Αναγνώστες

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

ιο-πολιτική και ιστορική κουλτούρα Μήτσος Μπιλάλης/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

ιο-πολιτική και ιστορική κουλτούρα



Τρία παραδείγματα «πολέμων για την Ιστορία» που μας καλούν να σκεφτούμε τις διαδικασίες νοηματοδότησης του παρελθόντος ως αναπόσπαστα μέρη ενός μεταλλαγμένου ψηφιακού σκηνικού

Μήτσος Μπιλάλης

Το συμβάν είναι λίγο-πολύ γνωστό: την Τρίτη στις 16 Ιουλίου 2013, η αγόρευση του βουλευτή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Βαγγέλη Διαμαντόπουλου στην ολομέλεια της Βουλής στάθηκε αφορμή για να ξεσπάσει ένας πραγματικός «πόλεμος για την Ιστορία» στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Η καταληκτική φράση αυτής της αγόρευσης, το περίφημο «ραντεβού στα γουναράδικα», πυροδότησε ατέλειωτες διαμάχες για την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν έναν χρόνο μετά το συμβάν, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, μπλόγκερ και επισκέπτες ιστοσελίδων συνεχίζουν να ανταλλάσσουν απόψεις, ύβρεις κι απειλές, ανάγοντας –για πολλοστή φορά μετά τη λήξη της– την ταραγμένη δεκαετία του 1940 σε υπόθεση του παρόντος.
Ωστόσο, τούτη η φορά η ανάκληση του παρελθόντος φαίνεται πως είχε να κάνει περισσότερο με την απουσία παρά με την παρουσία της μνήμης. Καταρχάς, από την πρώτη κιόλας στιγμή έγινε αισθητή η έλλειψη της άμεσης μνήμης του συμβάντος. Η έλλειψη αυτή ήταν ορατή ακόμα και στον ορίζοντα λόγου της Αριστεράς: ο ίδιος ο βουλευτής από την αγόρευση του οποίου ξεκίνησαν όλα, δεν φαινόταν να γνωρίζει την ακριβή διατύπωση που αποδίδεται στον Άρη Βελουχιώτη. Από την επόμενη, δε, ημέρα μετά την αγόρευση, πολιτικοί, δημοσιογράφοι αλλά και αναγνώστες ενημερωτικών ιστοσελίδων, ακόμα και ειδικοί από τον ακαδημαϊκό χώρο αισθάνθηκαν την ανάγκη να προβούν σε λεξικογραφικές και ιστοριογραφικές διευκρινίσεις, διαισθανόμενοι το γεγονός ότι η «ιστορική» αυτή φράση δεν ενεργοποιούσε πλέον εύκολα το μνημονικό κεφάλαιο του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Παρ’ όλα αυτά, οι απόπειρες αποκατάστασης της ιστορικότητας της φράσης έμοιαζαν σισύφειες: κάθε νέα διευκρίνιση γεννούσε εκθετικά καινούριες ιστοσελίδες, στις οποίες το έργο της αποκατάστασης έμοιαζε να ξεκινά πάλι απ’ την αρχή. Είναι χαρακτηριστικό πως αρκετούς μήνες μετά το συμβάν, η αναζήτηση της φράσης «ραντεβού στα γουναράδικα» στη μηχανή της Google συνεχίζει να επιστρέφει εκατοντάδες αλληλοσυγκρουόμενες ιστοσελίδες. Για να το πούμε διαφορετικά, μια ιδιάζουσα αντι-μνημονική συνθήκη φαίνεται να οργανώνει τις συζητήσεις για τα ιστορικά συμβάντα της δεκαετίας του 1940 στα ψηφιακά περιβάλλοντα του πρώιμου εικοστού πρώτου αιώνα: ο λόγος για το παρελθόν εκκινεί και ανατροφοδοτείται από την έλλειψη μάλλον και όχι από την παρουσία συγκροτημένων «κοινοτήτων μνήμης», οι οποίες θα μπορούσαν να στοιχηθούν πίσω από την επίμαχη φράση και να τη διεκδικήσουν ως κομμάτι της πολιτικής τους παράδοσης.
Στην «περίπτωση Διαμαντόπουλου», ωστόσο, δεν απουσίαζαν μονάχα οι άμεσες μνήμες των ιστορικών συμβάντων. Εξέλιπαν επίσης και εκείνες οι συλλογικότητες οι οποίες έχουν περιγραφεί ως «κοινότητες μετα-μνήμης». Πρόκειται για ομάδες, τα μέλη των οποίων μοιράζονται κοινές αντιλήψεις για το παρελθόν, βασισμένες όχι στην άμεση μνήμη των συμβάντων, αλλά σ’ «ένα αίσθημα της “σωστής”, κατά την άποψή τους, “ιστορικής αλήθειας”».1 Στις ατέλειωτες διαδικτυακές συζητήσεις που άνοιξε η εκφορά της επίμαχης φράσης, ελάχιστοι διεκδίκησαν μια «αληθινή» ερμηνεία των ιστορικών συμβάντων της πιο ταραγμένης δεκαετίας της ελληνικής ιστορίας του εικοστού αιώνα. Οι περισσότεροι, άλλωστε, δεν ήταν σε θέση να διακινδυνεύσουν κάτι τέτοιο: η συντριπτική πλειονότητα όλων όσοι έγραψαν ένα κείμενο, έστειλαν κάποιο σχόλιο, ανέβασαν μια φωτογραφία ή ένα βίντεο είτε απλώς έκαναν «like», μοιράστηκαν ή προώθησαν πληροφορίες για το «ραντεβού στα γουναράδικα», δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ομολογήσουν άμεσα ή έμμεσα πως δεν είχαν ξανακούσει τη συγκεκριμένη φράση, δεν γνώριζαν το «αληθινό» περιεχόμενό της ούτε ήταν εξοικειωμένοι με τα ιστορικά συμφραζόμενά της. Ακόμα κι όταν έμπειροι πολιτικοί και δημοσιογράφοι κατέβαλαν προσπάθειες για την αποκατάσταση της «ιστορικής αλήθειας» απέναντι στις χονδροειδείς παρερμηνείες της επίμαχης φράσης, ελάχιστα πράγματα φάνηκε να αλλάζουν· οι πάντες μπορούσαν άνετα να συνεχίζουν να μιλούν για την Κατοχή και τον Εμφύλιο ερήμην της «αλήθειας» του «ραντεβού στα γουναράδικα» και πέραν της «αποκατάστασής» του.
Ο κατάλογος, ωστόσο, των απουσιών δεν σταματά εδώ· στη συγκεκριμένη διαμάχη δεν συμμετείχαν πάντοτε άνθρωποι με σάρκα και οστά: μηχανισμοί προώθησης και ανταλλαγής περιεχομένου (rss, data feeding κ.λπ.), εφαρμογές διαμοιρασμού (sharing utilities), καθώς και πρακτικές διαρκούς αποκοπής και επικόλλησης κειμένων δημιουργούσαν διαρκώς νέες ενότητες περιεχομένου σχετικές με την επίμαχη φράση με αυτοματοποιημένο τρόπο, χωρίς δηλαδή την άμεση εμπλοκή συγκεκριμένων ανθρώπινων δραστών. Ακόμα κι όταν, όμως, εκείνος/-η που μιλούσε για παρελθόν ήταν επιβεβαιωμένα άνθρωπος κι όχι κώδικας, αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα πως ήταν αναγνωρίσιμος: η διαδικτυακή μάχη για τα «γουναράδικα» διεξήχθη κυρίως σε καθεστώς ψευδωνυμίας, εμπρόθετης ανωνυμίας και trolling.
Χωρίς συγκροτημένες κοινότητες μνήμης, συνεπώς, με μπλοκαρισμένες τις δεξαμενές της άμεσης ανάκλησης του παρελθοντικού ίχνους, ερήμην μετα-μνημονικών διεκδικήσεων της αλήθειας, ακόμα και πέρα από το απροϋπόθετο της ανθρώπινης παρουσίας, το παιχνίδι της ανάκλησης της Κατοχής και της Αντίστασης στο ψηφιακό σκηνικό του εικοστού πρώτου αιώνα φαινόταν να παίζεται διαφορετικά σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονική περίοδο. Οι διαφορές αυτές αποτυπώνονταν εναργέστερα στο πεδίο της υποκειμενικότητας: εάν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και κυρίως της δεκαετίας του 1980 το προνομιακό υποκείμενο το οποίο αναλάμβανε να μιλήσει για τη δεκαετία του 1940 υπήρξε ο αφηγητής/κάτοχος πολύτιμου μνημονικού κεφαλαίου, ένα υποκείμενο έτοιμο να ξαναγράψει την Ιστορία της δεκαετίας του 1940 στη βάση ενός αυτοβιογραφικού εγώ, στην Ελλάδα της κρίσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το υποκείμενο αυτό αποκτούσε καινούρια χαρακτηριστικά. Μεταμορφωνόταν σε μια κρυπτική παρουσία, η οποία μάθαινε να διεκδικεί το παρελθόν καιροφυλακτώντας πίσω από ψηφιακούς κώδικες αναπαραγωγής της ιστορικής πληροφορίας, πέρα από τη διαλεκτική της μνήμης και της λήθης, πέρα από τη δυνατότητα κατοχής μνημονικού/συμβολικού κεφαλαίου.

Από τη μνήμη στον ιό
Η «περίπτωση Διαμαντόπουλου» δεν είναι μοναδική. Αρκεί να φέρει κανείς στο μυαλό του τους διαδοχικούς «πολέμους για την Ιστορία» που ξέσπασαν μετά το γύρισμα της χιλιετίας (από τις πρώτες αντιπαραθέσεις για τον ορισμό μεταναστών σημαιοφόρων στις σχολικές παρελάσεις στις αρχές της περασμένης δεκαετίας και τη μεγάλη διαμάχη για το εγχειρίδιο Ιστορίας της έκτης Δημοτικού έως την πρόσφατη συζήτηση για τα «ιστορικά πορτρέτα» που διακρίνονταν πίσω από την πλάτη του Χριστόδουλου Ξηρού κατά το ψηφιακό του διάγγελμα) για να διαπιστώσει προφανείς ομοιότητες με τις έριδες περί «γουναράδικων». Οι ομοιότητες αυτές έχουν να κάνουν, μεταξύ άλλων, με τις σκληρές δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται η ίδια η έννοια της μνήμης: μνημονικές στρατηγικές, δουλεμένες σε ολόκληρη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα γνωρίζουν ισχυρότατους κλυδωνισμούς· οι θέσεις και οι σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων του παρόντος και των συμβάντων του παρελθόντος αναδιατάσσονται· το έδαφος των υλικοτεχνικών προϋποθέσεων για τη νοηματοδότηση του παρελθόντος συνταράσσεται από τεκτονικούς σεισμούς.
Οι δοκιμασίες αυτές πολλαπλασιάζουν με τη σειρά τους τα ερωτήματα. Αρκούν, για παράδειγμα, οι ήδη δοκιμασμένες αναλυτικές κατηγορίες (π.χ. άμεση μνήμη, κοινότητες μνήμης, μετα-μνήμη κ.λπ.) για να προσεγγίσει κανείς τις μεταπλάσεις που συντελούνται στις σύγχρονες αρένες, στις οποίες λαμβάνει χώρα η νοηματοδότηση του παρελθόντος; Επιπλέον, εάν δεχτούμε πως στο ψηφιακό μας παρόν δεν μεταπλάθεται μονάχα η μνημονική παραγωγή του παρελθόντος αλλά συνολικότερα η παραγωγή αξίας, αγαθών και νοήματος, τότε πώς θα μπορούσαμε να «συγχρονίσουμε» τα ερμηνευτικά εργαλεία που μας έχουν ήδη προσφέρει οι σπουδές της μνήμης ώστε να παραμείνουν λειτουργικά μέσα στο σκηνικό των ευρύτερων αλλαγών της ψηφιακής ύστερης νεωτερικότητας; Με άλλα λόγια, πώς θα μπορούσαμε να ξανασκεφτούμε δημιουργικά την ίδια την έννοια της συλλογικής μνήμης, μια έννοια βαθιά ανθρωποκεντρική, προκειμένου να συνεχίζει να δίνει απαντήσεις και να μας λυτρώνει –στον βαθμό που μπορεί– από τις αμηχανίες που γεννιούνται μέσα στο μετα-ανθρωποκεντρικό, ψηφιακό περιβάλλον παραγωγής λόγου για το παρελθόν;
Η ιικότητα (virality) είναι μια έννοια που θα μπορούσε να συνδράμει προς την παραπάνω κατεύθυνση. Πρόκειται, ουσιαστικά, για έναν όρο ο οποίος προέρχεται από το λεξιλόγιο των επιστημών της ζωής, των βιο-επιστημών, και στην κυριολεξία σημαίνει τη δυνατότητα ή τον βαθμό εξάπλωσης ενός ιού. Πώς θα μπορούσε, ωστόσο, να φανεί χρήσιμη η μεταφορά του ιού στη μελέτη της παραγωγής λόγου για το παρελθόν στον σύγχρονο ψηφιακό τεχνοπολιτισμό;
Για να απαντήσουμε στο τελευταίο ερώτημα, χρειάζεται να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στα μέσα της δεκαετίας του 1990, εποχή κατά την οποία ξεκινούσε η μαζικοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών. Στη συγκεκριμένη, λοιπόν, συγκυρία, η ραγδαία διάδοση του διαδικτύου και του κινητού τηλεφώνου ενεργοποιούσε μια σειρά από ενδιαφέρουσες αναδιατάξεις στο μιντιακό τοπίο. Η πιο σημαντική ίσως από αυτές υπήρξε η διάνοιξη πολλών, μικρών ιδιωτικών κυβερνοχώρων: όσο πλησίαζε το τέλος του εικοστού αιώνα, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ήταν σε θέση να κατασκευάσουν μια δική τους «προσωπική σελίδα» στο διαδίκτυο· να αναρτήσουν πληροφορίες, να παραγάγουν δικό τους περιεχόμενο και να συνδέσουν τον μικρό χώρο τους με τους αντίστοιχους κυβερνοχώρους άλλων χρηστών μέσα από πρώιμες δομές ψηφιακής δικτύωσης (παρόχους δωρεάν φιλοξενίας ιστοσελίδων, λίστες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, φόρα συζήτησης, κανάλια σε περιβάλλοντα chat, εφαρμογές εντοπισμού «φίλων» κ.λπ.). Μικροί, συνεπώς, χώροι παραγωγής περιεχομένου και αξίας άρχισαν να ξεφυτρώνουν κατά μυριάδες μέσα στο καινούριο ψηφιακό σκηνικό. Στο εσωτερικό των χώρων αυτών, οι «ιδιοκτήτες» τους δοκίμαζαν πρωτόγνωρες αισθήσεις κυριότητας, αυτονομίας και ελέγχου πάνω στο περιεχόμενο που οι ίδιοι παρήγαγαν ή διακινούσαν.
Η σταδιακή, ωστόσο, εμπέδωση των παραπάνω αισθήσεων κυριότητας και αυτονομίας έκανε δύσκολη τη ζωή όσων ασχολούνταν με την αποστολή περιεχομένου σε μαζικούς αποδέκτες (π.χ. εμπορικό μάνατζμεντ, διαφήμιση, οργάνωση πολιτικής καμπάνιας, θρησκευτικός ή ιδεολογικός προσηλυτισμός). Όλοι αυτοί θα έπρεπε να ξανασκεφτούν τη δουλειά τους από την αρχή, αν ήθελαν να βρουν τρόπους να εισβάλουν στο Ελντοράντο των μικρών ιδιωτικών κυβερνοχώρων. Χωρίς, λοιπόν, να αποτελεί υπερβολή, μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια πρακτικές προώθησης περιεχομένου, δοκιμασμένες σε ολόκληρη τη μακρά διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, άρχισαν να αναθεωρούνται εκ βάθρων, προσπαθώντας να συντονιστούν με τις αναδιατάξεις του ψηφιακού περίγυρου.
Στο σημείο αυτό μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι ο ιός. Ο ιός είναι μια αξιοπερίεργη οντότητα. Ιδωμένη από τη σκοπιά της Βιολογίας, η οντότητα αυτή διαθέτει δικό της «περιεχόμενο» (RNA ή DNA). Ο ιός δεν μπορεί, ωστόσο, να υπάρξει από μόνος του με αυτό το περιεχόμενο· εάν δεν έρθει σε επαφή με έναν άλλο οργανισμό, είναι καταδικασμένος σε ανυπαρξία. Μονάχα εκεί, παρασιτώντας στην επικράτεια του ξενιστή του, έχει πιθανότητες να υπάρξει και να αναπαραχθεί. Για τον σκοπό αυτό έχει αναπτύξει ένα εξωτερικό κέλυφος (πρωτεϊνικό περίβλημα, καψίδιο), το οποίο προσπαθεί να μιμηθεί τις βιολογικές προδιαγραφές του ξενιστή. Αυτό το άλλο μισό της βιολογικής του ταυτότητας, συνεπώς, επιτρέπει στον ιό να γαντζώνεται, να διεισδύει, να αγκιστρώνεται σε άλλους οργανισμούς και να πολλαπλασιάζεται στο εσωτερικό τους.
Επιστρέφοντας στη σύντομη αναδρομή, ο ιός –το βιολογικό πρότυπο μιας ύπαρξης που αφήνει κατά μέρος το δικό της περιεχόμενο και επικεντρώνεται στους τρόπους διείσδυσης στο περιεχόμενο άλλων οργανισμών– ενέπνευσε τις προσπάθειες πρόσβασης στους μικρούς ιδιωτικούς κυβερνοχώρους της νέας χιλιετίας: καινούριες πρακτικές οι οποίες μιμούνταν τον τρόπο διασποράς των ιών άρχισαν να αναπτύσσονται αρχικά στον χώρο του εμπορικού μάρκετινγκ. Σύντομα απέκτησαν κοινό όνομα (viral marketing). Οι πρακτικές αυτές επεκτάθηκαν πολύ γρήγορα και σε άλλους τομείς. Τούτο είχε ως συνέπεια την εμφάνιση ενός ακόμα ευρύτερου όρου, του ιομορφικού διαμοιρασμού (viral sharing).2
Ας δούμε ένα παράδειγμα ιομορφικού διαμοιρασμού. Ένας χρήστης (ας τον ονομάσουμε Νίκο) με έντονη δραστηριότητα στον ακροδεξιό ελληνικό κυβερνοχώρο, ανεβάζει στο YouTube ένα βίντεο αφιερωμένο στη Μικρασιατική Καταστροφή. Γνωρίζει, ωστόσο, πολύ καλά πως δεν φτάνει μονάχα να το αναρτήσει. Εάν θέλει να γίνει «επιτυχία» (αγγλιστί να γίνει viral), πρέπει να κυκλοφορήσει όσο γίνεται περισσότερο μέσα στα απειράριθμα μικρά δίκτυα άλλων χρηστών του διαδικτύου. Ο Νίκος, όμως, δεν έχει άμεση πρόσβαση σε αυτά. Από την άλλη πλευρά, η εταιρική πλατφόρμα, στην οποία ανέβασε το βίντεο δεν τον έχει αφήσει αβοήθητο. Κάτω ακριβώς από το βίντεο υπάρχουν μικρά εικονίδια, τα οποία λειτουργούν όπως ακριβώς τα καψίδια των ιών: αναλαμβάνουν να εγχύσουν αυτόματα το περιεχόμενο που έφτιαξε ο συγκεκριμένος χρήστης στους μικρούς ιδιωτικούς κυβερνοχώρους των επισκεπτών του. Αρκεί μονάχα να πατήσει κανείς σε κάποιο από τα παραπάνω εικονίδια. Τότε, αυτόματα, το βίντεο του Νίκου θα έχει γίνει «post» στο Facebook ή στο Linkedin ενός άλλου χρήστη με παρόμοιες πιθανόν πολιτικές πεποιθήσεις. Μπορεί ακόμα να γίνει ανάρτηση στο blog ενός τρίτου επισκέπτη, τιτίβισμα στο twitter ενός επόμενου κτλ. Με άλλα λόγια, το αρχικό περιεχόμενο θα έχει καταφέρει να εισβάλει στο δίκτυο ενός άλλου χρήστη μέσα από αυτοματοποιημένους δρόμους, χωρίς φαινομενικά να αλλοιώνει την ταυτότητα του νέου χώρου υποδοχής. Εκεί απλώς καλείται να συμβιώσει με άλλα βίντεο, κείμενα και εικόνες που υπήρχαν πριν το ανέβασμά του. Συμβιώνει με τον ξενιστή του και περιμένει. Περιμένει ωσότου ένας ακόμα χρήστης («φίλος» του προηγούμενου και άγνωστος κατά πάσα πιθανότητα στον Νίκο) να κάνει like ή comment κάτω από το post, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτόν στο αρχικό βίντεο να πολλαπλασιάσει τον εαυτό του σε έναν ακόμα κρίσιμο μικρό ιδιωτικό κυβερνοχώρο.
Παραδείγματα σαν το προηγούμενο ανήκουν πλέον στην κυβερνητική καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων. Και τούτο διότι πριν ακόμα φτάσουμε στα μισά της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, ο ιομορφικός διαμοιρασμός είχε κατορθώσει να καταστεί ο κυρίαρχος τρόπος διακίνησης περιεχομένου στο διαδίκτυο. Η υιοθέτησή του, μάλιστα, υπήρξε τόσο γενικευμένη ώστε δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποστηρίξει κανείς πως η ιικότητα συγκροτεί πλέον μία από τις μείζονες μεταπλάσεις, μια μετάπλαση που αλλάζει δραματικά τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε συνολικά την παραγωγή και την επικοινωνία στην ψηφιακή ύστερη νεωτερικότητα.
Στην πιο μεγάλη κλίμακα, η καταιγιστική παρουσία ιομορφικών πρακτικών επηρεάζει συνολικά τις πολιτικές του νοήματος στον σύγχρονο κόσμο. Μια γενετικά τροποποιημένη «πολιτική οικονομία του νοήματος» φαίνεται να διεκδικεί επιτακτικά την ανάδυσή της. Ας αποκαλέσουμε αυτή τη νέα οικονομία ιο-πολιτική. Με τον όρο αυτό, τα πεδία του πολιτικού, του οικονομικού και του πολιτισμικού εκλαμβάνονται ως αρένες στο εσωτερικό των οποίων το νόημα παράγεται, διαχέεται και προσλαμβάνεται ιομορφικά: εγχέεται διαρκώς στην επικράτεια του Άλλου, συμβιώνει παρασιτικά με άλλα νοήματα και συναρτά την επιβίωσή του με ψηφιακούς αυτοματισμούς, οι οποίοι οργανώνουν την επαναληπτική εκφορά του μέσα σε μικρούς, υβριδικούς κυβερνοχώρους.

Από τον ιό στην Ιστορία: θυμικότητα, επιτελεστικότητα, συνδεσιμότητα
Ας επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, στον λόγο, δηλαδή, για το παρελθόν, όπως αυτός αρθρώνεται στα συμφραζόμενα της ψηφιακής μας καθημερινότητας. Έχω την αίσθηση ότι η ιο-πολιτική, μια έννοια που αναμετριέται συνολικά με τις μεταμορφώσεις της παραγωγής στον ψηφιακό καπιταλισμό, μπορεί να μας φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην προσπάθειά μας να εμβαθύνουμε αναφορικά με τις μεταμορφώσεις που συντελούνται στο πεδίο της παραγωγής νοήματος για το παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα, μια μετάθεση της συζήτησης από τη μνήμη και τη λήθη ή από τις χρήσεις και τις καταχρήσεις του παρελθόντος στις ιο-πολιτικές του παρελθόντος, θα μπορούσε ενδεχομένως να ανανεώσει την ερμηνευτική προσέγγιση ποικίλων επεισοδίων που σημάδεψαν τη Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα κατά την τελευταία εικοσαετία.
Χωρίς αμφιβολία, το πιο έντονο και το πιο εκτεταμένο χρονικά από τα προαναφερθέντα επεισόδια έχει να κάνει με το σχολικό εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της Ιστορίας στην έκτη τάξη του Δημοτικού. Η έκδοσή του την άνοιξη του 2006 προκάλεσε έντονες διαμάχες σε πολλαπλά επίπεδα. Δίχασε την κεντρική πολιτική σκηνή, τροφοδότησε το μιντιακό τοπίο με βαρύτατα θυμικά φορτία, ενεργοποίησε πρωτόγνωρες δυναμικές στον χώρο της εκπαίδευσης, σμίλεψε συλλογικότητες που διεκδίκησαν την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα και εκτίναξε την παραγωγή λόγου για το παρελθόν στον ελληνικό κυβερνοχώρο. Στα τέσσερα περίπου χρόνια που διήρκεσαν οι εχθροπραξίες αυτού του μείζονος «πολέμου για την Ιστορία» συζητήθηκε το σύνολο σχεδόν των βασικών στιγμών της νεότερης ελληνικής Ιστορίας: από την οθωμανική περίοδο και τον ρόλο της Εκκλησίας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο.
Πίσω, ωστόσο, από την πολλαπλότητα των ιστορικών παρελθόντων που ανακλήθηκαν, τις ετερόκλητες πολιτικές και τα επιχειρήματα που αρθρώθηκαν και την απίθανη ποικιλία των ταυτοτήτων που προέκυψαν στη διάρκεια της δημόσιας διαμάχης για το σχολικό αυτό βιβλίο, υπήρξε μία λέξη, ο συνωστισμός, η οποία κατόρθωσε να συγκεφαλαιώσει όλα τα προηγούμενα. Ο «συνωστισμός» ήταν η πρώτη λέξη μέσα από την οποία συστήθηκε το εγχειρίδιο στα ευρύτερα ακροατήρια. Ώς τη λήξη, δε, της διαμάχης ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί έστω κι ένα κείμενο, σχόλιο, βίντεο ή γελοιογραφία που να αναφέρεται στην υπόθεση του εγχειριδίου χωρίς να αναπαράγει τη συγκεκριμένη λέξη. Ακόμα και στις μέρες μας, οκτώ χρόνια μετά την έναρξη των δημόσιων αντιπαραθέσεων, εάν πληκτρολογήσει κανείς το όνομα της επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας Μαρίας Ρεπούση στην πιο γνωστή μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο, θα δει να συμπληρώνεται αυτόματα το πεδίο αναζήτησης με τη λέξη συνωστισμός. Όπως και στην περίπτωση του «ραντεβού στα γουναράδικα», η συγκεκριμένη λέξη φαινόταν να βρίσκει διαρκώς έναν τρόπο για να παρεισφρέει στις διαμάχες. Μεταπηδώντας διαρκώς ανάμεσα από σελίδες και οθόνες, ο «συνωστισμός» έμοιαζε με ιό στο απόγειο της επιδημικής του δεινότητας: «κολλούσε» πάνω σε κάθε πιθανή και απίθανη αναφορά στην ελληνική Ιστορία, άσχετα εάν αυτή είχε να κάνει με συμβάντα πολύ διαφορετικά από εκείνο στο οποίο υποτίθεται πως αναφερόταν, τις τελευταίες, δηλαδή, στιγμές της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στην προκυμαία της Σμύρνης το 1922.
Πραγματικά, σε όλη τη διάρκεια της διαμάχης για το βιβλίο της Ιστορίας τίποτε δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τον «συνωστισμό» ως προς τη δυνατότητά του να συνοψίζει το χαοτικό σκηνικό μιας δημόσιας αντιπαράθεσης για το παρελθόν στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα. Ακολουθώντας τον Jenkins κ.ά. τούτη η λέξη λειτουργούσε ως διαδόσιμο κείμενο (spreadable text). Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, «διαδόσιμο» είναι ένα συγκεκριμένο είδος κειμένου, η παρουσία του οποίου είναι απαραίτητη προκειμένου να κυκλοφορήσουν νοήματα μέσα στα χαοτικά δίκτυα της ψηφιακής ύστερης νεωτερικότητας. Πρόκειται για κείμενο, το οποίο παρόλο που
[…] διαθέτει προθετικότητα καθώς και προτεινόμενες σημασιοδοτήσεις, στο τέλος παραμένει αμφίσημο, με αρκετά ανοιχτά σημεία, τα οποία μπορούν προσληφθούν με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τα συμφραζόμενα προς τα οποία εκτίθεται κάθε φορά το κείμενο αυτό και τους τρόπους με τους οποίους εμπλέκεται […] σε εντοπισμένες κάθε φορά συζητήσεις.3
Τι είναι εκείνο, ωστόσο, που μεταμορφώνει μια μικρή λέξη ή μια σύντομη φράση σε «διαδόσιμο» ή «ιομορφικό», όπως προτιμώ να το αποκαλώ, κείμενο; Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να εκκινεί και να καταλήγει στο θυμικό. Φράσεις σαν το «ραντεβού στα γουναράδικα» ή όροι σαν τον «συνωστισμό» δεν ανήκουν τόσο στο λεξικογραφικό σύμπαν της ιστοριογραφίας, όσο σε εκείνο της συναισθηματικής διέγερσης. Σε κάθε τους επίκληση έχουν την ιδιότητα να απελευθερώνουν υψηλά θυμικά φορτία. Εκφέρονται και απευθύνονται προς «ενεργούς χρήστες» του σύγχρονου ψηφιακού τεχνοπολιτισμού, προς μία εκδοχή, δηλαδή, υποκειμενικότητας, η οποία δομείται περισσότερο στη βάση της θυμικής απόλαυσης παρά σε εκείνην της αναλυτικής εκλογίκευσης.4 Μέσα από την καταστατική τους θυμικότητα, οι παραπάνω φράσεις προσφέρουν το παρελθόν και τον ιστορικό χρόνο ως αντικείμενο απόλαυσης σε παραλήπτες ήδη συγκροτημένους μέσα από ιομορφικές θυμικές στρατηγικές. Η δυνατότητά τους να εκλύουν θυμική ενέργεια αποτελεί τον καταλύτη για τη μεταμόρφωση ενός ιστορικού γεγονότος (εν προκειμένω της εξόδου ελληνορθόδοξων πληθυσμών από την Τουρκία στα 1922) σε ένα α-ιστορικό «πρωτεϊνικό περίβλημα», σε ένα πολιτισμικό «καψίδιο» (συνωστισμός), που διευκολύνει τον περαιτέρω παρασιτικό πολλαπλασιασμό του λόγου για το παρελθόν.
Επιπλέον, ένα ιομορφικό κείμενο βασίζεται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στη δυνατότητά του να επαναλαμβάνει διαρκώς τον εαυτό του. Βεβαίως, αυτή η επανάληψη δεν μπορεί να είναι απροϋπόθετη. Εάν ακολουθήσουμε την ανάλυση της Τζούντιθ Μπάτλερ περί επιτελεστικότητας, κάθε νέα εμφάνιση ενός ιομορφικού κειμένου για το παρελθόν οφείλει να παραπέμπει στον «νόμο» αυτού του παρελθόντος, στα κυρίαρχα, δηλαδή, ιστοριογραφικά αφηγήματα, τα οποία διαθέτει η αντίστοιχη κοινωνία προκειμένου να νοηματοδοτεί το παρελθόν της.5 Για να το πούμε διαφορετικά, κάθε αναφορά σε «γουναράδικα» και «συνωστισμούς» έπρεπε να γινόταν αφορμή μιας επιτελεστικής εργασίας, η οποία θα έφερνε διαρκώς στο προσκήνιο βασικές ερμηνευτικές θέσεις για την Κατοχή, την Αντίσταση ή την περιπέτεια του 1922.
Ωστόσο, στην περίπτωση των συγκεκριμένων «πολέμων για την Ιστορία», ο «διάλογος» με τα ερμηνευτικά ιστοριογραφικά αφηγήματα δεν εξελίχτηκε ακριβώς με τον παραπάνω τρόπο. Στο ασταθές έδαφος των ψηφιακών ιο-πολιτικών του παρελθόντος, ο λόγος για το παρελθόν δεν φαινόταν να βασίζεται τόσο σε μια «επιτελεστική επανάληψη που παράγει διαφορές» όσο σε μια «αντιγραφή χωρίς αναπαραγωγή, χωρίς πιστότητα, χωρίς διάρκεια»:6 Στις συζητήσεις που ακολούθησαν την έκδοση του σχολικού εγχειριδίου και την κοινοβουλευτική αγόρευση του βουλευτή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., η επιμονή στον «συνωστισμό» και στα «γουναράδικα» αντίστοιχα δεν σήμαινε απαραίτητα και παραπομπή σε ιστοριογραφικούς κανόνες. Όπως ήδη έχουμε σημειώσει, η παρουσία των κρίσιμων αυτών κλισέ ήταν παρασιτική: αποσκοπούσε πρωτίστως στην εισβολή στα δίκτυα των Άλλων· στόχευε να διεισδύσει παρά να παραπέμψει, να συμβιώσει κι όχι να αναμετρηθεί, να αντιγραφεί παρά να πρωτοτυπήσει. Η διεξαγωγή των σύγχρονων «πολέμων για την Ιστορία» στον ελληνικό κυβερνοχώρο βασίστηκε, αναμφίβολα, σε επιτελεστικές διεργασίες. Μόνο που οι διεργασίες αυτές φαίνονταν να βαδίζουν τον δικό τους δρόμο: προέκριναν μια παρασιτική επιτελεστικότητα, ένα αδιάκοπο, δηλαδή, κυνήγι για την εγκατάσταση θυμικών ιχνών του παρελθόντος μέσα στα απειράριθμα μικρά δίκτυα της ψηφιακής καθημερινότητας.
Ένα ιομορφικό κείμενο, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι κι άλλα πράγματα, πέρα από μια απλή λέξη ή φράση, π.χ. μια «εφεύρεση, τεχνολογία, σύστημα σκέψης, μουσική λούπα […] επιστημονική θεωρία, σεξουαλικό σκάνδαλο, ενδυματολογικό στιλ ακόμα και μια pop διασημότητα».7 Πιο πιθανόν, όμως, ήταν να έχει οπτική μορφή.
Έναν περίπου μήνα μετά την «υπόθεση Διαμαντόπουλου» δόθηκε μια νέα αφορμή για διαμάχες σχετικά με τη δεκαετία του 1940. Στις 4 Αυγούστου του 2013 η εφημερίδα Πρώτο Θέμα δημοσίευσε εικόνες από τις διακοπές ενός άλλου βουλευτή. Οι φωτογραφίες έδειχναν, μεταξύ άλλων, τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη σε καλοκαιρινή περιβολή να απολαμβάνει ιδιωτικές στιγμές με τη σύντροφό του Έλενα Κωνσταντινίδου. Το βλέμμα του φακού εστίαζε στο ναζιστικό τατουάζ που ήταν χτυπημένο στον ώμο του βουλευτή. Όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, οι φωτογραφίες αυτές γνώρισαν μεγάλη διάδοση. Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε, οι λήψεις του ζευγαριού ανατυπώθηκαν αμέτρητες φορές στις οθόνες του διαδικτύου. Στο τέλος του καλοκαιριού του 2013, ο ελληνικός κυβερνοχώρος είχε κατακλυστεί από επιχειρήματα, κριτικές, άρθρα, σχόλια ακόμα και παρωδιακές αναπαραγωγές των φωτογραφικών στιγμιοτύπων. Αλλά περισσότερο από όλα είχε γεμίσει από σβάστικες. Το οπτικό ίχνος του γερμανικού παρελθόντος έπαιρνε την εκδίκησή του: φαινόταν να βρίσκει τον τρόπο να «καταλάβει» τον κυβερνοχώρο ενός κράτους, στο οποίο η παρουσία οπτικών διαπραγματεύσεων της ναζιστικής περιόδου υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη σε ολόκληρη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Στο σημείο αυτό θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να εκλάβει κανείς την οργιαστική παρέλαση του εθνικοσοσιαλιστικού συμβόλου στις οθόνες των υπολογιστών και των τηλεοράσεων ως ένδειξη μιας στροφής της νεοελληνικής κοινωνίας προς νεοναζιστικές πολιτικές ατραπούς. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές το πλαίσιο των αναφορών ήταν εμφανώς καταγγελτικό. Ακόμα, όμως, και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ήταν διόλου σπάνιο να διαβάζει κανείς αντιφασιστικά κείμενα στριμωγμένα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εικόνες με τη σβάστικα στον ώμο του Κασιδιάρη. Μία μάλλον απρόσμενη ισορροπία φαινόταν να διαμορφώνεται σταδιακά: οπτικά απομεινάρια του ναζιστικού παρελθόντος και επιχειρήματα που αντλούσαν από τις (σαφώς μη ναζιστικές) δεξαμενές της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορικής κουλτούρας συγκατοικούσαν στους ίδιους ψηφιακούς χώρους. Μετά την επιτυχή εισβολή του στους μικρούς ιδιωτικούς κυβερνοχώρους του πρώιμου εικοστού πρώτου αιώνα, το πιο διαφιλονικούμενο οπτικό ίχνος της δεκαετίας του 1940 έδειχνε ικανό να παραμένει σε συμβιωτική σχέση με τους «εχθρούς» του.
Αποκτά ενδιαφέρον, συνεπώς, να μπορέσει να εμβαθύνει κανείς σε αυτή τη συμβίωση με όρους ιο-πολιτικής. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η σβάστικα θα μπορούσε να εκληφθεί ως ιός. Πράγματι, το μόνο που αναζητά ένας ιός είναι ο εχθρικός Άλλος· ο Ξένος ή ο Εχθρός στον οργανισμό του οποίου επιδιώκει να εισβάλει και να παρασιτήσει. Μονάχα μέσα στην επικράτεια αυτού του προνομιακού Άλλου έχει ελπίδες να επιβιώσει και να αναπαραχθεί. Για να το θέσουμε διαφορετικά, θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς την υπόθεση πως οι σβάστικες ευδοκίμησαν στον ελληνικό κυβερνοχώρο όχι διότι τους ήταν οικείος, αλλά ακριβώς επειδή αποτελούσε γι’ αυτές τον καταστατικό Άλλο. Στο ιομορφικό πεδίο των ψηφιακών δικτύων, η αναζήτηση της ιστορικής ακρίβειας των ιχνών του παρελθόντος δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα. Εκείνο που σίγουρα προέχει είναι η κυκλοφορία του ίχνους αυτού· η μετατροπή του σε ιομορφικό κείμενο, ανοιχτό σε αντιθετικές προσλήψεις και διαθέσιμο για ενσωμάτωση σε διαρκώς επιταχυνόμενες πληροφοριακές ροές.
Για να το πούμε διαφορετικά, εάν κάτι επείγει στο πλαίσιο των ψηφιακών ιο-πολιτικών του παρελθόντος, αυτό είναι η συνδεσιμότητα των ιχνών του παρελθόντος: με όσες περισσότερες ροές νοήματος (π.χ. ακαδημαϊκός λόγος, δημοσιογραφία, life style, διασκέδαση, νοηματοδοτήσεις του κοινωνικού φύλου και του σώματος, πορνογραφία κ.ά.) μπορεί να συνδέεται το ίχνος, τόσο πιο πολύ δυναμώνει η πιθανότητα να επιβιώνει στον κυβερνοχώρο. Στην «περίπτωση Κασιδιάρη», ένα πολιτικό σύμβολο των μέσων του περασμένου αιώνα ενδημεί στο οπτικό φαντασιακό της ψηφιακής Ελλάδας όχι γιατί ανακαλεί την τραγικότητα της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής σύγκρουσης, αλλά επειδή κατόρθωσε να συνδεθεί με το κουτσομπολιό, να ερωτοτροπήσει με τις πιο στερεοτυπικές εκδοχές μεταπολεμικής ελληνικότητας («λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου»), να χαραχτεί σε ημίγυμνα σώματα, να αναλάβει επάλληλες μορφές (τατουάζ, σχόλιο, κολάζ κ.ά.), να αποκαλυφθεί, να εκτεθεί, να αποδομηθεί, να γελοιοποιηθεί και, παρ’ όλα αυτά –ή μάλλον ακριβέστερα: εξαιτίας όλων αυτών– να διαδοθεί ακόμα πιο εκτατικά σε ακόμα περισσότερες επιφάνειες της ψηφιακής καθημερινότητας.
Στην «περίπτωση Κασιδιάρη» υπήρχε ακόμα ένα στοιχείο που προξενεί το ενδιαφέρον. Εάν η σβάστικα κατόρθωσε τελικά να λειτουργήσει ως ιομορφικό κείμενο, τότε αυτό το οφείλει και στη μορφολογική του αμφισημία. Μεγάλο μέρος των συζητήσεων που ακολούθησαν τη δημοσίευση των επίμαχων φωτογραφιών είχε να κάνει με το εάν αυτό που φαινόταν ήταν όντως σβάστικα. Υποστηρίχτηκε έντονα, πρώτα από όλα από τον ίδιο τον βουλευτή και στη συνέχεια από οπαδούς της Χρυσής Αυγής, ότι το τατουάζ δεν εικόνιζε το γερμανικό μεσοπολεμικό σύμβολο αλλά κάποιο είδος αρχαιοελληνικού μαιάνδρου. Η συζήτηση αυτή φούντωσε κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: άτομα φιλικά προσκείμενα στις ναζιστικές και φασιστικές ιδέες αρνούνταν μετά βδελυγμίας την εθνικοσοσιαλιστική γενεαλογία του τατουάζ, την ίδια στιγμή που οι αντίπαλοί τους τούς μέμφονταν για ιδεολογική ασυνέπεια.
Αναμφίβολα, η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ζήτημα ασυνέπειας· όχι όμως ιδεολογικής όσο ιομορφικής. Ακολουθώντας και πάλι την ανάλυση του Jenkins κ.ά. η «διαδοσιμότητα» ενός κειμένου συναρτάται άμεσα με την αποκήρυξη της γενεαλογίας του. Σύμφωνα με τους συγκεκριμένους συγγραφείς, η εμπρόθετη αμφισημία σε σχέση με την ιστορικότητα ενός ήχου, μιας εικόνας ή μιας φράσης θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μία ακόμα παρότρυνση ενεργού διεκδίκησης του νοήματός της.8 Στο ιομορφικό τοπίο της σύγχρονης ελληνικής ιστορικής κουλτούρας, η άρνηση του ίχνους του παρελθόντος αναδεικνύεται σε μια εξαιρετικά επιτυχημένη στρατηγική νοηματοδότησής του: το θάμπωμα των μορφολογικών περιγραμμάτων και η αποκήρυξη κάθε ναζιστικής συνδήλωσης επέτρεψαν στο βασικό οπτικό απομεινάρι του ναζιστικού παρελθόντος να επιπολάζει στα ψηφιακά δίκτυα και να διεκδικεί πιο επιτακτικά τις οθόνες, την αισθητική και την ψήφο στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα.

Αντί επιλόγου
Τα τρία παραδείγματα «πολέμων για την Ιστορία» που εξετάστηκαν στο παρόν κείμενο ιχνηλατούν όψεις της παραγωγής του παρελθόντος στα ψηφιακά συμφραζόμενα της σύγχρονης Ελλάδας. Σε μια αρκετά γενική προοπτική, μας καλούν να σκεφτούμε τις διαδικασίες νοηματοδότησης του παρελθόντος ως αναπόσπαστα μέρη ενός μεταλλαγμένου ψηφιακού σκηνικού. Εκτεθειμένα πάνω σε αυτό το σκηνικό, τα ίχνη του παρελθόντος δείχνουν να υποβάλλονται σε νέες κατηγορικές προσταγές: να είναι ανοιχτά, με διαπερατά μορφολογικά και σημασιολογικά όρια, διαδόσιμα, επικοινωνήσιμα, με μια λέξη ιομορφικά. Σε μια πιο στοχευμένη θέαση, το παραπάνω σκηνικό φαίνεται να ενθαρρύνει καινοφανείς, υβριδικές συναθρώσεις στο πεδίο της υποκειμενικότητας. Στον κόσμο των ψηφιακών δικτύων το παρελθόν μοιάζει να μην αφορά τόσο παραγωγούς ή καταναλωτές νοημάτων, όσο πολλαπλασιαστές (multipliers), υποκείμενα, δηλαδή, επαρκώς εξοικειωμένα με την οργιαστική επαναληπτικότητα των ιχνών του παρελθόντος στον κυβερνοχώρο. Στoν κόσμο αυτό το par excellence υποκείμενο μοιάζει να είναι εκείνος/-η που ξέρει να παρακολουθεί την επιτελεστική λιτανεία των ιχνών του παρελθόντος από οθόνη σε οθόνη και από δίκτυο σε δίκτυο· όχι πλέον ο «ειδικός» (π.χ. επαγγελματίας ιστορικός, μάρτυρας ή θύμα), αλλά ο αν-ιχνευτής, ένα άτομο που εντοπίζει, «απο-σημειώνει» και αναπαράγει το ίχνος, ο καθ’ έξιν εισβολέας στους προσωπικούς κυβερνοχώρους των αμέτρητων Άλλων, ο συμφιλιωμένος με την ιικότητα του ψηφιακού παρόντος και τις ιο-πολιτικές του παρελθόντος.

Σε εκτενέστερη μορφή, το κείμενο θα δημοσιευτεί προσεχώς στον συλλογικό τόμο Χρήσεις και καταχρήσεις της Ιστορίας: Η Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: