filosofiatheoritikis.blogspot.com|
Η
έννοια «χρόνος» είναι ούτως ή άλλως μια αφαίρεση: κανένα ζωντανό ον δεν
υπάρχει μέσα στον απόλυτο χρόνο.Και, βέβαια, οι άνθρωποι είναι θνητοί:
«Και στο μεταξύ, ο χρόνος συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του να κάνει τους
πάντες να μοιάζουν, αλλά και να νιώθουν άσχημα».
Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας,κάποτε,κυνήγησε πολλή ώρα στο δάσος το γέρο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια:
«Φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγματα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ό,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο».
Ο θάνατος ,όπως και η γέννηση , συμβαίνουν μόνο μια φορά και δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κανείς «να το κάνει σωστά την επόμενη φορά», γιατί πρόκειται για ένα συμβάν που δεν θα το ξαναζήσει. Λίγα πράγματα πλησιάζουν τόσο πολύ το θάνατο –λέει ο Ζ. Μπάουμαν - όσο ο έρωτας: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στον έρωτα ή στο θάνατο δυο φορές. Είναι και οι δυο πιο μοναδικοί ακόμα και από τον ηρακλείτιο ρου. Είναι, πράγματι, και κεφάλι και ουρά, που αποκλείουν και αγνοούν καθετί άλλο».
Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας,κάποτε,κυνήγησε πολλή ώρα στο δάσος το γέρο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια:
«Φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγματα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ό,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο».
Ο θάνατος ,όπως και η γέννηση , συμβαίνουν μόνο μια φορά και δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κανείς «να το κάνει σωστά την επόμενη φορά», γιατί πρόκειται για ένα συμβάν που δεν θα το ξαναζήσει. Λίγα πράγματα πλησιάζουν τόσο πολύ το θάνατο –λέει ο Ζ. Μπάουμαν - όσο ο έρωτας: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στον έρωτα ή στο θάνατο δυο φορές. Είναι και οι δυο πιο μοναδικοί ακόμα και από τον ηρακλείτιο ρου. Είναι, πράγματι, και κεφάλι και ουρά, που αποκλείουν και αγνοούν καθετί άλλο».
Κάθε εμφάνιση του ενός από τους δυο είναι φαινόμενο μοναδικό,
παντοτινό,ανεπίδεκτο,επανάληψης, ανάκλησης ή αναστολής. Κάθε ον
γεννιέται για πρώτη φορά ή ξαναγεννιέται, όποτε συμβαίνει , ερχόμενο
πάντα από το πουθενά, από το έρεβος μιας ανυπαρξίας, χωρίς παρελθόν ή
μέλλον.
Καθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, το αναπόφευκτο των αλλαγών, η πίεση των πάμπολλων ερεθισμάτων επιθυμούμε να τον σταματήσουμε, να τον ακινητοποιήσουμε, να τον εντάξουμε σε προκαθορισμένα σχήματα. Αναπολούμε, νοσταλγούμε και εκλαμβάνουμε το παρελθόν και το μέλλον ως πάγιες οντότητες, ακλόνητες, αδιαπέραστες από τον ρυθμό των μεταβολών.Αυτή η τάση οντοποίησης του χρόνου, ως νοσταλγία του παρελθόντος ή ως θεοποίηση του μέλλοντος, ξεκινά από το φόβο της εξαφάνισης , του θανάτου. Όμως όπως μας προειδοποιεί οRichard Rorty η έκφραση «φόβος της εξαφάνισης » δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει φόβος της ανυπαρξίας,παρά μόνο φόβος μιας συγκεκριμένης απώλειας.
«Θάνατος » και «ανυπαρξία» είναι όροι εξίσου ηχηροί και εξίσου κενοί. Το να λέμε πως μας φοβίζουν είναι το ίδιο αδέξιο όσο και η προσπάθεια του Επίκουρου να πει, γιατί δεν θα έπρεπε να μας φοβίζουν. Ο Επίκουρος λοιπόν έλεγε: Όσο υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών κι όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Αντίθετα από ότι πίστευε ο Επίκουρος εμείς υπάρχουμε χάρη στο θάνατο.
Καθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, το αναπόφευκτο των αλλαγών, η πίεση των πάμπολλων ερεθισμάτων επιθυμούμε να τον σταματήσουμε, να τον ακινητοποιήσουμε, να τον εντάξουμε σε προκαθορισμένα σχήματα. Αναπολούμε, νοσταλγούμε και εκλαμβάνουμε το παρελθόν και το μέλλον ως πάγιες οντότητες, ακλόνητες, αδιαπέραστες από τον ρυθμό των μεταβολών.Αυτή η τάση οντοποίησης του χρόνου, ως νοσταλγία του παρελθόντος ή ως θεοποίηση του μέλλοντος, ξεκινά από το φόβο της εξαφάνισης , του θανάτου. Όμως όπως μας προειδοποιεί οRichard Rorty η έκφραση «φόβος της εξαφάνισης » δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει φόβος της ανυπαρξίας,παρά μόνο φόβος μιας συγκεκριμένης απώλειας.
«Θάνατος » και «ανυπαρξία» είναι όροι εξίσου ηχηροί και εξίσου κενοί. Το να λέμε πως μας φοβίζουν είναι το ίδιο αδέξιο όσο και η προσπάθεια του Επίκουρου να πει, γιατί δεν θα έπρεπε να μας φοβίζουν. Ο Επίκουρος λοιπόν έλεγε: Όσο υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών κι όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Αντίθετα από ότι πίστευε ο Επίκουρος εμείς υπάρχουμε χάρη στο θάνατο.
Ο Θάνατος, δίνει
μορφή,σχήμα και νόημα στη πεπερασμένη ζωή μας . Ο Θάνατος είναι παρών ,
εδώ ,τώρα τη στιγμή που ζούμε. Δεν βρίσκεται στο τέρμα της ζωής – όπως
υποθέτουμε αλλά παραμονεύει από κάτω της, ως το υπόστρωμα της ή το βάθρο
της.
Ο προσανατολισμός προς τον θάνατο -έλεγε ο Μαξ Σελερ - υπονοείται ουσιωδώς από την εμπειρία κάθε ζωής.
Ο θάνατος αποκτά τη μορφή και την υφή, που ο καθένας του δίνει ανάλογα με την προσωπικότητά του, αλλά και την εποχή στην οποία ζει. Είναι ένα πλαίσιο, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε η εικόνα μιας ζωής. «Αν σβήσουμε με τη σκέψη μας την ενορατική βεβαιότητα του θανάτου, ευθύς θα προέκυπτε μέσα στο μέλλον μια ριζικά διαφορετική στάση από την πραγματική μας στάση. Θα βλέπαμε τότε μπροστά μας την ίδια μας τη ζωή να εκτυλίσσεται σαν μια διαδικασία ατελεύτητη και εκ φύσεως ατέρμονη λόγω της απουσίας προοπτικής μέσα στη σφαίρα αναμονής και κάθε μια από τις έμπειρες μας θα έπαιρνε άλλη όψη και κάθε συμπεριφορά μας θα ήταν διαφορετική από ό,τι είναι στη πραγματικότητα.
Στ’ αλήθεια, τι άλλο μπορεί να ήταν η αθανασία των θεών, πάρα εκείνη η αιώνια βαρεμάρα ,«η
ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο », όπως την περιέγραφε ο Σοπενχάουερ: Σύμφωναμε τον Κίρκεργκορ «Οι θεοί βαριούνταν και γι’ αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα .»Η μονότονη πλήξη , μοιάζει συχνά επουράνια. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν. Αλλά αυτό το άπειρο ,η μονοτονία ,διαφέρει από αυτό που περιγράφουν οι μυστικιστές.
Η Simon Weil γράφει: «Η μονοτονία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο, αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό, αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου. Τοσύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς».
Στο διήγημα του Μπόρχες «ο Αθάνατος », ο Ιωσήφ Καρτάφιλος από τη Σμύρνη, φτάνει στην Πολιτεία των Αθανάτων. Καθώς περιπλανιέται στο λαβυρινθώδες ανάκτορο, πού αποτελούσε την πολιτεία, καταπλήσσεται από την εντύπωση μιας παλαιότητας που κόβει την ανάσα, και από την εντύπωση του ημιτελούς, το απροσδιόριστου, του απολύτως άνευ νοήματος.
Ο προσανατολισμός προς τον θάνατο -έλεγε ο Μαξ Σελερ - υπονοείται ουσιωδώς από την εμπειρία κάθε ζωής.
Ο θάνατος αποκτά τη μορφή και την υφή, που ο καθένας του δίνει ανάλογα με την προσωπικότητά του, αλλά και την εποχή στην οποία ζει. Είναι ένα πλαίσιο, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε η εικόνα μιας ζωής. «Αν σβήσουμε με τη σκέψη μας την ενορατική βεβαιότητα του θανάτου, ευθύς θα προέκυπτε μέσα στο μέλλον μια ριζικά διαφορετική στάση από την πραγματική μας στάση. Θα βλέπαμε τότε μπροστά μας την ίδια μας τη ζωή να εκτυλίσσεται σαν μια διαδικασία ατελεύτητη και εκ φύσεως ατέρμονη λόγω της απουσίας προοπτικής μέσα στη σφαίρα αναμονής και κάθε μια από τις έμπειρες μας θα έπαιρνε άλλη όψη και κάθε συμπεριφορά μας θα ήταν διαφορετική από ό,τι είναι στη πραγματικότητα.
Στ’ αλήθεια, τι άλλο μπορεί να ήταν η αθανασία των θεών, πάρα εκείνη η αιώνια βαρεμάρα ,«η
ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο », όπως την περιέγραφε ο Σοπενχάουερ: Σύμφωναμε τον Κίρκεργκορ «Οι θεοί βαριούνταν και γι’ αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα .»Η μονότονη πλήξη , μοιάζει συχνά επουράνια. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν. Αλλά αυτό το άπειρο ,η μονοτονία ,διαφέρει από αυτό που περιγράφουν οι μυστικιστές.
Η Simon Weil γράφει: «Η μονοτονία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο, αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό, αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου. Τοσύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς».
Στο διήγημα του Μπόρχες «ο Αθάνατος », ο Ιωσήφ Καρτάφιλος από τη Σμύρνη, φτάνει στην Πολιτεία των Αθανάτων. Καθώς περιπλανιέται στο λαβυρινθώδες ανάκτορο, πού αποτελούσε την πολιτεία, καταπλήσσεται από την εντύπωση μιας παλαιότητας που κόβει την ανάσα, και από την εντύπωση του ημιτελούς, το απροσδιόριστου, του απολύτως άνευ νοήματος.
«Το πρώτο, που μου έκανε εντύπωση - διηγείται ο
Ιωσήφ Καρτάφιλος – σ’ εκείνο το απίστευτο μνημείο,ήταν η παλαιότητα του.
Αισθάνθηκα ότι ήταν αρχαιότερο των ανθρώπων, αρχαιότερο της γης. Αυτή η
πανηγυρική του παλαιότητα (παρόλο που , κατά κάποιο τρόπο, τρόμαζε το
βλέμμα) μου φάνηκε απολύτως ταιριαστή για έργο που έφτιαξαν αθάνατοι
τεχνίτες.
Στην αρχή με προφυλάξεις, ύστερα με αδιαφορία και στο τέλος με απόγνωση ,περιπλανήθηκα στις κλίμακες και στα πλακόστρωτα του ανεξιχνίαστου ανακτόρου. … Αυτό το ανάκτορο είναι έργο των θεών, σκέφτηκα στην αρχή. Όταν εξερεύνησα το ακατοίκητο εσωτερικό του διόρθωσα την σκέψη μου: Οι θεοί που το έχτισαν έχουν πεθάνει . Όταν πρόσεξα τις παραδοξότητες του, αποφάνθηκα : Οι θεοί που το έχτισαν ήταν τρελοί ».
Το ανάκτορο ήταν γεμάτο αδιέξοδους διαδρόμους: πανύψηλα απροσπέλαστα παράθυρα,φανταχτερές πόρτες που έβγαζαν σε ένα κελί ή ένα πηγάδι, απίστευτες ανάστροφες σκάλες ή κρεμαστές στο πλάι ενός μνημειώδους τοίχου που δεν κατέληγαν πουθενά.Στο ανάκτορο που το έχτισαν αθάνατοι, τίποτε δεν είχε νόημα , τίποτε δεν υπηρετούσε κάποιο σκοπό. Επρόκειτο για μια πολιτεία όχι των οποιωνδήποτε αθανάτων αλλά κάποιων που γνώρισαν την εμπειρία του να είναι θνητοί, διδάχθηκαν δεξιότητες που αντιστοιχούσαν με μια τέτοια εμπειρία και μετά ,κατά κάποιο τρόπο, απέκτησαν την αθανασία. Εκείνη την στιγμή, ένιωθαν ακόμη την ανάγκη να εκφράσουν τη συνταρακτική ανακάλυψη ότι όλα όσα είχαν μάθει έγιναν ξαφνικά άχρηστα και εντελώς κενά νοήματος.
Τώρα όμως είχαν εγκαταλείψει ακόμη και τα ανάκτορο που έχτισαν τη στιγμή της ανακάλυψης , και ο Ιωσήφ τους βρήκε μέσα σε αβαθή πηγάδια στην άμμο:«Από εκείνες τις άθλιες τρύπες ξεπρόβαλλαν κάτι άνθρωποι γυμνοί , με γκρίζοδέρμα , με ατημέλητες γενειάδες. Δεν μιλούσαν και καταβρόχθιζαν φίδια».Τα συμπεράσματα είναι διαυγή: Τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή έχουν σημασία, επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί και το ξέρουν. Όσα κάνουν οι θνητοί άνθρωποι ,έχουν νόημα ,εξαιτίας αυτής της επίγνωσης. Αν νικιόταν κάποτε ο θάνατος, δεν θα είχαν πια νόημα όλα αυτά, που με τόσο μόχθο συνέθεσαν οι άνθρωποι ,προκειμένου να ενσταλάξουν κάποιο σκοπό στην τόσο σύντομη ζωή τους. Ο ανθρώπινος πολιτισμός–«συνελήφθη στον τόπο της τραγικής κι ωστόσο αποφασιστικής συνάντησης, ανάμεσα στην πεπερασμένη έκταση της σωματικής ανθρώπινης ύπαρξης και στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης πνευματικής ζωής.»
Στην αρχή με προφυλάξεις, ύστερα με αδιαφορία και στο τέλος με απόγνωση ,περιπλανήθηκα στις κλίμακες και στα πλακόστρωτα του ανεξιχνίαστου ανακτόρου. … Αυτό το ανάκτορο είναι έργο των θεών, σκέφτηκα στην αρχή. Όταν εξερεύνησα το ακατοίκητο εσωτερικό του διόρθωσα την σκέψη μου: Οι θεοί που το έχτισαν έχουν πεθάνει . Όταν πρόσεξα τις παραδοξότητες του, αποφάνθηκα : Οι θεοί που το έχτισαν ήταν τρελοί ».
Το ανάκτορο ήταν γεμάτο αδιέξοδους διαδρόμους: πανύψηλα απροσπέλαστα παράθυρα,φανταχτερές πόρτες που έβγαζαν σε ένα κελί ή ένα πηγάδι, απίστευτες ανάστροφες σκάλες ή κρεμαστές στο πλάι ενός μνημειώδους τοίχου που δεν κατέληγαν πουθενά.Στο ανάκτορο που το έχτισαν αθάνατοι, τίποτε δεν είχε νόημα , τίποτε δεν υπηρετούσε κάποιο σκοπό. Επρόκειτο για μια πολιτεία όχι των οποιωνδήποτε αθανάτων αλλά κάποιων που γνώρισαν την εμπειρία του να είναι θνητοί, διδάχθηκαν δεξιότητες που αντιστοιχούσαν με μια τέτοια εμπειρία και μετά ,κατά κάποιο τρόπο, απέκτησαν την αθανασία. Εκείνη την στιγμή, ένιωθαν ακόμη την ανάγκη να εκφράσουν τη συνταρακτική ανακάλυψη ότι όλα όσα είχαν μάθει έγιναν ξαφνικά άχρηστα και εντελώς κενά νοήματος.
Τώρα όμως είχαν εγκαταλείψει ακόμη και τα ανάκτορο που έχτισαν τη στιγμή της ανακάλυψης , και ο Ιωσήφ τους βρήκε μέσα σε αβαθή πηγάδια στην άμμο:«Από εκείνες τις άθλιες τρύπες ξεπρόβαλλαν κάτι άνθρωποι γυμνοί , με γκρίζοδέρμα , με ατημέλητες γενειάδες. Δεν μιλούσαν και καταβρόχθιζαν φίδια».Τα συμπεράσματα είναι διαυγή: Τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή έχουν σημασία, επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί και το ξέρουν. Όσα κάνουν οι θνητοί άνθρωποι ,έχουν νόημα ,εξαιτίας αυτής της επίγνωσης. Αν νικιόταν κάποτε ο θάνατος, δεν θα είχαν πια νόημα όλα αυτά, που με τόσο μόχθο συνέθεσαν οι άνθρωποι ,προκειμένου να ενσταλάξουν κάποιο σκοπό στην τόσο σύντομη ζωή τους. Ο ανθρώπινος πολιτισμός–«συνελήφθη στον τόπο της τραγικής κι ωστόσο αποφασιστικής συνάντησης, ανάμεσα στην πεπερασμένη έκταση της σωματικής ανθρώπινης ύπαρξης και στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης πνευματικής ζωής.»
Το μηδέν ,το κενό ,ο θάνατος ,είναι
συστατική διάρθρωση του υπάρχοντος. Ζούμε μόνο μια φορά. Το όριο το
μηδενός ,(ή του θανάτου),την περιορίζει και ορίζει την πεπερασμένη
μοναδική ζωή μας: όπως το κενό στο κέντρο ενόςδακτυλιδιού ,συγκροτεί και
το ίδιο το δαχτυλίδι.
Ο ποιητής Φίλιπ Λάρκιν έγραψε για το θάνατο:"Μονάχα με τον καιρό,μισοαναγνωρίζουμε το τυφλό αποτύπωμα, που φέρουν όλες μας οι συμπεριφορές. Μα κι αν ομολογήσουμε, εκείνο το άωροαπόγευμα που αρχίζει ο θάνατος μας ,τι ακριβώς ήταν, μικρή παρηγοριά,γιατί αφορούσε μόνο έναν άνθρωπο μια φορά, Και τούτον στο κατώφλι του θανάτου. Και τι απομένει από τον εαυτό στο κατώφλι του θανάτου;"
Ο ποιητής Φίλιπ Λάρκιν έγραψε για το θάνατο:"Μονάχα με τον καιρό,μισοαναγνωρίζουμε το τυφλό αποτύπωμα, που φέρουν όλες μας οι συμπεριφορές. Μα κι αν ομολογήσουμε, εκείνο το άωροαπόγευμα που αρχίζει ο θάνατος μας ,τι ακριβώς ήταν, μικρή παρηγοριά,γιατί αφορούσε μόνο έναν άνθρωπο μια φορά, Και τούτον στο κατώφλι του θανάτου. Και τι απομένει από τον εαυτό στο κατώφλι του θανάτου;"
Όταν το τέλος πλησιάζει, έγραψε ο Καρτάφιλος στο
διήγημα του Μπόρχες , δεν μένουν πια αναμνήσεις εικόνων μένουν μόνο
λέξεις,δάνειες και ακρωτηριασμένες λέξεις, λέξεις άλλων, να ποια ήταν η
ισχνή ελεημοσύνη που του άφησαν οι ώρες και οι αιώνες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου