Αναγνώστες

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Παντελής Θεοδωρίδης για τους «Regressverbot» και τον νέο τους δίσκοhttps:// marginalia.gr

 

Ο Παντελής Θεοδωρίδης για τους «Regressverbot» και τον νέο τους δίσκο

«Όταν γράφτηκε το κομμάτι «Arthur Cravan», έβλεπα την ιστορία του Αρθούρου Κραβάν (Αrthur Cravan) ως ένα Bildungsroman, μια ιστορία της ενηλικίωσης μου ή της γενιάς μου που έλεγε κάποτε ότι "τα ποτάμια πίσω δε γυρνάν"»: Ο Παντελής Θεοδωρίδης μιλά στον Γιώργο Ηλιάδη και την Εύη Μακατουνάκη για την πορεία, τα ακούσματα και τον τελευταίο δίσκο των «Regressverbot».

Παντελή, με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν πολλές συνεντεύξεις της μπάντας στο διαδίκτυο, θα θέλαμε να μας πεις δυο λόγια για την ιστορία των Regressverbot.

Πράγματι, είναι μόλις η δεύτερη συνέντευξη και ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση. Είναι ιδιαίτερα τιμητικό και οι δύο συνεντεύξεις να φιλοξενούνται σε τόσο ενδιαφέροντα περιοδικά όπως τα Kaboom και Marginalia.

Η ιστορία ξεκινάει τον Αύγουστο του 2012. Είχα ξεμείνει στην άδεια Θεσσαλονίκη και για να σπάσω τη μοναξιά απέκτησα δύο μεταχειρισμένα παλιά μηχανήματα, το συνθεσάιζερ jx3p και τη drum machine tr 606 της Roland. Έβαζα στο σήκουενσερ μερικές νότες να επαναλαμβάνονται, έγραφα έναν ρυθμό στη drum machine και από πάνω έριχνα τον Σαχτούρη να απαγγέλλει από το youtube για να μην είναι μονότονο.

Δύο- τρεις μήνες μετά με συνάντησε μια κοπέλα που είχε μάθει ότι αναζητούσα μια φωνή για να κάνουμε συγκρότημα. Έτσι εμφανίστηκε η υπέροχη φωνή της Αγνής Ζαχαρή. Κάναμε μερικές πρόβες στο σπίτι μου και κλείσαμε το πρώτο μας «λάιβ»  στο στέκι προσφύγων «YOL» που βρισκόταν σε ένα ωραίο υπόγειο πίσω από την Αχειροποίητο. Στήσαμε τα συνθεσάιζερ και μια παναγίτσα από αυτές που μπαίνουν στην πρίζα, για φωτορυθμικό.  Παίξαμε δύο τρία τραγούδια με στίχους που είχαμε μισοετοιμάσει, συνέχισα με μερικά κομμάτια instrumental , κάποια στιγμή ανέβηκε ένα παιδί από κάτω και άρχισε να ραπάρει, κάποιος άλλος απήγγειλε ένα ποιήμα και μετά η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο, ανέβαιναν διάφοροι και τραγουδούσαν στις δικές τους γλώσσες. Ήταν ωραία.

Λίγο πριν το δεύτερο λάιβ, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη από τη Βαρκελώνη ο φίλος μου Χρήστος Manuel Μαυρίδης με τον οποίον είχαμε πει παλιότερα ότι αν γυρνούσε θα κάναμε συγκρότημα. Ήρθε στη σκηνή και είπε ένα κομμάτι, μια αρχική εκδοχή του «Drive to dive». O Χρήστος είχε το μοναδικό χάρισμα να γεννάει στίχους τη στιγμή που έπιανε το μικρόφωνο. Αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να έχουμε πάντα κι από ένα ή δύο διαφορετικά κομμάτια σε κάθε λάιβ, ακόμα και με ισπανικούς στίχους.  Πολλά από αυτά τα παίξαμε δυο-τρεις φορές και μετά τα ξεχάσαμε.

Κάπως έτσι σχηματίστηκε ένα τριμελές σχήμα με δύο φωνές και έναν στα όργανα. Το ονομάσαμε Regressverbot που είναι ένας όρος της ποινικής θεωρίας. Έξω από το τεχνικό του περιεχόμενο, η λέξη σημαίνει «απαγόρευση οπισθοδρόμησης». Διαλέξαμε αυτό το όνομα γιατί ήταν  γερμανικό, κακόηχο, και θυμίζε τη λέξη ρομπότ. Ως στόχο είχαμε απλώς να παίζουμε λάιβ. Παίζαμε συχνά, συνήθως σε μέρη που δεν προορίζονταν για συναυλίες , σε πολιτικά στέκια, στο αυτοοργανωμένο θέατρο της Facta non Verba ή σε φεστιβάλ που στήνονταν εκείνη τη στιγμή. Ενδιάμεσα από τα λάιβ ηχογραφούσαμε βιαστικά τα κομμάτια , τα επενδύαμε με ένα βίντεο και τα πετούσαμε στο youtube. Οι ηχογραφήσεις γίνονταν σε σπίτια φίλων ή στο σπίτι μου και οι περισσότερες είναι one take. Σε κάποια κομμάτια μπορείς να ακούσεις συνομιλίες ανάμεσα στη μουσική, να ακούσεις κάποιο φάλτσο  ή ένα απότομο κλείσιμο.

Ώσπου, το 2014, ο Χρήστος έφυγε ξανά για την Βαρκελώνη. Συνεχίσαμε ακόμα ένα χρόνο ως ντουέτο, αγκομαχώντας πια, γιατί δουλεύαμε, σπουδάζαμε και είχαμε κλέψει ήδη πολύ χρόνο για το γκρουπ. Εν τέλει εγώ κατέβηκα στην Αθήνα για εργασία και κάπως έτσι το σχήμα μπήκε στον πάγο. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε ο πρώτος μας δίσκος από την Fabrika Records με τίτλο «Music for ordinary life machines» και… λίγο αργότερα, δηλαδή πριν έναν μήνα, κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος με τίτλο «Dubna’s Dance» από τη WonTon Records.

Ποιες είναι οι διαφορές που αντιλαμβάνεσαι ανάμεσα στον πρώτο δίσκο («Music for ordinary life machines») και τον δεύτερο («Dubna’s dance»);

Στον πρώτο δίσκο περιλαμβάνονται τραγούδια αντιπροσωπευτικά της πρώτης περιόδου του group όπου συμμετέχουμε και οι τρεις. H ατμόσφαιρα του δίσκου αντανακλά τη διάθεσή μας εκείνη την περίοδο, την απόλαυση μιας παρέας που δημιουργεί και νιώθει ότι βρήκε έναν τρόπο διαφυγής. Επίσης το ύφος του είναι πιο «ορθόδοξο» new wave-post punk. Ο δεύτερος δίσκος, αντίθετα, περιλαμβάνει κομμάτια που γράφτηκαν στο τελείωμα της πορείας και είναι γραμμένα solo. Η ατμόσφαιρά του λοιπόν είναι αρκετά πιο βαριά και μελαγχολική,  προσπαθεί να μετουσιώσει την επιστροφή στον κονφορμισμό, υπάρχει μια απόλαυση της ήττας, μια jouissance. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό ιδίως στο τελευταίο κομμάτι, όπου σε μια ατμόσφαιρα μισο-giallo μισό-sci-fi, η φωνή του google translate φοβάται ότι «έτσι κι αλλιώς η ποίησή μας θα ξεφουσκώσει, θα αφήσουμε κοιλιά όπως κι άλλοι τόσοι».

To ’80 υπήρχε μια άνθιση του minimal synth («Χωρίς Περιδέραιο», «ΑNTI», κ.α.) έπειτα υπήρξε μια δεύτερη με τους «Regressverbot», τους «Οδός 55» κ.α. Τι πλαισιώνει κατά τη γνώμη σου αυτήν την μουσική στην Ελλάδα και ποιοι είναι τα ερεθίσματα για να παίζει κανείς minimal synth τότε και τώρα;

Πράγματι υπάρχει μια διάρκεια αυτού του είδους μουσικής στην Ελλάδα που φαίνεται παράξενη. Σχεδόν καμία μπάντα της δεκαετίας του ’80 δεν κατάφερε να κρατήσει πάνω από δύο ή τρία χρόνια, ο δρόμος για τη δισκογραφία ήταν κυρίως αυτοεκδόσεις ή καμία κασέτα κι όμως, όταν η δικιά μου γενιά τους ανακάλυψε μέσω του youtube, νιώσαμε ότι βρήκαμε τους ήρωές μας. Η προσωπική μου εξήγηση είναι ότι η γενιά που μεγάλωσε με τα γεγονότα της «Θεσσαλονίκης 2003» , το φοιτητικό κίνημα του 2006, τον Δεκέμβρη και τις καταλήψεις ως τόπο συνάντησης, ένιωσε μια ομοιότητα με τα συναισθήματα και τα βιώματα της νεολαίας του ’80 που εκφράζουν οι αντίστοιχες μπάντες εκείνης της εποχής . Και οι δύο στιγμές άνθισης εμφανίζονται χρονικά στη δύση ενός κύματος ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας, τελειώνουν μαζί του κι έχουν την ίδια γλυκόπικρη χροιά. Το κίνητρο λοιπόν νομίζω ότι δεν είναι η αναβίωση «της εητίλας» που ιδίως μετά το 2016 άρχισε να παίρνει μαζικό εμπορικό χαρακτήρα, είτε διεθνώς, με σειρές όπως  το «stranger things» είτε εγχώρια με εκδηλώσεις για την Ελλάδα του ’80 στην Τεχνόπολη και μεγάλα φεστιβάλ που έφερναν τον Moroder και τον Carpenter και ό, τι ακουγόταν 80s. Αλλά η αγάπη για  συγκεκριμένα συγκροτήματα όπως οι «Χωρίς Περιδέραιο», οι «ΑNTI», οι «Alive she died» κ.λπ. και την εγχώρια κουλτούρα του πανκ όπως αναδύθηκε τη δεκαετία του ’80.

Στον καινούριο δίσκο συμπεριλαμβάνεται και το κομμάτι «Arthur Cravan» ένα από τα πολύ αγαπημένα κομμάτια που ήταν διαθέσιμα στο You Tube. Ποιος είναι ο Αρθούρος Κραβάν (Arthur Cravan) ή καλύτερα τι βλέπεις εσύ σε αυτόν;

O Αρθούρος Κραβάν ήταν ένας τύπος που ήθελε να είναι ποιητής, πυγμάχος, λιποτάκτης, όμορφος και νέος και τελικά κάπου χάθηκε με μια βάρκα, μάλλον στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Είναι άλλη μια παραλλαγή του «Πεθαίνοντας στα τριάντα». Όταν γράφτηκε το κομμάτι, έβλεπα την ιστορία του Αρθούρου Κραβάν ως ένα Bildungsroman, μια ιστορία της ενηλικίωσης μου ή της γενιάς μου που έλεγε κάποτε ότι «τα ποτάμια πίσω δε γυρνάν». Θέλαμε να γίνουμε πυγμάχοι σαν τον Αρθούρο Κραβάν… Καλύτερα να γράψει κανείς ένα ειρωνικό τραγούδι μετά, παρά να χαθεί με μια βάρκα.

Στους «Regressverbot» συναντάμε ποιητικούς στίχους αλλά και στίχους ποιητών όπως του Μίλτου Σαχτούρη στον πρώτο δίσκο («Homage στον Μίλτο Σαχτούρη») και του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου στον δεύτερο («Ωδή στον πρίγκηπα» και «Όλα είναι ερείπια»). Ποια ποίηση επιλέγεις να συνοδεύει τη μουσική σου;

Στην περίπτωση του Σαχτούρη, περισσότερο κι από αυτά που λέει μου άρεσε ο τρόπος που τα λέει, η φωνή του που περιγράφει εφιαλτικές εικόνες, σκηνές απέραντης θλίψης, ρουτίνας και φρίκης με έναν σταθερό μονότονο ρυθμό. Δεν δίνει έμφαση σε καμία μεμονωμένη λέξη, το αφήνει να κυλήσει όλο μονομιάς, αποστασιοποιημένα, όπως ακριβώς ένα sequencer. Sequencer φρίκης και μαύρου χιούμορ. Ο Ασλάνογλου με άγγιξε όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα. Με βοήθησε να νιώσω ότι «η θέση μου είναι στην Αθήνα». Οι περιγραφές του αστικού τοπίου στα ποιήματά του ταίριαζαν με τις εικόνες που έβλεπα. Στη ζώνη από το Nέο Κόσμο ως το Κουκάκι μου φαινόταν ότι έβλεπα τη μηχανική καρδιά της πόλης αλλά και αυτές τις άχρονες εικόνες της Αθήνας του Ασλάνογλου, σαν τους πίνακες του Ντε Κίρικο ή σαν το νησί στην «Εφεύρεση» του Μορέλ. Δεν υπάρχει λοιπόν κάποιο ενιαίο κριτήριο, είναι θέμα τύχης.

Οι «Regressverbot» έχουν μια θέση στα ακούσματα πολλών και είναι μια μπάντα που παραμένει, παρά την σχετική της αδράνεια, περιζήτητη. Είναι στα άμεσα σχέδια κάποιες live εμφανίσεις, και αν ναι, με ποιά σύνθεση;

Τα τελευταία πέντε χρόνια οι λάιβ εμφανίσεις είναι πάντα στα απώτερα σχέδια. Κάποια στιγμή όμως θα γίνει κι αυτό.


 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Δεν υπάρχουν σχόλια: