21η και κάτι
«Γιατί το έκανες;», επαναλάμβανα μηχανικά, μη βρίσκοντας κάτι άλλο να πω. Ούτε αυτός, όμως, έβρισκε οτιδήποτε να πει. Καθόταν με το κεφάλι κάτω, με κείνο το θολό σύμπλεγμα, που δεν μαρτυράει κανένα ξεκάθαρο συναίσθημα, σαν ανεξιχνίαστος ουρανός, που μπερδεύει τους μετεωρολόγους. Ο κόσμος τον είχε απομονώσει ή φυλαγόταν στις συναλλαγές, λέγαν πως δεν είναι προκλητικός αλλά παραμένει αμετανόητος. «Γιατί το έκανες;».
« Ήμουν πολύ άτυχος. Ήμουν ψηλός, βλέπεις. Καταδικάστηκα απ΄ τη φύση μου. Σ’ εσένα δεν απευθύνθηκαν. Τη γλύτωσες τελικά. Σπούδασες. Ξεγλίστρησες κι ας σου κόψαν την αναβολή κι ας σε στείλαν σε ανεπιθύμητη θητεία. Τράβηξες τα λιγότερα. Έγινες ήρωας. Εγώ ανθρωποφύλακας».
«Κείνο τον καιρό δεν υπήρχαν ήρωες. Υπήρχαν φοβισμένοι άνθρωποι, που πίστευαν, ωστόσο, επίμονα κάποια πράγματα. Κι ο φόβος του θάνατου, τους ξέσκιζε τα σπλάχνα νυχθημερόν, φόβος από ανθρώπους, τελικά σαν και σένα».
Μεγαλώσαμε μαζί. Γεννηθήκαμε με κάτι λίγες μέρες διαφορά. Ήμασταν αχώριστοι φίλοι. Μια ζωή ολόκληρη. Τόσο διαρκεί η παιδική ηλικία. Μια ζωή. Η υπόλοιπη μία ζωή, έχει ίδιες μέρες. Τα ολόιδια χρόνια της περνούν τρέχοντας και φέρνουν τα αδιατάρακτα γηρατειά, προθάλαμο του θάνατου. Ο παιδικός χρόνος είναι γεμάτος ζωή, τεράστιος, ατέλειωτος, όπως τον νιώθει και τον ζει η παιδική ψυχή, με τα χρωματιστά ματογυάλια των εντυπώσεων.
Ήταν η πρώτη συνάντηση μας μετά την εφταετία. Αποφεύγαμε ο ένας τον άλλο, σα συνένοχοι, που η επαφή τους θα τους εξέθετε στα μάτια των τρίτων. Ανάμεσα μας είχε ορθωθεί ένας τοίχος, που έκανε τις ζωές μας παράλληλες κι ασύμπτωτες. Η ζωή δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν ξεφορτώνεται τις παλιές βαριές μνήμες.
Για εφτά χρόνια έζησε την αλαζονεία του σατράπη, που έπαιζε με το φόβο του ανήμπορου. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Τον περιέγραφαν σαν αναίσθητο κτήνος, επώνυμο βασανιστή, δεύτερης σειράς. Σήμερα πάλευε για ένα μεροκάματο, με όρους δύσκολους. Δε μ’ ένοιαζε. Άλλωστε και μένα, αμετανόητος μου φαινόταν.
«Γιατί το έκανες;»
«Μας έκαναν σπουδαίους, τότε. Σωτήρες της κοινωνίας, ανθρώπους των καιρών, παιδιά της πατρίδας κόντρα στην πολιτική κρίση, την κοινωνική σήψη, τον κομμουνισμό και διάφορα τέτοια. Σήμερα με αποφεύγουν όλοι, όχι όμως και τότε. Δεν ξέρω τί στ’ αλήθεια σκέφτονταν, αλλά δήλωναν ότι πιστεύουν τα ίδια με μένα. Τώρα φεύγουν από τα καφενεία όταν μπαίνω, δε με αντιχαιρετούν... Πηγαίνοντας στο ΕΑΤ μας δέρναν μέρα νύχτα. Μάθαμε πως το πολύ ξύλο αντέχεται. Μας βασάνισαν με διάφορους τρόπους, εμάς τους καινούριους, οι παλιοί εσατζήδες».
Δεν ήξερα τι ήταν αυτά τα συναισθήματα που μου έβγαζε. Απέχθεια κυρίως. Μίσος όχι. Κι όμως θάπρεπε να υπάρχει μίσος, κόντρα σε κάθε ανθρωπιά της παλιάς εγγύτητας, στο όνομα εκείνων που σπαρτάρησαν στα χέρια του, στο όνομα των άτυχων που πόνεσαν και ένιωσαν υπαρξιακά μηδενικά, που θα προτιμούσαν νάμπαινε ένα μακάβριο τέλος στη ζωή τους, στην ατέλειωτη κακοτυχιά τους.
«Γιατί δεν έφυγες;»
«Λίγοι έφυγαν. Έγιναν περίγελος. Ξέραν πως στην κοινωνία τους περίμεναν τρικλοποδιές και κυνηγητό, από το στρατό και την ασφάλεια. Και βέβαια θα ήταν έκθετοι και στο μίσος των κομμουνιστών. Δεν διάλεξα να γίνω εσατζής. Μου τόφεραν σαν τελειωμένο. Με στρίμωξαν. Δεν είχα προστάτες. Διάλεξα, όμως, να μείνω, επειδή νόμιζα πως δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουν είκοσι χρονών. Θα μπορούσε να συμβεί και σε σένα».
«Εγώ βασανιστής δε θα γινόμουν ποτέ κι ας με σούβλιζαν. Εσύ ήθελες καλοπέραση στη θητεία. Εξόδους και σιρίτια. Και το τίμημα δεν σ’ ένοιαζε. Σας τάξαν θέσεις στο δημόσιο, εξασφάλιση. Ενδώσατε και προδώσατε. Προδότες της κοινωνίας ήσασταν».
«Απολίτικος ήμουνα. Μισούσα τους αριστερούς, όπως οι περισσότεροι τότε. Έτσι δε μεγαλώσαμε; Πόσες φορές δε μαλώσαμε γι΄ αυτά; Εσείς ήσασταν αριστεροί, μα δε σου κράταγα κακία. Άλλη μια φορά σας βγήκε, ωστόσο, σήμερα».
«Άλλο η ιδεολογική αντίθεση κι άλλο η βία σε ανθρώπους. Έγινες βασανιστής. Μπήκες στον κόσμο των κολασμένων. Έπαιζες με τις ανθρώπινες ζωές. Σα ζώο σε υπεροχή».
«Δεν έχεις άδικο σ’ αυτό. Μας μάθαν ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Έξω απ’ το φυσικό. Σαν τα ζώα. Σπάζαμε καύκαλα από χελώνες και πίναμε τις ματωμένες σάρκες τους. Ήταν μέρος της εκπαίδευσης. Και ξύλο, τρώγαμε συνέχεια ξύλο, σαν βασανισμένοι. Ύστερα ξεσπούσαμε στους κρατούμενους, αφού δεν μπορούσαμε να εκδικηθούμε τους εκπαιδευτές “βασανιστές” μας και τους παλιούς. Μόνο προστάτη μας –πατέρα - είχαμε ένα βαθμοφόρο εκπαιδευτή. Τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά; Τη γλύτωσες, σου λέω. Τριγυρνούσατε με τα κορίτσια σας ανέμελοι κι εμείς γίναμε σκυλιά, δαγκώσαμε ανθρώπους, σιχαθήκαμε το τομάρι μας. Κάποιος τα είπε στην Ευρώπη, στα ράδια. Ήταν ένας δύστυχος από μας».
«Δεν υπάρχει έλεος για βασανιστές και φονιάδες. Ακόμα και μετανιωμένους. Αν η κατάσταση δεν άλλαζε, θα δαγκώνατε κι όλο τον πολιτισμό, στο όνομα των θεωριών της παλιανθρωπιάς σας. Δε σε συγχωρώ, δε σε ξεπλένει η παλιά φιλία μας ούτε οι άνθρωποι τριγύρω θα στο συγχωρήσουν, όλη τους τη ζωή. Έφταιξες, έπρεπε να βρεις μια κάποια λύση. Εγώ δεν τάχα καλά με το θεό. Εσύ που τα είχες, δεν τον φοβήθηκες;».
«Μας έλεγαν ότι ο θεός είναι με το μέρος μας, απέναντι στους άθεους κι ότι έτσι τον υπηρετούμε με τον καλύτερο τρόπο. Ήμασταν κυρίαρχοι, δε νιώθαμε φόβο, τρέμαμε μόνο τον εκπαιδευτή μας».
«Δε σκεφτόσουν το μέλλον; Δε λυπήθηκες τους μακελεμένους κρατούμενους, δε φοβήθηκες το μίσος τους;».
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Το μέτωπο χαράχτηκε.
«Στο είπα, νιώθαμε άτρωτοι. Το μέλλον ήταν δικό μας. Ποιος θα μπορούσε να εκδικηθεί; Κανείς. Άλλωστε οι περισσότεροι πολίτες ήταν προσκυνημένοι. Το καθεστώς έβρισκε παντού συμμάχους. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται. Βολεύονται... Στ’ αλήθεια, για να ξέρεις, μόνο σε σένα θα τ’ ομολογήσω, ένα μόνο πράμα φοβήθηκα και θα φοβάμαι πάντα.....»
Τώρα τα συναισθήματα του ήταν πιο φανερά. Ξέφυγαν από τον έλεγχο. Κάτι τον τρόμαζε πράγματι, που δεν είχε ακόμα περάσει. Ένιωθες να ταλαιπωρεί κάθε μυ στο πρόσωπο του.
«Ήταν κάτι νύχτες, που είχαμε κρατούμενο το μακαρίτη τον Παναγούλη. Όταν βράδιαζε γινόταν ζώο, πώς να στο πω; Οι άλλοι κρατούμενοι μας παρακαλούσαν ή μας έβριζαν. Αυτός δε μιλούσε ανθρώπινα. Μούγκριζε σαν αναμαλλιασμένο ζώο, με αλλόκοτη και βροντερή κραυγή, που σίγουρα δε βγάζει άνθρωπος. Και δεν ήταν άνθρωπος. Σείονταν η φυλακή. Μούγκριζε κάπως σα λιοντάρι, μες το σκοτάδι μια-δυο ώρες. Πού έβρισκε τη δύναμη; Λιανισμένο τον είχαμε. Ύστερα αλυχτούσε σα τσακάλι στο κυνήγι. Κι ύστερα τσίριζε κοροϊδευτικά σαν ύαινα. Και ξανά απ’ την αρχή, σα λιοντάρι. Κανένας μας δεν μπόρεσε να τον κάνει να σωπάσει, παρά το ξύλο και τα ηλεκτρικά ρεύματα. Τη νύχτα γινόταν βασιλιάς της ζούγκλας και των φόβων. Μας απειλούσε, όπως ήθελε.
Για ώρες μούγκριζε έτσι. Μέσα του πρώτα. Σα να ξέθαβε ό,τι ζωικό έχει ο άνθρωπος βαθειά του. Πάγωνε η φυλακή. Έφευγαν οι ανώτεροι βρίσκοντας δικαιολογίες, τρέμαμε οι υπόλοιποι. Και κατά τα χαράματα σταμάταγε τα αλυχτήματα και τους βρυχηθμούς και ξέσπαγε σε ένα απόκοσμο μεταθανάτιο, ασταμάτητο γέλιο, ως το πρωί, σα να μπαινόβγαινε άφοβα στην κόλαση. Όποιος άλλος κι αν τόκανε, κι αν δεν ήταν, θα γινόταν σχιζοφρενής. Ήταν βαθειά χωμένα στην τρέλα τα φερσίματα αυτά. Μα εκείνος το πρωί τα ξαναείχε τετρακόσια και ειρωνευόταν τους ανακριτές. Βάζαμε ωτοασπίδες για να κοιμηθούμε τη νύχτα, μα ξέραμε πάντα, ότι εκεί παραδίπλα υπάρχει ένα άγνωστο ζώο, που δεν παίρνει χαλινάρι. Να τι θα φοβάμαι από κείνα τα χρόνια, μόνο αυτό.. Γι’ αυτό στην ουσία και τον φάγαν, κατά τη γνώμη μου...».
Cirut
2 σχόλια:
κι εγώ τι θέλεις να κάνω τώρα...cirut...
να βρυχηθώ; να γελάσω με έκφραση τρελής;
.......................
(και κάτι) φίλε μου, και κάτι...
-η φωνή του εσατζή είναι η δική σου φωνή και η δική μας, δεν ξέρει να μιλάει έτσι ένας εσατζής!, δεν έχει δικαιολογία να μιλάει έτσι-
Ξέρει φίλη anepidoti, ξέρει,
[αν και πρόκειται για σύνθεση 4 φωνών], στο Radio Europe1, κάπως έτσι τα είπε καλλιτέχνης εσατζής. Επετειακό, είπαμε. Ας το ξεχάσουμε. 21η και κάτι, είχαμε και ...πέρασε. Ταινία εποχής......
Ελπίζω να μη χρειαστεί ποτέ να ξαναβρυχηθούμε, για το δικαίωμα στη ζωή.
Δημοσίευση σχολίου