Αναγνώστες

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Η Μακεδονία του Ηλία Πετρόπουλου(απο τον ''ιο'' της Ελευθεροτυπίας (κλικ)


''Μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, ο συγγραφέας μιλάει για τη Θεσσαλονίκη, τη Μακεδονία και τον ελληνικό εθνικισμό.''


αποσπασματα :Ποιο είναι το μυστικό της αυτοεξορίας σας;


«Η ελευθερία. Η ελευθερία να γράφεις χωρίς φοβίες και η ελευθερία να δημοσιεύεις χωρίς νομικές συνέπειες. Ανέκαθεν ήθελα να φύγω από την Ελλάδα για να μπορέσω να ανασάνω. Τελικώς, ξεκίνησα να φύγω την εποχή της Χούντας, αλλά δεν μου έδοσαν διαβατήριο. Κατάφερα να φύγω το 75. Ποτέ δεν ξαναγύρισα στην χώρα μου».




- Το δοκίμιό σας για τη νοσταλγία και τη Θεσσαλονίκη ξεκινά με την εικόνα ελληνικής κατοχής της πόλης, το 1912. Ποιο είναι το περιεχόμενο των παιδικών σας αναμνήσεων;


«Η οικογένειά μας ανέβηκε "υποχρεωτικά" από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη, αφού ο πατέρας μου (ένας ασήμαντος δημόσιος υπάλληλος) πήρε μετάθεση για την βόρεια Ελλάδα. Αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του '30. Συνεπώς, εγκατασταθήκαμε τότε σε μια Θεσσαλονίκη που ήτανε, ακόμη, η μεγάλη πολυεθνική πόλη, όπου κυριαρχούσε το εβραϊκό στοιχείο.Οι εβραίοι, οι έλληνες, οι αρβανίτες (τους λέγαμε: αρναούτηδες), οι σέρβοι, οι αρμένηδες, οι σλαβομακεδόνες, οι βούργαροι, οι ρουμανόβλαχοι, οι λαζοί (άλλοι ήσανε ελληνόφωνοι κι άλλοι τουρκόφωνοι), οι καραμαλήδες (ορθόδοξοι τουρκόφωνοι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας), οι ντονμέδες (εξισλαμισθέντες εβραίοι), οι φραγκολεβαντίνοι. Ολες αυτές οι εθνότητες ζούσαν σε αρμονία. Στην Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν γκέτο. Οι εθνότητες ήσανε οργανωμένες με διάφορους τρόπους: γειτονιά, επάγγελμα, ενορία (γύρο σε μιαν εκκλησία, ή χάβρα, ή τζαμί). Υπήρχε μια ιδιάζουσα κάθετη και οριζόντια κοινωνική διάταξη. Οι άνθρωποι γνωριζόντουσαν από τις εθνικές τους ενδυμασίες. Οι καβάσηδες ήσαν αρβανίτες, οι φουρνάρηδες ηπειρώτες, οι σέρβοι είχαν πολλά ζαχαροπλαστεία, οι αρμένηδες είχαν το μονοπώλιο του καφέ, οι πλανόδιοι γαλατάδες ήσαν βλάχοι... Βέβαια, θυμάμαι τα πρώτα μου παιδικά χρόνια στην Αθήνα, που στο σπίτι μας την θεωρούσαμε σαν αληθινή πατρίδα μας. Εκείνη την μακρινή εποχή οι παλιοελλαδίτες αντιμετώπιζαν σαν αποικία την Βόρεια Ελλάδα. Αλλωστε, τους κάτοικους της Βόρειας Ελλάδας τους αποκαλούσαν "βούργαρους". Η σχετική παράδοση συνεχίζεται, μέχρι σήμερα, στα γήπεδα του φουτ-μπολ: κάθε φορά που μια ομάδα της Θεσσαλονίκης κατεβαίνει στην Αθήνα οι αθηναίοι θεατές ουρλιάζουν "έξω οι βούργαροι" και άλλα χειρότερα».


- Μετά τη διαίρεση της Μακεδονίας αυτή η βαλκανική μητρόπολη μετατρέπεται σε επαρχιακή πόλη;

«Πράγματι, από την στιγμή που η Θεσσαλονίκη έχασε την βαλκανική της ενδοχώρα ξέπεσε οικτρά. Παράδειγμα: πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν γεμάτο από ξένα πλοία. Μετά το 1925-1930 τα ξένα πλοία δεν είχανε κανένα λόγο να "πιάσουν" Θεσσαλονίκη. Υστερα από την απώλεια της βαλκανικής ενδοχώρας επακολούθησε κι ένα άλλο θανάσιμο πλήγμα: περίπου 40.000 εβραίοι εγκατέλειψαν για πάντα την Θεσσαλονίκη».- Πώς αποφασίσατε να στραφείτε στη λαογραφία;«Οι λαογράφοι αρχίζουν να γράφουν πολύ αργά - συνήθως μετά τα πενήντα τους. Είχα την τύχη ν' αρχίσω το γράψιμο σχετικώς νωρίς. Δουλεύω πάντα πάνω σε θέματα που αγνοούν, ή περιφρονούν, οι πανεπιστημιακοί. Ετσι, δουλεύοντας ουσιαστικώς δίχως βιβλιογραφία, ανατρέχω πάντα στην μνήμη μου, που την χρησιμοποιώ σαν τράπεζα πληροφοριών. Είχα αρχίσει να μαζεύω παλιές φωτογραφίες από τα φοιτητικά μου χρόνια, γύρο στο '50. Ετσι, μου είναι σχετικά εύκολο να δημοσιεύω διάφορα βιβλία για τη Θεσσαλονίκη. Ομως, το πρόβλημα είναι αλλού: δεν μπορείς να γράψεις τις λεζάντες των φωτογραφιών αν δεν κατέχεις απόλυτα την τοπογραφία της Παλιάς Σαλονίκης - μια τοπογραφία που έχει εξαφανιστεί εδώ και τριάντα χρόνια».- Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;«Δεν νομίζω ότι έχω δεχθεί συγκεκριμένες επιρροές από συγκεκριμένους συγγραφείς. Ο θεωρητικός οπλισμός μου και η ποιητική μου παιδεία βασίζεται κυρίως στην ελληνική και νεοελληνική γραμματολογία. Η γλώσσα μου είναι τα ελληνικά. Δουλεύω με αυτή τη γλώσσα. Για να μάθω καλά ελληνικά έπρεπε να μελετήσω προσεκτικά πώς μιλάει ο λαός μας και έπρεπε να διαβάσω τους έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Από τους παλιούς αγαπώ τον Καβάφη, τον Κάλβο, τον Καρυωτάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό. Δεν μου αρέσει καθόλου μήτε ο Καζαντζάκης, μήτε ο Ρίτσος. Προτιμώ άλλους: τον Αναγνωστάκη, τον Καρούζο, τον Εμπειρίκο, τον Γονατά, τον Ελύτη...»- Και από τους ευρωπαίους; «Απεχθάνομαι το περιβόητο esprit francais. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι γάλλοι συγγραφείς που αγαπώ. Και πριν απ' όλους τον Σταντάλ. Θαυμάζω τους ρώσους κλασικούς, την αμερικάνικη λογοτεχνία εν γένει, καθώς και την αγγλική, τους μεγάλους ιταλούς συγγραφείς, ορισμένους σκανδιναβούς (τον Κνουτ Χάμσουν, τον Στρίνμπεργκ), ορισμένους γερμανούς (λέω "ορισμένους" γιατί λόγου-χάρη ο Τουχόλσκι με εντυπωσιάζει περισσότερο από τον Μπρεχτ)».- Μια από τις πιο τραγικές περιόδους της Ελλάδας είναι η περίοδος του εμφυλίου πολέμου (1946-49). Οι αναμνήσεις σας από εκείνη την περίοδο;«Ωχ! Το 1990 εδημοσίευσα το βιβλιαράκι "Πτώματα, πτώματα, πτώματα", όπου μιλάω για την γερμανική Κατοχή (1941-1944) και για τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949). Νομίζω ότι, η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα είχανε τα πιο ισχυρά κομουνιστικά κόμματα της πολεμικής περιόδου. Το ελληνικό κομουνιστικό κίνημα πνίγηκε στο αίμα. Ομως, η χειρότερη περίοδος που περάσαμε, εμείς οι αριστεροί, ήταν η κρυπτοδικτατορία του Καραμαλή (1955-1963) - κι όχι ο Εμφύλιος Πόλεμος, ή η δικτατορία της Χούντας...»


- Γνωρίζετε το γεγονός ότι περίπου 28 χιλιάδες παιδιά μετά τον εμφύλιο πόλεμο είχαν διασκορπιστεί ως πρόσφυγες σ' όλο τον κόσμο;



«Το ξέρω πολύ καλά. Αλλά αυτά τα αρπαγμένα παιδιά δεν καταγόντουσαν μόνο από την Μακεδονία. Και ήσανε στην πλειοψηφία τους ελληνόπουλα από διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Και το σπουδαιότερο: η ελληνική φασιστική Δεξιά (υπό την προστασία της βασίλισσας Φρειδερίκης) άρπαξε χιλιάδες άλλα παιδιά και τάκλεισε σε σχολεία-φυλακές που υπήρχαν σ' όλη την Ελλάδα, από την Θεσσαλονίκη ως την Ρόδο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: