Όμως η δυσαρέσκεια για τους πρόσφυγες στην Κεντρική Ευρώπη έχει τις ρίζες της όχι μόνον
στην μακροχρόνια ιστορική της πορεία, αλλά και στις εμπειρίες της μετάβασης στη μετα-κομμουνιστική περίοδο. Αυτό
που ήρθε μετά από τον κομμουνισμό και οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις
ήταν ένας διαβρωτικός κυνισμός που διαπέρασε τα πάντα. Η Κεντρική Ευρώπη είναι παγκόσμιος πρωταθλητής στη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Αντιμέτωποι με μια εισροή μεταναστών και υπό την απειλή της
οικονομικής ανασφάλειας, πολλοί Ανατολικοευρωπαίοι αισθάνονται να προδόθηκαν οι ελπίδες τους, ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα σήμαινε την έναρξη
της ευημερίας και μιας ζωής χωρίς κρίσεις.
Και υπογραμμίζουν: «Είμαστε φτωχότεροι από τους Δυτικοευρωπαίους, πώς λοιπόν μπορεί κανείς να αναμένει αλληλεγγύη από εμάς; Μας υποσχέθηκαν τουρίστες, όχι πρόσφυγες». Ο τουρίστας και ο πρόσφυγας έχουν γίνει σύμβολα των δύο όψεων της παγκοσμιοποίησης. Οι τουρίστες αντιπροσωπεύουν την εκδοχή της παγκοσμιοποίησης που μας αρέσει. Προσέλκυση των τουριστών και απόρριψη των μεταναστών: Αυτό είναι μια
σύντομη περίληψη του πώς βλέπουν τον ιδανικό κόσμο στην Ανατολική Ευρώπης . Ο τουρίστας είναι ο καλοπροαίρετος, ο καλός ξένος. Έρχεται, ξοδεύει, χαμογελά, θαυμάζει και φεύγει. Αυτός μας κάνει να αισθανόμαστε συνδεδεμένοι με τον ευρύτερο κόσμο, χωρίς να επιβάλλει σε μας τα δικά του προβλήματα. Αντίθετα, ο πρόσφυγας, που θα μπορούσε να ήταν ο χθεσινός
τουρίστας, είναι το σύμβολο της απειλητικής φύσης της παγκοσμιοποίησης. Έρχεται φέρνοντας μαζί του όλη τη δυστυχία και τους μπελάδες ολόκληρου του κόσμου.
|
Caspar David Friedrich: Ομίχλη στα Όρη των Γιγάντων (1819) |
Ο παράγοντας της δημογραφίας
[«Θα υπάρχει άνθρωπος που να διαβάζει βουλγαρική ποίηση 100 χρόνια μετά»;]
Όλως παραδόξως, ο δημογραφικός πανικός είναι ένας από τους λιγότερο συζητημένους παράγοντες
που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των Ανατολικοευρωπαίων απέναντι στους
πρόσφυγες. Είναι όμως κρίσιμος. Στην πρόσφατη ιστορία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις της εξαφάνισης ολόκληρων εθνών και κρατών. Κατά
τα τελευταία 25 χρόνια, το 10 % περίπου των Βουλγάρων έχουν
εγκαταλείψει τη χώρα για να ζήσουν και να εργαστούν στο εξωτερικό. Σύμφωνα
με τις προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών, ο πληθυσμός της Βουλγαρίας
αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 27 % μέχρι το 2050. Μπορούμε ήδη να ακούσουμε τον ήχο ενός είδους συναγερμού εν όψει «εθνοτικής εξαφάνισης» σε πολλά από τα μικρά έθνη
της Ανατολικής Ευρώπης. Γι' αυτά τα έθνη, η άφιξη των μεταναστών σηματοδοτεί την έξοδο τους από την
ιστορία και το δημοφιλές επιχείρημα ότι λόγω της γήρανσης των πληθυσμών η Ευρώπη χρειάζεται
τους μετανάστες, απλά και μόνον ενισχύει την αυξανόμενη αίσθηση της υπαρξιακής
μελαγχολίας. Όταν
παρακολουθείς στην τηλεόραση σκηνές με ηλικιωμένους ντόπιους να
διαμαρτύρονται για την εγκατάσταση των προσφύγων στα ερημωμένα χωριά
τους, στα οποία ούτε ένα παιδί δεν έχει γεννηθεί εδώ και δεκαετίες,
πονάει η καρδιά σου και για τις δύο πλευρές: για τους πρόσφυγες αλλά και
για τους
μοναχικούς γέρους που βλέπουν να χάνεται ο δικός τους, ο οικείος κόσμος στον οποίο έζησαν τη ζωή τους. Άραγε, 100 χρόνια μετά, θα υπάρχει άνθρωπος που θα διαβάζει βουλγαρική ποίηση; Και κάτι άλλο:
η εκ των άνω επιβεβλημένη εκκοσμίκευση της κομμουνιστικής περιόδου έκανε την Κεντρική και Ανατολική
Ευρώπη να είναι πολύ ευαίσθητη στον κίνδυνο της καταστροφής της
χριστιανικής ταυτότητας της. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πιστός Χριστιανός σήμερα για να ανησυχεί για το μέλλον του
Χριστιανισμού και του πολιτισμού του στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Αξίζει
επίσης να θυμηθούμε ότι η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είναι το μέρος
της Ευρώπης που έχει ίσως την πιο περίπλοκη σχέση με το Ισλάμ. Σε
αυτή την περιοχή υπάρχουν δύο τύποι χωρών: Υπάρχουν χώρες όπως η Βουλγαρία, η
οποία έχει τη μεγαλύτερη μουσουλμανική μειονότητα στην Ευρώπη και
βρίσκεται στα σύνορα με τον μουσουλμανικό κόσμο, και χώρες όπως η
Σλοβακία, μια χώρα χωρίς ούτε ένα τζαμί. Για αντίθετους λόγους, τόσο η Βουλγαρία όσο και η Σλοβακία αισθάνονται
πολλή ταραχή στην σκέψη ότι οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες είναι
μουσουλμάνοι.
Η αποτυχημένη κοινωνική ενσωμάτωση των Ρομά συμβάλλει επίσης στο έλλειμμα συμπόνιας της Ανατολικής Ευρώπης. Οι Ανατολικοευρωπαίοι φοβούνται τους ξένους, επειδή δεν εμπιστεύονται την ικανότητα
της κοινωνίας και των κρατών τους να ενσωματώσουν τους «άλλους», δεδομένου ότι δεν κατάφεραν να ενσωματώσουν ούτε τους «άλλους» που
ήδη ζουν ανάμεσά τους. Σε
πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι Ρομά δεν είναι απλώς άνεργοι
αλλά θεωρούνται «μή απασχολήσιμοι», επειδή εγκαταλείπουν το σχολείο πολύ νωρίς και
έτσι αδυνατούν να αποκτήσουν τις δεξιότητες που απαιτούνται από την αγορά
εργασίας του 21ου αιώνα. Η
αποτυχία της κοινωνικής ενσωμάτωσης των Ρομά είναι ένας από τους λόγους
που κάνουν τους Ανατολικουρωπαίους να πιστεύουν ότι οι χώρες τους «δεν μπορούν να τα καταφέρουν». Και
το γεγονός ότι οι Ανατολικοευρωπαίοι και οι πρόσφυγες που προέρχονται από
την Ασία ή τη Μέση Ανατολή αρκετά συχνά καταλήγουν να γίνονται ανταγωνιστές στην
αγορά εργασίας των Δυτικοευρωπαικών χωρών, δεν συμβάλλει στο να γίνουν οι Ανατολικοευρωπαίοι πιο ανοικτοί σε μια
πολιτική της ενσωμάτωσης αυτών των προσφύγων. Οι
πολίτες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων είναι ίσως το πιο ισχυρό
παράδειγμα του παράπλευρων ζημιών που προκάλεσε η σημερινή προσφυγική
κρίση: Σύμφωνα με το
σχέδιο για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης εισροής προσφύγων στη
Γερμανία, ακόμη και αυτοί θα στέλνονται πίσω στη χώρα τους, και μάλιστα
χωρίς να
ελπίζουν ότι μπορεί κάποια μέρα να επιστρέψουν σε χώρες της ΕΕ.
|
Caspar David Friedrich: Απόγεμα, 1821 |
Δυσαρέσκεια για την κοσμοπολίτικη νοοτροπία
Όμως το πιό σημαντικό είναι το εξής: η βαθιά ριζωμένη δυσπιστία της Κεντρικής
Ευρώπης έναντι της κοσμοπολίτικης νοοτροπίας είναι κάτι που χωρίζει την Ανατολή και τη Δύση της Ευρώπης. Την
σημερινή δυσαρέσκεια για τον κοσμοπολιτισμό, πολλές πτυχές της οποίας μας
θυμίζουν τις επιτυχίες των εκστρατειών εναντίον του κοσμοπολιτισμού στο κομμάτι
της Ευρώπης που εξουσίαζε ο Στάλιν, και την αυξανόμενη
προθυμία των ψηφοφόρων να στηρίξουν νατιβιστές [υποστηρικτές των γηγενών κατοίκων και ενάντιους στην υποδοχή μεταναστών]
πολιτικούς ηγέτες, οι τελευταίοι την αντιλαμβάνονται πολύ καλά και
αρπάζουν την ευκαιρία. Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα αυτών των ηγετών
είναι ότι δεν μιλούν ξένες γλώσσες, δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για ξένους πολιτισμούς και αποφεύγουν να επισκέπτονται τις Βρυξέλλες.
Ο
συγγραφέας
Γιόζεφ Ροτ (Joseph Roth) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των μεσοπολεμικών
χρόνων περιφερόμενος στην Ευρώπη και καταφεύγοντας στους προθαλάμους των
μεγάλων
ξενοδοχείων, γιατί, κατ' αυτόν, τα ξενοδοχεία ήταν τα τελευταία
απομεινάρια της
παλιάς αυτοκρατορίας των Αψβούργων, μια καρτ ποστάλ από έναν χαμένο
κόσμο, ένα μέρος όπου ένιωθε οικεία. Μερικοί Κεντροευρωπαίοι διανοούμενοι συμμερίζονται τη νοσταλγία του Ροτ για το
κοσμοπολίτικο πνεύμα της δυαδικής αυτοκρατορίας, όμως όχι οι απλοί πολίτες της
Κεντρικής Ευρώπης. Οι
δεύτεροι αισθάνονται
άνετα στα εθνοτικά τους κράτη και τρέφουν βαθιά δυσπιστία γι' αυτούς
που έχουν τις καρδιές τους στο Παρίσι ή το Λονδίνο, τα χρήματά τους
στη Νέα Υόρκη ή στην Κύπρο και η πίστη τους είναι στις
Βρυξέλλες. Με
τα λόγια του Τόνι Τζαντ (Tony Judt),
«από την αρχή, εκείνοι οι Ανατολικοευρωπαίοι και Κεντροευρωπαίοι, η ταυτότητα των οποίων συγκροτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από μια
σειρά αρνήσεων - ούτε Ρώσοι, ούτε Ορθόδοξοι, ούτε Τούρκοι, ούτε Γερμανοί, ούτε Ούγγροι και ούτω καθεξής - είχαν έναν επαρχιωτισμό που επιβλήθηκε πάνω τους ως ένα είδος ιδρυτικής πράξης των κρατών τους. Οι ελίτ
τους ήταν υποχρεωμένες να επιλέξουν είτε την κοσμοπολιτική υποταγή σε μια οντότητα
ή ιδέα εκτός της δικής τους επικράτειας - λόγου χάρη την Εκκλησία, μια αυτοκρατορία, τον
κομμουνισμό ή, πιο πρόσφατα, την “Ευρώπη” - είτε τον ασφυκτικά κλειστό ορίζοντα
του εθνικισμού και των στενών τοπικών συμφερόντων».
Το να είσαι κοσμοπολίτης και ταυτόχρονα «καλός Πολωνός», «καλός Τσέχος» ή «καλός Βούλγαρος» θεωρείται εξωπραγματικό. Αυτή η ιστορικά ριζωμένη καχυποψία για οτιδήποτε κοσμοπολίτικο, καθώς και η
άμεση σύνδεση μεταξύ κομμουνισμού και διεθνισμού, είναι κάτι που εξηγεί εν μέρει
τις ευαισθησίες της Κεντρικής Ευρώπης για ό,τι αφορά την προσφυγική κρίση. Ως προς αυτό το ζήτημα, οι κληρονομιές του ναζισμού και του κομμουνισμού διαφέρουν σημαντικά. Η
ροπή των Γερμανών προς τον κοσμοπολιτισμό ήταν, εκτός των άλλων, ένας
τρόπος για να απαλλαγούν από την ξενοφοβική κληρονομιά του ναζισμού, ενώ
αντίθετα, μπορεί να
υποστηριχθεί ότι ο αντι-κοσμοπολιτισμός της Κεντρικής Ευρώπης βασίζεται
εν
μέρει σε μια αποστροφή προς τον διεθνισμό που τους είχε επιβάλλει ο κομμουνισμός.
Ξανάνοιξε το χάσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης
[Ενώ
οι Ανατολικοευρωπαίοι λένε «εμείς δεν χρωστάμε τίποτε στους πρόσφυγες»,
πολλοί Δυτικοευρωπαίοι απαντούν ότι εκείνοι δεν χρωστούν τίποτε στην
Ανατολική Ευρώπη]
Πόσο σημαντικό θα αποβεί λοιπόν για το μέλλον της
Ευρωπαϊκής Ένωσης το χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκής Δύσης και Ανατολής, που ενεργοποίησαν οι διαφορετικές αντιδράσεις στην προσφυγική κρίση; Θα ξεθωριάσει, όπως έσβησε ο κατά Ντόναλντ Ράμσφελντ διαχωρισμός μεταξύ «παλαιάς
Ευρώπης» και «νέας Ευρώπης», αμέσως μόλις η Κεντρική Ευρώπη στράφηκε ενάντια στον πόλεμο του Τζωρτζ Μπους του Νεότερου (George W.
Bush) στο Ιράκ, ή θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης δύο ταχυτήτων; Είναι εφικτή η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όταν λείπει η αλληλεγγύη προς τους πιο ευάλωτους ανθρώπους στον κόσμο;
Πολλοί
στην Κεντρική Ευρώπη επισημαίνουν σήμερα τη σκλήρυνση των αντι-προσφυγικών αισθημάτων
και στη Δυτική Ευρώπη, υποστηρίζοντας έτσι ότι η Ευρώπη δεν είναι
πιά διχασμένη και ότι η ευρωπαϊκή ενότητα θα αποκατασταθεί μετά τις
κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γερμανία (τις οποίες θα χάσει η καγκελάριος
Μέρκελ). Τώρα που οι Γερμανοί έχουν απογοητευτεί με την πολιτική των ανοικτών θυρών, θα είναι εύκολο να γεφυρωθούν οι διαφορές. Πολλοί Κεντροευρωπαίοι πανηγυρίζουν γι' αυτή την αλλαγή των διαθέσεων στη Δύση και τη θεωρούν
ως νίκη του σκληρού ρεαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης επί της
υποκριτικής ηθικολογίας της Δύσης. Διαβάζοντας το πώς σχολιάζεται από Κεντροευρωπαίους ο «νόμος για τα κοσμήματα» που εγκρίθηκε συναινετικά από
το Κοινοβούλιο της Δανίας, βλέπουμε μια χαιρέκακη, κακόβουλη ευχαρίστηση. Σύμφωνα με αυτό τον νόμο, η κυβέρνηση θα κατάσχει όλα τα τιμαλφή των προσφύγων, η αξία των οποίων ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, έστω και ελαφρώς. Τέτοιας λογής είναι η συμπόνια των Δυτικοευρωπαίων;
Όμως, το παράδοξο του ρήγματος στην ΕΕ εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης είναι το γεγονός ότι και η
σύγκλιση των αντι-μεταναστευτικών αισθημάτων δεν πρόκειται να φέρει πιο κοντά τη Δυτική
Ευρώπη και την Κεντρική Ευρώπη. Ακόμη και αυτή η σύγκλιση βαθύνει ακόμη περισσότερο τον διαχωρισμό. Σε
αντίθεση με συνθήματα του τύπου «η Γερμανία στους Γερμανούς» ή «η Βουλγαρία στους Βούλγαρους», το σύνθημα «η Ευρώπη στους Ευρωπαίους» δεν μπορεί να έχει πολιτική επιτυχία. Για
πολλούς συντηρητικούς Γερμανούς, οι οποίοι αντιτίθενται στην κατεύθυνση
προς την οποία οδεύει η γερμανική κοινωνία, οι Ρουμάνοι ή Βούλγαροι δεν
είναι λιγότερο αλλοδαποί από τους Σύριους· από την άλλη πλευρά, για τους Γερμανούς κοσμοπολιτικής νοοτροπίας, οι οποίοι υποστήριξαν τον πολιτικό πολιτισμό της καγκελαρίου Μέρκελ υπέρ της ενσωμάτωσης των
προσφύγων, οι Κεντροευρωπαίοι με τη φυλετική νοοτροπία τους γίνονται αντιληπτοί ως το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια Ευρωπαϊκή Ένωση με ανοιχτή κοινωνία. Με έναν θλιβερό τρόπο, το ρήγμα με αφορμή τους πρόσφυγες επιβεβαίωσε όλες
τις προκαταλήψεις που έχουν η μία εναντίον της άλλης η Ανατολή και Δύση της Ευρώπης.
Επίσης, η κρίση αυτή αποδεικνύει ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν μπορεί να αποχωριστεί από τις ρίζες της στον Διαφωτισμό. Την
ίδια στιγμή που οι Ανατολικοευρωπαίοι υποστήριζαν ότι «εμείς δεν χρωστάμε
τίποτε στους πρόσφυγες», πολλοί στη Δύση έβγαζαν το συμπέρασμα ότι
εκείνοι δεν χρωστούν τίποτε στην Ανατολική Ευρώπη.