Αγάπησε ένα άγαλμα
O Ράιν θάχε κανα 2 μήνες στην Αθήνα. Ήθελε να φύγει, μα δεν είχε πού να πάει, ήθελε να μείνει, μα δεν ήξερε πώς να ζήσει. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας έλεγχος στους ξένους εδώ, ποιος μένει καιρό στην Ελλάδα, ποιος όχι, νόμιμα ή παράνομα, αφού τα φράγματα των Βαλκανίων είχαν σπάσει και ποταμοί λαθραίων μπούκαραν ή περνούσαν για τη λαμπερή Δύση. Έκανε ζέστη φοβερή για κεντροευρωπαίους και κείνο το φθινοπωριάτικο μεσημέρι. Τα αγάλματα και οι ξαπλωτοί πεσσοί κοιμόνταν πυρωμένα ανάμεσα στη βλάστηση των αλσών.
Γεννήθηκε στα βουνά της Ελβετίας και είχε πάρει πολύ νερό και τοπία μαζί του, για το ταξίδι της ζωής. Ταξίδευε από χώρα σε χώρα άσκοπα, καταδικασμένος ίσως από κάποιο προγονικό μετακινητικό DNA, παλιότερων εποχών. Σταματούσε σε όποια χώρα του άρεσε, δούλευε για λίγο κι ύστερα τριγυρνούσε, χαζεύοντας με ό,τι του κέντριζε την περιέργεια. Μέχρι λίγο πριν, χάζευε κόσμο στο ΜΕΤΡΟ. Και θάταν τόσο κουρασμένος φαίνεται, που κοίταζε τη μορφή του πλήθους στο σταθμό κι όταν ο συρμός ξαναξεκίνησε, ο Ράιν πήρε κι αυτόν τον κόσμο μαζί του.
Το καλοκαίρι πέρασε όμορφα στα νησιά, δουλεύοντας σε μπαρ και ταβέρνες, σε ρυθμό νεο-μποέμ, νεο-μπήτνικ, μα τελικά το καλοκαίρι πέταξε απ’ το Αιγαίο προς την Άπω Ανατολή και για άλλα ημισφαίρια και η γαλανή, ακύμαντη και αγαπησιάρα θάλασσα σκούρηνε και τα κύματα της αγρίεψαν. Οι λίγες ευκαιριακές δουλειές αρπάζονταν απ’ τα μιλιούνια των μεταναστών στην Αθήνα και στην επαρχία, όπως έμαθε, για λίγα και πολλές φορές απλήρωτα Ευρώ. Τα μεσημέρια ήταν ακόμα ζεστά, μα το κρύο τα βράδια σούβλιζε λιγάκι και η πείνα άρχισε να τον ζυγώνει. Άρχισε να ξεθωριάζει το αναγκαίο θράσος της περιήγησης.
Ο ύπνος τον πήρε καθισμένο στο παγκάκι της πλατείας, γυρτό στα γόνατα. Νανούρισμα το άναρθρο τραγούδι του πλήθους. Ανθρώπινα κοπάδια έμπαιναν και έβγαιναν στη μεγάλη μπούκα του ΜΕΤΡΟ, της βουερής πλατείας Συντάγματος, στα παλιά ανάκτορα της χώρας. Οι τσολιάδες της προεδρικής φρουράς πηγαινοέρχονταν άσκοπα, στα πλαίσια μιας μεγαλομανούς ιστορικής, εθιμοτυπικής ανοησίας, που εκτρέφεται διεθνώς. Πίσω οι πετρόβραχοι του Λυκαβηττού, ξεχώριζαν αμυδρά στα συννεφάκια και το νέφος των καπνών. Κάτι φθινοπωριάτικα λουλούδια του χάρισαν οσμητικά νήματα αρωμάτων, κόντρα στη μόνιμη οξεία οσμή του νέφους της πόλης. Χάθηκε σε ευτυχισμένα όνειρα.
Ήταν αισιόδοξος, γεννημένος ταξιδευτής και εξερευνητής. Έβλεπε γι’ αυτό, πλούσια και όμορφα όνειρα. Ένιωσε ανάλαφρος κι απογειώθηκε από το λαμπερό απόγιομα σε μια νύχτα ονείρου, πάνω από λαμπιόνια και φωτεινές αψίδες, νυκτερινός Ίκαρος. Και κει, όπως πετούσε αθόρυβα χωρίς μηχανή, πάνω από μια νυκτερινή πόλη, άκουγε γέλιο του πλήθους, κοντινό και δυνατό. Τα τοπία άλλαζαν, λόφοι αιφνίδιοι, κρυμμένες ανοιχτωσιές και σκουρόχρωμα πανύψηλα δέντρα, μα το γέλιο δεν έφευγε, σαν συνεπής ενύπνια συνοδεία. Δεν ήξερε τι ήταν. Πάντως όχι κάτι απειλητικό. Άλλαζε πλευρό, στον ύπνο του για να αλλάξει παραστάσεις, έδινε κλίσεις στην αερόχημα του, μα ενώ όλα άλλαζαν, το γέλιο πάντα στ΄ αυτιά του να δυναμώνει.
Οι άνθρωποι των γραφείων άφησαν, για μια στιγμή, τις κερδοφόρες δουλειές τους και άνοιξαν τις πόρτες των γραφείων τους προς τα μπαλκόνια, κάτι που ίσως έκαναν για πρώτη φορά, αφού οι πόρτες έτριξαν και τα μπαλκόνια ήταν γεμάτα σκόνες και σκουπίδια. Πολλά κεφάλια πρόβαλαν απ΄ τα Roof-Gardens των κοσμικών κεντρικών ξενοδοχείων, συμμετέχοντας στο γέλιο. Οι περαστικοί πύκνωσαν. Το γέλιο έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν για λίγο τις δουλειές και τους προορισμούς τους, να κοντοστέκονται και στη συνέχεια να μη φεύγουν, μα να γίνονται μέρος της ιλαρής ομάδας. Ήταν σίγουρα, πολύ κωμικό θέαμα. Το γέλιο ενώνει και είναι ένα ισχυρό αντίδοτο της ρουτίνας. Οι άνθρωποι αλληλοκοιτιόταν ξεκαρδισμένοι, επικοινωνώντας με τα βλέμματα. Φυλές, φυλές. Αράβικες, Αφρικάνικες, λευκές, κίτρινες. Πολλοί χειρονομούσαν ξεκαρδισμένοι.
Κάπου απέναντι από το παγκάκι του Ράιν, είχε ...έρθει εδώ και ώρα ένα ..άγαλμα. Παρίστανε μια πανύψηλη, χυτή και όμορφη κοπέλα, τρία περίπου μέτρα ψηλή, με ένα μανδύα αρχαιοελληνικό. Είχε στεφάνι στα μαλλιά και κρατούσε ένα μπουκέτο άγριας πρασινάδας. Το αγαλμάτινο πρόσωπο της ήταν ελαφρά ανέκφραστο, σα να ήθελε να αντέξει και να μεσιάσει όλες τις εναλλαγές χαράς και λύπης της ζωής αλλά και του ιστορικού περίγυρου. Ήξερε να μένει για ώρες ασάλευτη, παρατηρώντας τους περαστικούς, πίσω από το προσωπείο του ρόλου σε υπεροχή, που δεν όφειλε να δείξει τα πραγματικά της συναισθήματα. Το μυαλό της όμως, ξετύλιγε πλατείες και πεζόδρομους, ρόλους και πλήθη εκστατικών θεατών, που έκαναν την ακινησία της πιο πετυχημένη. Εδώ ο στόχος είναι να κάνεις τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι είσαι πέτρα, άγαλμα, πεπιεσμένο χαρτί, ανύπαρκτη, η γυναίκα του Λωτ, που πέρασε απ’ τη ζωή στην αιώνια ακαμψία. Παρατήρησε ότι πολλοί έφευγαν μόλις διαπίστωναν ότι είναι ζωντανή, με την παραμικρή της κίνηση, όταν η περιέργεια τους χόρτασε.
Μετά λίγη ώρα από την άφιξη της, το βλέμμα της έπαψε να είναι πλέον απλανές και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του κοιμισμένου Ράιν, που πάλευε με την κούραση, τη νύστα, το σύμπλεγμα ανάκατων εικόνων στο νεανικό μυαλό του και την παλιά συνήθεια της υπνοβασίας. Η μητέρα του ξενυχτούσε τα βράδια, κλειδώνοντας πόρτες και παίρνοντας εμπόδια από το διάβα του, μη λαχταρήσει ξυπνώντας. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να βγει κοιμισμένος από το ... παράθυρο, να ποτίσει τον κήπο, με το λάστιχο, να χαϊδέψει το σκύλο τους και ευχαριστημένος να επιστρέψει στο κρεβάτι του. Σα χιουμορίστας, συνήθιζε από μικρός να τρομάζει συχνά τη μητέρα του, κάνοντας πως ξυπνάει «υπνοβατώντας», ενώ στην ουσία πήγαινε για άλλη μια επιδρομή στα βάζα με τα καινούρια γλυκά.
Τώρα δεν υπνοβατούσε. Χειρονομούσε όμως έντονα σαν ανεμόπτερο, πλαγιάζοντας με ανοιγμένα φτερά δεξιά κι αριστερά στο παγκάκι, ενώ παράλληλα προσπαθούσε επίμονα, να ακουμπήσει το κοιμισμένο του κεφάλι στα γόνατα. Κανείς δεν τόλμησε να τον ξυπνήσει. Ούτε καν να τον πλησιάσει. Μόνο το άγαλμα.
Η κοπέλα, το πανέμορφο άγαλμα, κατέβηκε από το βάθρο της και μετακόμισε μπροστά στον Ράιν, ξανασκαρφαλώνοντας στο ψηλό σκαμπό της. Ύστερα άρχισε να μιμείται ή μάλλον να ακολουθεί με επαγγελματική μαεστρία, τις κινήσεις του μέχρι που συντονίστηκε μαζί του, σαν τη νεράιδα που τη λένε ανταπόκριση. Τα πέπλα της ανέμιζαν στο απογεματιάτικο αεράκι. Δεν ήταν μόνο εκπαιδευμένη στην τέχνη της ακινησίας αλλά και ταλαντούχα μίμος, σπουδαγμένη στη Σχολή Μίμων της Μόσχας, οι Mimirichi και χορεύτρια της Σχολής του Μαύρου Θεάτρου της Πράγας. Οι κινήσεις της γαλήνιες, πλαστικές και αέρινες, συντρόφευαν τις χροιές του ονείρου, του νεαρού. Ένας όμορφος και ήρεμος χορός ψυχών, στήθηκε εκεί στην πλατεία της βιασύνης και της συναλλαγής, εκεί κάπου στα λημέρια του μυθικού Μορφέα. Το γέλιο σιώπησε και έγινε βουβή μαγεία, εξ ίσου ελκυστική για νέους περίεργους. Άνθρωποι κοιτούσαν με την ψυχή τους την ομορφιά που γεννιόταν μπροστά τους, την ομορφιά που οι ίδιοι παράτησαν κάπου στο δρόμο, διαλέγοντας την ασφαλή έρημο της ωριμότητας, με το τέλος της ήβης,
Ο Ράιν ένιωθε τώρα το νυκτερινό αέρα της ατέλειωτης πτήσης, να ανεμίζει τα μαλλιά του, κρύωνε λίγο, μα εκείνη τη στιγμή το πέπλο της κοπέλας έφτασε στο πρόσωπο του και το χάιδεψε. Νόμισε πως κάτι τον σκέπασε και τον ζέστανε, σαν οδοιπόρος του χιονιού, που βρήκε θαλπωρή κι αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη, για όποιον το έκανε. Ο ήλιος έπεφτε, το αγέρι δυνάμωσε κι άλλο στην πλατεία και σε κάποια στιγμή ένα πέπλο τύλιξε το πρόσωπο του. Ξύπνησε ελαφρά. Εκείνο το δευτερόλεπτο η κοπέλα έκανε μια χορευτική κίνηση σε αντίθετη κατεύθυνση και δεν πρόσεξε το ξύπνημα. Εκείνος κοίταξε την κοπέλα, τα μαγεμένα πρόσωπα τριγύρω, άλλαξε διάσταση, χρόνο και τόπο. Νόμισε πως η κοπέλα έπεφτε και ασυναίσθητα την ...κατέβασε στην αγκαλιά του. Όλα έγιναν ξαφνικά. Ο Ράιν κρατούσε αμήχανα την κοπέλα, που τού ‘ ρθε απ’ τον ουρανό, μη ξέροντας τι να κάνει. Εκείνη τον φίλησε ελαφρά και, επιτέλους, προσγειώθηκε στη γη. Ο κόσμος χειροκρότησε, πιστεύοντας πως ήταν ένα άψογα σκηνοθετημένο επεισόδιο κι άρχισε να ψάχνει άδικ, το κουτάκι για να ρίξει τον οβολό, που τακτοποιεί και οριοθετεί τις σχέσεις μας με τη δύστροπη τέχνη……
O Ράιν θάχε κανα 2 μήνες στην Αθήνα. Ήθελε να φύγει, μα δεν είχε πού να πάει, ήθελε να μείνει, μα δεν ήξερε πώς να ζήσει. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας έλεγχος στους ξένους εδώ, ποιος μένει καιρό στην Ελλάδα, ποιος όχι, νόμιμα ή παράνομα, αφού τα φράγματα των Βαλκανίων είχαν σπάσει και ποταμοί λαθραίων μπούκαραν ή περνούσαν για τη λαμπερή Δύση. Έκανε ζέστη φοβερή για κεντροευρωπαίους και κείνο το φθινοπωριάτικο μεσημέρι. Τα αγάλματα και οι ξαπλωτοί πεσσοί κοιμόνταν πυρωμένα ανάμεσα στη βλάστηση των αλσών.
Γεννήθηκε στα βουνά της Ελβετίας και είχε πάρει πολύ νερό και τοπία μαζί του, για το ταξίδι της ζωής. Ταξίδευε από χώρα σε χώρα άσκοπα, καταδικασμένος ίσως από κάποιο προγονικό μετακινητικό DNA, παλιότερων εποχών. Σταματούσε σε όποια χώρα του άρεσε, δούλευε για λίγο κι ύστερα τριγυρνούσε, χαζεύοντας με ό,τι του κέντριζε την περιέργεια. Μέχρι λίγο πριν, χάζευε κόσμο στο ΜΕΤΡΟ. Και θάταν τόσο κουρασμένος φαίνεται, που κοίταζε τη μορφή του πλήθους στο σταθμό κι όταν ο συρμός ξαναξεκίνησε, ο Ράιν πήρε κι αυτόν τον κόσμο μαζί του.
Το καλοκαίρι πέρασε όμορφα στα νησιά, δουλεύοντας σε μπαρ και ταβέρνες, σε ρυθμό νεο-μποέμ, νεο-μπήτνικ, μα τελικά το καλοκαίρι πέταξε απ’ το Αιγαίο προς την Άπω Ανατολή και για άλλα ημισφαίρια και η γαλανή, ακύμαντη και αγαπησιάρα θάλασσα σκούρηνε και τα κύματα της αγρίεψαν. Οι λίγες ευκαιριακές δουλειές αρπάζονταν απ’ τα μιλιούνια των μεταναστών στην Αθήνα και στην επαρχία, όπως έμαθε, για λίγα και πολλές φορές απλήρωτα Ευρώ. Τα μεσημέρια ήταν ακόμα ζεστά, μα το κρύο τα βράδια σούβλιζε λιγάκι και η πείνα άρχισε να τον ζυγώνει. Άρχισε να ξεθωριάζει το αναγκαίο θράσος της περιήγησης.
Ο ύπνος τον πήρε καθισμένο στο παγκάκι της πλατείας, γυρτό στα γόνατα. Νανούρισμα το άναρθρο τραγούδι του πλήθους. Ανθρώπινα κοπάδια έμπαιναν και έβγαιναν στη μεγάλη μπούκα του ΜΕΤΡΟ, της βουερής πλατείας Συντάγματος, στα παλιά ανάκτορα της χώρας. Οι τσολιάδες της προεδρικής φρουράς πηγαινοέρχονταν άσκοπα, στα πλαίσια μιας μεγαλομανούς ιστορικής, εθιμοτυπικής ανοησίας, που εκτρέφεται διεθνώς. Πίσω οι πετρόβραχοι του Λυκαβηττού, ξεχώριζαν αμυδρά στα συννεφάκια και το νέφος των καπνών. Κάτι φθινοπωριάτικα λουλούδια του χάρισαν οσμητικά νήματα αρωμάτων, κόντρα στη μόνιμη οξεία οσμή του νέφους της πόλης. Χάθηκε σε ευτυχισμένα όνειρα.
Ήταν αισιόδοξος, γεννημένος ταξιδευτής και εξερευνητής. Έβλεπε γι’ αυτό, πλούσια και όμορφα όνειρα. Ένιωσε ανάλαφρος κι απογειώθηκε από το λαμπερό απόγιομα σε μια νύχτα ονείρου, πάνω από λαμπιόνια και φωτεινές αψίδες, νυκτερινός Ίκαρος. Και κει, όπως πετούσε αθόρυβα χωρίς μηχανή, πάνω από μια νυκτερινή πόλη, άκουγε γέλιο του πλήθους, κοντινό και δυνατό. Τα τοπία άλλαζαν, λόφοι αιφνίδιοι, κρυμμένες ανοιχτωσιές και σκουρόχρωμα πανύψηλα δέντρα, μα το γέλιο δεν έφευγε, σαν συνεπής ενύπνια συνοδεία. Δεν ήξερε τι ήταν. Πάντως όχι κάτι απειλητικό. Άλλαζε πλευρό, στον ύπνο του για να αλλάξει παραστάσεις, έδινε κλίσεις στην αερόχημα του, μα ενώ όλα άλλαζαν, το γέλιο πάντα στ΄ αυτιά του να δυναμώνει.
Οι άνθρωποι των γραφείων άφησαν, για μια στιγμή, τις κερδοφόρες δουλειές τους και άνοιξαν τις πόρτες των γραφείων τους προς τα μπαλκόνια, κάτι που ίσως έκαναν για πρώτη φορά, αφού οι πόρτες έτριξαν και τα μπαλκόνια ήταν γεμάτα σκόνες και σκουπίδια. Πολλά κεφάλια πρόβαλαν απ΄ τα Roof-Gardens των κοσμικών κεντρικών ξενοδοχείων, συμμετέχοντας στο γέλιο. Οι περαστικοί πύκνωσαν. Το γέλιο έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν για λίγο τις δουλειές και τους προορισμούς τους, να κοντοστέκονται και στη συνέχεια να μη φεύγουν, μα να γίνονται μέρος της ιλαρής ομάδας. Ήταν σίγουρα, πολύ κωμικό θέαμα. Το γέλιο ενώνει και είναι ένα ισχυρό αντίδοτο της ρουτίνας. Οι άνθρωποι αλληλοκοιτιόταν ξεκαρδισμένοι, επικοινωνώντας με τα βλέμματα. Φυλές, φυλές. Αράβικες, Αφρικάνικες, λευκές, κίτρινες. Πολλοί χειρονομούσαν ξεκαρδισμένοι.
Κάπου απέναντι από το παγκάκι του Ράιν, είχε ...έρθει εδώ και ώρα ένα ..άγαλμα. Παρίστανε μια πανύψηλη, χυτή και όμορφη κοπέλα, τρία περίπου μέτρα ψηλή, με ένα μανδύα αρχαιοελληνικό. Είχε στεφάνι στα μαλλιά και κρατούσε ένα μπουκέτο άγριας πρασινάδας. Το αγαλμάτινο πρόσωπο της ήταν ελαφρά ανέκφραστο, σα να ήθελε να αντέξει και να μεσιάσει όλες τις εναλλαγές χαράς και λύπης της ζωής αλλά και του ιστορικού περίγυρου. Ήξερε να μένει για ώρες ασάλευτη, παρατηρώντας τους περαστικούς, πίσω από το προσωπείο του ρόλου σε υπεροχή, που δεν όφειλε να δείξει τα πραγματικά της συναισθήματα. Το μυαλό της όμως, ξετύλιγε πλατείες και πεζόδρομους, ρόλους και πλήθη εκστατικών θεατών, που έκαναν την ακινησία της πιο πετυχημένη. Εδώ ο στόχος είναι να κάνεις τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι είσαι πέτρα, άγαλμα, πεπιεσμένο χαρτί, ανύπαρκτη, η γυναίκα του Λωτ, που πέρασε απ’ τη ζωή στην αιώνια ακαμψία. Παρατήρησε ότι πολλοί έφευγαν μόλις διαπίστωναν ότι είναι ζωντανή, με την παραμικρή της κίνηση, όταν η περιέργεια τους χόρτασε.
Μετά λίγη ώρα από την άφιξη της, το βλέμμα της έπαψε να είναι πλέον απλανές και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του κοιμισμένου Ράιν, που πάλευε με την κούραση, τη νύστα, το σύμπλεγμα ανάκατων εικόνων στο νεανικό μυαλό του και την παλιά συνήθεια της υπνοβασίας. Η μητέρα του ξενυχτούσε τα βράδια, κλειδώνοντας πόρτες και παίρνοντας εμπόδια από το διάβα του, μη λαχταρήσει ξυπνώντας. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να βγει κοιμισμένος από το ... παράθυρο, να ποτίσει τον κήπο, με το λάστιχο, να χαϊδέψει το σκύλο τους και ευχαριστημένος να επιστρέψει στο κρεβάτι του. Σα χιουμορίστας, συνήθιζε από μικρός να τρομάζει συχνά τη μητέρα του, κάνοντας πως ξυπνάει «υπνοβατώντας», ενώ στην ουσία πήγαινε για άλλη μια επιδρομή στα βάζα με τα καινούρια γλυκά.
Τώρα δεν υπνοβατούσε. Χειρονομούσε όμως έντονα σαν ανεμόπτερο, πλαγιάζοντας με ανοιγμένα φτερά δεξιά κι αριστερά στο παγκάκι, ενώ παράλληλα προσπαθούσε επίμονα, να ακουμπήσει το κοιμισμένο του κεφάλι στα γόνατα. Κανείς δεν τόλμησε να τον ξυπνήσει. Ούτε καν να τον πλησιάσει. Μόνο το άγαλμα.
Η κοπέλα, το πανέμορφο άγαλμα, κατέβηκε από το βάθρο της και μετακόμισε μπροστά στον Ράιν, ξανασκαρφαλώνοντας στο ψηλό σκαμπό της. Ύστερα άρχισε να μιμείται ή μάλλον να ακολουθεί με επαγγελματική μαεστρία, τις κινήσεις του μέχρι που συντονίστηκε μαζί του, σαν τη νεράιδα που τη λένε ανταπόκριση. Τα πέπλα της ανέμιζαν στο απογεματιάτικο αεράκι. Δεν ήταν μόνο εκπαιδευμένη στην τέχνη της ακινησίας αλλά και ταλαντούχα μίμος, σπουδαγμένη στη Σχολή Μίμων της Μόσχας, οι Mimirichi και χορεύτρια της Σχολής του Μαύρου Θεάτρου της Πράγας. Οι κινήσεις της γαλήνιες, πλαστικές και αέρινες, συντρόφευαν τις χροιές του ονείρου, του νεαρού. Ένας όμορφος και ήρεμος χορός ψυχών, στήθηκε εκεί στην πλατεία της βιασύνης και της συναλλαγής, εκεί κάπου στα λημέρια του μυθικού Μορφέα. Το γέλιο σιώπησε και έγινε βουβή μαγεία, εξ ίσου ελκυστική για νέους περίεργους. Άνθρωποι κοιτούσαν με την ψυχή τους την ομορφιά που γεννιόταν μπροστά τους, την ομορφιά που οι ίδιοι παράτησαν κάπου στο δρόμο, διαλέγοντας την ασφαλή έρημο της ωριμότητας, με το τέλος της ήβης,
Ο Ράιν ένιωθε τώρα το νυκτερινό αέρα της ατέλειωτης πτήσης, να ανεμίζει τα μαλλιά του, κρύωνε λίγο, μα εκείνη τη στιγμή το πέπλο της κοπέλας έφτασε στο πρόσωπο του και το χάιδεψε. Νόμισε πως κάτι τον σκέπασε και τον ζέστανε, σαν οδοιπόρος του χιονιού, που βρήκε θαλπωρή κι αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη, για όποιον το έκανε. Ο ήλιος έπεφτε, το αγέρι δυνάμωσε κι άλλο στην πλατεία και σε κάποια στιγμή ένα πέπλο τύλιξε το πρόσωπο του. Ξύπνησε ελαφρά. Εκείνο το δευτερόλεπτο η κοπέλα έκανε μια χορευτική κίνηση σε αντίθετη κατεύθυνση και δεν πρόσεξε το ξύπνημα. Εκείνος κοίταξε την κοπέλα, τα μαγεμένα πρόσωπα τριγύρω, άλλαξε διάσταση, χρόνο και τόπο. Νόμισε πως η κοπέλα έπεφτε και ασυναίσθητα την ...κατέβασε στην αγκαλιά του. Όλα έγιναν ξαφνικά. Ο Ράιν κρατούσε αμήχανα την κοπέλα, που τού ‘ ρθε απ’ τον ουρανό, μη ξέροντας τι να κάνει. Εκείνη τον φίλησε ελαφρά και, επιτέλους, προσγειώθηκε στη γη. Ο κόσμος χειροκρότησε, πιστεύοντας πως ήταν ένα άψογα σκηνοθετημένο επεισόδιο κι άρχισε να ψάχνει άδικ, το κουτάκι για να ρίξει τον οβολό, που τακτοποιεί και οριοθετεί τις σχέσεις μας με τη δύστροπη τέχνη……
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου