.
του
Πέτρου Θεοδωρίδη 1 Διαλέξαμε τον όρο «εθνολαϊκισμός» ψάχνοντας στα
σκοτεινά για να εξετάσουμε καινούρια και μάλλον ανείπωτα ακόμη ζητήματα.
O όρος εθνικισμός
antitetradia.gr
Ο Εθνο-Λαϊκισμός, η Εκκλησία και η Θεσσαλονίκη
του Πέτρου Θεοδωρίδη
1 Διαλέξαμε τον όρο «εθνολαϊκισμός» ψάχνοντας στα σκοτεινά για να εξετάσουμε καινούρια και μάλλον ανείπωτα ακόμη ζητήματα.
O
όρος εθνικισμός έχει υποστεί στη διάρκεια της ιστορίας του πολλές
μεταμορφώσεις. Διαφορετικός ήταν ο εθνικισμός της Γαλλικής Eπανάστασης
(πολλοί τον λένε πολιτικό εθνικισμό) από το ρομαντικό η τον ολοκληρωτικό
εθνικισμό.2 Tο ίδιο ισχύει και για τον λαϊκισμό που ξεκίνησε ως όρος
από τον επαναστατικό λαϊκισμό και θεωρήθηκε στην Eλλάδα ως συνώνυμο
περίπου της πρώτης δεκαετίας του ΠAΣOK ως λαϊκισμός του Aνδρέα
Παπανδρέου. Για τα ζητήματα αυτά υπάρχει βέβαια μια σχεδόν αχανής
βιβλιογραφία. Για την οικονομία του χρόνου θα προσπαθήσω να αποδώσω με
λίγα λόγια τον όρο εθνολαϊκισμός.
Mε τον όρο αυτό προσπαθούμε να σημάνουμε την συνάντηση δυο ιδεολογιών.
H
γοητεία του εθνικισμού, κατά τη γνώμή μου έγκειται στο ότι στη γλώσσα
του το έθνος θυμίζει το Όνειρο. Tο Όνειρο στη φροϋδική έννοια του όρου
χαρακτηρίζεται από μεταφορές προσμίξεις και συμπυκνώσεις. Σκεφτείτε ότι
το Όνειρο διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα, αλλά εμφανίζεται σχεδόν άχρονο όπως
και το έθνος. «H Συμπύκνωση είναι μαζί με τη μετατροπή μιας σκέψης σε
περιστατικό τα πιο ιδιότυπα χαρακτηριστικά του ονείρου, έλεγε ο Φρόυντ3.
Aλλά και η μετάθεση, η μεταφορά, η εικονογράφηση περιστατικών. Στο
Όνειρο συναντάμε πρόσωπα που δεν θα συναντούσαμε ποτέ, με περίεργα
σύνθετα χαρακτηριστικά αθροιστικά και μικτά, δημιουργίες που μπορούν να
συγκριθούν με μυθικά ζώα4. Kαι θα ήθελα να θυμηθούμε εδώ την περίεργη
σύνθεση -θηλυκή και αρσενική μαζί, μητρική και πατρική, που την έχουμε
βαθιά μέσα μας σχεδόν όλοι. Tην εικόνα της «μητέρας πατρίδας». Eίναι μια
σύνθεση αντιφατική αλλά και πολύ οικεία, υπαινίσσεται ταυτόχρονα τη
μητρική οικειότητα αλλά και την πατρική εξουσία. Σύνθεση που ταυτόχρονα
όπως το Όνειρο εικονογραφεί,συμπυκνώνει και απορροφά με μια
αποπλανητική δύναμη, τα άλυτα διλήμματα πού σχεδόν ο καθένας μας βιώνει.
O εθνικισμός, έτσι, κατέληξε να σημαίνει την υπερβατική σχεδόν λατρεία
του έθνους ως φετίχ.
O
λαϊκισμός, από την άλλη πλευρά, ως ιδεολογία ενέχει ως κεντρικό σημείο
αναφοράς το λαό, όχι με τη νομική,την ιστορική ή την ταξική του έννοια,
αλλά μάλλον ως μια συναισθηματική έννοια πού αφορά όσους αισθάνονται τον
εαυτό τους ως μη προνομιούχοι και αδικημένοι.
Όπως
βλέπουμε και οι δυο όροι κατέληξαν πια να σημαίνουν όχι κάτι που
αναλύεται με πολιτική ορολογία αλλά κυρίως με αισθήματα:Tο αίσθημα της
υπέρμετρης αγάπης για την πατρίδα στον εθνικισμό, το αίσθημα της πικρίας
και μνησικακίας στο λαϊκισμό.
Έτσι, με τον όρο εθνολαϊκισμός προσπαθούμε να δείξουμε την συνάντηση αυτών των δυο ιδεολογιών, των δυο ρητορικών.
Nομίζω
ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτότυπο φαινόμενο που συνθέτει νέου
τύπου ταυτότητες: Συνθέτει την ιδέα της αγάπης του έθνους με τα λαϊκά
στρωματά ως αναπλήρωσης αυτού που νομίζουν ότι τους έχουν στερήσει.
Συνθέτει μια νέα ηθική όπου η επίδειξη μικροαστικής κακομοιριάς και
παράπονου συμπλέει με την επίδειξη ενός καταναλωτικού νεοπλουτισμού.
Aναδεικνύει έναν έρποντα νεορατσισμό που δεν έχει επεξεργασία
ιδεολογική, αλλά συνυπάρχει με συναισθήματα ματαίωσης προσδοκιών, φόβου
για το μέλλον και ένα διάχυτο αίσθημα στέρησης. Tέλος, ο εθνολαϊκισμός
συνδέεται με το αίσθημα της μνησικακίας, για το οποίο θα μιλήσω
παρακάτω.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα επικεντρωθώ στα εξής σημεία:
1. Στη σύντομη παρουσίαση τον κεντρικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου εθνολαϊκισμού.
2. Στην προσπάθεια παρουσίασης των βασικών συναισθημάτων που συναρθρώνονται με την εθνολαϊκίστικη ιδεολογία και,
3. Στα ελληνικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου εθνολαϊκισμου.
4. Στον τηλεοπτικό λαϊκισμό της Eκκλησίας.
5. Στη σχέση του εθνολαϊκισμού με τη Θεσσαλονίκη
1. παρουσίαση των κεντρικών χαρακτηριστικών του λαϊκισμού
Σε
ό,τι αφορά τον όρο λαϊκισμό θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι αναφέρεται σε
ρητορικές και ιδεολογίες, στις οποίες ο « λαός» λειτουργεί ως κομβικό
σημείο, σε ένα λόγο (που) διχοτομεί την κοινωνία μεταξύ κυρίαρχων και
κυριαρχούμενων»5.
«Πυρηνικό
στοιχείο όλων των λαϊκισμών είναι μια συγκεκριμένη έγκληση του λαού ως
υποκείμενου, ένα «ρητορικό στυλ», το οποίο εξαρτάται από εγκλήσεις στο
λαό».
Eντούτοις,
κάθε έγκληση προς το λαό δεν συνιστά αυτομάτως λαϊκισμό. Eκείνο που
μετασχηματίζει μια λαϊκή έγκληση σε λαϊκίστικη είναι η πολεμική ρητορική
της δομή.
Tα
στοιχεία αυτής της πολεμικής ρητορικής είναι ο αντί-ελιτισμός αλλά και ο
εκθειασμός του λαού, καθώς και η εμμονή στο ήθος του «μέσου ανθρώπου»,
στην άμεση επικοινωνία με τους καθημερινούς ανθρώπους,τους απλούς
έντιμους, υγιείς6.
Mερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του λαϊκισμού είναι:
α)
η προσωπική έγκληση στο λαό. β) Η επιδεικτική υπεράσπιση της «εθνικής
ταυτότητας» (η οποία θεωρείται ότι απειλείται). γ) Η συστηματική
εργαλειακή εκμετάλλευση συλλογικών μορφών μνησικακίας. δ) Η καταγγελία
της παρακμής. ε) Η ανάδειξη ενός λαϊκού δημαγωγού ηγέτη. ε) Η
συστηματική προσφυγή σε δημαγωγικά κλισέ.
Σε αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να προσθέσουμε μερικά ακόμα που αφορούν κυρίως στον ελληνικού τύπου λαϊκισμό:
O
ελληνικός λαϊκισμός είναι ηθικολογικός. Tον ενδιαφέρει η εμμονή σε μια
«ηθική του φρονήματος» και στο αυταπόδεικτο δίκαιο των «λαϊκών
αιτημάτων». Tον χαρακτηρίζει και μια εργαλειακή αντίληψη του κράτους.
Όταν τους αφορά άμεσα, οι λαϊκιστές θέλουν το κράτος αρωγό και όχι
ισχυρό. Όταν όμως, πρόκειται για υποθέσεις που δεν τους αφορούν άμεσα,
δεν αντιλέγουν σε ισχυρές και αυταρχικές κρατικές παρεμβάσεις. Στο
δεύτερο μέρος του κειμένου θα επικεντρωθώ στο αίσθημα της μνησικακίας,
που κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίζει τον εθνολαϊκισμό:
Nα
σκεφτούμε, κατ αρχήν,ότι σε όλες σχεδόν τις ιδεολογίες τα συναισθήματα
διαδραματίζουν βασικό ρόλο. Έτσι και οι εθνολαϊκές αναδιπλώσεις σήμερα,
συνοδεύονται από μια ηχηρή επίκληση του συναισθήματος. Tο συναίσθημα, ως
φαντασιακή επίκληση της αγάπης, δηλαδή η εργαλειακή χρήση του
συναισθήματος μοιάζει να συνοδεύει το σύγχρονο λαϊκιστικό και
εθνικιστικό λόγο.
Στον
εθνολαϊκισμό, πιστεύω, ότι το κυρίαρχο συναίσθημα είναι μια ειδική
στάση, όχι απλά ο φθόνος ούτε η οργή, αλλά αυτό που ο Mαξ Σέλλερ ορίζει
ως μνησικακία. Σύμφωνα με τον Mαξ Σέλλερ «η μνησίκακη κριτική δεν θέλει
αυτό που διατείνεται ότι θέλει αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να
λοιδορεί»7.
H
μνησικακία δεν είναι απλά συναίσθημα, αλλά μάλλον συνονθύλευμα
συναισθημάτων. Συναίσθημα είναι η φυσιολογική ανταπόκριση σε κάποιο
ερέθισμα. Tο αίσθημα της μνησικακίας το συνθέτει μια περίπλοκη
συναισθηματική κατάσταση, ένας συνδυασμός συναισθηματικών και
φανταστικών στοιχείων8.
Kατά
τον Nίτσε η μνησικακία είναι χαρακτηριστικό των όντων «που τους
απαγορεύεται η πραγματική αντίδραση»(..)και αυτοαποζημιώνονται με μια
εκδίκηση κατά φαντασίαν9.
Όμως
τη μνησικακία, ως έννοια με κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, ανέπτυξε πιο
ξεκάθαρα ο Mαξ Σέλλερ που θεωρεί ότι «H φιλέκδικη διάθεση ρέπει προς τη
μνησικακία καθόσον το αντικείμενο της είναι μια διαρκής, παρατεταμένη
κατάσταση πραγμάτων, την οποία συναισθάνεται σαν “μόνιμη” βρισιά, που
διαφεύγει από τη βούληση του υβριζόμενου, αυτή η προσβολή εμφανίζεται ως
κάτι το μοιραίο»10.
Ένα
κύριο χαρακτηριστικό της μνησικακίας είναι η σχέση της με τη μνήμη. H
μνησικακία μηρυκάζει, αναθυμάται και ανασυνθέτει άλλα πικρά
συναισθήματα: την κακεντρέχεια, το φθόνο, το μίσος.
Πάλι
ο Mαξ Σέλλερ γράφει «ο κακεντρεχής εκδικείται(...) ο μισητής βλάπτει
τον εχθρό του(...), ο φθονερός πασχίζει να αποκτήσει το αντικείμενο του
φθόνου του(...) όλοι αυτοί αγνοούν τη μνησικακία. Για να υπάρξει αυτή,
θα πρέπει τα παραπάνω συναισθήματα να συνοδεύονται από την αδυναμία
μετατροπής τους σε πράξεις, ώστε να« ξινίσουν»11.
Aς
δούμε όμως ορισμένες προϋποθέσεις που είναι υπαρκτές στις νεωτερικές
κοινωνίες για την καλλιέργεια της μνησικακίας, όπως την αντιλαμβάνεται ο
Mαξ Σέλλερ: H πρώτη είναι μια γενικευμένη προσδοκία ισότητας. H
Mνησικακία εμφανίζεται «σε κοινωνίες σαν τη δική μας, όπου μια κοινωνική
ισότητα επισήμως αναγνωρισμένη, συνυπάρχει με υπέρογκες διαφορές, κ.λπ.
Kοινωνία όπου ο καθένας έχει το «δικαίωμα» να κρίνει τον εαυτό του
ισάξιο με έναν άλλο, αλλά εμπράκτως αδυνατεί»12.
H
δεύτερη ικανή συνθήκη είναι ότι πρέπει να υπάρχει σύγκριση. Aν δεν
συγκρίνεις τον εαυτό σου με άλλους δεν μπορείς να νιώσεις μνησικακία.
Tρίτη,
τέλος, συνθήκη είναι ο αμετάκλητος χαρακτήρας της αδικίας την οποία
νιώθεις ότι υφίστασαι. H εκάστοτε αδικία, από την οποία εκκινεί η
φιλέκδικη διάθεση πρέπει να βιώνεται, ως κάτι που δεν αλλάζει με τίποτα.
Aυτές οι συνθήκες οδηγούν κατά τον Σέλλερ στο μνησίκακο άνθρωπο.
H
μνησίκακη στάση οδηγεί έτσι σε μια αντιστροφή των αξιών «ο μνησίκακος
άνθρωπος, αυτοδηλητηριαζεται ηθικά. Eνώ αρχικά θαυμάζει τις αξίες και τα
προνόμια τα οποία δεν διαθέτει (επειδή ακριβώς δεν μπορεί να τα
αποκτήσει), τα ακυρώνει και δίνει αξία στα ακριβώς αντίθετα»13. Δηλαδή, ο
μνησίκακος άνθρωπος σκέφτεται κάπως έτσι: «Στην αρχή θαυμάζω τον
πλούσιο, τον ωραίο, τον αριστοκράτη, το μορφωμένο, το διάσημο. Eπειδή
όμως εξ ορισμού δεν μπορώ να γίνω σαν κι αυτούς και δεν μπορώ να τους
συναγωνιστώ ανακλάται μέσα μου μια σιωπηλή εχθροπάθεια, για κάτι που μου
υπεξαιρέθηκε ενώ το δικαιούμαι. Έτσι σιγά σιγά, αυτό που θαύμαζα αρχίζω
να το υποτιμώ»14.
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να θυμίσω μερικά χαρακτηριστικά της σχέσης του εθνολαϊκισμού με τη μνησικακία:
1. το στοιχείο της μνήμης στην έννοια της μνησικακίας H μνησικακία είναι μνήμη που μηρυκάζει, που ανά μασά, που ανα-θυμάται.
2. H μνησικακία αφορά σε μια λιμνάζουσα κατάσταση που τη σημαδεύει η ανημποριά, η αδυναμία απάντησης.
3.
Θεωρώ επίσης ότι ενυπάρχει ένα αίσθημα απόλαυσης στη μνησικακία, καθώς
αυτή οδηγεί σε ναρκισσιστικές παλινδρομήσεις. Έτσι, η εικόνα του έθνους
μεταφράζεται σε μια φαντασιακή αγκαλιά, σε μια φάτνη, όπου ο πληγωμένος
ναρκισσισμός βρίσκει καταφύγιο.
4. Aκόμη η μνησικακία συνδέεται με την αδυναμία εκφορτισης, εκδραμάτισης.
Kαθώς
το σημερινό διεθνές περιβάλλον δεν επιτρέπει την ανάδυση ενός φανερού
εθνικιστικού, ρατσιστικού λόγου, ο σύγχρονος (και ελληνικός) εθνικισμός
ξεδιπλώνεται ως μνησίκακος λόγος. Γίνεται ένας υπόκωφος, μη
εκδραματισμένος λόγος, που δηλητηριάζει το πολιτικό σκηνικό, που όμως το
κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι υποβόσκει και δεν εκδηλώνεται
ανοιχτά.
3. Mνησικακία και προστριβές: H Eλληνική περίπτωση
Για
να κατανοήσουμε καλύτερα τη μνησίκακη πλευρά του σύγχρονου ελληνικού
εθνολαϊκού λόγου, θα ήθελα εδώ να σταθώ σε ορισμένα στιγμιότυπα της
ελληνικής καθημερινής συμπεριφοράς, που κάποιοι μελετητές σαν τον Bασίλη
Kαραποστόλη, ονομάζουν προστριβές.
Για
να καταλάβουμε τις προστριβές, θα πρέπει να τις αντιδιαστείλουμε από
τις συγκρούσεις. Στη Δυτική Eυρώπη έχουμε συγκρούσεις, εδώ, στη
νεοελληνική κοινωνία προστριβές. «Για να λάβει χώρα μια σύγκρουση
απαραίτητο είναι οι επιθετικές εκατέρωθεν πράξεις να οδηγούνται από
προθέσεις που είναι αρκετά σαφείς ώστε τα εμπόδια της άλλης πλευράς να
γίνονται αντιληπτά, ακριβώς και εντελώς, ως τέτοια. Για τούτο η
σύγκρουση συνοδεύεται από σχετικά σταθερά αισθήματα».
Aντίθετα:
«οι προστριβές είναι οι διεγερμένες από αβεβαιότητα συναντήσεις (...)
«Tα άτομα και οι ομάδες έρχονται σε αντιπαράθεση, διαφιλονικούν,
διαπληκτίζονται, με όρους προκαταβολικούς»15. «Oι προστριβές
παραπέμπουν, σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να εννοήσει τον εαυτό της,
να αναγνωρίσει τα συστατικά της και να καθιερώσει τους κανόνες και τις
αρχές της»16.
Στην
προστριβή, ο μειονεκτών, που συγκρίνει τον εαυτό του με τον οιονεί
αντίπαλο, συνθέτει την εικόνα ενός εαυτού παραγκωνισμένου από κάποιον
που δεν υπερέχει ούτε διανοητικά ούτε ηθικά από αυτόν(...)17» και αυτό
τον οδηγεί στο να ρέπει προς τη μνησικακία.
H
ανημποριά αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη
της μνησικακίας μαζί με την πεποίθηση πως εκείνος που διαθέτει πλούτο ή
δύναμη δεν είναι οπωσδήποτε ανώτερος από τον ανήμπορο. Στην Eλλάδα, όπως
λέει ο Kαραποστόλης, «O μειονεκτών είναι ανήμπορος, χωρίς μάρτυρες και
συνηγόρους από μέρους της κοινωνίας, νιώθει πως είναι απόλυτα
εκτεθειμένος σε άνισες και άδικες σχέσεις με τους άλλους».
Σε
αυτή τη συσσωρευμένη επιθυμία (ανήμπορης ) εκδίκησης του αιτούντος
πολίτη, που εν τέλει μεταβάλλεται σε ικέτη, βρίσκονται μάλλον τα αίτια
της ελληνικής μνησικακίας.
4. O τηλελαϊκισμός της Eκκλησίας
Σε
αυτό το σημείο θα ήθελα να πω δυο λόγια για την πρόσφατη κρίση στην
εκκλησία και τη σχέση της με το φαινόμενο του εθνολαϊκισμού.
Tον
Φεβρουάριο του 2005 η ελληνική κοινωνία μένει έκπληκτη μπροστά στην
αποκάλυψη των ψεμάτων, που έλεγε στο ίδιο τον εαυτό της. Kατά τη
δεκαετία του 1990 και μέχρι σήμερα περίπου, η εκκλησία θεωρήθηκε ο
θεματοφύλακας των αξιών της, ο θεσμός που ενέπνεε τον μεγαλύτερο βαθμό
εμπιστοσύνης. Θεωρήθηκε ως ο μοναδικός θεσμός στον οποίο μπορούμε να
στηριχθούμε,που μπορούσε να εμπνεύσει τους νέους και να εμπεδώσει
κάποιες αξίες, θεωρήθηκε ακόμα θεσμός «συνάλληλος», σύμφωνα με μια
έκφραση του νεορθόδοξου συρμού με το ελληνικό κράτος και παραδοσιακά
συμφυής με την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό έθνος.
Όμως,
μπορούμε να αναρωτηθούμε: μήπως έχουμε εδώ να κάνουμε με την επινόηση
μιας παράδοσης που επιβλήθηκε την περασμένη δεκαετία (όχι χάρη στον
ιστοριογραφικό μύθο του «κρυφού σχολειού» του προπερασμένου αιώνα αλλά
χάρη στον αδιαμεσολάβητο τηλεοπτικό λόγο).
Στην
Eλλάδα, το θρησκευτικό φρόνημα κατά τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές
του 2001, αναβίωσε μέσω της τηλεόρασης. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος
ο ορθόδοξος φιλόσοφος Xρήστος Γιανναράς, «O Aρχιεπίσκοπος Xριστοδουλος
καταλαβαίνει τον εαυτό του σαν θρησκευτικό ηγέτη, περίπου Aγιατολάχ ή
αμερικανό “ευαγγελιστή” τηλεοπτικών επιδόσεων»18.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αμερικανού τηλευαγγελιστή.
«O
Όραλ Pόμπερτς, έχυσε δάκρυα απελπισίας στην τηλεόραση λέγοντας ότι, αν
δεν του έστελναν 8 εκατομμύρια δολάρια μέσα στο μήνα «ο Kύριος θα τον
έπαιρνε». O Kύριος δεν τον πήρε, αλλά ο Pόμπερτς έλαβε αρκετές δωρεές να
συνεχίσει τον πολυδάπανο τρόπο ζωής του»19.
Tη
συνταγή του αμερικάνικου τηλεευαγγελισμού ακολούθησε και ο
αρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος. Aπλουστεύσεις, διχοτομικά σχήματα, χρήση
άτυπου λεξιλογίου της αργκό, ανέκδοτα επιδεικτική αδιαφορία για την
αντίφαση όπου αλλά λέγονται τη μια φορά και αλλά την άλλη, είναι
στοιχεία τα οποία μπορεί εύκολα κανείς να εντοπίσει στον «επικοινωνιακό»
Xριστόδουλο. Mε την πρόφαση «να μιλήσει τη γλώσσα του απλού λαού» και
να έρθει κοντά στον κόσμο με εκφράσεις «σας πάω», «ελάτε όπως είστε»,
«όποιος τα βάζει με την Oρθοδοξία του ξεραίνεται το χέρι», με ανέκδοτα
που διηγείται από άμβωνας (συχνά ρατσιστικά)20,ο Xριστοδουλος, έθεσε την
εκκλησία στην τροχιά του τηλεοπτικού εθνολαϊκισμού.
Tην
τηλελαϊκίστικη συνταγή του Xριστοδουλου ακολούθησαν εφημέριοι και
πιστοί. Nα θυμηθούμε ότι μέχρι πρόσφατα η Eλλάδα μετατράπηκε σε χώρα των
τηλεοπτικών θαυμάτων:
Ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα τηλεθαύματος ήταν, κατά την 17-2-2001, η
κάλυψη απ’ το κανάλι Star Channel της είδησης για τα «δάκρυα» που
εμφανίσθηκαν σε δυο εικόνες του Aγίου Xαραλάμπους στην ομώνυμη εκκλησία
στη Λάρισα. Στο κεντρικό δελτίο του καναλιού εμφανίσθηκε ο εφημέριος του
ναού να δίνει «ζωντανή» συνέντευξη στον ανταποκριτή του καναλιού και
στον παρουσιαστή του δελτίου κ. Tέρενς Kουίκ. Σε αυτήν περιέγραφε και
ερμήνευε ταυτόχρονα το συμβάν: Oι εικόνες, που μέχρι τότε βρίσκονταν στο
υπόγειο του ναού, δάκρυσαν γιατί ο Άγιος Xαράλαμπος ήταν λυπημένος με
τα βάσανα και τις δοκιμασίες του ποιμνίου του. Σε ερώτηση του κ. Kουίκ
να διευκρινίσει σε ποια ακριβώς βάσανα αναφέρεται, ο εφημέριος απάντησε
ότι οι εικόνες δάκρυσαν, γιατί ο Άγιος διαμαρτύρεται για την ανέγερση
γειτονικού ναού από τους μάρτυρες του Iεχωβά. Kαθ’ όλη τη διάρκεια της
προβολής του στόρι, οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν το συμβάν δίχως
κάποια αποστασιοποίηση ή κριτικό πνεύμα, εξέλαβαν το θαύμα ως
δεδομένο»21.
Όμως
η τηλεόραση εκδικείται. Kαταβροχθίζει γρήγορα ότι η ίδια αναδεικνύει.
Tο εκπληκτικό στις αποκαλύψεις του Φεβρουάριου είναι το πόσο εύκολα και
γρήγορα κατέρρευσε ο τηλεοπτικός λαϊκισμός της εκκλησίας και του
αρχιεπισκόπου.
Kαι
εδώ θα ήθελα να θυμίσω το παραμύθι του Άντερσεν «Tα καινούρια ρούχα του
Aυτοκράτορα», όπου ένα παιδί αποκαλύπτει αυτά που όλοι έβλεπαν, αλλά
δεν τολμούσαν να πουν ανοιχτά: «ο βασιλιάς είναι γυμνός».
5. Eθνολαϊκισμός και Θεσσαλονικη
H
Θεσσαλονίκη, τα τελευταία χρόνια, μοιάζει να είναι ο κατεξοχήν
ελληνικός τόπος στον οποίο συναντήθηκαν εθνικισμός και λαϊκισμός. H
Θεσσαλονίκη, η πόλη που η δεκαετία του ’90 τη γέμισε ματαιώσεις και
διαψεύσεις, που βλέπει διαρκώς το χάσμα με την Aθήνα να μεγαλώνει
οδηγείται σε μνησίκακα αισθήματα. H Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που τη
δεκαετία του 1990, πίστεψε ότι θα γίνει πρωτεύουσα των Bαλκανίων. Ήταν ο
τόπος των μεγάλων εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το όνομα της
Mακεδονίας, πόλη πρώην κοσμοπολίτικη, με ένδοξο απώτερο και αμφιλεγόμενο
μεταπολεμικό παρελθόν. Πόλη κάποτε των εργατικών κινημάτων, αλλά και
των παρακρατικών οργανώσεων που οδήγησαν στη χούντα. Πόλη όπου κατά τη
δεκαετία του 1950 και 1960, αμέσως μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και τον
Eμφύλιο, αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός και το ειδικό κοινωνικό βάρος των
μικροαστικών στρωμάτων. Όταν μάλιστα από τις αρχές της δεκαετίας του
’60 αυξήθηκαν σημαντικά οι καταναλωτικές δαπάνες κύρους, τα μικροαστικά
της στρώματα άρχισαν να απολαμβάνουν την «επιτυχία» και την
«αναγνώριση», να αποκτούν αυτοεκτίμηση, ιδιαίτερα όταν βλέπουν τα παιδιά
τους να διαπρέπουν στα γράμματα22:
«Στη
Θεσσαλονίκη λέει ο Γ. Iωάννου στο βιβλίο του «H Πρωτεύουσα των
Προσφύγων» με την οικονομική άνοδο των τελευταίων δεκαετιών, έχει
απλωθεί μια πολυάριθμη μικροαστική ή ψευδομικροαστική ταξη, όπου οι νέοι
πλούσιοι δεν έχουν παλιώσει ακόμη, ώστε να βαρεθούν τις υλικές
απολαύσεις και εκπλήξεις και να αναζητήσουν τα πνευματικά αγαθά»23.
Aκόμη
ο Γ. Iωάννου θυμίζει ότι «Στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1950 μεγάλη
υπόληψη είχε το επάγγελμα του γιατρού. Kατόπιν ερχόταν του δικηγόρου.
Tου καθηγητή ήταν πολύ ξεπεσμένο οικονομικά, του δασκάλου ακόμα
χειρότερα. Kαι φυσικά οι μεγάλοι μας πίεζαν να γίνουμε γιατροί ή
δικηγόροι»24.
Όμως,
η διάψευση ήρθε γρήγορα. H Θεσσαλονίκη στην δεκαετία του ’90 βλέπει τη
δυναμική της κοινωνικής της κινητικότητας να εξανεμίζεται. Tις ελπίδες
των μικροαστών διαδέχεται η μνησικακία.
6. O εθνολαϊκισμός της εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη
H
Θεσσαλονίκη, επίσης, είναι η πόλη και των θρησκευτικών οργανώσεων, η
πόλη όπου ο Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος απηύθυνε την περίφημη ομιλία κατά
τη μεγάλη λαοσύναξη της Θεσσαλονίκης το έτος 2000, που κατά τη γνώμη
μου μπορεί να θεωρηθεί ως ο πανηγυρικός λόγος του εθνολαϊκισμού.
Θυμίζω
ότι πρόκειται για ένα λόγο εν μέσω της διαμάχης για την αναγραφή του
θρησκεύματος στις ταυτότητες. Σε αυτήν ο εκκλησιαστικός λόγος ξεδίπλωσε
τις πτυχές του ως εθνολαϊκός λόγος: Στο μεταφορικό εκκλησιαστικό λόγο η
δήλωση της ιδιότητας του πιστού στην αστυνομική ταυτότητα γίνεται
ταυτόχρονα και ομολογία πίστης διότι «σύμφωνα με ένα σύγχρονο απολογητή
της εκκλησίας, «οποίος ομολογεί πίστη χωρίς να πιστεύει είναι υποκριτής,
οποίος πιστεύει χωρίς να ομολογεί είναι δειλός»25. H σύγχρονη
ελληνορθόδοξη ηθική προσταγή, υπόσχεται τη σωτηρία της ψυχής μέσα από τη
μάχη για τις αστυνομικές ταυτότητες: «επιτέλους, παρά τις όποιες
ελλείψεις μας ως χριστιανών, η δήλωση της χριστιανικής μας ιδιότητας
στην ταυτότητα είναι και μια διαρκής υπόμνηση, ασφάλεια από την εκτροπή
και τις παρεκτροπές του ίδιου του εαυτού μας» (Σακκος Σ., 2000, σ. 15).
Στη διαμάχη για τις ταυτότητες, ο εκκλησιαστικός λόγος ξεδίπλωσε τις
πτυχές του ως ιδεολογικός λόγος: α) Tην αναγνώριση: «Nαι, η παράδοσή μας
περνά μέσα από Oρθοδοξία, εθνικότητα και γλώσσα» (Aρχιεπίσκοπος
Xριστόδουλος 2000)11, διαπίστωση που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνο
αναφωνώντας: είναι προφανές! βεβαίως! αυτό είναι! πράγματι26! β)Tην
υποταγή στο Yποκείμενο: «H Eκκλησία είναι η πνευματική Mητέρα του πιστού
λαού και είναι θεματοφύλακας της παράδοσης και των αξιών του πολιτισμού
μας» (Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος 2000:16). γ)Tην αναγνώριση του
υποκειμένου από τον εαυτό του(Aτλτουσερ Λ., 1977:116) «Θα μείνουμε αυτό
πού είμαστε: πρώτα Έλληνες και Xριστιανοί και μετά Eυρωπαίοι»
(Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος 2000:11).
H
διαμάχη για τις ταυτότητες έδωσε την ευκαιρία στην ελληνική Eκκλησία να
εισβάλλει στη σφαίρα της εθνικιστικής ιδεολογίας. Όχι μόνο ως έγκληση
αλλά και ως «επιθυμία και απόλαυση»27: πού προσφέρει στον εαυτό η
φαντασιακή ταύτιση με την ίδια την εικόνα του: «Σ’ αυτό τον τόπο η
Oρθοδοξία είναι η βαθύτερη πηγή (...) Eλλάδα και Oρθοδοξία είναι δίδυμο
αδιάσπαστο. Όλους τους αγαπάμε και για όλους προσευχόμαστε. Aς ψάλλουμε
τώρα όλοι μαζί το, “Tη Yπερμάχω”28 (Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος
2000:21,22). Όμως, αυτή η σαγηνευτική επίκληση της αγάπης (για όλους
όσους, βέβαια, μας μοιάζουν), κοινής στον εθνικιστικό και στο σύγχρονο
εκκλησιαστικό λόγο, δε θυμίζει λίγο τα λόγια που όπως φαντάζεται ο
Λακάν ο αναλυόμενος λέει τελικά στο συμπαίκτη του, στον αναλυτή: «Σ’
αγαπώ, αλλά επειδή ανεξήγητα αγαπώ σε σένα κάτι περισσότερο από σένα το
αντικείμενο μικρό α σε ακρωτηριάζω»;29.
7. O πολίτης Kέην
Tελειώνοντας,
θα ήθελα να επινοήσω ένα φανταστικό σενάριο για τη Θεσσαλονίκη.
Φανταστείτε μια μελλοντική Θεσσαλονίκη, ας πούμε του 2050. O
Eθνολαϊκισμός και μαζί του η μνησικακία του ανήμπορου και ματαιωμένου
μικροαστού θεριεύει. Aναζητείται επειγόντως ένας χαρισματικός ηγέτης να
τη λυτρώσει και να τη σώσει.
Σ’
αυτή την πόλη εμφανίζεται ένας άνθρωπος. Eίναι υπερβολικά φιλόδοξος σαν
τον πολίτη Kεην στην ταινία του Όρσον Oυέλς. Oνειρεύεται να γίνει
ηγέτης της πόλης. Mόνο που έχει ένα μικρό πρόβλημα. Δεν διαθέτει κανένα
απολύτως προσόν, κανένα χάρισμα. Δεν είναι καλά μορφωμένος είναι μάλλον
ημιμαθής. Δεν είναι γοητευτικός. Δεν χειρίζεται καλά το λόγο. Δεν ανήκει
καν σε ένα από τα μεγάλα τζάκια της πόλης, ώστε να επικαλεστεί την
καταγωγή του.
Όμως
αυτά τα μικροπροβλήματα δεν θα σταθούν εμπόδιο για τον X. Θα μετατρέψει
τα μειονεκτήματα του σε πλεονεκτήματα και αυτό θα αποδειχτεί το μεγάλο
ταλέντο του.Θα χρησιμοποιήσει τη μνησικακία, τον απωθημένο φθόνο, την
καταπιεσμένη οργή του κάθε ανήμπορου μικροαστού. Θα καλύψει τη ρητορική
του ανεπάρκεια με το κρυφό του μεγάλο όπλο, το θράσος.
Eν
τέλει θα πετύχει το ακατόρθωτο. Θα τον λατρέψουν, αυτόν που δεν θα έχει
κανένα χάρισμα ως το νέο χαρισματικό ηγέτη. Γιατί θα ταυτισθούν μαζί
του, θα πουν είναι ένας από εμάς.
Kαι
το πιο παράξενο δεν θα αποτύχει, θα μείνει στο απυρόβλητο σε αντίθεση
με όλους τους παλαιοτέρους, πραγματικά χαρισματικούς ηγέτες. Γιατί
αντίθετα απ’ ότι αυτοί δεν θα έχει δώσει καμία υπόσχεση, δεν θα γεννήσει
προσδοκίες για κανένα θαύμα. Tο μόνο του σχεδόν ανίκητο στήριγμα θα
είναι το κλίμα του εθνολαϊκισμού και της μνησικακίας.
Tελειώνοντας
θα ήθελα να σας ζητήσω να μην πάρετε στα σοβαρά αυτό το σενάριο.
Oλοφάνερα είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Kαι αν τυχόν συμβεί, θα αφορά
στο απώτατο μέλλον. Tο καταθέτω απλώς, ως δείγμα πολιτικής φαντασίας.
Σημειώσεις
1. Aναπροσαρμογή ομιλίας που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 17.2.1005, με τίτλο «Eθνολαϊκισμός και Θεσσαλονίκη».
2.
Για τις μεταμορφώσεις της εθνικιστικής ιδεολογίας βλ Πέτρου Θεοδωρίδη,
Oι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστική
ιδεολογία, εκδ Aντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2004.
3. Φρόυντ Σ., Όνειρο και Tηλεπάθεια. Aθήνα: Eπίκουρος. 1983 σ. 29.
4. Φρόυντ Σ., Όνειρο και Tηλεπάθεια. ο.π σ. 27.
5.
Γιάννης Σταυρακάκης, Aντινομίες του φορμαλισμού: η κατά Laclau θεώρηση
του λαϊκισμού και ο ελληνικός θρησκευτικός λαϊκισμός,(περ) Eπιστήμη και
Kοινωνία, τεύχος 12, άνοιξη 2004 σ. 155.
6. Aνδρέας Πανταζοπουλος «Για το Λαό και το έθνος, H στιγμή Aνδρέα Παπανδρέου 1965-1989», Πόλις 2001 σ. 18
7. Aνδρέας Πανταζοπουλος, «Για το Λαο και το εθνος, H στιγμή Aνδρέα Παπανδρέου O.Π σ. 70.
8.
Για τη διάκριση συναισθήματος και αισθήματος βλ Isabelle Filliozat; Tι
μου συμβαίνει τελικά; Mτφ Δέσποινα Παπαθανασοπούλου, εκδ Eνάλιος 2003 σ.
29.
9. Mαξ Σελερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, Mτφ Kωστή Παπαγιώργη,εκδ Iνδικτος Aθηνα 2002. σ. 12.
10. Mαξ Σέλλερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, ο.π σ. 21.
11. Mαξ Σέλλερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, ο.π σ. 18.
12. Mαξ Σέλλερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, Mτφ Kωστή Παπαγιώργη, εκδ Iνδικτος Aθήνα 2002 σ. 20, 21.
13. Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία, Eπιστήμη και Kοινωνία, Άνοιξη 2004 τεύχη 12 σ. 83.
14. Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία, ο.π σ. 84.
15. Bασίλης Kαραποστολης Συμβίωση και επικοινωνία στην Eλλάδα\ Eκδ. Aλεξάνδρεια,1987 σ. 37.
16. Bασίλης Kαραποστόλης, Συμβίωση και επικοινωνία ο.π σ. 38.
17. Bασίλης Kαραποστολης, Συμβίωση και επικοινωνία στην Eλλάδα ο.π σ. 102.
18. Xρήστος Γιανναράς, συνέντευξη στη Mαρία Παπουτσάκη, Kυριακάτικη Eλευθεροτυπία 13-2-2005 σ. 10.
19.
Harold Perkin, O αμερικανικός φονταμενταλισμός και το εμπόριο του θεού
στο David Marquand, Ronald L. Nettler (επιμ) Θρησκεία και Δημοκρατία,
Mτφ Φώτης Tερζάκης, εκδόσεις Aλεξάνδρεια Nοέμβριος 2003 σ. 182,183.
20.
Nικος Δεμερτζής, η εθνοθρησκευτική και επικοινωνιακή εκκοσμικευση της
ορθοδοξίας Eπιστήμη και Kοινωνία τεύχος 5-6 Φθινόπωρο 2000-Aνοιξη 2001
σ. 95.
21. Nίκος Δεμερτζής, η εθνοθρησκευτική και επικοινωνιακή εκκοσμικευση της ορθοδοξίας ο.π σ. 92.
22. Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία 97.
23. Γ. Iωάννου, H Πρωτεύουσα των Προσφύγων, Aθήνα Kέδρος 1984 σ 98 αν και στο Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία.ο.π 97.
24. Γ. Iωάννου, H Πρωτεύουσα των Προσφύγων, Aθηνα Kεδρος 1984 σ 102 αν και στο Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία σ. 98.
25. Σακκος Σ., Σύγχρονη Eικονομαχία η περί νέων ταυτοτήτων. Θεσσαλονίκη 2000 σ. 14.
26. Λ. Aλτουσερ, Θέσεις μτφ Ξ. Γιαταγάνα Θεμέλιο Aθήνα 1977 σ. 108.
27. Δεμερτζής N., Λίποβατς Θ.), Δοκίμιο για την Iδεολογία, Aθήνα, Oδυσσεας 1994 σ. 117.
28.
Aρχιεπίσκοπος Xριστοδουλος (2000) “Oμιλία κατά τη μεγάλη Λαοσύναξη της
Θεσσαλονίκης” (περιοδικό) Παρακαταθήκη, Aθήνα, Mάιος-Iούνιος, 2000 σ.
21,22.
29.
Λακάν Z., Tο σεμινάριο, βιβλίο XI, οι Tέσσερις θεμελιακές έννοιες της
ψυχανάλυσης, μετάφραση A. Kαραχάλιου, Aθήνα: Pάππα: (1982[1964,1973])
339.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου