Το σίδερο και τ’ αμόνι
Η λωρίδα της Γάζας έχει μήκος μόνο σαράντα χιλιόμετρα και πλάτος οκτώ. Το πέρασμα της κανονικά διαρκεί μόνο μία μέρα, με στάση κιόλας. Δεν διαφέρει και πολύ από το πέρασμα άλλων περιοχών από Αίγυπτο για Ευρώπη. Διαδρομή σταθερή, ετήσια, άνοιξη φθινόπωρο. Ο μαύρος στρατός εισέβαλε εναερίως από το νότο, χωρίς αντίσταση. Κανένας στον κόσμο δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Ύψος πτήσης κάπου ένα χιλιόμετρο. Πληθυσμός κοπαδιού, πενήντα χιλιάδες πουλιά. Όσοι λένε ότι τα μεταναστευτικά κοπάδια διασχίζουν το Κρητικό και το Λιβυκό πέλαγος, ταξιδεύοντας από Ευρώπη για Αφρική και αντίστροφα ή έχουν άγνοια ή φαντασιώνονται ευχάριστα ή ψεύδονται.
Οι ιστορίες ότι πληθυσμοί πουλιών ξεκουράζονται τις νύχτες σε ποντοπόρα πλοία, γεμίζοντας τα κατάρτια και τα ξάρτια κερδίζοντας αποστάσεις, που μάγευαν την παιδική μας ψυχή, είναι επίσης ανακριβείς. Άλλο ένα όμορφο και μαγικό ψέμα, σαν τον Αγιοβασίλη, τους γίγαντες, τα τελώνια και το νεραϊδόκοσμο. Η διαδρομή Αφρική - Ευρώπη είναι χερσαία, από Τουρκία, Μέση Ανατολή, Αίγυπτο και πέρα απ’ την φόβητρα του πελάγου, εξασφαλίζει έτσι και τη σίτιση των φτερωτών, σε σταθμούς εδάφους.
Το δικό μας χελιδόνι πετούσε ασταμάτητα, ώρες κάθε μέρα. Σε μια μέρα περισσότερο από πενήντα χιλιόμετρα. Πού ξέρω ότι είναι το δικό μας; Μα θάρθει δίπλα στο σπίτι μας. Στους γείτονες. Όπως κάθε χρόνο. Εκεί. Στο εξωτερικό πλυσταριό, με τη συνεχόμενη κλειστή τουαλέτα. Πάνω στον ηλεκτρικό γλόμπο του τοίχου, που φέγγει τον καθρέφτη του νιπτήρα του καμπινέ, χρόνια τώρα είναι το καλοκαιρινό σπίτι του. Μια φωλίτσα μικρή, με κλαδάκια και πούπουλα απ΄ την περασμένη χρονιά, απ’ τις περασμένες χρονιές. Χρόνια πολλά εκεί δίπλα μας συμβαίνουν γέννες, έρωτες, φυγές και ερχομοί, διαδοχές γενεών. Μπαίνουν στο ανοιχτό πλυσταριό και περνάνε στη φωλιά πουλιά και νεοσσοί, από μια στρόγγυλη τρύπα, σαν από μπουρί σόμπας, στον τοίχο του καμπινέ. Από κει γίνεται η εναέρια κυκλοφορία. Το πηγαινέλα. Δεν ξέρω το φύλο του χελιδονιού μας και δε νοιάστηκα γι’ αυτό. Έχει ένα σημάδι το πουλί, στην αριστερή φτερούγα. Μια δεύτερη ψαλιδιά κοντά στη φυσική πρώτη. Έτσι το ξεχωρίζω. Η άγρια ζωή έχει και τους κινδύνους της.
Το χελιδόνι βούτηξε απότομα από το ένα χιλιόμετρο ύψος στα πεντακόσια μέτρα, πνιγμένο απ’ τους καπνούς. Τρόμαξε. Κάτι συνέβαινε εκεί κάτω. Λάμψεις και κρότοι ακούγονταν, βόμβες έσκαζαν και καπνοί ανέβαιναν ως τον ουρανό. Αεροπλάνα γέμισαν με ωστικές ριπές- αέρα και πανδαιμόνιο, το σύμπαν. Το κοπάδι διαλύθηκε. Τα πουλιά άρχισαν να πετούν σκόρπια για να σωθούν. Μα δεν υπήρχε γλυτωμός. Παντού επικρατούσαν οι ίδιες συνθήκες. Ανέβηκαν σε μεγαλύτερο ύψος, μα δυσκόλεψε η αναπνοή τους. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Οι καπνοί υπήρχαν παντού. Ψηλά και χαμηλά. Καπνοί με δηλητήρια και θάνατο. Πάλι οι άνθρωποι εκεί κάτω σπαράζονταν και ήθελαν να το μάθουν και οι αιθέρες. Ο αρχηγός του σμήνους έδωσε με κρωξίματα το σύνθημα. «Φυγή προς τα μπρος». Το κοπάδι ενώθηκε πάλι. Έγινε σαν ένα μεγάλο ευλύγιστο ουράνιο θηρίο, με κύτταρα χιλιάδες πουλιά. Το εναέριο θηρίο αύξησε ταχύτητα για να αποφύγει το μαύρο κουρνιαχτό, αλλά άδικα. Η λωρίδα της Γάζας έχει μήκος σαράντα χιλιόμετρα, είπαμε. Ήταν η χειρότερη πορεία της μικρής ζωής του.
Τους έτυχε άλλες φορές κυνηγητό από κοπάδια αρπακτικών, έτυχαν καταιγίδες και κεραυνοί, λάμψεις και ανεξήγητοι γδούποι των αιθέρων. Μα όλα είχαν ένα τέλος. Τώρα η μέρα έσπερνε αίμα και θάνατο στη γη και απειλή στο στερέωμα. Και δεν υπήρχε καταφύγιο για τη νύχτα. Συνέχιζαν να πετούν απελπισμένα, περιμένοντας την επόμενη μέρα. Μα κι αυτή ήταν ακόμα χειρότερη. Το κοπάδι διαλύθηκε πολλές φορές, λοξοδρόμησε, βγήκε απ’ την πορεία του, πολλά πουλιά πέθαναν, όπως και άνθρωποι από κάτω τους.
Το χελιδόνι συνέχισε την πορεία από τον όλεθρο στη ζωή. Ήταν ικανός ταξιδευτής. Είχε καλύψει μέχρι τώρα καμιά εξηνταριά χιλιάδες χιλιόμετρα εναέριων δρόμων, λοιδορώντας όλα τα συστήματα GPS, GPRS και όλων των ειδών navigators. «Και πού να δεις», σκεφτόταν, «και το άλλο ξαδέλφι μου, που ταξιδεύει απ’ την Αμερική στον πόλο, είκοσι χιλιάδες χιλιόμετρα το χρόνο, τσαλακώνοντας τους μεσημβρινούς.. Αμ τα σταχτάρια; Τα apus apus, των επιστημόνων; Οι μεγαλύτεροι ουρανοδρόμοι, πετούν συνεχώς, σταματώντας μόνο για φαγητό κι αν δε βρουν πεθαίνουν στον αέρα, καίγοντας το λίπος τους και πέφτοντας σα βολίδες στη γη». Το χελιδόνι είχε όλους τους χάρτες εδώ, να. Στο μικρό κεφαλάκι του. Και πιο βαθιά εκεί είχε το μυστικό. Τον προορισμό στην Ευρώπη, όπου η γλυκιά ζωή, η άφθονη τροφή, η δροσιά κι ο έρωτας περίμεναν, όπως τα ονειρεύτηκε στο σπίτι του χειμώνα, στο μυθικό δέλτα του Νείλου, όπου μαύριζε ο ουρανός από κοσμογυρισμένα πουλιά.
Μα ετούτο τώρα ήταν μοναδικό. Η αναπνοή κοβόταν και τα σωθικά έκαιγαν. Δεν ήξερε αν θα αντέξει. Η ανθρώπινη μανία κάτω, συνεχιζόταν. Οι καπνοί ψήλωναν, σα στραβές τσακισμένες ευθείες, φυτεμένες στο χώμα. Κλάμα και ουρλιαχτά ακούγονταν από παντού κι ο στρατηλάτης Πόνος, μέτραγε με βια τη γη. Τα πουλιά μετρούσαν τον πόνο στον αέρα. Μα δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Έπρεπε να συνεχίσουν το οδυνηρό ταξίδι. Για μια στιγμή νοστάλγησε την Αφρική και σκέφτηκε το γυρισμό. Μα το ένστικτο ήξερε καλά, πως το καυτό Αφρικανικό καλοκαίρι που θαρχόταν, σήμαινε θάνατο. Πέρασαν οι μέρες επιτέλους και η Γάζα τελείωσε, με λοξοδρομιάσματα και πισωγυρίσματα. Το κοπάδι ανασυντάχτηκε. Οι απώλειες ήταν φοβερές. Τελικά ο αέρας καθάρισε και πια δεν ακούγονταν κρότοι και βροντές από βομβαρδισμούς. Σταμάτησαν σε ένα λιβάδι, για βοσκή κι ανάπαυλα. Σιγά σιγά το ταξίδι έστρωνε...
Η υπόλοιπη διαδρομή ήταν ήσυχη. Λίβανο, Συρία, Ασιατική Τουρκία, Δαρδανέλλια, ΕυρωπαΪκή Τουρκία, Ελλάδα τελικά. Και έφτασε, επί τέλους, η γλυκιά στιγμή της άφιξης. Όλα ήταν ειρηνικά, εδώ. Όλα ζούσαν σε μια ατέλειωτη ραστώνη, με τις εποχές να είναι η μόνη αλλαγή. Το χελιδόνι αναγνώρισε το ασπρισμένο σπίτι, το πηγάδι στην αυλή, τους βαμμένους τενεκέδες με τα άπειρα λουλούδια, το γάτο κουλουριασμένο στο περβάζι και ....Κάτι άλλαξε εδώ!! Το ανοιχτό πλυσταριό κλείστηκε κι απ΄ την τέταρτη πλευρά. Ο καμπινές, συνεχόμενος του πλυσταριού, έγινε πια εσωτερικός, για να αποφεύγονται τα κρύα και έτσι η φωλιά έγινε απροσπέλαστη. Είχε αποφασιστεί η ένταξη των εξωτερικών χώρων στο σπίτι. Τόσος κόπος! Τόσος δρόμος, τόσος κίνδυνος! Τα φτερά του βάρυναν, σα να φορτώθηκαν όλη τη μούργα του Νείλου. Και τώρα;
Όλα έγιναν δύσκολα κι ανάποδα. Οι γλυκές αναμνήσεις κουρέλια. Το χελιδόνι έκανε βόλτες γύρω γύρω, για πολλές ώρες. Αλλά η πεθυμιά σκόνταφτε στον φρεσκοκτισμένο τοίχο – εμπόδιο. Έπεσε πάνω του με φόρα κάμποσες φορές, επειδή δεν το πίστευε και σωριάστηκε, πληγωμένο στο λιακωτό, ξέπνοο. Ο γάτος του χαρίστηκε. Άρχισε μόνο να νιαουρίζει δυνατά. Κάποιος άνοιξε το παράθυρο στον καινούριο τοίχο, για να δει τί συμβαίνει. Η ελπίδα φτερούγισε. Το χελιδόνι πήρε φόρα, χώθηκε στο κλειστό πια πλυσταριό από το ανοιχτό παράθυρο, βρήκε την παλιά τρύπα του καμπινέ και βούτηξε. Εκεί, πάνω στο γλόμπο, η ευτυχία, το ευτυχές τέλος του νόστιμου ήματος. Η φωλιά περίμενε άθιχτη καρτερικιά και το χελιδόνι στρώθηκε μέσα.
Τα παιδιά έτρεξαν τσιρίζοντας από χαρά. «Ξαναήρθαν, ξαναήρθαν. Ακούστε τα. Μπήκαν απ’ το παράθυρο. Σας το λέγαμε να μην χτίσετε, να μην τα κλείσουμε έξω». Οι μεγάλοι, μετά την πρώτη έκπληξη, μουρμούριζαν στενάχωρα. Κάτι έλεγαν για καθαριότητα, βρωμιά σε κλειστό πια σπίτι, κίνδυνο υγείας, μνήμες νόσων πουλιών. Κάτι ακουγόταν για γνώμες ειδικών και πολλά ανάλογα. Η συζήτηση τράβηξε πολύ.. Οι μεγάλοι, με όπλο τη λογική, επέμεναν. «Τέρμα τα πουλιά στο σπίτι. Αν θέλουν να φτιάξουν φωλιά αλλού. Απ΄ έξω. Η φωλιά στο γλόμπο θα γκρεμίσει». Τα παιδιά επέμεναν με παρακαλετά και φωνούλες. «Είναι και δικό τους σπίτι εδώ. Τόσα χρόνια εδώ μένουν. Κάνουν τόσο ταξίδι. Ζουν για γενιές εδώ. Είναι φίλοι μας».
Η λέξη «αδύνατον» γύριζε από δω, γύριζε από κει, σαν το ερυθροπυρωμένο σίδερο στ’ αμόνι. Ξανά και ξανά... Και τα επιχειρήματα έκαιγαν. «Να φύγουν. Δε μπορεί να μείνουν πια εδώ. Είναι βρωμιά κι αρρώστια». «Να μη φύγουν. Να ρωτήσουμε γιατρούς. Να μας πουν πώς θα ασφαλιστούμε, πώς να τα προστατέψουμε κι αυτά και να μείνουν». «Σιγά μη τρέχουμε στους γιατρούς για τα πετούμενα της φύσης». «Είναι δικοί μας. Ζούμε μαζί. Όπως κάναμε εμείς σπίτι εδώ, έκαναν κι αυτά. Μοιραζόμαστε τον κόσμο». Κοιμήθηκαν διχασμένοι και στεναχωρημένοι.
Ξημέρωσε με την ίδια συζήτηση. Οι μεγάλοι γίνονταν αυστηροί, που δεν επικρατούσε η λογική τους. Ήθελαν να μεταστρέψουν τα παιδιάστικα ευρήματα. Ο πατέρας άστραψε και βρόντηξε, μερικές φορές. Φούσκωσε και κοκκίνισε ο λαιμός του, πήρε και χάπια. Η μητέρα επιστράτευσε κάθε ευέλικτο διπλωματικό εργαλείο, που λένε ότι αξιώνονται οι γυναίκες. Μα και τα παιδιά ήταν κάθετα. Κι έστριβε το κοκκινωπό σίδερο της απόφασης στ’ αμόνι, με το σφυρί των επιχειρημάτων και των απόψεων να το κοπανάν. Δόθηκε μια πρώτη ανακωχή. Να μείνουν τα χελιδόνια μια μέρα ακόμα, για να ρωτηθούν οι ειδικοί, με το παράθυρο ανοιχτό για να κυκλοφορούν, είχε έρθει ήδη και ένα δεύτερο χελιδόνι. Κι όσο η συζήτηση κι ο καυγάς για την παραμονή των φτερωτών εξελισσόταν, αυτά ερωτοτροπούσαν ανέμελα πάνω στο γλόμπο. Ο πατέρας έλεγε ότι δεν τον νοιάζουν οι ειδικοί. «Και τι μπορεί να ξέρουν κι αυτοί για συνέπειες, σε βάθος χρόνου; Και τι θα γίνει με τη βρωμιά; Κοιτάξτε τι κάναν, κιόλας». Το «αδύνατον» ξαναγύριζε. Δεν έφυγε άλλωστε και καθόλου....
Το άλλο πρωί μια τρύπα ανοίχτηκε στον φρεσκοφτιαγμένο εξωτερικό τοίχο του πλυσταριού, μεγέθους μπουριού σόμπας, αντικριστά στην τρύπα του καμπινέ. Ακολουθούσε ένα διάφανο μπουρί καρβονικό, με τρύπες για ανάσες, ως τον καμπινέ. Τα πουλιά είχαν εφεξής δικιά τους....προνομιακή γέφυρα, για να φτάνουν στον καμπινέ. Το πρόβλημα, εδώ, τακτοποιήθηκε..... Μια τόση να, μικρούλα διευθέτηση...
Cirut
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου