Πέτρος
Θεοδωρίδης ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ στο περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ .: Γιάννη
Σταυρακάκη, Η λακανική αριστερά, εκδόσεις Σαβάλλα σε μετάφραση
Αλέξανδρου Κιουπκιολή (1η έκδοση: The Lacanian Left: Psychoanalysis,
Theory, Politics, Εδιμβούργο/Albany: Edinburgh University Press/State
University of New York Press, 2007).
Η Λακανική αριστερά - Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική
Η Λακανική αριστερά - Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική
Το βιβλίο αποτελεί μια σειρά κριτικών αναγνώσεων της πολιτικής
θεωρίας και φιλοσοφίας που δίνει την ευκαιρία να εισαχθεί ο
αναγνώστης σε μερικές από τις πλέον κεντρικές διαστάσεις της λακανικής
θεωρίας . Είναι επίσης, μια συλλογή κειμένων που ενδιατρίβει – στο πρώτο
μέρος της – σε επιμέρους σημεία του έργου του Καστοριάδη (τις
αμφισημίες της ριζικής δημιουργικότητας και φαντασίας), του Λακλάου (τα
συναισθηματικά όρια του λόγου), του Ζίζεκ (το νόημα της πράξης στην
ψυχανάλυση και την πολιτική) και του Μπαντιού (τις ηθικές και πολιτικές
συνέπειες του συμβάντος). Η κεντρική υπόθεση του Σταυρακακη είναι ότι η
λακανική θεωρία, παρέχει μια σειρά πολύτιμων εργαλείων για την ανάλυση
της κοινωνικής - πολιτικής πραγματικότητας’ προτείνει επίσης έναν νέο
τρόπο θεωρητικής κατανόησης της στιγμής του πολιτικού: ως επαφή με το
λακανικό πραγματικό, ως απόλαυση: Ο Σταυρακάκης εξετάζει το πώς
εννοιολογούνται το συναίσθημα [[affect]] και η απόλαυση στο φροϊδικό και
το λακανικό corpus, καθώς επίσης και τους τρόπους με τους οποίους
μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτές οι εννοιολογήσεις σε συγκεκριμένες
πολιτικές αναλύσεις, αναπτύσσοντας έτσι, μια τυπολογία της jouissance,
Το εναρκτήριο κεφάλαιο στο πρώτο μέρος του βιβλίου ξεκινά ένα διάλογο ανάμεσα στη λακανική (πολιτική) θεωρία και την κοινωνική και πολιτική θεωρία που ανέπτυξε ο Κορνήλιος Καστοριάδης:ο Καστοριάδης τονίζει τη σημασία της δημιουργικότητας ενώ ο Λακάν υπογραμμίζει την αλλοτριωτική διάσταση κάθε κοινωνικής κατασκευής .Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει το έργο του Eρνέστο Λακλάου και της Σανταλ Moυφ (ο Eρνέστο Λακλάου, ενσωματώνει την κατηγορία της jouissance στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της θεωρίας του λόγου, ενώ η Moυφ εστιάζει στον ρόλο του πάθους στη δημοκρατική πολιτική). Η προσέγγισή του Σταυρακάκη στο έργο του Λακλάου επιδιώκει να συναρθρώσει την επίγνωση της έλλειψης και των ορίων του λόγου με τον άξονα της απόλαυσης. Το κύριο θέμα που εξετάζεται στο τρίτο τρίτο κκεφάλαιο είναι η σχέση ανάμεσα στην αρνητική οντολογία της λακανικής θεωρίας και την πιο θετική πολιτική στάση που εκφράζεται τελευταία από τον Zίζεκ, ενώ μια παρέκβαση που ακολουθεί πραγματεύεται τη στάση του Μπαντιού..Το έργο του Aλέν Μπαντιού (ιδιαίτερα η ιδέα του «συμβάντος» και οι ηθικές της συνέπειες) και οι στοχασμοί του Ζίζεκ για τον καπιταλισμό, τη «ριζοσπαστική πράξη», και το ηθικο-πολιτικό παράδειγμα της Αντιγόνης, παρουσιάζονται συχνά ως αναπόσπαστα μέρη μιας ριζοσπαστικής πολιτικής φιλοσοφίας εμπνευσμένης από τον Λακάν.
Αν το πρώτο (κατεξοχήν θεωρητικό) μέρος οργανώνεται με άξονα τις διαλεκτικές της απάρνησης, το δεύτερο (κατεξοχήν αναλυτικό) μέρος του βιβλίου δομείται με άξονα τις διαλεκτικές της απόλαυσης ..Στο δεύτερο μέρος ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι ο πιο γόνιμος τρόπος εννοιολόγησης του συναισθήματος, προκύπτει από τη λακανική ερμηνεία της σχέσης ανάμεσα στο συναίσθημα και στον λόγο [[discourse]]. Στην προσπάθεια αυτή, η λακανική έννοια της jouissance παίζει και πάλι καθοριστικό ρόλο:η λακανική θεωρία υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολικές και φαντασιακές μας παραστάσεις επενδύονται με τη «φαντασιωτική» και/ή «συμπτωμική» ενέργεια της jouissance. Έτσι, σε αντίθεση με τον μεταδομισμό – ο οποίος επικεντρώνει κυρίως στη ρευστότητα της ταυτότητας, μια προσέγγιση που εμπνέεται από τον Λακάν διαθέτει επαρκέστερα εφόδια για να αναμετρηθεί με αυτό το κρίσιμο πρόβλημα: όταν τα πράγματα κολλάνε και σταθεροποιούνται, αυτό δεν οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι προσφέρουν μια ηγεμονική συμβολική αποκρυστάλλωση, αλλά και στο ότι, επίσης, χειραγωγούν αποτελεσματικά μια συναισθηματική, λιμπιντική διάσταση. Το ιδεολογικό capitonnage που πραγματοποιείται μέσω ενός σημειωτικού κομβικού σημείου ,θα πρέπει,για να εδραιωθεί, να υποστηριχθεί από ένα δέσιμο στο συναισθηματικό επίπεδο της jouissance. Η συμβολική εξουσία βρίσκει πραγματικό, έτσι, στήριγμα στις συναισθηματικές δυναμικές της φαντασίωσης και της (μερικής) απόλαυσης. Παρομοίως, καμία κοινωνική και πολιτική αλλαγή δεν είναι δυνατό να θεσμοποιηθεί αποτελεσματικά όταν επιδιώκεται μόνο στο επίπεδο της γνώσης: και πάλι, η διάσταση του συναισθήματος και της λιμπιντικής επένδυσης είναι κρίσιμη.. Ο Σταυρακάκης τονίζει τη σημασία της της διάστασης του συναισθήματος, της λίμπιντο και της jouissance:για παράδειγμα, είναι δυνατόν να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο ο ύστερος καπιταλισμός στηρίζεται στην κατανάλωση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επιθυμία και η απόλαυση; Και, πίσω από την εθιμική επανάληψη κοινωνικών πράξεων και συμπεριφορών που αναπαράγουν δομές υποταγής και υπακοής δεν βρίσκεται συνήθως μια ασυνείδητη jouissance του (κοινωνικού) συμπτώματος;
Ο Σταυρακάκης ,στα κεφάλαια κεφάλαια 5, 6 και 7 δοκιμάζει όλες αυτές τις υποθέσεις στην ανάλυση τριών συγκεκριμένων ζητημάτων: της εθνικής ταύτισης, της ευρωπαϊκής ταυτότητας, του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Γιατί είναι τόσο δύσκολο, , να μετασχηματιστούν οι εθνικοί δεσμοί πίστης των ευρωπαϊκών λαών και αποτυγχάνει η ταύτιση με την Ευρώπη ως όλον, με την ευρωπαϊκή ταυτότητα; Το ερωτήμα δεν είναι ασύνδετο με την όλη προβληματική της jouissance. Το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει αναπτυχθεί ως μια τεχνοκρατική στρατηγική που στερείται οποιασδήποτε συναισθηματικής σαγήνης. Ο εθνικισμός, από την άλλη, έχει ωφεληθεί από την επικέντρωσή του στη συναισθηματική διάσταση του σχηματισμού ταυτότητας: στη jouissance στις πιο σκοτεινές μορφές της:Το γεγονός ότι ο εθνικισμός κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει τον δικό του ρηματικό σχηματισμό ως φαντασιακό ορίζοντα της νεωτερικότητας, και η ανικανότητα της ευρωπαϊκής ταυτότητας να ανταγωνιστεί τη δύναμή του και να λειτουργήσει με έναν εξίσου δελεαστικό τρόπο δείχνουν ότι η ηγεμονική επιτυχία ενός λόγου προϋποθέτει τον αποτελεσματικό χειρισμό της απόλαυσης. Όταν αυτός λείπει – όπως στην περίπτωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας –, το εκάστοτε ηγεμονικό σχέδιο είναι πιθανό να αποτύχει.Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι μακροχρόνιοι ταυτιστικοί δεσμοί δεν αλλάζουν ποτέ. Στο κεφάλαιο 7 ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι ο παράγοντας της απόλαυσης εξηγεί επίσης την επιτυχία ορισμένων σχεδίων κοινωνικής αλλαγής. Μια τέτοια χειραγώγηση της απόλαυσης βρίσκεται πίσω από την τεράστια επιτυχία του καταναλωτισμού και την ικανότητα του διαφημιστικού λόγου να ηγεμονεύει τη σύγχρονη κουλτούρα. Είναι κοινός τόπος σήμερα η διαπίστωση ότι η διαφήμιση και η δημιουργία εταιρικής ταυτότητας ([branding]) συνιστούν ηγεμονικούς τροπισμούς του λόγου στην ύστερη νεωτερικότητα, ότι ο λόγος της διαφήμισης και του πολιτικού μάρκετινγκ εποικίζει όλο και περισσότερο τον πολιτικό χώρο, πράγμα που οδηγεί σε μια απο-δημοκρατικοποίηση των θεσμών. Ωστόσο,, είναι προφανές ότι μέχρι τώρα η κριτική του καταναλωτισμού και της διαφήμισης δεν έχει κατακτήσει το επίπεδο εκλέπτυνσης και συστηματικότητας που θα ενίσχυε την κοινωνική της απήχηση. Η επαφή με ορισμένες λακανικές ιδέες – ιδιαίτερα με τη λογική της επιθυμίας και της απόλαυσης που αναπτύσσεται λεπτομερώς στα προηγούμενα κεφάλαια – μπορεί να ωφελήσει ολόκληρο το πεδίο της ανάλυσης και της κριτικής του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Το σημαντικότερο είναι ότι μπορεί να φωτίσει τις βαθιές κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες της καταναλωτικής κουλτούρας, η ηγεμονία της οποίας σηματοδοτεί, θα λέγαμε, το πέρασμα από μια κοινωνία της απαγόρευσης σε μια κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο Σταυρακάκης σκιαγραφεί μια λακανική απάντηση στις «μετα-δημοκρατικές» τάσεις στις ύστερες καπιταλιστικές κοινωνίες. Μια επανενεργοποίηση της δημοκρατικής επανάστασης που θα αντλεί έμπνευση από τον Λακάν – και θα έχει πάντα συνείδηση της συνεχούς αλληλοδιείσδυσης του αρνητικού και του θετικού, της έλλειψης και της περίσσειας – μπορεί να συνδυάσει τη συνεπή δημοκρατική ηθική του πολιτικού με ένα πάθος για πραγματικό μετασχηματισμό, ικανό να διεγείρει το πολιτικό σώμα χωρίς να αναπαράγει τις ουτοπικές φαντασιώσεις της παλιάς αριστεράςαριστεράς. Ωστόσο, οι προοπτικές ενός τέτοιου σχεδίου εξαρτώνται πάντα από την ικανότητά του να συνυφάνει τη θεσμοποίηση της έλλειψης με μιαν άλλη, μη φαλλική jouissance, η οποία θα μπορέσει να εκτοπίσει σταδιακά ή να περιορίσει τις κυρίαρχες μορφές διαχείρισης της απόλαυσης και να ανοίξει το πεδίο για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος πέρα από ουτοπικές φαντασιώσεις ολότητας και ολοκλήρωσης.
Το εναρκτήριο κεφάλαιο στο πρώτο μέρος του βιβλίου ξεκινά ένα διάλογο ανάμεσα στη λακανική (πολιτική) θεωρία και την κοινωνική και πολιτική θεωρία που ανέπτυξε ο Κορνήλιος Καστοριάδης:ο Καστοριάδης τονίζει τη σημασία της δημιουργικότητας ενώ ο Λακάν υπογραμμίζει την αλλοτριωτική διάσταση κάθε κοινωνικής κατασκευής .Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει το έργο του Eρνέστο Λακλάου και της Σανταλ Moυφ (ο Eρνέστο Λακλάου, ενσωματώνει την κατηγορία της jouissance στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της θεωρίας του λόγου, ενώ η Moυφ εστιάζει στον ρόλο του πάθους στη δημοκρατική πολιτική). Η προσέγγισή του Σταυρακάκη στο έργο του Λακλάου επιδιώκει να συναρθρώσει την επίγνωση της έλλειψης και των ορίων του λόγου με τον άξονα της απόλαυσης. Το κύριο θέμα που εξετάζεται στο τρίτο τρίτο κκεφάλαιο είναι η σχέση ανάμεσα στην αρνητική οντολογία της λακανικής θεωρίας και την πιο θετική πολιτική στάση που εκφράζεται τελευταία από τον Zίζεκ, ενώ μια παρέκβαση που ακολουθεί πραγματεύεται τη στάση του Μπαντιού..Το έργο του Aλέν Μπαντιού (ιδιαίτερα η ιδέα του «συμβάντος» και οι ηθικές της συνέπειες) και οι στοχασμοί του Ζίζεκ για τον καπιταλισμό, τη «ριζοσπαστική πράξη», και το ηθικο-πολιτικό παράδειγμα της Αντιγόνης, παρουσιάζονται συχνά ως αναπόσπαστα μέρη μιας ριζοσπαστικής πολιτικής φιλοσοφίας εμπνευσμένης από τον Λακάν.
Αν το πρώτο (κατεξοχήν θεωρητικό) μέρος οργανώνεται με άξονα τις διαλεκτικές της απάρνησης, το δεύτερο (κατεξοχήν αναλυτικό) μέρος του βιβλίου δομείται με άξονα τις διαλεκτικές της απόλαυσης ..Στο δεύτερο μέρος ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι ο πιο γόνιμος τρόπος εννοιολόγησης του συναισθήματος, προκύπτει από τη λακανική ερμηνεία της σχέσης ανάμεσα στο συναίσθημα και στον λόγο [[discourse]]. Στην προσπάθεια αυτή, η λακανική έννοια της jouissance παίζει και πάλι καθοριστικό ρόλο:η λακανική θεωρία υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολικές και φαντασιακές μας παραστάσεις επενδύονται με τη «φαντασιωτική» και/ή «συμπτωμική» ενέργεια της jouissance. Έτσι, σε αντίθεση με τον μεταδομισμό – ο οποίος επικεντρώνει κυρίως στη ρευστότητα της ταυτότητας, μια προσέγγιση που εμπνέεται από τον Λακάν διαθέτει επαρκέστερα εφόδια για να αναμετρηθεί με αυτό το κρίσιμο πρόβλημα: όταν τα πράγματα κολλάνε και σταθεροποιούνται, αυτό δεν οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι προσφέρουν μια ηγεμονική συμβολική αποκρυστάλλωση, αλλά και στο ότι, επίσης, χειραγωγούν αποτελεσματικά μια συναισθηματική, λιμπιντική διάσταση. Το ιδεολογικό capitonnage που πραγματοποιείται μέσω ενός σημειωτικού κομβικού σημείου ,θα πρέπει,για να εδραιωθεί, να υποστηριχθεί από ένα δέσιμο στο συναισθηματικό επίπεδο της jouissance. Η συμβολική εξουσία βρίσκει πραγματικό, έτσι, στήριγμα στις συναισθηματικές δυναμικές της φαντασίωσης και της (μερικής) απόλαυσης. Παρομοίως, καμία κοινωνική και πολιτική αλλαγή δεν είναι δυνατό να θεσμοποιηθεί αποτελεσματικά όταν επιδιώκεται μόνο στο επίπεδο της γνώσης: και πάλι, η διάσταση του συναισθήματος και της λιμπιντικής επένδυσης είναι κρίσιμη.. Ο Σταυρακάκης τονίζει τη σημασία της της διάστασης του συναισθήματος, της λίμπιντο και της jouissance:για παράδειγμα, είναι δυνατόν να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο ο ύστερος καπιταλισμός στηρίζεται στην κατανάλωση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επιθυμία και η απόλαυση; Και, πίσω από την εθιμική επανάληψη κοινωνικών πράξεων και συμπεριφορών που αναπαράγουν δομές υποταγής και υπακοής δεν βρίσκεται συνήθως μια ασυνείδητη jouissance του (κοινωνικού) συμπτώματος;
Ο Σταυρακάκης ,στα κεφάλαια κεφάλαια 5, 6 και 7 δοκιμάζει όλες αυτές τις υποθέσεις στην ανάλυση τριών συγκεκριμένων ζητημάτων: της εθνικής ταύτισης, της ευρωπαϊκής ταυτότητας, του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Γιατί είναι τόσο δύσκολο, , να μετασχηματιστούν οι εθνικοί δεσμοί πίστης των ευρωπαϊκών λαών και αποτυγχάνει η ταύτιση με την Ευρώπη ως όλον, με την ευρωπαϊκή ταυτότητα; Το ερωτήμα δεν είναι ασύνδετο με την όλη προβληματική της jouissance. Το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει αναπτυχθεί ως μια τεχνοκρατική στρατηγική που στερείται οποιασδήποτε συναισθηματικής σαγήνης. Ο εθνικισμός, από την άλλη, έχει ωφεληθεί από την επικέντρωσή του στη συναισθηματική διάσταση του σχηματισμού ταυτότητας: στη jouissance στις πιο σκοτεινές μορφές της:Το γεγονός ότι ο εθνικισμός κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει τον δικό του ρηματικό σχηματισμό ως φαντασιακό ορίζοντα της νεωτερικότητας, και η ανικανότητα της ευρωπαϊκής ταυτότητας να ανταγωνιστεί τη δύναμή του και να λειτουργήσει με έναν εξίσου δελεαστικό τρόπο δείχνουν ότι η ηγεμονική επιτυχία ενός λόγου προϋποθέτει τον αποτελεσματικό χειρισμό της απόλαυσης. Όταν αυτός λείπει – όπως στην περίπτωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας –, το εκάστοτε ηγεμονικό σχέδιο είναι πιθανό να αποτύχει.Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι μακροχρόνιοι ταυτιστικοί δεσμοί δεν αλλάζουν ποτέ. Στο κεφάλαιο 7 ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι ο παράγοντας της απόλαυσης εξηγεί επίσης την επιτυχία ορισμένων σχεδίων κοινωνικής αλλαγής. Μια τέτοια χειραγώγηση της απόλαυσης βρίσκεται πίσω από την τεράστια επιτυχία του καταναλωτισμού και την ικανότητα του διαφημιστικού λόγου να ηγεμονεύει τη σύγχρονη κουλτούρα. Είναι κοινός τόπος σήμερα η διαπίστωση ότι η διαφήμιση και η δημιουργία εταιρικής ταυτότητας ([branding]) συνιστούν ηγεμονικούς τροπισμούς του λόγου στην ύστερη νεωτερικότητα, ότι ο λόγος της διαφήμισης και του πολιτικού μάρκετινγκ εποικίζει όλο και περισσότερο τον πολιτικό χώρο, πράγμα που οδηγεί σε μια απο-δημοκρατικοποίηση των θεσμών. Ωστόσο,, είναι προφανές ότι μέχρι τώρα η κριτική του καταναλωτισμού και της διαφήμισης δεν έχει κατακτήσει το επίπεδο εκλέπτυνσης και συστηματικότητας που θα ενίσχυε την κοινωνική της απήχηση. Η επαφή με ορισμένες λακανικές ιδέες – ιδιαίτερα με τη λογική της επιθυμίας και της απόλαυσης που αναπτύσσεται λεπτομερώς στα προηγούμενα κεφάλαια – μπορεί να ωφελήσει ολόκληρο το πεδίο της ανάλυσης και της κριτικής του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Το σημαντικότερο είναι ότι μπορεί να φωτίσει τις βαθιές κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες της καταναλωτικής κουλτούρας, η ηγεμονία της οποίας σηματοδοτεί, θα λέγαμε, το πέρασμα από μια κοινωνία της απαγόρευσης σε μια κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο Σταυρακάκης σκιαγραφεί μια λακανική απάντηση στις «μετα-δημοκρατικές» τάσεις στις ύστερες καπιταλιστικές κοινωνίες. Μια επανενεργοποίηση της δημοκρατικής επανάστασης που θα αντλεί έμπνευση από τον Λακάν – και θα έχει πάντα συνείδηση της συνεχούς αλληλοδιείσδυσης του αρνητικού και του θετικού, της έλλειψης και της περίσσειας – μπορεί να συνδυάσει τη συνεπή δημοκρατική ηθική του πολιτικού με ένα πάθος για πραγματικό μετασχηματισμό, ικανό να διεγείρει το πολιτικό σώμα χωρίς να αναπαράγει τις ουτοπικές φαντασιώσεις της παλιάς αριστεράςαριστεράς. Ωστόσο, οι προοπτικές ενός τέτοιου σχεδίου εξαρτώνται πάντα από την ικανότητά του να συνυφάνει τη θεσμοποίηση της έλλειψης με μιαν άλλη, μη φαλλική jouissance, η οποία θα μπορέσει να εκτοπίσει σταδιακά ή να περιορίσει τις κυρίαρχες μορφές διαχείρισης της απόλαυσης και να ανοίξει το πεδίο για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος πέρα από ουτοπικές φαντασιώσεις ολότητας και ολοκλήρωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου