Vocabulary of Economics
Ομόλογα: Ουσιαστικά πρόκειται
για απευθείας δανεισμό του κράτους από ιδιώτες. Το πρώτο, όταν
αντιμετωπίζει έλλειμμα, έχει δύο επιλογές. Είτε να τυπώσει χρήμα μέσω
της κεντρικής τράπεζας, είτε να εκδώσει ομόλογα, έτσι ώστε να δανειστεί
τα χρήματα που χρειάζεται από το κοινό. Τα ομόλογα έχουν συγκεκριμένη
διάρκεια και αναγράφουν συγκεκριμένο ποσό, το οποίο πρέπει να
αποπληρωθεί στην λήξη του δανείου. Για παράδειγμα, έστω ότι το κράτος
έχει έλλειμμα 5000 ευρώ και γι'αυτό τυπώνει 50 ομόλογα των 100 ευρώ, τα
οποία λήγουν σε ένα χρόνο. 'Έστω επίσης ότι το επιτόκιο την στιγμή που
εκδίδονται είναι 1%. Αυτό σημαίνει ότι την στιγμή της έκδοσης το κάθε
ομόλογο αξίζει 99 ευρώ, ούτως ώστε την επόμενη χρονιά που λήγουν τα
ομόλογα να πληρωθεί το ακριβές ποσό που αναγράφεται πάνω στο ομόλογο.
Δηλαδή 99 ευρώ + 1% επιτόκιο = 100 ευρώ. Αν τα ομόλογα, όταν
κυκλοφορήσουν, δεν έχουν ζήτηση, τότε η τιμή τους πέφτει και ανεβαίνει
το επιτόκιό τους. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η τιμή πέφτει π.χ. στα 98
ευρώ, οπότε και το επιτόκιο ανεβαίνει στο 2%. Το άθροισμα τιμής και
επιτοκίου πρέπει οπωσδήποτε να ισούται με το ποσό που πρέπει να
επιστρέψει το κράτος, στην λήξη του δανεισμού. Αντίστοιχα, όταν υπάρχει
μεγάλη ζήτηση για τα ομόλογα κάποιου κράτους, η τιμή τους ανεβαίνει και
το επιτόκιο πέφτει.
Πρωτογενής αγορά ομολόγων: Η αγορά ομολόγων απευθείας από το κράτος και συγκεκριμένα από την κεντρική τράπεζα.
Δευτερογενής αγορά ομολόγων: Η αγοραπωλησία ομολόγων μεταξύ ιδιωτών. Πιο λιανά, όταν ο ιδιώτης ξεφορτώνεται τα ομόλογα που πήρε από την κεντρική τράπεζα και τα πασάρει σε άλλον ιδιώτη.
Spreads: Η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων (των ομολόγων) μεταξύ δύο κρατών. Στην Ε.Ε. το επιτόκιο των ομολόγων της Γερμανίας χρησιμοποιείται ως βάση σύγκρισης, οπότε αν π.χ. το επιτόκιό της είναι 1% και της Ισπανίας είναι 2,75%, το spread της Ισπανίας είναι 1,75%. Η μονάδα μέτρησης είναι διαφορετική, αλλά ανταποκρίνεται σε ακριβώς αυτήν την διαφορά
Ζήτηση χρήματος: Περιλαμβάνει το σύνολο του ρευστού χρήματος που χρειαζόμαστε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας, όποιες κι αν είναι αυτές. Επηρεάζεται θετικά από το διαθέσιμο εισόδημα (εισόδημα μετά τους φόρους), αφού, όπως είναι λογικό, όσο περισσότερα έχει κάποιος τόσο περισσότερα θα θέλει να καταναλώσει και αρνητικά από το επιτόκιο της τραπέζης, αφού ένα υψηλό επιτόκιο αποτελεί κίνητρο για τους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωσή τους και να αυξήσουν τις καταθέσεις τους, περιμένοντας ένα μεγαλύτερο τόκο στο τέλος κάθε περιόδου.
Προσφορά χρήματος: Υπάρχουν διαφορετικοί ορισμοί για την προσφορά χρήματος, αλλά ο πιο βασικός περιλαμβάνει το σύνολο των κερμάτων και χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούν μέσα στην οικονομία. Ο επόμενος ορισμός περιλαμβάνει επίσης και τους άμεσα ρευστοποιήσιμους λογαριασμούς στις τράπεζες και τις επιταγές και είναι αυτός που χρησιμοποιείται περισσότερο. Οι υπόλοιποι ορισμοί συνεχίζουν, προσθέτοντας και άλλα στοιχεία ανάλογα με το πόσο εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε ρευστό. Υπεύθυνη για την προσφορά χρήματος είναι η κεντρική τράπεζα της κάθε χώρας, η οποία τυπώνει χρήμα και επομένως καθορίζει την ποσότητα που κυκλοφορεί. Υπερβολική προσφορά χρήματος οδηγεί σε πληθωρισμό, αφού κυκλοφορούν, πλέον, περισσότερα χαρτάκια στην οικονομία και πολλοί θα αρχίσουν να ξοδεύουν περισσότερο, οπότε και οι τιμές ανεβαίνουν. Η υποπροσφορά δημιουργεί έλλειψη ρευστότητας, κατά την οποία ενώ τα άτομα θέλουν να καταναλώσουν, δεν μπορούν λόγω της λήψης ρευστού.
ΑΕΠ: Μπορεί να αναφέρεται σε δύο διαφορετικά πράγματα. Στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, το οποίο μετράει το σύνολο των παραχθέντων μέσα σε μια χώρα, είτε από ημεδαπούς, είτε από αλλοδαπούς και στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, το οποίο μετράει το σύνολο των παραχθέντων μέσα σε μια χώρα, μόνο από ημεδαπούς συν το σύνολο των παραχθέντων από άτομα ίδιας εθνότητας, αλλά κατοίκους άλλων χωρών. Επειδή ο δεύτερος ορισμός είναι πιο περίπλοκος, συνήθως χρησιμοποιείται ο πρώτος. Υπάρχουν δύο τρόποι καταμέτρησης του ΑΕΠ. Είτε από την πλευρά των εσόδων, είτε από αυτή των εξόδων. Με άλλα λόγια, είτε μέσω των εισοδημάτων που εισπράχθηκαν μέσα σε μια περίοδο, είτε μέσω των εξόδων που αποπληρώθηκαν για την ίδια περίοδο. Τα δύο ποσά αυτά στο τέλος της κάθε περιόδου πρέπει να είναι τα ίδια.
Πρωτογενής αγορά ομολόγων: Η αγορά ομολόγων απευθείας από το κράτος και συγκεκριμένα από την κεντρική τράπεζα.
Δευτερογενής αγορά ομολόγων: Η αγοραπωλησία ομολόγων μεταξύ ιδιωτών. Πιο λιανά, όταν ο ιδιώτης ξεφορτώνεται τα ομόλογα που πήρε από την κεντρική τράπεζα και τα πασάρει σε άλλον ιδιώτη.
Spreads: Η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων (των ομολόγων) μεταξύ δύο κρατών. Στην Ε.Ε. το επιτόκιο των ομολόγων της Γερμανίας χρησιμοποιείται ως βάση σύγκρισης, οπότε αν π.χ. το επιτόκιό της είναι 1% και της Ισπανίας είναι 2,75%, το spread της Ισπανίας είναι 1,75%. Η μονάδα μέτρησης είναι διαφορετική, αλλά ανταποκρίνεται σε ακριβώς αυτήν την διαφορά
Ζήτηση χρήματος: Περιλαμβάνει το σύνολο του ρευστού χρήματος που χρειαζόμαστε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας, όποιες κι αν είναι αυτές. Επηρεάζεται θετικά από το διαθέσιμο εισόδημα (εισόδημα μετά τους φόρους), αφού, όπως είναι λογικό, όσο περισσότερα έχει κάποιος τόσο περισσότερα θα θέλει να καταναλώσει και αρνητικά από το επιτόκιο της τραπέζης, αφού ένα υψηλό επιτόκιο αποτελεί κίνητρο για τους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωσή τους και να αυξήσουν τις καταθέσεις τους, περιμένοντας ένα μεγαλύτερο τόκο στο τέλος κάθε περιόδου.
Προσφορά χρήματος: Υπάρχουν διαφορετικοί ορισμοί για την προσφορά χρήματος, αλλά ο πιο βασικός περιλαμβάνει το σύνολο των κερμάτων και χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούν μέσα στην οικονομία. Ο επόμενος ορισμός περιλαμβάνει επίσης και τους άμεσα ρευστοποιήσιμους λογαριασμούς στις τράπεζες και τις επιταγές και είναι αυτός που χρησιμοποιείται περισσότερο. Οι υπόλοιποι ορισμοί συνεχίζουν, προσθέτοντας και άλλα στοιχεία ανάλογα με το πόσο εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε ρευστό. Υπεύθυνη για την προσφορά χρήματος είναι η κεντρική τράπεζα της κάθε χώρας, η οποία τυπώνει χρήμα και επομένως καθορίζει την ποσότητα που κυκλοφορεί. Υπερβολική προσφορά χρήματος οδηγεί σε πληθωρισμό, αφού κυκλοφορούν, πλέον, περισσότερα χαρτάκια στην οικονομία και πολλοί θα αρχίσουν να ξοδεύουν περισσότερο, οπότε και οι τιμές ανεβαίνουν. Η υποπροσφορά δημιουργεί έλλειψη ρευστότητας, κατά την οποία ενώ τα άτομα θέλουν να καταναλώσουν, δεν μπορούν λόγω της λήψης ρευστού.
ΑΕΠ: Μπορεί να αναφέρεται σε δύο διαφορετικά πράγματα. Στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, το οποίο μετράει το σύνολο των παραχθέντων μέσα σε μια χώρα, είτε από ημεδαπούς, είτε από αλλοδαπούς και στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, το οποίο μετράει το σύνολο των παραχθέντων μέσα σε μια χώρα, μόνο από ημεδαπούς συν το σύνολο των παραχθέντων από άτομα ίδιας εθνότητας, αλλά κατοίκους άλλων χωρών. Επειδή ο δεύτερος ορισμός είναι πιο περίπλοκος, συνήθως χρησιμοποιείται ο πρώτος. Υπάρχουν δύο τρόποι καταμέτρησης του ΑΕΠ. Είτε από την πλευρά των εσόδων, είτε από αυτή των εξόδων. Με άλλα λόγια, είτε μέσω των εισοδημάτων που εισπράχθηκαν μέσα σε μια περίοδο, είτε μέσω των εξόδων που αποπληρώθηκαν για την ίδια περίοδο. Τα δύο ποσά αυτά στο τέλος της κάθε περιόδου πρέπει να είναι τα ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου