Αναγνώστες

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Το κρυμμένο αριστούργημα του Ζοζέφ Ινεμπράο'' Απο τον Cirut







Το κρυμμένο αριστούργημα του Ζοζέφ Ινεμπράο

Ο γερο Ζοζέφ κουνιόταν αδιάκοπα στην αιώρα του. Κάθε λίγο τραβούσε και μια τζούρα από το θεόρατο, χειροποίητο πούρο του. Ύστερα τον ξανάπαιρνε ο ύπνος και η αιώρηση σταματούσε. Όταν ξυπνούσε, θυμόταν να ξανανάψει το πούρο του ή να αρχινήσει άλλο και η αιώρα ξεκίναγε κι αυτή το παλάτζο της. Για να μη σηκώνεται μάλιστα, είχε ένα σχοινί δεμένο στον απέναντι πάσσαλο, που το τραβούσε στο ξεκίνημα για να πάρει φόρα. Ο πάσσαλος κρατούσε, συντροφιά με άλλους πέντε, την πρόχειρη στέγη της εξέδρας του Ζοζέφ, που είχε τα πόδια της καρφωμένα στην πεντακάθαρη θάλασσα του τροπικού, σα ψηλοπόδαρος ερωδιός.

Λίγες στιγμές έδειχνε να θυμάται τον κόσμο τούτο. Κι όταν γινόταν αυτό, ήταν κάπως εκρηκτικό. Σα παλικαράκι βρισκόταν άξαφνα στα πόδια του, σήκωνε το καβάλο του πανταλονιού του όσο μπορούσε κι άρχισε να μονολογεί, χορεύοντας μ’ αργά βήματα, στρίβοντας και τη μέση του.

«Ναι, ο Γιόρκα αριστερά μου έπαιζε το κοντραμπάσο. Κολπατζής άνθρωπος. Μάστορας. Μεράκι σκέτο. Τρεις από τις τέσσερεις χορδές χοροπηδούσαν ταυτόχρονα, ακόμα κι όταν έπαιζε με δοξάρι. Μάγος! Κι ο Μπάρτε στις χαβάγιες. Καλός επίσης. Στα κρουστά ο Πέπε. Έπαιζε σεισμούς και φόβους. Ανατριχίλες. Κι άλλοι, κι άλλοι. Όλα μαζί τα παιξίματα φτιάξαν τη ζωή μου. Εγώ; Εγώ με την κορνέτα μου. Να δεις τι έπαιζα, ακριβώς. Δε θυμάμαι καλά πού να πάρει. Ήταν αυτοσχεδιασμός. Αλλά το πήρα ψηλά.

Οι άλλοι μ΄ ακολούθησαν. Τράβαγα μπροστά, γρήγορα κοφτά λαχανιαστά. Χε, χε τους ξεθέωσα όλους. Παθιασμένοι άνθρωποι χόρευαν και χτυπιόταν. Ζευγάρια, μονάχοι άνθρωποι, ευτυχίες και δυστυχίες μαζί, ποιος ξέρει; Μάλλον είχα να τους πω κάτι όλους. Νιώθω ότι μ’ άκουγαν, άσχετο αν έδειχναν ότι δεν πρόσεχαν και πολύ τη μουσική. Δε αισθάνομαι μόνος. Ποτέ δεν ένιωσα έτσι. Εγώ που μίλησα στην καρδιά τόσων. Μου λεν γιατί κάνω παρέα με τα κύματα. Μα η μουσική τους μου φτάνει. Αυτό θέλω. Ό,τι ήταν να πω το είπα. Τα πνεμόνια μου δεν έχουν άλλο ντέρτι πια να βγάλουν. Μόνο ένα με τρώει.

Να εκεί. Που τράβηξα τον αυτοσχεδιασμό ψηλά. Δεν έβαλα τις δυο τρεις φρασούλες, όταν έπρεπε. Έπρεπε τότε, τότε και να χαμηλώσω και να κόψω το ρυθμό. Ύστερα θάβαζα τη μελωδιούλα, που χρειαζόταν. Αλλά και το κομμάτι έτσι παιγμένο, κάποιοι μου τόκλεψαν. Εγώ το ξέχασα. Το παίξαν άλλοι. Άφτιαχτο, όπως το μαγνητοφώνησαν από μένα. Χα, χα το ξεκίνησα για αυτοσχεδιαμό κι έγινε η πιο γνωστή χορευτική μελωδία της εποχής, τότε. Έφτιαξαν και παραλλαγές. Οι ειδικοί μίλησαν για πολύτιμα πετράδια. Μα εγώ μόνο ήξερα, πως άλλο ήταν το άπιαστο αστραφτερό Κοχινώρ. Αγέννητο.

Πέρασε ο καιρός. Άλλαξαν οι μελωδίες, ο κόσμος το γύρισε στα ξένα. Μας είχαν μόνο για φολκλορίστες. Μα εγώ το έπιασα το Κοχινώρ χρόνια αργότερα, πέρσι, μόνο όταν κατάβαλα τι έπρεπε να αλλάξει στο κομμάτι και τι έπρεπε να μπει. Ήμουν όμως μεγάλος για εταιρείες και συμβόλαια. Πήρα πίκρες απ’ αυτούς. Τόπαιξα μόνος μου κι ήταν ό,τι πιο ωραίο έπαιξα κι άκουσα στη ζωή μου.. Δυο, τρεις παλιοί φίλοι μόνο, που το παίξαμε μαζί, ξέρουν το μυστικό μου. Μαγεύτηκαν κι αυτοί, μα τους όρκισα να μη το βγάλουν έξω. Το κρυμμένο αριστούργημα. Όμορφο κι άγριο σα σμήνος φτερών καρχαρία στ’ ανοιχτά των Μπαρμπέιντος, σαν τα κοπάδια πουλιών που έρχονται από το πουθενά και τραβάν στο άγνωστο κυκλώνοντας τη γη, σαν την ανεπάντεχη βροχή των αφρών του ωκεανού τα καυτά απογεύματα του Αυγούστου, σαν τους πρώτες μας έρωτες με την όμορφη μου Καρολίνα, πού νάναι άραγε, σ’ αυτόν τον απέραντο ασπρογάλαζο ουρανό;
Τώρα τόχω κλεισμένο στο μυαλό μου το διαμάντι. Δικό μου. Τώρα είναι αργά να διορθώσω. Να το δείξω σ’ όλους. Να μοιραστώ την τυχαία ομορφιά. Άστο. Ίσως δεν υπάρχουν πλέον άνθρωποι να τους νοιάζουν αυτά. Δεν το δίνω κανενός. Ας μείνει αγέννητο. Άστο, σου λέω τέλειωσε. Κάτσε εδώ. Στην εξέδρα. Στο παραθύρι του άπειρου. Κι αυτά τα πούρα μου. Όταν τα θέλω χάνονται. Κι ο Εγγλέζος ντοτόρος λέει πως τόχασα κι εγώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα