Άκουσε πανέμορφη μουσική… «Πού διάολο ήταν αυτό το μαγαζί ως τώρα; Σα μόλις νάρθε από αλλού», σκέφτηκε. Λιμανίσιο μπαρ, πόρτα με μικρά κρύσταλλα βιτρώ. Νόμιζε πως μπερδεύτηκε. Πλησίασε την είσοδο. Με το άνοιγμα ακούστηκε απαλή κλασσική μουσική, με αντίλαλο μεγάλων χώρων. Το μπαρ παράδοξα, παρά τη στενή πόρτα, ξάνοιγε με τεράστιες σάλες και πατώματα, σα τις σχισμές των παραμυθιών, που αν γλιστρήσεις μέσα τους θα μπεις σ’ άλλους κόσμους. Ήταν ένα παλιό ανάκτορο, με μεγαλόπρεπους θυρεούς, οικόσημα και βελούδινες επενδύσεις στους τοίχους και στα έπιπλα. Βαριά χαλιά στο πάτωμα. Οι κουπαστές στις φαρδιές σκάλες επίχρυσες και διπλοσκαλιστές. Τα κάγκελα με μορφές πουλιών, στριφτά και οι στούμποι ολόχρυσοι. Γιγάντιοι πολυέλαιοι μετεωρίζονταν από τα ψηλά ταβάνια, χωρίς σχοινιά. Το φως κίτρινο ζεστό. Τα γυαλισμένα πατώματα της πίστας περίμεναν χορευτές να στρίψουν πάνω τους. Καθρέφτες με χοντρά και σκαλιστά κάδρα παντού. Οι καθρέφτες απ’ την πολυκαιρία σκούριασαν και γέμισαν καφέ νερά και ακανόνιστα τετράγωνα, κόβοντας τα είδωλα σε δυσανάγνωστα κομμάτια.
Τεράστιοι πίνακες σκέπαζαν τους τοίχους, που περνώντας μπροστά τους ήταν σα να σε τραβούσαν μέσα τους. Οι χρυσές ανάγλυφες κορνίζες τους καδράριζαν και τους πίνακες και τις βελούδινες σκιαμαγείες. Αντί για σωματώδεις ναυτικούς, με τατουάζ και τεράστια ποντίκια, όπως περίμενε, οι θαμώνες ήταν όλες γυναίκες. Ντυμένες πολύ κομψά με ρούχα παλιότερης εποχής, με τούλια, βελούδα καπέλα και φτερά, έπιναν ήσυχα το ποτό τους. Φορούσαν δοκτυλίδια πάνω απ’ τα γάντια τους με μονόπετρα ρουμπίνια, διαμάντια, και ζαφείρια. Κοιτούσαν προς την πίστα, όπου δεν υπήρχε ακόμα κανείς. Έριχνε κι αυτή ματιές για να δει τους χορευτές. Πέρασε ανάμεσα από όλες τις άγνωστες γυναίκες, κοιτάζοντας τες με τρόπο. Ήταν πολύ περιποιημένες. Κι όμως τα πρόσωπα τους της φάνηκαν γνωστά. Τις κοίταξε μία μία. Ήταν όλες νεκρές θείες της, που τη μεγάλωσαν στα γόνατα τους. Με το θαυμασμό των άλλων για τα περιώνυμα ταξίδια τους και τις εξωτικές αφηγήσεις των ιδίων γι’ αυτά, της έδειξαν το δρόμο για την εξερεύνηση του κόσμου, πέρα απ’ το γονικό σύμπαν. Πισωπάτησε τρομαγμένη. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στην πίστα, με όλα τα βλέμματα πάνω της. Στριφογύριζε, αδέξια σαν πρωτάρα χορεύτρια, κοιτώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, σε ένα ακούσιο αυτοσχέδιο χορό, Σαλώμη της επίκρισης, ενώ η μουσική προσαρμόστηκε στα βήματα της. Ένιωσε ντροπή για τον εαυτό της.. Για την εσωτερική της ισοπέδωση, που νόμιζε ότι ήταν διάφανη κι απ’ έξω. Για το περιβάλλον που μπεκρόπινε καθημερινά, για τους μεθυσμένους που λαγγεύτηκαν στο κορμί της. Η μουσική σταμάτησε στη μέση μιας φράσης. Σήκωσε τα ρούχα της ψηλά για να μην αντικρίζει το απόκοσμο θέαμα. Μα ένα αέρινο φύσημα «άφησε το κάτω». τη διέταξε να τολμήσει.
Φοβήθηκε για μια στιγμή. Μα μόνο για λίγο. Ύστερα αποφάσισε.
«Ας χάσω ό,τι έχω και δεν έχω, ας χαθώ και η ίδια, μα θέλω να δω». Τράβηξε τα ρούχα κάτω. Όλες μαζί οι θείες της είχαν γίνει μία πελώρια μορφή, που την κοίταζε αμίλητη με τα άδεια μάτια της.
Τεράστιοι πίνακες σκέπαζαν τους τοίχους, που περνώντας μπροστά τους ήταν σα να σε τραβούσαν μέσα τους. Οι χρυσές ανάγλυφες κορνίζες τους καδράριζαν και τους πίνακες και τις βελούδινες σκιαμαγείες. Αντί για σωματώδεις ναυτικούς, με τατουάζ και τεράστια ποντίκια, όπως περίμενε, οι θαμώνες ήταν όλες γυναίκες. Ντυμένες πολύ κομψά με ρούχα παλιότερης εποχής, με τούλια, βελούδα καπέλα και φτερά, έπιναν ήσυχα το ποτό τους. Φορούσαν δοκτυλίδια πάνω απ’ τα γάντια τους με μονόπετρα ρουμπίνια, διαμάντια, και ζαφείρια. Κοιτούσαν προς την πίστα, όπου δεν υπήρχε ακόμα κανείς. Έριχνε κι αυτή ματιές για να δει τους χορευτές. Πέρασε ανάμεσα από όλες τις άγνωστες γυναίκες, κοιτάζοντας τες με τρόπο. Ήταν πολύ περιποιημένες. Κι όμως τα πρόσωπα τους της φάνηκαν γνωστά. Τις κοίταξε μία μία. Ήταν όλες νεκρές θείες της, που τη μεγάλωσαν στα γόνατα τους. Με το θαυμασμό των άλλων για τα περιώνυμα ταξίδια τους και τις εξωτικές αφηγήσεις των ιδίων γι’ αυτά, της έδειξαν το δρόμο για την εξερεύνηση του κόσμου, πέρα απ’ το γονικό σύμπαν. Πισωπάτησε τρομαγμένη. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στην πίστα, με όλα τα βλέμματα πάνω της. Στριφογύριζε, αδέξια σαν πρωτάρα χορεύτρια, κοιτώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, σε ένα ακούσιο αυτοσχέδιο χορό, Σαλώμη της επίκρισης, ενώ η μουσική προσαρμόστηκε στα βήματα της. Ένιωσε ντροπή για τον εαυτό της.. Για την εσωτερική της ισοπέδωση, που νόμιζε ότι ήταν διάφανη κι απ’ έξω. Για το περιβάλλον που μπεκρόπινε καθημερινά, για τους μεθυσμένους που λαγγεύτηκαν στο κορμί της. Η μουσική σταμάτησε στη μέση μιας φράσης. Σήκωσε τα ρούχα της ψηλά για να μην αντικρίζει το απόκοσμο θέαμα. Μα ένα αέρινο φύσημα «άφησε το κάτω». τη διέταξε να τολμήσει.
Φοβήθηκε για μια στιγμή. Μα μόνο για λίγο. Ύστερα αποφάσισε.
«Ας χάσω ό,τι έχω και δεν έχω, ας χαθώ και η ίδια, μα θέλω να δω». Τράβηξε τα ρούχα κάτω. Όλες μαζί οι θείες της είχαν γίνει μία πελώρια μορφή, που την κοίταζε αμίλητη με τα άδεια μάτια της.
7 σχόλια:
CIRUT
..ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΑ
Είναι ένα όνειρο μόνο, Νόσφε, που αλλάζει την τροχιά της ηρωΐδας στο όλο πόνημα. Ανήκει στα "όνειρα" συνεπώς. Ευτυχώς...
Δεν τελειώνει ο κόσμος του ονείρου, ποτέ βέβαια. Να θυμηθούμε ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ του μέγα Κουροσάβα, τον στρατιώτη (εδώ κι αν ξεπετσιάζεσαι από ανατριχίλα), τις κερασιές κλπ,κλπ. Πόσο τα όνειρα επηρεάζουν τη ζωή;
Διάβαζα προχθές ότι ο Αϊνστάιν έλεγε, ότι η φαντασία είναι σημαντικότερη απ' τη γνώση. Άλλος ένας μεγάλος που δέχεται ότι η ζωή δεν καθορίζεται από το έλλογο μόνο.
Είναι ένα όνειρο μόνο, Νόσφε''
Να βαλω ως τιτλο ''Το Ονειρο με τιςΘειες ;'';Τι λές ;
πολύ ωραιο
εμενα -ως εικόνα,φλασια -μου ηρθε μια σκηνη απο την ''Λαμψη''του Κιουμπρικ,οπου τα φαντασματα τωνπαλιων ενοικων βρισκονται μαζεμενα σε ενα δωματιο ..
Είδες λοιπόν..Όταν δέν τσιγκουνέυεσαι νά πληρώσεις διακοσμητή, η σπηλιά σου γένεται παλατάκι..
Τά χαλιά πού τά βρήκες βρέ μπαγάσα;..
αν βοηθησουν και οι Φιλοι
η ΣΠΗΛΙΑ θα γινει Κουκλα
και φυσικά ειμεθα ανοιχτοι σε συνεργασιες ..Αρκει να εχουν την ποιοτητα αναλογη του κειμενου του Cirut ...
ΑΝΟΙΞΑΜΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ
ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΣ
Τι να κάνω; Λόγω υποχρεώσεων έχω χρονικό ...delay στην επικοινωνία. Θάλεγα να το πούμε το ..γραφίδιο (από το ...λογίδριο) "Οι Θείες" κι ας ανακαλύπτει καθένας αν είναι ζωντανές ή νεκρές...
@vripol Για τα ..χαλιά του Νοσφεράτου τώρα, έχει ο μπαγάσας καλές καβάτζες που "ψωνίζει", ιδιαίτερα στα αισθητικά. Είναι και γνώρισμα του άλλωστε.... Στα θεωρητικά είναι ο ίδιος .. βιομήχανος.
Δημοσίευση σχολίου