- «Πατέρα, μια μετωπική σύγκρουση θα ήταν άστοχη. Θα ‘χαμε και μεις βαριές απώλειες....», τόλμησε ο μεγάλος γιος.
-Φοβάσαι, ρε; Εννιά τσακάλια σας ανάστησα. 7 μαντραχαλαίους και 2 κουρσάρες. Θα σας αφανίσω ένα - ένα άμα καταλάβω ότι φοβάστε. Όποιος φοβάται πεθαίνει. Έτσι είμαστε εμείς. Μαχητές. Αύριο βράδυ. Του Αγίου Ιλαρίωνος. Ο Κάσταρ και η φαμίλια του θα το γλεντάνε στην πλατεία της πόλης. Έβαλα το σχέδιο της περιφρούρησης τους στο χέρι. Θα εξοντώσουμε τη φρουρά τους αστραπιαία. Θα βγούμε από παντού. Υπόνομους, ταράτσες, δέντρα, κλειστά μαγαζιά. Και στο τελικό ξεκαθάρισμα, πέρα οι συμμορίες, θα ‘μαστε μόνο οι δυο φαμίλιες, εμείς κι αυτοί.
-Και η αστυνομία, πατέρα;
Ο Τέγκο γέλασε. Χτύπησε απαλά στο σβέρκο το γιό του, χωρίς εξηγήσεις.
Ο Κάσταρ με τη φαμίλια του έφτασε. Κάθισαν στα στρωμένα τραπέζια. Σαν αρχηγός σηκώθηκε και έκανε ένα έλεγχο ασφάλειας τριγύρω. Σήκωσε δυο καπάκια υπονόμων κι έριξε μέσα καπνογόνα κι από μια χειροβομβίδα. Βιάστηκε ωστόσο να φύγει κι έτσι έχασε τη χαρά να δει να κομματιάζονται δυο γιοί του Τέγκο και οι άντρες τους και τ’ απομεινάρια τους να κυλούν στα υπόγεια κόκκινα αυλάκια. Έλεγξε τα γύρω στενά. Ύστερα γύρισε στο τραπέζι.
Ν’ αρχίσει η μουσική έσκουξε. Πανηγύρι έχουμε. Του Αγίου Ιλαρίωνος. Τέγκο φίλε μου, σε προσκαλώ.
Κι άδειασε μια δεσμίδα σφαίρες στον αέρα.
Ο Τέγκο πράγματι έφτασε. Άνθρωποι του όρμισαν στη φρουρά του Κάσταρ και την κατέσφαξαν. Είχαν από καταδότη το χαρτί με τις θέσεις των φρουρών, ακόμα και των καμουφλαρισμένων. Κι ύστερα άρχισε το μεγάλο μακελειό. Μυδράλια κι αυτόματα ξερνούσαν. Μα και οι άνθρωποι του Κάσταρ απάντησαν. Ο μεγάλος γιος του Τέγκο και υπαρχηγός του έπεσε λαβωμένος.
-Ηλίθιοι, ούρλιαξε ο πατέρας του. «Δεν φοράτε τα αλεξίσφαιρα σας, ανόητοι»;
Έβαλαν όσοι δεν φορούσαν τα αλεξίσφαιρα. Η αστυνομία ήρθε πολύ αργά. Για την άργητα είχε προηγηθεί από νωρίς τηλεφώνημα του Τέγκο στο φίλο διοικητή... Τα περιπολικά μπλοκαρίστηκαν από φορτηγά του Τέγκο, που έφραζαν τους γύρω δρόμους. Μηχανικοί αυτόματοι πυροβολητές του Τέγκο, στηριγμένοι στους τοίχους, έκαναν φράγμα πυρός στα μπλόκα και δεν πέρασε κανείς.
Κάποτε το μακελειό σταμάτησε, αφήνοντας καπνούς, κομματιασμένα πτώματα, αίματα και σκόνες. Ο θριαμβευτής Τέγκο προχώρησε προς το μέρος του Κάσταρ, σέρνοντας απ΄ τα μαλλιά τη μονάκριβη κόρη του.
-Ήθελα πριν πεθάνεις, σκύλε να δεις το θάνατο της φύτρας σου.
Το κορίτσι έκλαιγε και παρακαλούσε, μη ξέροντας ίσως ότι ο Τέγκο δεν είχε συναισθήματα οίκτου. Ο Κάσταρ έπεσε στα γόνατα εκλιπαρώντας, μάταια επίσης, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να δει από πιο κοντά τον αποκεφαλισμό του παιδιού του και να πιτσιλιστεί στο αίμα του. Το κεφάλι έγινε για λίγο κλωτσοσκούφι στα πόδια των περιχαρών ανθρώπων του Τέγκο.
Ο Τέγκο σήκωσε ψηλά το χέρι του. Όλα σταμάτησαν. Η μεγάλη του κόρη έφερε ένα γιγάντιο πολυβόλο, που με τη μια θα έκανε αερικό τον Κάσταρ. Η γιγάντια σκοτεινή κάνη τον κοίταξε επίμονα. Μα την ίδια στιγμή ένας αστυνομικός, που έσπασε τον κλοιό, τον πυροβόλησε με μια γαλάζια φονική ακτίνα.
Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε μετά, επειδή ο οκτάχρονος γιος μου «έχασε», παίζοντας το καινούριο βιντεοπαιγνίδι «Του Αγίου Ιλαρίωνος», που του έφεραν στη γιορτή του, αφήνοντας μας σε αγωνία για τη συνέχεια μας....
1 σχόλιο:
Ιλαρή και γνώριμη γραφή...
Αυτά είναι τα 'μετανεωτερικά' προβλήματα, Κιρούτιε. Κι ύστερα τρέχουμε να πατσίσουμε με αποφλοιωμένη "παράδοση" και φαντασμαγορικές "εκπαιδευτικές δεξιότητες"-κενοτομίες, σ' ένα κόσμο που κάνει πως δε ξέρει που πατά, και μια χαρά πρός την πεπατημένη,σέρνει,πατημένος.
Θα (ξανά)ρθω βράδυ τοίχο-τοίχο...
Δημοσίευση σχολίου