγματα, κοινή σε όλα. Τότε δεν
μπορούμε πια να την στοχαζόμαστε μόνο με μια ορισμένη μορφή. Εξάλλου,
αυτή η αφηρημένη ιδέα της εργασίας γενικά είναι απλώς αποτέλεσμα από ένα
συγκεκριμένο σύνολο εργασιών. Η αδιαφορία για το ορισμένο είδος της
εργασίας αντιστοιχεί σε μια μορφή κοινωνίας όπου τα άτομα εύκολα
μπορούνε να περάσουν από μια εργασία σε μια άλλη και όπου το ορισμένο
είδος της εργασίας είναι τυχαίο και, κατά συνέπεια, μας είναι αδιάφορο.
Εδώ η εργασία έχει γίνει, όχι μόνο ως έννοια, αλλά και πραγματικά, μέσο
για την παραγωγή πλούτου γενικά κι έπαψε να θεωρείται ειδικός
προσδιορισμός ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή έχει τη μεγαλύτερη της
ανάπτυξη στη νεότατη μορφή της αστικής κοινωνίας –στις Ενωμένες
Πολιτείες. Εδώ λοιπόν η αφηρημένη κατηγορία «εργασία», «εργασία γενικά»,
εργασία sans phrase (χωρίς σχόλια ΘΘ), η αφετηρία της νεότερης
οικονομίας, για πρώτη φορά γίνεται και στην πράξη αληθινή. Έτσι η πιο
απλή αφηρημένη έννοια, που η νεότερη πολιτική οικονομία την βάζει στην
πρώτη σειρά και που εκφράζει μια σχέση πανάρχαια, σχέση που ισχύει για
κάθε κοινωνική μορφή, ωστόσο αληθινή στην πράξη παρουσιάζεται μόνο σαν
έννοια της νεότατης κοινωνίας. Θα μπορούσε κανείς να πει πως εκείνο που
στις Ενωμένες Πολιτείες παρουσιάζεται σαν ιστορικό προϊόν, στους Ρώσους,
λ.χ., παρουσιάζεται –αυτή δηλαδή η αδιαφορία σχετικά με το ορισμένο
είδος της εργασίας– σαν κάτι φυσικό. Πρώτα-πρώτα, υπάρχει τεράστια
διαφορά ανάμεσα σε ανθρώπους βαρβάρους που είναι κατάλληλοι να
χρησιμοποιηθούνε για καθετί και σε ανθρώπους πολιτισμένους που οι ίδιοι
προσαρμόζονται σε καθετί. Κι έπειτα, στην πράξη, υπάρχει για τους Ρώσους
ένα γεγονός που αντιστοιχεί σ’ αύτη την αδιαφορία σχετικά με το
ορισμένο είδος εργασίας: ότι απ’ τα πιο παλιά χρόνια είναι καρφωμένοι σε
ένα εντελώς ορισμένο είδος εργασίας και μόνο εξωτερικές επιδράσεις
μπορούνε να τους αποσπάσουν απ’ αυτό.
Το παράδειγμα αυτό της εργασίας δείχνει καθαρά πως ακόμη κι οι πιο
αφηρημένες κατηγορίες, μ’ όλο που ισχύουν –ακριβώς επειδή είναι
αφηρημένες– για όλες τις εποχές, ωστόσο, με τον καθορισμένο χαραχτήρα
που παίρνει κάθε φορά η αφαίρεση, είναι κι αυτές προϊόν που βγαίνει από
ορισμένες ιστορικές συνθήκες και μόνο γι’ αυτές τις συνθήκες και μέσα
στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών έχουνε πλέρια εφαρμογή.
Η αστική κοινωνία είναι μέσα στην ιστορία η πιο εξελιγμένη, η πιο
πολύμορφη οργάνωση της παραγωγής. Οι κατηγορίες που εκφράζουνε τις
σχέσεις της αστικής κοινωνίας, η κατανόηση της δικής της οργάνωσης, την
κάνουν ικανή να καταλαβαίνει την οργάνωση και τις παραγωγικές σχέσεις
όλων των περασμένων κοινωνικών μορφών. Επάνω στα ερείπια τους και στα
συντρίμμια τους χτίστηκε· και όσα από τα ίχνη τους σώζονται ακόμη,
φυτοζωούνε μέσα της, ενώ εκείνο που πρωτύτερα απλώς θαμποφαινόταν άνθισε
και πήρε όλη του τη σημασία κλπ. Η ανατομία του ανθρώπου είναι κλειδί
για την ανατομία του πιθήκου. Αν στα κατώτερα ζωικά είδη υπάρχει κάποια
ένδειξη ανώτερης μορφής, την ένδειξη αυτή θα μπορέσουμε να την
καταλάβουμε μόνο όταν θα έχουμε πια γνωρίσει την ανώτερη μορφή. Η αστική
οικονομία μας δίνει το κλειδί της αρχαίας οικονομίας κλπ. Όχι όμως με
τη μέθοδο των οικονομολόγων, που σβήνουν όλες τις ιστορικές διαφορές και
σ’ όλες τις κοινωνικές μορφές βλέπουνε την αστική μορφή. Μπορούμε να
καταλάβουμε την αναγκαστική εισφορά, τη δεκάτη κλπ., όταν ξέρουμε την
έγγεια πρόσοδο. Δεν πρέπει όμως να τις ταυτίζουμε.
Επειδή εξάλλου η αστική κοινωνία είναι κι αυτή απλώς μια
ανταγωνιστική μορφή της εξέλιξης, ορισμένες σχέσεις που ανήκουνε σε
παλαιότερες μορφές συχνά μπορούμε να τις ξαναβρούμε σ’ αυτήν ολότελα
ξέθωρες ή και μεταμφιεσμένες, όπως, λ.χ., την κοινοτική ιδιοχτησία. Αν
λοιπόν οι κατηγορίες της αστικής οικονομίας αληθεύουνε για όλες τις
κοινωνικές μορφές, αυτό δεν πρέπει να το πάρουμε cum grano salis (τοις
μετρητοίς). Μπορούνε να τις περιέχουν αναπτυγμένες, ξέθωρες,
γελοιογραφημένες, μα πάντα ουσιαστικά διαφορετικές. Η λεγόμενη
ιστορική εξέλιξη στηρίζεται γενικά στο γεγονός ότι η τελευταία μορφή
θεωρεί τις περασμένες μορφές σαν σκαλοπάτια που οδηγούνε σ’ αυτήν την
ίδια, γιατί σπάνια και μέσα σε εντελώς ειδικές συνθήκες είναι ικανή να
κάμη αυτοκριτική –φυσικά δεν μιλούμε εδώ για τις ιστορικές εκείνες
περιόδους που οι ίδιες παρουσιάζονται στον εαυτό τους σαν εποχές
κατάπτωσης. Η χριστιανική θρησκεία τότε μόνο βοήθησε την αντικειμενική
κατανόηση των παλαιότερων μυθολογιών, όταν η αυτοκριτική της είχε ως ένα
σημείο, «δυνάμει», να πούμε έτσι, τελειώσει. Έτσι κι η αστική οικονομία
κατόρθωσε να κατανόηση τη φεουδαλική, την αρχαία, την ανατολική
κοινωνία, μόνο όταν η αστική οικονομία άρχισε να κάνη αυτοκριτική· σε
όσα σημεία η αστική οικονομία δεν έπεσε στη μυθολογία και δεν ταυτίστηκε
απλώς (;) με το παρελθόν, η κριτική της για την παλαιότερη [κοινωνία],
ιδίως για τη φεουδαλική, με την οποία είχε ακόμη να παλέψει άμεσα,
έμοιασε με την κριτική που έκαμε ο χριστιανισμός για την ειδωλολατρία, η
κι ο προτεσταντισμός για τον καθολικισμό.
Όταν μελετούμε την εξέλιξη των οικονομικών κατηγοριών, όπως γενικά
και σε κάθε ιστορική κοινωνική επιστήμη, πρέπει πάντα νά ’χουμε στο νου
μας πως το υποκείμενο –στην περίπτωση μας η νεότερη αστική κοινωνία–
είναι καθορισμένο όχι μόνο στην πραγματικότητα αλλά και για τη νόηση και
πως επομένως οι κατηγορίες εκφράζουνε μορφές της ζωής, ιδιότητες της
ύπαρξης, συχνά μάλιστα μερικές μόνο πλευρές αυτής της καθορισμένης
κοινωνίας, του υποκειμένου. Κατά συνέπεια και [η πολιτική οικονομία] δεν
αρχίζει σαν επιστήμη μόνο από τη στιγμή που γίνεται λόγος για μια επιστήμη της οικονομίας. Αυτό πρέπει να τό ’χουμε στο νου μας, γιατί έχει την αποφασιστικότερη σημασία για τη διαίρεση της ύλης.
Το πιο φυσικό φαίνεται πως είναι ν’ αρχίζουμε, λ.χ. από την έγγεια
πρόσοδο, από την έγγεια ιδιοχτησία, γιατί συνδέεται με τη γη που –είναι
πηγή όλης της παραγωγής και όλης της ζωής– καθώς και με τη γεωργία, που
είναι η πρώτη παραγωγική μορφή σ’ όλες τις συγκροτημένες οπωσδήποτε
κοινωνίες. Και όμως τίποτε δεν θά ’τανε πιο σφαλερό. Σ’ όλες τις μορφές
της κοινωνίας βρίσκεται μια ορισμένη παραγωγή, που είναι ανώτερη από
όλες τις άλλες και που η θέση της δείχνει τη σειρά και την επιρροή όλων
των άλλων.
Αυτή είναι μια γενική δέσμη από φως, όπου βαφτίζονται όλα τα χρώματα
και όπου το καθένα τους παίρνει την ιδιαίτερη του μορφή. Είναι ένας
ειδικός αιθέρας, που καθορίζει το ειδικό βάρος για καθετί που
ξεπροβάλλει μέσα απ’ αυτόν.
Ας πάρουμε, λ.χ., τους κτηνοτροφικούς λαούς (οι λαοί που ζούνε μόνο
από το κυνήγι και το ψάρεμα είναι παλιότεροι απ’ την εποχή που αρχίζει η
πραγματική εξέλιξη). Σ’ αυτούς συναντούμε κάποια μορφή γεωργίας,
σποραδικά όμως. Αυτή καθορίζει και την έγγεια ιδιοχτησία. Η έγγεια
ιδιοχτησία είναι κοινή και τη μορφή αυτή τη διατηρεί περισσότερο ή
λιγότερο, ανάλογα με το αν οι λαοί μένουνε περισσότερο ή λιγότερο πιστοί
στις παραδόσεις τους. Παράδειγμα η έγγεια ιδιοχτησία στους Σλάβους.
Εκεί όπου κυριαρχεί η γεωργία που απασχολεί λαούς μόνιμα εγκαταστημένους
–κι αυτή η μόνιμη εγκατάσταση είναι μεγάλη πρόοδος– όπως στην αρχαία
και στη φεουδαλική κοινωνία, εκεί η βιομηχανία με την οργάνωσή της και
οι αντίστοιχες μορφές της ιδιοχτησίας έχουνε κι αυτές πολύ ή λίγο τα
χαραχτηριστικά γνωρίσματα της έγγειας ιδιοχτησίας [η κοινωνία] ή
εξαρτάται ολοκληρωτικά απ’ τη γεωργία, όπως στους αρχαιότερους Ρωμαίους,
ή, όπως στο Μεσαίωνα, στις σχέσεις της πόλης μιμείται την αγροτική
οργάνωση. Ακόμη και το κεφάλαιο –εφόσον δεν είναι καθαρά χρηματικό
κεφάλαιο– στο Μεσαίωνα έχει σαν πατροπαράδοτο εργαλείο (;) κλπ. αυτό το
χαραχτήρα της έγγειας ιδιοχτησίας.
Το αντίστροφο γίνεται στην αστική κοινωνία. Η γεωργία όλο και πιο
πολύ γίνεται απλός κλάδος της βιομηχανίας και κυριαρχείται ολοκληρωτικά
απ’ το κεφάλαιο. Το ίδιο κι η έγγεια πρόσοδος. Σ’ όλες τις μορφές όπου
επικρατεί η έγγεια ιδιοχτησία, την πρώτη θέση την έχουν οι φυσικές
συνθήκες. Στις μορφές όπου επικρατεί το κεφάλαιο, κυριαρχεί το κοινωνικό
στοιχείο που έχει δημιουργηθεί ιστορικά. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε
την έγγεια πρόσοδο χωρίς το κεφάλαιο, μα μπορούμε να καταλάβουμε το
κεφάλαιο χωρίς την έγγεια πρόσοδο. Το κεφάλαιο είναι η οικονομική δύναμη
της αστικής κοινωνίας που εξουσιάζει τα πάντα. Αυτό πρέπει να είναι το
αρχικό και το τελικό σημείο και ν’ αναλυθεί πριν απ’ την έγγεια
ιδιοχτησία. Κι αφού εξεταστούνε χωριστά και το ένα και το άλλο, πρέπει
να εξεταστεί κι η αμοιβαία σχέση τους.
Θα ήτανε λοιπόν απραγματοποίητο και σφαλερό να κατατάξουμε τις
οικονομικές κατηγορίες με τη σειρά που παρουσιάζεται ιστορικά η επίδραση
τους. Τη σειρά τους πιο πολύ την καθορίζει η σχέση που έχουν η μια με
την άλλη μέσα στη νεότερη αστική κοινωνία και που είναι ακριβώς το
αντίθετο από ό,τι φαίνεται πως είναι η φυσική τους σχέση ή από ό,τι
αντιστοιχεί στη σειρά της ιστορικής εξέλιξης. Δεν πρόκειται για τη θέση
που έχουν ιστορικά οι οικονομικές σχέσεις μέσα στα διάφορα κοινωνικά
συστήματα που διαδέχονται το ένα το άλλο. Ούτε –πολύ περισσότερο– για τη
σειρά τους «μέσα στην ιδέα» (Προυντόν), που είναι ψεύτικη (;)
αναπαράσταση της ιστορικής κίνησης. Πρόκειται για τη διάρθρωση τους μέσα
στη νεότερη αστική κοινωνία.
Η καθαρότητα (η καθορισμένη αφηρημένη έννοια) που οι εμπορικοί
λαοί–Φοίνικες, Καρχηδόνιοι– παρουσιάζανε στον αρχαίο κόσμο, προέρχεται
ακριβώς από την υπεροχή ίσα-ίσα των γεωργικών λαών. Το κεφάλαιο, σαν
εμπορικό ή χρηματικό κεφάλαιο, παρουσιάζεται μ’ αυτή την καθαρή
αφηρημένη έννοια σε κοινωνίες όπου το κεφάλαιο δεν είναι ακόμη το
κυρίαρχο στοιχείο. Οι Λομβαρδοί, κι οι Εβραίοι έχουνε την ίδια θέση
απέναντι στις γεωργικές κοινωνίες του Μεσαίωνα.
Ένα άλλο παράδειγμα για τη διαφορετική θέση που οι ίδιες κατηγορίες
παίρνουνε σε διάφορες βαθμίδες της κοινωνίας μπορεί να είναι και το
ακόλουθο: οι μετοχικές εταιρίες, μια από τις τελευταίες μορφές της
αστικής κοινωνίας, παρουσιάζονται και στην αρχή της, με τις μεγάλες
προνομιούχες και μονοπωλιακές εμπορικές εταιρίες.
Οι οικονομολόγοι του 17ου αιώνα ακόμη και την έννοια του εθνικού
πλούτου την συγχύζουνε –κι η αντίληψη αυτή ως ένα μέρος εξακολουθεί να
υπάρχει και στους οικονομολόγους του 18ου– διδάσκοντας ότι ο πλούτος
έχει δημιουργηθεί μόνο για το Κράτος, ότι όμως η δύναμη του Κράτους
είναι ανάλογη μ’ αυτόν τον πλούτο. Με τη μορφή αυτή, με ασυνείδητη ακόμη
υποκρισία, οι οικονομολόγοι παρουσιάζουνε τον πλούτο και την παραγωγή
του πλούτου σαν σκοπό των νεότερων Κρατών και τα Κράτη αυτά τα θεωρούν
ακόμη μόνο σαν μέσα για την παραγωγή του πλούτου.
Είναι φανερό πως η διαίρεση πρέπει να γίνει έτσι που πρώτα-πρώτα [ν’
αναπτυχθούνε] τα αφηρημένα γενικά γνωρίσματα, που, άλλο πιο πολύ κι
άλλο πιο λίγο, ανήκουνε σ’ όλες τις μορφές της κοινωνίας, με την έννοια
όμως που εκθέσαμε πιο πάνω. Δεύτερο οι κατηγορίες που αποτελούνε την
εσωτερική οργάνωση της αστικής κοινωνίας και στις όποιες στηρίζονται οι
βασικές τάξεις. Κεφάλαιο, μισθωτή εργασία, έγγεια ιδιοχτησία. Οι
αμοιβαίες σχέσεις τους. Πόλη και χωριό. Οι τρεις μεγάλες κοινωνικές
τάξεις. Η ανταλλαγή μεταξύ τους. Κυκλοφορία. Πίστη (ιδιωτική). Τρίτο
έρχεται η αστική κοινωνία με τη μορφή του Κράτους. Η αστική κοινωνία
καθαυτή. Οι «μη παραγωγικές» τάξεις. Φόροι. Κρατικά χρέη. Η
δημόσια πίστη. Ο πληθυσμός. Οι αποικίες. Μετανάστευση. Τέταρτο,
διεθνικές σχέσεις της παραγωγής. Διεθνικός καταμερισμός της εργασίας.
Διεθνική ανταλλαγή. Εξαγωγή και εισαγωγή. Συνάλλαγμα. Πέμπτο, η
παγκόσμια αγορά και οι κρίσεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————
——————
[1]. «Η Μέθοδος της Πολιτικής Οικονομίας» είναι ένα κεφάλαιο της «Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας»
του Καρλ Μαρξ (σελίδα 343-359) όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να
σκιαγραφήσει τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για την επίτευξη του στόχου του
–μια μέθοδο όπου «το συγκεκριμένο παρουσιάζεται στη σκέψη σαν
σύνθεση, δηλαδή σαν αποτέλεσμα, όχι σαν αφετηρία, μ’ όλο που είναι η
αληθινή αφετηρία και είναι κατά συνέπεια και αφετηρία της αντίληψης και
της παράστασης». Η Εργασία αυτή του Μαρξ τέλειωσε και δημοσιεύτηκε
το 1859 και όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Κ. Κάουτσκι, στα κυριότερα
σημεία της, παρά τις διαφορές και τις βελτιώσεις, «συμπίπτει» με το πρώτο μέρος που πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» που δόθηκε στη δημοσιότητα από τον Μαρξ οκτώ χρόνια αργότερα,(–Θ.Θ.).
[2]. Εδώ είναι 2 λέξεις που δεν διαβάζονται. Μοιάζουν να λένε ausser sich.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου