Αναγνώστες

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Chantal Mouffe: Φεμινιστική πολιτική και Ριζοσπαστικη Δημοκρατια


Φεμινιστική πολιτική και ριζοσπαστική δημοκρατία
απόσπασμα από Chantal Mouffe
Φεμινισμός, το δικαίωμα στην ιδιότητα του πολίτη, και ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική
(Feminism, Citizenship and Radical Democratic Politics)
Στο Nicholson L., - Seidman S., (Eds) 1995 Social Postmodernism: Beyond identity politics. Cambridge, Cambridge University Press: 315-331.
μεταφραση:ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

......υπήρχε και υπάρχει σημαντικός προβληματισμός στα πλαίσια του φεμινιστικού χώρου όσον αφορά τη δυνατότητα στήριξης μιας φεμινιστικής πολιτικής από τη στιγμή που θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η υπόσταση των γυναικών ως γυναίκες.

Υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι το να εγκαταλείψουμε την ιδέα ενός γυναικείου υποκειμένου που έχει μία ιδιάζουσα ταυτότητα και προσδιορίσιμα συμφέροντα θα ήταν σαν να παύαμε να στηρίζουμε τον φεμινισμό ως πολιτική.

Σύμφωνα με την Kate Soper,
«ο φεμινισμός, όπως οποιοδήποτε άλλο είδος πολιτικής, συνεπάγονταν πάντοτε ένα κοινό δέσιμο, ένα κίνημα βασισμένο στην αλληλεγγύη και στην αδελφοσύνη των γυναικών, τις οποίες συνδέουν ίσως μεταξύ τους πολύ λίγα πράγματα άλλα από την ομοιότητά τους και τον “κοινό σκοπό” τους σαν γυναίκες. Αν αυτή η ομοιότητα από μόνη της αμφισβητηθεί με βάση το ότι δεν υπάρχει “παρουσία” μιας γυναικείας φύσης, τίποτα από αυτά που άμεσα εκφράζει ο όρος “γυναίκα”, και τίποτα που να θεωρείται άμεσα απτό πέρα από συγκεκριμένες γυναίκες σε συγκεκριμένες καταστάσεις, τότε η ιδέα μιας πολιτικής κοινότητας δομημένης γύρω από τις γυναίκες – πράγμα που αποτελούσε την κεντρική φιλοδοξία του πρώιμου φεμινιστικού κινήματος – καταρρέει.»


Θεωρώ ότι εδώ η Soper νοηματοδοτεί μία αβάσιμη αντίθεση μεταξύ δύο ακραίων εναλλακτικών: είτε υπάρχει μία δεδομένη εκ των προτέρων ενότητα του “γυναικείου κόσμου” βάσει κάποιας a priori συμμετοχής σ’ αυτόν ή, στην περίπτωση που αυτό απορριφθεί, δεν είναι δυνατή η ύπαρξη οποιωνδήποτε μορφών ενότητας και φεμινιστικής πολιτικής. Ωστόσο, η απουσία μιας ουσιακρατικά ορισμένης γυναικείας ταυτότητας και μιας εκ των προτέρων δεδομένης ενότητας δεν αποκλείει τη δόμηση πολλαπλών μορφών αρμονικής συνεργασίας και κοινής δράσης. Σαν αποτέλεσμα της δόμησης κομβικών σημείων, γίνεται δυνατός ο σχηματισμός παγιώσεων μερικού χαρακτήρα έτσι ώστε να γίνεται επίσης δυνατή η εδραίωση διαφόρων προσωρινών μορφών ταύτισης γύρω από την κατηγορία “γυναίκες”, τέτοιων που να παρέχουν τη βάση για μία φεμινιστική ταυτότητα και για έναν φεμινιστικό αγώνα. Στην Soper εντοπίζουμε ένα είδος λανθασμένης κατανόησης της αντι-ουσιοκρατικής θέσης τέτοιο που συχνά συναντούμε σε φεμινιστικής προσέγγισης γραπτά και το οποίο συνίσταται στην πεποίθηση ότι η άσκηση κριτικής στην ιδέα της ύπαρξης μιας ουσιώδους ταυτότητας θα πρέπει κατ’ ανάγκη να οδηγεί και στη συνολική απόρριψη οποιασδήποτε έννοιας της ταυτότητας.6


Στο βιβλίο Gender Trouble, η Judith Butler διερωτάται: “Ποια είναι η νέα μορφή πολιτικής που αναδύεται όταν η ταυτότητα με την έννοια του κοινού υπόβαθρου δεν δεσμεύει πια τον δημόσιο λόγο περί φεμινιστικής πολιτικής;” (1990, xi). Η απάντησή μου είναι ότι ακριβώς ένα τέτοιο είδος οραματισμού της φεμινιστικής πολιτικής προσφέρει πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα για μία δημοκρατικότητα που θα στοχεύει στη συνάρθρωση των ποικιλόμορφων και διαφορετικών αγώνων ενάντια στην καταπίεση. Αυτό που αναδύεται είναι η δυνατότητα της υλοποίησης ενός οράματος ριζοσπαστικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας.
Για να είναι επαρκής η διατύπωσή της, μία τέτοια προοπτική απαιτεί την απόρριψη της ουσιοκρατικού χαρακτήρα ιδέας περί μίας ταυτότητας των γυναικών ως γυναίκες όπως και την απόρριψη της προσπάθειας θεμελίωσης μίας ιδιάζουσας και αυστηρά φεμινιστικής πολιτικής.

Η φεμινιστική πολιτική δεν θα πρέπει να κατανοείται σαν ένα ξεχωριστό είδος πολιτικής που είναι σχεδιασμένη να επιδιώκει την ικανοποίηση των συμφερόντων που σχετίζονται με τις γυναίκες ως γυναίκες αλλά, αντίθετα, σαν μία επιδίωξη πραγμάτωσης φεμινιστικών σκοπών και στόχων στα πλαίσια μιας ευρύτερης συνάρθρωσης διεκδικήσεων. Αυτοί οι σκοποί και οι στόχοι θα πρέπει να έχουν σαν αντικείμενο τη μεταλλαγή όλων των μορφών λόγου, πρακτικής και κοινωνικών σχέσεων στα πλαίσια των οποίων η κατηγορία “γυναίκα” δομείται με τρόπο που συνεπάγεται υποτέλεια. Για εμένα, φεμινισμός είναι ο αγώνας για την ισότητα των γυναικών. Αλλά αυτός δεν θα πρέπει να γίνεται κατανοητός σαν ένας αγώνας για την πραγμάτωση της ισότητας μίας προσδιορίσιμης εμπειρικής ομάδας με κοινή ουσία και ταυτότητα, δηλαδή αυτής των γυναικών, αλλά μάλλον σαν ένας αγώνας κατά των πολλαπλών σχηματισμών στα πλαίσια των οποίων η κατηγορία γυναίκα δομείται ως υποδεέστερη. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι αυτοί οι φεμινιστικοί στόχοι είναι δυνατόν να διατυπωθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σύμφωνα με τα πολλά και διαφορετικά είδη δημόσιου λόγου που μπορούν να αποτελέσουν το πλαίσιο για τη διατύπωσή τους: αυτό το πλαίσιο μπορεί να είναι Μαρξιστικό, φιλελεύθερο, συντηρητικό, ριζοσπαστικό-σχισματικό, ριζοσπαστικό-δημοκρατικό, και ούτω καθεξής.


Επομένως, υπάρχουν εξ’ ανάγκης πολλοί φεμινισμοί και οποιαδήποτε προσπάθεια να εντοπίσουμε τη “γνήσια” μορφή φεμινιστικής πολιτικής θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Πιστεύω ότι οι υποστηρικτές του φεμινισμού μπορούν να συνεισφέρουν στην πολιτική έναν κριτικό στοχασμό όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ουσιαστικής ισότητας των γυναικών. Ένας στοχασμός αυτού του είδους δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται από τις υπάρχουσες μορφές πολιτικού και θεωρητικού λόγου. Αντί να προσπαθεί κανείς να αποδείξει ότι κάποιο συγκεκριμένο είδος φεμινιστικού λόγου είναι αυτό που πράγματι αντιστοιχεί στην “αληθινή” ουσία της γυναικείας φύσης, θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να δείξει τον τρόπο με τον οποίο αυτό προσφέρει καλύτερες δυνατότητες για την κατανόηση των πολλαπλών μορφών υποτέλειας των γυναικών.
Ο κύριος ισχυρισμός που προέβαλα εδώ είναι ότι – όσον αφορά εκείνους τους φεμινιστές/φεμινίστριες που είναι δεσμευμένοι στην υλοποίηση ενός πολιτικού οράματος το οποίο έχει σαν στόχο τον αγώνα ενάντια στις μορφές υποτέλειας που υπάρχουν στα πλαίσια διαφόρων κοινωνικών σχέσεων και όχι μόνο στα πλαίσια εκείνων των σχέσεων που συνδέονται με το φύλο – μία προσέγγιση που μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε το πώς συντελείται η δόμηση του υποκειμένου μέσα από τις διαφορετικές μορφές λόγου και τις διαφορετικές υποκείμενες θέσεις είναι σαφώς πιο ικανοποιητική από ότι εκείνη που υποβιβάζει την ταυτότητά μας σε μία και μόνο υποκείμενη θέση, άσχετα με το αν αυτή είναι η τάξη, η φυλή ή το γένος.

Επιπλέον, αυτό το είδος δημοκρατικού οραματισμού εξυπηρετείται καλύτερα από μία οπτική που μας επιτρέπει να συλλάβουμε την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους δομούνται οι σχέσεις εξουσίας και μας βοηθά να αποκαλύψουμε τις μορφές αποκλεισμού που είναι παρούσες σε όλες τις αβάσιμες αξιώσεις περί οικουμενικότητας και σε ισχυρισμούς σχετικά με την ανακάλυψη της αληθινής ουσίας της ορθολογικότητας. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που αντί να αποτελεί εμπόδιο στη διατύπωση ενός φεμινιστικού δημοκρατικού οράματος, η κριτική της ουσιοκρατικής προσέγγισης και όλων των διαφορετικών μορφών της – ουμανισμός, ορθολογισμός, ουνιβερσαλισμός – αποτελεί στην πράξη αυτήν καθαυτή την προϋπόθεσή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα