Αναγνώστες

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ του CIRUT


ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Πολλοί πιστεύουν ότι λέγοντας «Μνημεία της Φύσης» εννοούμε κάτι άψυχο, κάτι αμετάβλητο και μακρόβιο, κάτι διαρκές χωρίς ζωή τέλος πάντων. Σαν το πετρόδασος των απολιθωμένων δέντρων στο Σίγρι της Λέσβου, ας πούμε. Δεν είναι έτσι. Κάποια μνημεία και ζωή έχουν και χαρά δίνουν. Η ιστορία διαδραματίζεται σε νησί, σε καλοκαιρινές διακοπές, τότε που η λογική παραμερίζει και οι εντυπώσεις κυριαρχούν, τότε που η γοητεία των σωμάτων νικά τη γοητεία του πνεύματος.
Τα ελληνικά νησιά, ως γνωστόν, διακρίνονται για τη φυσική ομορφιά τους. Καλώς ή κακώς συνεπώς, ταλαιπωρούνται το καλοκαίρι από χιλιάδες επισκέπτες, εγχώριους και αλλοδαπούς, αποφασισμένους να διασκεδάσουν. Πάση θυσία και γενεά. Σαν τα νησιά να τους το χρωστούν.
Ένας συχνός αλλά διαφορετικός επισκέπτης λοιπόν, λόγω του άφθονου χρόνου που διέθετε (καθηγητής Μέσης Εκπαιδεύσεως, καραλαβαίνετε!), περνούσε τόσο πολύ χρόνο στα νησιά, που αναγορεύτηκε «Επίτιμος Πρόεδρος, Παραλίας Αγίας Άννης, Νάξου». Η πληθωρική του ιδιοσυγκρασία τον έκανε αγαπητό, όχι μόνο στους τουρίστες της παραλίας αλλά και στους ντόπιους με τις ταβέρνες ή τους ντόπιους πλανόδιους. Φτάνοντας στο νησί κατέθετε στον ταβερνιάρη το πορτοφόλι του, τούκλεινε το μάτι και τούλεγε «μακάρι να περισσέψει και τίποτα, ως το φθινόπωρο. Ξέρεις εσύ». Ουδέποτε ο Μανωλάκης ζήτησε λογαριασμό κι ο κάπελας ουδέποτε τον έκλεψε. Οι άνθρωποι μπορούν να στήνουν ευέλικτα συστήματα συναλλαγών, όταν περισσεύει η εμπιστοσύνη. Κάτι που είναι αδύνατο για τα καχύποπτα και ληστρικά τραπεζικά.
Τον καιρό εκείνο η Αγία Άννα δεν είχε μολυνθεί από ξενοδοχεία και «υποδομές», όπως σήμερα αλλά έβαζε κάτω και κάμποσους τροπικούς γυαλούς. Πεντακάθαρη αμμούδα, αχανής, παραδείσια, απροσπέλαστη στα αυτοκίνητα πλησιαζόταν μόνο με μοτοσυκλέτα ή πεζή. Η διεθνής γυμνιστική νεολαία την τιμούσε, για 4-5 μήνες το χρόνο. Ήταν μια καλοκαιρινή ερωτική γωνιά, όπως οι Καβουρότρυπες της Χαλκιδικής, το Πορτοκάλι στην Πελοπόννησο και άλλες ευλογημένες ακρογυαλιές, της ύστερης εποχής των Ματάλων, περίπου σύγχρονη της Πρέβελης, της Ελαφόνησου και της Αγίας Ρουμέλης. Τιμή μεγάλη, λοιπόν, να είσαι επίτιμος Πρόεδρος αυτής της Εδέμ των γαλανών χρωμάτων, του αιγαιοπελαγίτικου φωτός και του έρωτα.
Στη χώρα μας οι επίτιμοι δεν είναι σπάνιο είδος. Συναπαρτίζουν μια τάξη ολόκληρη. Αριθμητικά, ρυθμιστικά και θεσμικά. Επίτιμος λοιπόν κι ο Μανωλάκης, ξέρουμε εμείς. Με τα όλα του. Και με κάτι παραπάνω. Τον μακρύ «Ντικ τον Διεθνιστή». Δεκαετία ’80 γαρ, σε παραλίες γυμνιστών. Ο αδαμιαίος Ντικ του φίλου μας, με άριστα το 18, έπαιρνε 25 τουλάχιστον (σε μονάδες μήκους CGS, γι’ αυτούς που θυμούνται κάτι από τη Φυσική του Γυμνασίου. Αν δε θυμούνται ας ρωτήσουν). Γιατί διεθνιστής τώρα. Όχι λόγω τεταρτοδιεθνιστικού παρελθόντος του Μανωλάκη, απλός «εδώδιμος σοσιαλιστής» είναι ο άνθρωπος αλλά λόγω της μείζονος ασκούμενης γοητείας του τρίτου ποδός του, στο γυναικείο ευρωπαϊκό πληθυσμό της ακτής. Το καλοκαίρι είναι καλοκαίρι!
Εμείς οι υπόλοιποι τότε παρόντες αρσενικοί, εντόνως ζηλόφθονοι και προς αποφυγήν απορρίψεων, αποκλείαμε οποιαδήποτε σύγκριση, μη πηγαίνοντας τσίτσιδοι κοντά του. Δηλαδή όλη μέρα. Την παλιά φιλία μας την δείχναμε μόνο ντυμένοι. Τα βράδια. Ακόμα και για μας τους γνωστούς, η αποκάλυψη ήταν αποκάλυψη, την πρώτη φορά που είδαμε την κατάσταση. Τα κορίτσια της παραλίας ξεβγαλμένα και ψυλλιασμένα, ήξεραν πώς περνά καλύτερα το καλοκαίρι. Μαυρομαλούσες σγουρές Ελληνίδες, ηλιοκαμμένες δίμετρες Σκανδιναβές, Αυστριακές με μια μπίρα στο χέρι μέσα στο κακαήλι, φουσκωτούλες Δανέζες, πληθωρικές Γερμανίδες, ξερακιανές μαυριδερές Ιταλίδες και απ΄ την άλλη αντίστοιχα νεαρά αρσενικά με νιάτα, γυμναστήρια και μυς, με μηχανές, αλκοόλ και άπειρη αδρεναλίνη. Το καλοκαιρινό πανηγύρι της νιότης. Ο επίτιμος Μανωλάκης, βαρώνος των παθών, σύμβολο του μετρικού έρωτα. «One foot. Wow», μετρικό πόδι - στ’ αλήθεια για τον Ντικ, - έλεγαν οι Αγγλίδες. Και όπως πάντα, αφού η φιλέλλην Ευρώπη εκτιμά τις ελληνικές αρετές, τις φωτογραφίζει και τις τιμά, πολλοί φακοί και αρκετά σκέλια εγκλώβισαν το μεγάλο περίεργο πουλί.
Ο Μανωλάκης παραπέρα είχε και ένα δεύτερο χαρακτηριστικό. Δεν είχε μάθει ποτέ του να κάνει δεσμούς. Ουδέποτε τον απασχόλησαν τα ιδεολογικά των δεσμών και απέρριπτε τη διαλαλούμενη υπεροχή του ερωτικού ζευγαριού. Γελούσε με τα ζευγάρια, τα έλεγε «γερασμένα και εκουσίως φυλακισμένα υποζύγια». Έπαιρνε τις σχέσεις στην πλάκα, διασκέδαζε το σήμερα και δεν άφηνε γουλιά στο μπουκάλι του αύριο. Ανθεκτικός στο αλκοόλ, το ξενύχτι, το γλέντι, τις παρέες, γελαστός και εξαιρετικά φιλικός. Έπαιρνε και τη ζωή στ’ αστεία κι αυτό του απέφερε μεγάλα κέρδη στις εφήμερες κατακτήσεις. Ψυχή χρυσή, πάντα ζητούσε απ΄ τις παρτεναίρ του να φέρουν και «μια φίλη για το φίλο», για μας τους απροίκιστους δηλαδή, μάταια όμως, αφού και η φίλη κατέληγε στον ίδιο για εύλογους λόγους. Είπαμε. Το καλοκαίρι είναι καλοκαίρι!
Τα νέα του πουλιού διαδιδόταν από στόμα σε στόμα και παρέες ολόκληρες από κορίτσια τον αναζητούσαν στην παραλία, χασκογελώντας. Όταν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, η ευχή εκπληρωνόταν στις πρόχειρες καλαμοκαλύβες, που πλέκαμε όλοι για τον ασίγαστο αέρα, το λιοπύρι και τις ριπές άμμου, που κάθε λίγο σε βίτσιζαν. Ο φίλος μας ήταν και εξαιρετικά επιλεκτικός. Του άρεσαν οι ξανθιές και φουσκωτές, με εκφραστικό πρόσωπο. Κι όταν τον εντόπιζαν ομαδούλες από τέτοιες, γινόταν ..διαγωνισμός ή και ..κλήρωση. Οι υπόλοιποι περιοριζόμασταν αναγκαστικά σε «συναισθηματικές κατακτήσεις» του διαλόγου και της εκμυστέρρευσης, τουτέστιν περίσσειες απ’ τις λεγάμενες που γνώρισαν ήδη τη χαρά της υπερβολής του Ντικ και αυτονομούνταν πλέον. Είναι σαν να είδες το τέρας της λίμνης του Λοχ-Νες και τώρα επισκέπτεσαι τα υπόλοιπα αδιάφορα λοχς, στο στενό της Καληδονίας. Ο Μανωλάκης απορούσε για τις απανωτές κατακτήσεις. «Πού βρέθηκαν όλες αυτές εδώ;», μας ρωτούσε. Δεν φανταζόταν ότι είχε ήδη αναγορευτεί ενεργό «Μνημείο της Φύσης» σε φωτογραφικό σκανδιναβικό περιοδικό και ότι κάποιες ζωηρές έβαλαν μακρινή πλώρη για τη «συνάντηση με το θεριό». Δυο και τρεις και τέσσερεις κοπέλλες την ημέρα, διέδιδαν το καλό νέο από πρώτο χέρι στις υπόλοιπες και το καλό νέο έφερνε κι άλλο γυναικείο κοινό εκεί. Ο μόχθος του Μανωλάκη αυξήθηκε.
Για να ξεκουράζεται απ’ το μόχθο ο ταλαίπωρος φίλος μας διέκοπτε τις διακοπές και γύριζε σπίτι του στην Αθήνα, για λίγο ύπνο. Δεν τηλεφωνούσε σε κανένα. Ιγκόγνιτο. Ένιωθε το σώμα του συνέχεια μουδιασμένο, το μυαλό του ζαλισμένο και μπερδεμένο. Οι ατζέντες του γεμάτες γυναικείες φωτογραφίες, με φλογερές αφιερώσεις και γράμματα με πολλά υπονοούμενα. «Πώς γίνεται αυτό;», αναρωτιόταν. «Τη διεύθυνση μου την έδωσα μονάχα σε δυο τρεις κοπέλες. Στο Ρώυτερ την πούλησαν;». Άλλες γυναίκες ρωτούσαν αν έχει αδερφό ή φίλους ανάλογων προσόντων κι αν υπάρχει κάποιος σχετικός σύλλογος. Κάποια και όχι μόνο αυτή, ρωτούσε για «μισθωτή ερωτική συνεργασία». Άλλη, ευφάνταστη σίγουρα, ζητούσε διευκρινίσεις για τον ισχυρισμό φίλης της που γνώρισε την ευτυχία του Ντικ, πώς εξηγείται ότι τον περιέγραφε δικέφαλο, ενώ στην φωτογραφία δεν ήταν έτσι. Τουρκικής καταγωγής καλλονή, δήλωνε πρόθυμη να γυρίσουν μαζί ταινία σεξουαλικού περιεχομένου και οι εισπράξεις να διατεθούν για τη διαφήμιση της ελληνοτουρκικής φιλίας.
Καθηγήτρια κοινωνιολογίας ρωτούσε αν εμπνέεται απ’ το Καμασούτρα, αν πέτυχε ό,τι πέτυχε με Ζεν, ενώ παράλληλα αναρωτιόταν αν το DNA του κρατάει απ’ ευθείας από κάποιον αρχαίο πρόγονο, που απεικονίζεται μακρύποδος – κεντρικώς - σε τολμηρά αγάλματα. Κακεντρεχής άγνωστη, πρώην παρτεναίρ του, έγραφε με τη χολή της εγκατάλειψης, ότι «συνάντησε και καλύτερα κυπαρίσσια, πέρα απ’ το γυαλό...». Οι προτάσεις γάμου ήταν συνηθέστατες, συνοδευόμενες από ρομαντισμό, πάθος ή ζωώδεις εκφράσεις. «Το άγριο και ανηλέητο σεξ είναι η μόνη παρηγοριά του ανάπηρου πολιτισμού μας», δήλωνε κάποια διανοούμενη. Μια άλλη ρωτούσε αν μπορεί να του φέρει τη νεαρή φλογερή μητέρα της, δεκαπέντε χρόνια χωρισμένη, που την αγαπά πολύ, έκπληξη - δώρο στα γενέθλια της. Το γράμμα άρχιζε κάπως έτσι:
«Mr Greek Good-bar…. Honorably .... please….Desire”. –Τιμητικώς, παρακαλώ, πόθος κλπ -
Σ’ αυτές τις διακοπές των διακοπών στην Αθήνα, κοιμόταν συνέχεια. Ύστερα επέστρεφε στο νησί θαλερότερος. Θέμα ελληνικής ψυχής είναι αυτό. Το φιλότιμο κλπ! Κάθε πρωί ξεκούραστος πια, έσκουζε στην παραλία: «Μη κολώνετε ρε, διακοπές είναι θα περάσουννννν». Και πέρασαν ξανά οι διακοπές. Και ήρθε ο χειμώνας, που ο Μανωλάκης ξαναγύριζε στη φυσιολογική του ζωή. Τα γράμματα όμως δεν έλεγαν να σταματήσουν ούτε οι προτάσεις γυναικών να επισκεφτεί τις χώρες τους, «με πλήρη φιλοξενία» ή νάρθουν αυτές. Απέρριπτε τις προτάσεις αυτές και απολάμβανε τη ζεστασιά της ελληνικής παρέας. Η διάδοση όμως της διεύθυνσης του τον προβλημάτιζε. «Μα τι με περνάτε; Για τον παρτεναίρ της Λίντα Λαβλέης; Δεν γυρίζουμε τσόντες, κυρία μου. Τη ζωή μας ζούμε. Για τις αναζητήσεις σας απευθυνθείτε σε επίλεκτους χαρισματικούς του Hollywood. Οι ταινίες τους κυκλοφορούν παγκοσμίως και με αντικαταβολή. Υπάρχει και ο δικός μας Μουζγκούνης», έγραψε σε μια τολμηρή θαυμάστρια, αποστέλλοντας της μια κασετούλα του συμπαθούς ηθοποιού. Ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος, με τη δικιά του διευρημένη ηθική, που πουθενά δε χωρούσε το δόλο και τη χυδαιότητα. Απλά του άρεσαν τα ερωτικά παιγνίδια και τα έπαιζε με τους όρους του......
«Σας ζητούν στο γραφείο του διευθυντή», τον ενημέρωσε κάποιος συνάδελφος. Ο γυμνασιάρχης του παρουσίασε τον αλλοδαπό. «Ο κύριος Ούβε Λάρσον. Σας γνωρίζει λέει. Από τις καλοκαιρινές διακοπές». Ο Μανωλάκης κοίταξε τον ξένο επισκέπτη (κι αυτός το παντελόνι του). Καλοντυμένος, καλογυμνασμένος, αρρενωπός ο επισκέπτης. «Δεν σας γνωρίζω. Είμαι βέβαιος, σαν φυσιογνωμιστής. Τι με θέλετε;». «Ναι, σωστά τα λέτε. Δεν γνωριζόμαστε. Θα ήθελα όμως να γευματίσουμε μαζί, αν το επιθυμείτε». «Περί τίνος πρόκειται; Πώς με βρήκατε;», ρώτησε ο Μανωλάκης περίεργος. «Θα μου επιτρέψετε να σας το αναλύσω το μεσημέρι. Σας βρήκα από κάποια γυναίκα Δανέζα. Συμπατριώτισα μου». «Ελπίζω να μην είναι καμιά ερωτική αντιδικία. Αυτό μας έλειπε», σκέφτηκε ο Μανωλάκης αναστατωμένος. «Τόσες γυναίκες! Αν προκύψουν και αναλογικά δυσαρεστημένοι άντρες, καήκαμε». Πήγε στο ραντεβού από περιέργεια, μιας και αισθάνθηκε ότι ο άλλος δεν του μίλησε με έχτρητα.
«Καθήστε», είπε ο ξένος. «Έχω να σας προτείνω μια πολύ επωφελή συνεργασία. Σας βρήκα από την Κέιτ Άντερσον, μια παροδική καλοκαιρινή φίλη σας στη Νάξο, που εργάζεται στην εταιρεία μας. Πρόκειται για μια εταιρεία προφυλακτικών. Τη RUDEX. Αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις των ανθρώπων σοβαρά. Προσωπικά διαθέτω δοκτορά από την ομάδα του Irvin Yalom, στην ψυχολογία σχέσεων. Η Κέιτ μου τα περιέγραψε όλα. Εδώ έχω ένα συμβόλαιο για διαφήμιση των προϊόντων μας. Θα μας παρουσιάσετε και τις απόψεις σας για τις παραλλαγές προφυλακτικών, βάσει της τεράστιας εμπειρίας σας. Γνωρίζετε τη γυναικεία φύση από την καλή. Αναφέρεται ότι οι κατακτήσεις σας αριθμητικά συγκρίνονται με των σύγχρονων μεγάλων του είδους, Τζεφ Μπρίτζες, Μικ Τζάγκερ, Ουώρεν Μπήττυ κλπ. Με τη συμβολή σας θα δημιουργήσουμε και ένα νέο προϊόν, αυξημένου μεγέθους, με το όνομα σας». Ο Μανωλάκης πετάχτηκε πάνω. «Δεν γυρίζω τσόντες, δεν είμαι ζιγκολό, δεν είμαι μισθωμένος επιβήτορας, δεν πουλώ προφυλακτικά, δεν είμαι κοινωνικός κατηχητής, κύριε Λάρσον. Είμαι ένας άνθρωπος απλός, που θέλει την ησυχία του. Ζω τη ζωή μου. Διασκεδάζω όπως έχω δικαίωμα, υποθέτω. Πιστεύω στον ελεύθερο έρωτα και σε μηνύματα άλλων εποχών για το θέμα, που έγιναν σημαίες ατομικής ελευθερίας, ελευθερώνοντας την ανθρώπινη λίμπιντο. Είμαι ιδεολόγος. Επέλεξα στη ζωή μου να μην ασχοληθώ με το χρήμα, ως δεδομένη, άχαρη και ευτελή επιλογή αλλά με την ηδονή. Δε νοικιάζω το σώμα μου ούτε το μυαλό μου. Αυτό πάει πάρα πολύ».
Ο κύριος Λάρσον δεν εξεπλάγη. Άνοιιξε την τσάντα του και έδειξε στον Μανωλάκη μια φωτογραφία του σε ένα Δανέζικο περιοδικό, με τον Ντικ σε μεγάλα κέφια. «Γνωρίζετε, πιστεύω ότι στη χώρα μου δεν είμαστε πουριτανοί. Τα σεξουαλικά ζητήματα τα συζητάμε ανοιχτά και με ιδιαίτερη χαρά. Το σεξ διδάσκεται στα σχολεία. Δεν βρίσκω τίποτα κακό στην πρόταση μου». Ο Μανωλάκης έμεινε άναυδος. Πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι έχει πρόβλημα με το σώμα του. Τον είχε οδηγήσει σε μπελάδες. «Γνωρίζουμε ότι και στη χώρα σας υπάρχει ζήτηση τουριστριών στη σεξουαλική βιομηχανία και στο σινεμά σας. Έχουμε λοιπόν, αμοιβαίες καταστάσεις. Πάρτε το λίγο στην πλάκα. Αν είναι θέμα χρημάτων να μου το πείτε ανοιχτά», συνέχισε ο επισκέπτης. «Κύριε Λάρσον, έχετε καταπατήσει τον ατομικό μου χώρο. Αν δεν συμπαθούσα εξαιρετικά τη χώρα σας, θα σας φερόμουνα άσχημα. Θέλω την ησυχία μου». Αντί απάντησης ο κύριος Λάρσον έβγαλε από την τσάντα των εκπλήξεων, κάτι σαν παιγνίδι. Ο Μανωλάκης και στις δύο όψεις ενός μικρού ταμπλό. Στη μία, που ήταν βαθμονομημένη, ο Ντικ φαινόταν σε διάφορες φάσεις του, ανενεργός, ημιενεργός, ενεργός και τα ..ενδιάμεσα στάδια και με το ... μέτρο. Από την άλλη όψη του ταμπλό ερωτήσεις Σωστό – Λάθος για την ερωτική φόρτιση και το αντίστοιχο μήκος του ..Μανωλάκη. Από τον πόθο, ως τον ίμερο.
Φυσικά ποτέ δε θάβρισκε κάποιο υπεύθυνο να τον τιμωρήσει για την κατάντια αυτή. Μάνιασε. Εγκατέλειψε άπραγο τον Δανό και έφυγε με κάθε σημαίνουσα αγένεια, που θα δήλωνε τη σθεναρή στάση του. Αισθανόταν ότι κάποιο σωματικό μέλος του και η ανθρωπότητα του στήσανε πλεκτάνη. Ένιωθε την διαφοροποίηση του απ’ τον «κανονικό» μέσο όρο, που επιτρέπει στον άνθρωπο να ζει ανώνυμα. Η δική του ανωνυμία πήγε περίπατο. Και μάλιστα διεθνή. Φανταζόταν να τον καλούν σε ειδικούς «αγώνες» μήκους, όπως στους αγώνες body-building, που μετράνε μούσκουλα και μπράτσα, μέσες και στήθος, σαν στη Βαρβάκειο και στο Καπάνι. Έπρεπε να τα αλλάξει όλα. Ζωή, συνήθειες, στέκια καλοκαιρινά, συμπεριφορές. Όλα. Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει. Η παλιά απομόνωση της Αγίας Άννας Νάξου του χάρισε όμορφα καλοκαίρια αλλά η επερχόμενη παγκοσμιοποίηση και η δημοσιότητα απειλούσαν την προσωπική ζωή και την ατομικότητα του. «Σε λίγο θα με βάλουν στο μάτι και οι κατασκοπευτικοί δορυφόροι», κάγχαζε.
Το επόμενο καλοκαίρι δεν πήγε στη Νάξο. Άλλαξε νησιά, ξενοδοχεία, δωμάτια. Είχε αλλάξει και σπίτι, χάθηκε η διεύθυνση του στην Αθήνα. Αυτό το καλοκαίρι φορούσε φαρδιά ρούχα. Πρόσεχε τον σωματικό τονισμό. Τηλεφώνησε στο παλιό σπίτι και του είπαν ότι το γραμματοκιβώτιο είναι γεμάτο γράμματα από το εξωτερικό, πού να του τα στείλουν; «Κάψτε τα όλα», απάντησε. Το πανηγύρι, όμως τελείωσε. Οι κατακτήσεις του τώρα ήταν ελάχιστες και έμεναν στο φλερτ. Χάθηκε στον κόσμο της ανωνυμίας. Ο καλοκαιρινός ανταγωνισμός των αρσενικών αδυσώπητος. Είχε να ανταγωνιστεί την ομορφιά, την καπατσωσύνη, την ευφράδεια και τις γλωσσικές γνώσεις, τα δίχτυα των παρεών, την εμπειρία στο ψάρεμα γυναικών. Και φυσικά όχι μόνο των ημεδαπών, μιας κι από χρόνια οι εθνικιστικές, αυτάρεσκες ιστορίες των καμακιών - απογόνων των Ολύμπιων θεών είχαν ξεφτίσει και ξεσκεπάστηκε το αγροίκο στοιχείο, η επαρχιακή βαρβατίλα, η αγένεια, η ενοχλητική επιμονή και η ανεπαρκής γλωσσομάθεια τους. Ήταν και οι αλλοδαποί, που υπερτερούσαν στις γαλαντομίες και δεν είχαν και όλα αυτά τα αρνητικά. Φίλος Αγγλο-εβραίος του εκμυστερεύτηκε ότι είχε επτά κατακτήσεις σε δεκαπέντε μέρες, καμιά Ελληνίδα ωστόσο. Αντίθετα καμιά Ελληνίδα στην Αγγλία δεν του αντιστάθηκε, έλεγε αλλά όλες του τόφεραν και έξω - έξω για γάμο. Ο Μανωλάκης ζεματίστηκε. Δεκαπέντε μέρες τώρα αυτός στα νησιά, γυναίκα δε σταύρωσε.
Κάτι τον ενοχλούσε στον ντυμένο κόσμο. Και δεν ήταν μόνο η μη αξιοποίηση της υπεροπλίας του. Οι συμβάσεις τον αποθάρρυναν. Από έφηβος έζησε σε αντίσκηνα και στις αμμούδες, στους υπνόσακους και στην τύχη. Έψαχνε για νυχτερινό καταφύγιο μετά τις δύο το βράδυ. Έφαγε βροχές και αέρια. Μια φορά ξύπνησε μες τη θάλασσα, που φούσκωσε και ρούφηξε όλους τους παράκτιους κοιμισμένους. Τώρα ετούτο έβγαινε το χειρότερο καλοκαίρι. Κατέβαινε στην ακτή με μαγιό - φαρδιά σκελαία, σα φούσκα και πονηρά κορδόνια από μέσα. «Θα πάω στην άγονη γραμμή», αποφάσισε. «Το καλοκαίρι είναι νεαρό ακόμα. Χρόνο έχω. Αλλά στην παραλία γυμνός δε βγαίνω. Πάει αυτό τελείωσε». Τηλεφώνησε σε κάποιους φίλους, στη Νάξο, μήπως τον ακολουθήσουν. Τον ενημέρωσαν ότι όλη η παραλία τον ψάχνει κι ότι κάποιες Σκανδιναυές απείλησαν τον ταβερνιάρη, πως αν δεν εμφανιστεί, θα... φύγουν και δε θα ξανάρθουν. Τελικά δυο φίλοι τον ακολούθησαν, οι φίλοι για τα δύσκολα. Ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα, διαφαινόταν...
Στο έρημο νησί, ευτυχώς, ο κόσμος ήταν ελάχιστος και οι δυσκολίες πολλές. Το πόσιμο νερό ανύπαρκτο κι ακριβό. Ένα μαγαζί πολλαπλών ρόλων μόνο. Ταβέρνα, καφενές, τηλεφωνείο, χορευτάδικο. Το κακό δεν ήταν για το Μανωλάκη αυτό όμως, αλλά το ότι κυκλοφορούσαν όλοι ...τσίτσιδοι, παντού. Μέρα – νύχτα. Και στην ταβέρνα! Ποιος θα ενοχλούνταν; Κι ο Μανωλάκης με τη σκελαία. Οι φίλοι εμβρόντητοι. «Τι έχεις πάθει; Εγώ, άμα.....». Ναι, αυτοί άμα. Άμα ξέραν, μόνο. «Δεν θα ξαναρχίσω τα ίδια», ψιθύριζε. Οι άλλοι ξένοι τον κοιτούσαν περίεργα. «Θάχει κάποια αρρώστια ο άνθρωπος!». Δεν άντεξε πολύ. Σε τρεις μέρες βρήκε τη Σολομώντεια λύση.
Η αλλαγή ξεκίνησε με μια αναμνηστική φωτογραφία. Αποθανάτιζε μια ομάδα γυμνιστών τσίτσιδων πλην ενός, που φορούσε το καπέλο του. Όχι στο κεφάλι του πάντως. Με τα δυο χέρια κρατούσε το καπέλο μπροστά, όπως το κρατούν οι ..ντυμένοι, στην εκκλησία. Κι αυτό που δεν έγινε ως τότε, συνέβηκε εκεί. Ερωτεύτηκε αστραποκεραυνικώς. Μια όμορφη ερωτιάρα κοκκινομάλλα με φακίδες, Φιλανδή, γυναίκα του τώρα. Και με άμεση ανταπόκριση. Για χάρη της μικρής κοινότητας, ωστόσο, παραχώρησε σε γενική ιλαρότητα, κάποιες λίγες φωτογραφίσεις με καπέλο και χωρίς. Οι τυχερές, λοιπόν, που πρόλαβαν και είδαν, διέσωσαν για τους κρύους χειμώνες μεγάλων βορείων γεωγραφικών πλατών πιπεράτες αναμνήσεις και αναγνώρισαν επάξια το φυσικό χάρισμα του φίλου μας, ως ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ. Οι υπόλοιπες άτυχες, που δεν είδαν, θα περιγράφουν στο περιβάλλον τους άλλη μια ελληνική ιδιομορφία, αντί το καπέλο να το κρεμούν στο καρφί, να το κρεμούν εκεί. Ο σεμνός φίλος, όταν παρατηρήθηκε συρροή γυναικών στην παραλία με το φακό έτοιμο, ήξερε πως ο καιρός της αποδημίας ήρθε. «Φεύγουμε», είπε στη Ριίτα. «Για πού», ρώτησε αυτή έκπληκτη. «Πάμε στον κόσμο των παντρεμένων». Εκείνη χαμογέλασε πονηρά, τρισευτυχισμένη... Ποτέ δε φανέρωσε στο σύζυγο της, ότι ένα χρόνο πριν παραθέριζε στην Αγία Άννα Νάξου....
Cirut

2 σχόλια:

cynical είπε...

@Cirut, πάρα πολύ ωραία, γλαφυρη γραφή!

Μονο εχω να δηλώσω ευθαρσώς ότι όχι μονο δεν παραθερισα ποτε στην Αγ Αννα αλλα ουδεποτε πατησα και το ποδαρι μου στη Ναξο!!

Ανώνυμος είπε...

@cynical,

καλώς την καλή φίλη και θαυμάσια blogger. Τόστειλα στο φίλο Νοσφ για να λαφρύνουμε λίγο τη στενάχωρη κατάσταση. Για μένα είναι πιο στενάχωρη ακόμα, που συγκατοίκησα με Άραβες, με Εβραίους και με Άραβα και ..Εβραίο ταυτοχρόνως. Ναι, έξω απ' το χορό οι άνθρωποι είναι ημερότεροι.

Τώρα, για την Αγία Άννα, χάλασε πια. Δεν θέλω να ξαναπάω. Δηλώνω όμως, ότι η ιστορία έχει κάποια αληθινή βάση. Στη λογοτ που πρεσβεύω, τα πάντα πρέπει να ξεκινούν απ' την πραγματικότητα.

Το πόνημα γράφηκε τώρα... Προδοσία της επιστήμης...