Αναγνώστες

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Η Κρυσταλλία του νερού και ο Ανδρέας του αέρα Tου Cirut




Η Κρυσταλλία του νερού και ο Ανδρέας του αέρα


Η Κρυσταλλία του νερού, συγγενής μακρινή, με διάφανη επιδερμίδα. Σ' άλλες εποχές θα την παίρναν για γαλαζοαίματη. Τώρα οι πιο πολλοί την παίρναν για φευγάτη κι αρπαγμένη. Λεπτεπίλεπτη, ευαίσθητη σε όλα της, ψυχή, υγεία και σώμα. Ζούσε στη σιωπή. Απαντούσε μόνο. Δε ρωτούσε ποτέ. Την αγαπούσαμε γιατί ήταν αγνή και άδολη. Κάναμε αρκετή συντροφιά. Αυτή μας συντρόφευε με τη σιωπή της, που την ξέραμε πια. Από το ήρεμο βλέμμα της ξέραμε ότι υπάρχει ζωή εκεί, εσωτερική. Ζωή που κινείται απ' την ακοίμητη εσωτερική μηχανή, που αλέθει, όλο αλέθει τον έξω κόσμο κάνοντας τον χίλια δυό κομμάτια για να δώσει τη σπίθα στην έμπνευση. Ξέραμε ότι αισθάνεται τα πάντα και περιμέναμε τα ανεπάντεχα φευγάτα σχόλια της.


“Αγάπη γι αυτούς που διαμορφώνουν την ήμερη πλευρά της ανθρώπινης συνείδησης”, έλεγε συχνά σαν παράπονο.


Το πάθος της ήταν τα νερά και η ζωγραφική. Της άρεσε το νερό που κυλά. Μα και η ίδια κινούνταν ελαφρά κι απάτητα σαν κάποια ζωύφια πάνω στο νερό Από παιδί ανέβαινε σε λόφους και με τις ώρες χάζευε τα ποτάμια. Λιμπελούλα. ΄Υστερα γυρνούσε σπίτι και ζωγράφιζε κάτι ακατανόητα, που τα βάφτιζε "ποτάμια". Πολύ αργότερα θα μαθαίναμε ότι τα ακατανόητα ήταν ένας πρώιμος ιμπρεσσιονιστικός ατομικός δρόμος. Η τάση έγινε αργότερα επάγγελμα, αν και η ίδια δήλωνε με πείσμα ότι είναι χόμπι και τίποτα άλλο. ΄Υστερα παθιάστηκε με τις θάλασσες και τις λίμνες. Νυχτωνόταν κοιτάζοντας ηλιοβασιλέματα στο γιαλό. Και ύστερα ξενύχτι στο καβαλέτο.


Οι δικοί της την ανέχτηκαν από μικρή αλλά μεγαλώνοντας της κάναν το βίο αβίωτο. Να παντρευτεί, να δουλέψει, να αναλάβει τον εαυτό της. Η μακροχρόνια πίεση της οικογένειας την έκανε ακόμα πιο κλειστή και δυστυχισμένη. Απ’ τη σιωπή πέρασε στη μελαγχολία κι απ τη μελαγχολία στις κλινικές.


Είχε λίγες μέρες που βγήκε, αυτή τη φορά, και ήρθε να μας δει. Απομεσήμερο καλοκαιριάτικο κάτω απ την τέντα με δροσερά. Κουβεντούλα, παρεούλα, χαμηλή μουσική, χαλάρωση. Χαύνωση για την ακρίβεια.


Στη γενική μακαριότητα, ένας έντονος ήχος ήρθε απ τον ουρανό. ΄Ενα αλεξίπτωτο μηχανοκίνητο, με μια διαφήμιση στο πανί. Φτερωτός, αδιάκριτος εισβολέας στο μικρόχωρο της ευτυχίας μας. Οι δυό πιο ευέξαπτοι της παρέας πετάχτηκαν πάνω.


“Αϊ στο διάτανο, ρε μεσημεριάτικα. Παράτα μας στην ησυχία μας.”


Οι μούντζες πήγαιναν σύννεφο.


Ο φτερωτός πέρασε με εκκωφαντικό θόρυβο, κάνοντας μια πελώρια εναέρια καμπύλη, που σχεδόν μας άγγιξε, και ξεμάκρυνε. Τα θυμωμένα σχόλια μας έκαναν τη ραστώνη μας ρωμαίικο παζάρι. Αϊ ξεκουμπίδια με τις παληοδιαφημίσεις τους. Μόνο η Κρυσταλλία γελούσε. Γελούσε έντονα με την απρόσμενη αλλαγή. Οι δυό ευέξαπτοι την κοιτούσαν αγριεμένοι.


“Τι γελάς, μωρή; Με το φιγουρατζή τον ηλίθιο;”


Πάνω στην κουβέντα, νάσου πάλι ο φτερωτός. Πεταχτήκαμε πάνω έτοιμοι για καυγά αλλά με ποιόν; Κροκόδειλος εναντίον κολιμπριού. Ο πρώτος χάνει. Μόνο η Κρυσταλλία, δείχνοντας του τον καφέ της, του έγνεφε έντονα. ”΄Ελα για καφέ.” Ο φτερωτός έκοψε ταχύτητα και πλησίασε. Θέλοντας να συντηρήσω τη στιγμή, έτρεξα στο ψυγείο, βούτηξα ένα καφέ στιγμής προπαρασκευασμένο και έτρεξα στο μπαλκόνι. Ο φτερωτός έκανε στροφή και ξαναρχόταν προς το μπαλκόνι μας, με πρόθεση πια. Έδωσα τον καφέ στην Κρυσταλλία, πέτα τον, της λέω κι έτσι έγινε. Το αστείο ήταν ότι ο φτερωτός έπιασε τον καφέ. Αλλιώτικα ο καφές θα έπεφτε από τον όγδοο στο δρόμο και σκέψου τον τυχερό..


Στην επόμενη στροφή ο αθεόφοβος φτερωτός έπινε τον καφέ και μας έγνεφε μάλιστα και στην υγειά μας. Η Κρυσταλλία χοροπηδούσε απ τη χαρά της σα μικρό παιδί. ΄Υστερα το ιπτάμενο μηχανάκι χάθηκε στο βάθος του ουρανού. Γελούσαμε όλοι με το γεγονός, κάνοντας διάφορα σχόλια πειράζοντας την Κρυσταλλία ότι, να, της έτυχε κι αυτής πρίγκηπας σε φτερωτό άλογο, αλλά τι ατυχία…δούλευε κι έφυγε.


Πέρασε λίγη ώρα με πλάκες κι αστεία μέχρι να χτυπήσει η πόρτα. Ανοίξαμε για να δούμε μια φουντωτή ανθοδέσμη και κάποιον να την κρατάει.


“Τι είναι αυτό, από ποιόν;”, ρωτήσαμε.


“Ευχαριστώ για τον καφέ“, είπε. “Τα λουλούδια για την παρέα.”


“Ο φτερωτός”, κάναμε όλοι μαζί. “Πέρνα μέσα.” Το χάπενινγκ είχε και συνέχεια.


΄Ολα τα ύπουλα βλέμματα μας κατασκόπευαν την Κρυσταλλία. Ο φτερωτός, μετά την πρώτη πλάκα, ξεμοναχιάστηκε με την Κρυσταλλία και λέγαν και λέγαν για χρόνια. Δεν πέρασε στην Ικάρων, του άρεσε ο αέρας. Έπασχε από μελαγχολία, του άρεσαν τα ποτάμια, του άρεσε να κοιτά από ψηλά. ΄Ηταν λιγομίλητος. Είχε αποτύχει στις περισσότερες δουλειές, γιατί δεν ήταν "ανοιχτομάτης", είχε βρει τη χαρά του με τα ιπτάμενα μηχανάκια. “Ο Αντρέας του αέρα”, του κολλήσαμε και το παρατσούκλι.


Δεν μελαγχόλησαν ξανά μαζί...

2 σχόλια:

anepidoti είπε...

δεν θα σου πω τίποτε καλέ/ή μου cirut,
μόνο που πλάνταξε το μέσα μου
και πέταξε η ψυχή μου!
κοινότυπο μου φαίνεται το υπέροχο,
δεν έχω καλύτερη λέξη...
ευχαριστώ!
(τι θα πει λιμπελούλα;)

Ανώνυμος είπε...

@anepidoti,

no greek today. Me ton potamo pliroforiwn tou Nosferatou, den to eida to sxolio. Tromeri h evesthisia sou. Fainetai kai sto blog.

H λιμπελούλα einai ekeino to mikroutsiko entomaki, san elikoptero, pou petaei stin epifaneia tou nerou.

Nai, epidothike to minima, nomizw, se oxthi limnis

Τα url του θείου Ισιδώρα