Βιβλιοκριτικη του Παναγιώτη Σωτήρη
στο βιβλιο:
Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-45,
2 τ., σσ. 1256 (805+451), Αθήνα: Στοχαστής)
http://www.theseis.com/76-/theseis/t99/t99f/sotiris.htm
στο βιβλιο:
Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-45,
2 τ., σσ. 1256 (805+451), Αθήνα: Στοχαστής)
http://www.theseis.com/76-/theseis/t99/t99f/sotiris.htm
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:''
''. Μια μνημειώδης τοιχογραφία της Αντίστασης
Σε αυτό το φόντο έρχεται το βιβλίο του Μανώλη Γλέζου. Ένα έργο στο οποίο αφιέρωσε πολλά χρόνια και μεγάλο κόπο προσπαθώντας να δώσει μια συνολική και κατά το δυνατόν καθολική παρουσίαση της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι παρότι ο Γλέζος έζησε τα γεγονότα που περιγράφει, αποτελώντας ο ίδιος και ένα εν ζωή σύμβολο της Αντίστασης, ρητά δηλώνει ότι δεν προσπαθεί να γράψει απομνημονεύματα, ούτε «χρονική απαρίθμηση ιστορικών γεγονότων» (Γλέζος 2006: 43), αλλά μια μεγάλη ιστορική σύνθεση που, στη βάση μαρτυριών, αρχείων και όλης της μετέπειτα βιβλιογραφίας, προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις περισσότερες πλευρές εκείνης της περιόδου.
Ο Γλέζος ξεκαθαρίζει ότι στόχος αυτού του βιβλίου είναι να αποδείξει μια σειρά από θέσεις τις οποίες θεωρεί κομβικές για τη συνολικότερη κατανόηση του φαινομένου της Εθνικής Αντίστασης: α) Στην Ελλάδα η αντίσταση ξεκίνησε πολύ νωρίς και δεν υπήρξε περίοδος αναμονής ή σχετικής ανοχής απέναντι στον κατακτητή. β) Η Κατοχή σηματοδότησε μια ολόκληρη προσπάθεια σχεδόν γενοκτονικής επίθεσης απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό. γ) Η αντίσταση υπήρξε καθολική και ιδιαίτερα μαχητική και προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στον αντιφασιστικό αγώνα.
Για να υποστηρίξει αυτές τις θέσεις, ο Γλέζος, παραθέτει έναν εντυπωσιακό πλούτο στοιχείων από ένα μεγάλο πλήθος πηγών, που περιλαμβάνουν όχι μόνο το σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας (είτε με τη μορφή μαρτυριών, είτε με τη μορφή δευτερογενούς ιστορικής βιβλιογραφίας), αλλά και προφορικές μαρτυρίες που για χρόνια συγκέντρωνε ο ίδιος. Ως αποτέλεσμα, το βιβλίο γίνεται ένα εντυπωσιακό πανόραμα μιας τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, με χιλιάδες αγωνιστές και εκατοντάδες πρωτοβουλίες σε όλη την Ελλάδα και με πολύμορφες πρακτικές αντίστασης.
Η λεπτομερής καταγραφή όλων των αντιστασιακών ομάδων και πρωτοβουλιών20, συμπεριλαμβανομένων και των «ανώνυμων», αυτών δηλαδή που ήταν περισσότερο μικρές ή απομονωμένες ομάδες, που στη συνέχεια εντάχθηκαν στις μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις, δεν αποτίνει μόνο τον αναγκαίο φόρο τιμής, αλλά και δείχνει την πραγματική κοινωνική διεργασία μέσα από την οποία προέκυψε η Αντίσταση (Γλέζος 2006: 417-573 και 1021-1109). Παρουσιάζει, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο σε όλη τη γεωγραφική έκταση του Ελλαδικού χώρου, χωρίς την ύπαρξη, αρχικά τουλάχιστον, κάποιου ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου, άρχισαν να αναφύονται μικρότερες ή μεγαλύτερες αντιστασιακές πρωτοβουλίες. Δείχνει, επίσης, ότι αυτό είχε τις ρίζες του τόσο στη συνθηκολόγηση του επίσημου κράτους και την παραίτηση του επίσημου πολιτικού κόσμου από οποιαδήποτε πραγματική διάθεση αναμέτρησης, όσο και στο γεγονός ότι, παρά τις απηνείς διώξεις της Μεταξικής περιόδου, η Αριστερά και ιδίως το ΚΚΕ είχε αφήσει ιδιαίτερα βαθιά ίχνη μιας διαφορετικής κοινωνικής αντίληψης και αντίληψης για την οργάνωση της συλλογικής ζωής. Δοκιμασμένη σε πρώτη φάση μέσα στους όρους διεξαγωγής του πολέμου στο Αλβανικό Μέτωπο, θα βρει νέους τρόπους έκφρασης στην Κατοχή, σε όλες τις διαστάσεις της (ιδίως δε σε σχέση με την αναμέτρηση με την τρομαχτική πείνα του πρώτου χειμώνα της Κατοχής).
''. Μια μνημειώδης τοιχογραφία της Αντίστασης
Σε αυτό το φόντο έρχεται το βιβλίο του Μανώλη Γλέζου. Ένα έργο στο οποίο αφιέρωσε πολλά χρόνια και μεγάλο κόπο προσπαθώντας να δώσει μια συνολική και κατά το δυνατόν καθολική παρουσίαση της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι παρότι ο Γλέζος έζησε τα γεγονότα που περιγράφει, αποτελώντας ο ίδιος και ένα εν ζωή σύμβολο της Αντίστασης, ρητά δηλώνει ότι δεν προσπαθεί να γράψει απομνημονεύματα, ούτε «χρονική απαρίθμηση ιστορικών γεγονότων» (Γλέζος 2006: 43), αλλά μια μεγάλη ιστορική σύνθεση που, στη βάση μαρτυριών, αρχείων και όλης της μετέπειτα βιβλιογραφίας, προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις περισσότερες πλευρές εκείνης της περιόδου.
Ο Γλέζος ξεκαθαρίζει ότι στόχος αυτού του βιβλίου είναι να αποδείξει μια σειρά από θέσεις τις οποίες θεωρεί κομβικές για τη συνολικότερη κατανόηση του φαινομένου της Εθνικής Αντίστασης: α) Στην Ελλάδα η αντίσταση ξεκίνησε πολύ νωρίς και δεν υπήρξε περίοδος αναμονής ή σχετικής ανοχής απέναντι στον κατακτητή. β) Η Κατοχή σηματοδότησε μια ολόκληρη προσπάθεια σχεδόν γενοκτονικής επίθεσης απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό. γ) Η αντίσταση υπήρξε καθολική και ιδιαίτερα μαχητική και προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στον αντιφασιστικό αγώνα.
Για να υποστηρίξει αυτές τις θέσεις, ο Γλέζος, παραθέτει έναν εντυπωσιακό πλούτο στοιχείων από ένα μεγάλο πλήθος πηγών, που περιλαμβάνουν όχι μόνο το σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας (είτε με τη μορφή μαρτυριών, είτε με τη μορφή δευτερογενούς ιστορικής βιβλιογραφίας), αλλά και προφορικές μαρτυρίες που για χρόνια συγκέντρωνε ο ίδιος. Ως αποτέλεσμα, το βιβλίο γίνεται ένα εντυπωσιακό πανόραμα μιας τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, με χιλιάδες αγωνιστές και εκατοντάδες πρωτοβουλίες σε όλη την Ελλάδα και με πολύμορφες πρακτικές αντίστασης.
Η λεπτομερής καταγραφή όλων των αντιστασιακών ομάδων και πρωτοβουλιών20, συμπεριλαμβανομένων και των «ανώνυμων», αυτών δηλαδή που ήταν περισσότερο μικρές ή απομονωμένες ομάδες, που στη συνέχεια εντάχθηκαν στις μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις, δεν αποτίνει μόνο τον αναγκαίο φόρο τιμής, αλλά και δείχνει την πραγματική κοινωνική διεργασία μέσα από την οποία προέκυψε η Αντίσταση (Γλέζος 2006: 417-573 και 1021-1109). Παρουσιάζει, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο σε όλη τη γεωγραφική έκταση του Ελλαδικού χώρου, χωρίς την ύπαρξη, αρχικά τουλάχιστον, κάποιου ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου, άρχισαν να αναφύονται μικρότερες ή μεγαλύτερες αντιστασιακές πρωτοβουλίες. Δείχνει, επίσης, ότι αυτό είχε τις ρίζες του τόσο στη συνθηκολόγηση του επίσημου κράτους και την παραίτηση του επίσημου πολιτικού κόσμου από οποιαδήποτε πραγματική διάθεση αναμέτρησης, όσο και στο γεγονός ότι, παρά τις απηνείς διώξεις της Μεταξικής περιόδου, η Αριστερά και ιδίως το ΚΚΕ είχε αφήσει ιδιαίτερα βαθιά ίχνη μιας διαφορετικής κοινωνικής αντίληψης και αντίληψης για την οργάνωση της συλλογικής ζωής. Δοκιμασμένη σε πρώτη φάση μέσα στους όρους διεξαγωγής του πολέμου στο Αλβανικό Μέτωπο, θα βρει νέους τρόπους έκφρασης στην Κατοχή, σε όλες τις διαστάσεις της (ιδίως δε σε σχέση με την αναμέτρηση με την τρομαχτική πείνα του πρώτου χειμώνα της Κατοχής).
Παρότι ο Γλέζος παραθέτει το σύνολο των οργανώσεων και των πράξεων αντίστασης, σε όλο το πολιτικό φάσμα τους, γίνεται σαφές ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό η πρωτοβουλία ήταν της Αριστεράς. Εάν δεν υπήρχε όλο εκείνο το φάσμα των αναφορών προς το ΚΚΕ, που είχαν διαμορφωθεί μέσα σε όλη την προηγούμενη περίοδο, παρά τις αντιφάσεις, τις παλινωδίες και τη θεωρητική ένδεια της ηγεσίας του, δεν θα μπορούσε να είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις η Αντίσταση.
Ταυτόχρονα, το βιβλίο του Γλέζου καταδεικνύει το τι όντως σήμαινε η Κατοχή, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια περίοδο σχετικής άμβλυνσης της ιστορικής μνήμης, αλλά και μιας ευρύτερης προσπάθειας να «αναθεωρηθεί» η ιστορία του ναζιστικού φαινομένου. Ως αναθεώρηση ορίζουμε εδώ τις προσπάθειες σχετικοποίησης του Ναζισμού και της σημασίας του εντός μιας γενικότερης κατηγορίας «ολοκληρωτισμού», αποσιώπησης της λειτουργίας του Ναζισμού για την εξυπηρέτηση αυταρχικών στρατηγικών καπιταλιστικής συσσώρευσης, ταύτισης του σταλινικού φαινομένου με τον Ναζισμό και σε αυτή τη βάση είτε μερικής υποτίμησης της βαρύτητας των εγκλημάτων του Ναζισμού, είτε μεταφοράς της έμφασης στην ανάγκη απάντησης στον «κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό»21.
Καταδεικνύει, επίσης, ότι η ιδιαίτερα βίαιη πρακτική των μαζικών εκτελέσεων και του ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον πληθυσμών (με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα του ευρωπαϊκού Εβραϊσμού) δοκιμάστηκε και στον Ελλαδικό χώρο, όποτε αυτό κρίθηκε αναγκαίο, είτε στις μαζικές σφαγές των πρώτων εβδομάδων της Κατοχής (στην Κρήτη, αλλά και στην υπό βουλγαρική κατοχή Δράμα), είτε στις μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για τη διάλυση των ορεινών δικτύων (που ήταν και η βάση της Αντίστασης) το χειμώνα του 1943-1944. Ο Γλέζος αναδεικνύει το τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές που είχε συνολικά η Κατοχή, εάν συνυπολογίσουμε τους εκτελεσμένους και δολοφονημένους, τα θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τους νεκρούς από την πείνα του χειμώνα 1941-42, με την πλήρη κατάρρευση κάθε μηχανισμού επισιτισμού, την έξαρση των ασθενειών, τη γενικότερη πτώση του βιοτικού επιπέδου και την τρομαχτική μείωση των γεννήσεων, γεγονός που οδήγησε σε μια συνολική πληθυσμιακή υποχώρηση τη χώρα. Δείχνει τέλος πώς αυτές οι τάσεις ενισχύθηκαν και από την εκτεταμένη προσπάθεια καταλήστευσης χρημάτων αλλά και υλικού πλούτου από τη μεριά των κατοχικών δυνάμεων.
Περιγράφει ακόμη ο Γλέζος ότι η Κατοχή εκτός της επιβολής συνθηκών βάρβαρης καταστολής και ριζικής επιδείνωσης των συνθηκών ζωής, βιώθηκε και ως απειλή για βίαιες ανακατατάξεις σε ό,τι αφορά τα ίδια τα σύνορα. Η εκπεφρασμένη βούληση της Βουλγαρίας να αποσπάσει τμήματα της Βόρειας Ελλάδας που ήταν υπό τον έλεγχό της, χρησιμοποιώντας ως μέσα μορφές εποικισμού αλλά και την εξώθηση σε μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού, η προσπάθεια αξιοποίησης μειονοτικών ζητημάτων (π.χ. η προσπάθεια για το Βλάχικο κράτος της Πίνδου), η προσπάθεια παράλληλα της Ιταλίας να αποσπάσει ελληνικές περιοχές, είναι ενδείξεις αυτής της επίσης βίαιης πλευράς της Κατοχής.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, το βιβλίο δικαιώνει την επιλογή των αγωνιστών του ΚΚΕ (ο πληθυντικός αποτυπώνει την απουσία ενός ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου σε ένα κόμμα άγρια χτυπημένο από τις διώξεις της μεταξικής περιόδου) να θέσουν ως βασική προτεραιότητα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, σε μια περίοδο που δεν είχε ξεκινήσει η επίθεση ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και η επίσημη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν ακόμη η «ουδετερότητα» απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, γραμμή που υλοποιήθηκε ακόμη και από μεγάλα και ιστορικά κομμουνιστικά κόμματα όπως το Γαλλικό, συχνά με τραγικές γι’ αυτά συνέπειες (Κλαουντίν 1981).
Η επιλογή αυτή είχε περισσότερο να κάνει με το πολιτικό ένστικτο και την ιδιαίτερη επαφή με τις λαϊκές μάζες που είχε κατορθώσει να πετύχει το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1930, και λιγότερο με αυτή καθαυτή τη γραμμή του εκείνη την περίοδο, που χαρακτηριζόταν από θεωρητική ένδεια και μηχανιστική αναπαραγωγή των κατευθύνσεων της Γ΄ Διεθνούς22. Αντίθετα, άλλες τάσεις, συχνά με περισσότερο οξυδερκή συναίσθηση των πολιτικών και ιδεολογικών διακυβευμάτων της προπολεμικής περιόδου και καλύτερη στρατηγική τοποθέτηση δεν θα μπορέσουν σε εκείνη τη συγκεκριμένη (και πρωτότυπη) συγκυρία να συνειδητοποιήσουν ότι ο δρόμος για τη διαμόρφωση μιας άλλης ηγεμονίας μέσα στις λαϊκές μάζες περνούσε μέσα από την πρωτοπόρα συμμετοχή των κομμουνιστών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα23.
Άλλωστε, συνολικότερα η εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και άλλων αντίστοιχων περιόδων ξένης κατοχής, έχει δείξει ότι παρόμοιες συγκυρίες μπορούν υπό προϋποθέσεις να αποτελέσουν το πεδίο διαμόρφωσης πρωτότυπων λαϊκών κοινωνικών συμμαχιών, στις οποίες η Αριστερά να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, συχνά δε να είναι ο μόνος φορέας που θα μπορούσε να συγκροτήσει τέτοιες ευρύτερες λαϊκές συμμαχίες, κατορθώνοντας, μέσα στις συνθήκες πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης των θεσμών της αστικής κυριαρχίας που επιφέρει η ξένη κατοχή, να συμβάλει σε ταχείς πολιτικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς των λαϊκών μαζών που συμμετείχαν σε αυτές τις διεργασίες. Στην πραγματικότητα ήταν μια συγκυρία όπου η διαμόρφωση όρων επαναστατικής κρίσης διαπλεκόταν με το αίτημα της απαλλαγής από την Κατοχή, σε μια διαδικασία που δεν αντιστοιχούσε στους ιδεοτύπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη διάκριση ανάμεσα σε επαναστατικούς και αστικοδημοκρατικούς στόχους24.
Ταυτόχρονα, το βιβλίο του Γλέζου καταδεικνύει το τι όντως σήμαινε η Κατοχή, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια περίοδο σχετικής άμβλυνσης της ιστορικής μνήμης, αλλά και μιας ευρύτερης προσπάθειας να «αναθεωρηθεί» η ιστορία του ναζιστικού φαινομένου. Ως αναθεώρηση ορίζουμε εδώ τις προσπάθειες σχετικοποίησης του Ναζισμού και της σημασίας του εντός μιας γενικότερης κατηγορίας «ολοκληρωτισμού», αποσιώπησης της λειτουργίας του Ναζισμού για την εξυπηρέτηση αυταρχικών στρατηγικών καπιταλιστικής συσσώρευσης, ταύτισης του σταλινικού φαινομένου με τον Ναζισμό και σε αυτή τη βάση είτε μερικής υποτίμησης της βαρύτητας των εγκλημάτων του Ναζισμού, είτε μεταφοράς της έμφασης στην ανάγκη απάντησης στον «κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό»21.
Καταδεικνύει, επίσης, ότι η ιδιαίτερα βίαιη πρακτική των μαζικών εκτελέσεων και του ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον πληθυσμών (με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα του ευρωπαϊκού Εβραϊσμού) δοκιμάστηκε και στον Ελλαδικό χώρο, όποτε αυτό κρίθηκε αναγκαίο, είτε στις μαζικές σφαγές των πρώτων εβδομάδων της Κατοχής (στην Κρήτη, αλλά και στην υπό βουλγαρική κατοχή Δράμα), είτε στις μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για τη διάλυση των ορεινών δικτύων (που ήταν και η βάση της Αντίστασης) το χειμώνα του 1943-1944. Ο Γλέζος αναδεικνύει το τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές που είχε συνολικά η Κατοχή, εάν συνυπολογίσουμε τους εκτελεσμένους και δολοφονημένους, τα θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τους νεκρούς από την πείνα του χειμώνα 1941-42, με την πλήρη κατάρρευση κάθε μηχανισμού επισιτισμού, την έξαρση των ασθενειών, τη γενικότερη πτώση του βιοτικού επιπέδου και την τρομαχτική μείωση των γεννήσεων, γεγονός που οδήγησε σε μια συνολική πληθυσμιακή υποχώρηση τη χώρα. Δείχνει τέλος πώς αυτές οι τάσεις ενισχύθηκαν και από την εκτεταμένη προσπάθεια καταλήστευσης χρημάτων αλλά και υλικού πλούτου από τη μεριά των κατοχικών δυνάμεων.
Περιγράφει ακόμη ο Γλέζος ότι η Κατοχή εκτός της επιβολής συνθηκών βάρβαρης καταστολής και ριζικής επιδείνωσης των συνθηκών ζωής, βιώθηκε και ως απειλή για βίαιες ανακατατάξεις σε ό,τι αφορά τα ίδια τα σύνορα. Η εκπεφρασμένη βούληση της Βουλγαρίας να αποσπάσει τμήματα της Βόρειας Ελλάδας που ήταν υπό τον έλεγχό της, χρησιμοποιώντας ως μέσα μορφές εποικισμού αλλά και την εξώθηση σε μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού, η προσπάθεια αξιοποίησης μειονοτικών ζητημάτων (π.χ. η προσπάθεια για το Βλάχικο κράτος της Πίνδου), η προσπάθεια παράλληλα της Ιταλίας να αποσπάσει ελληνικές περιοχές, είναι ενδείξεις αυτής της επίσης βίαιης πλευράς της Κατοχής.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, το βιβλίο δικαιώνει την επιλογή των αγωνιστών του ΚΚΕ (ο πληθυντικός αποτυπώνει την απουσία ενός ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου σε ένα κόμμα άγρια χτυπημένο από τις διώξεις της μεταξικής περιόδου) να θέσουν ως βασική προτεραιότητα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, σε μια περίοδο που δεν είχε ξεκινήσει η επίθεση ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και η επίσημη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν ακόμη η «ουδετερότητα» απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, γραμμή που υλοποιήθηκε ακόμη και από μεγάλα και ιστορικά κομμουνιστικά κόμματα όπως το Γαλλικό, συχνά με τραγικές γι’ αυτά συνέπειες (Κλαουντίν 1981).
Η επιλογή αυτή είχε περισσότερο να κάνει με το πολιτικό ένστικτο και την ιδιαίτερη επαφή με τις λαϊκές μάζες που είχε κατορθώσει να πετύχει το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1930, και λιγότερο με αυτή καθαυτή τη γραμμή του εκείνη την περίοδο, που χαρακτηριζόταν από θεωρητική ένδεια και μηχανιστική αναπαραγωγή των κατευθύνσεων της Γ΄ Διεθνούς22. Αντίθετα, άλλες τάσεις, συχνά με περισσότερο οξυδερκή συναίσθηση των πολιτικών και ιδεολογικών διακυβευμάτων της προπολεμικής περιόδου και καλύτερη στρατηγική τοποθέτηση δεν θα μπορέσουν σε εκείνη τη συγκεκριμένη (και πρωτότυπη) συγκυρία να συνειδητοποιήσουν ότι ο δρόμος για τη διαμόρφωση μιας άλλης ηγεμονίας μέσα στις λαϊκές μάζες περνούσε μέσα από την πρωτοπόρα συμμετοχή των κομμουνιστών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα23.
Άλλωστε, συνολικότερα η εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και άλλων αντίστοιχων περιόδων ξένης κατοχής, έχει δείξει ότι παρόμοιες συγκυρίες μπορούν υπό προϋποθέσεις να αποτελέσουν το πεδίο διαμόρφωσης πρωτότυπων λαϊκών κοινωνικών συμμαχιών, στις οποίες η Αριστερά να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, συχνά δε να είναι ο μόνος φορέας που θα μπορούσε να συγκροτήσει τέτοιες ευρύτερες λαϊκές συμμαχίες, κατορθώνοντας, μέσα στις συνθήκες πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης των θεσμών της αστικής κυριαρχίας που επιφέρει η ξένη κατοχή, να συμβάλει σε ταχείς πολιτικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς των λαϊκών μαζών που συμμετείχαν σε αυτές τις διεργασίες. Στην πραγματικότητα ήταν μια συγκυρία όπου η διαμόρφωση όρων επαναστατικής κρίσης διαπλεκόταν με το αίτημα της απαλλαγής από την Κατοχή, σε μια διαδικασία που δεν αντιστοιχούσε στους ιδεοτύπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη διάκριση ανάμεσα σε επαναστατικούς και αστικοδημοκρατικούς στόχους24.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί α παγιώνονταν αυτόματα. Αντίθετα, αποτελούσαν όχι μόνο μια στιγμή της ταξικής πάλης, αλλά και ένα διακύβευμά της, τόσο ως προς τη διατήρηση ή όχι των κοινωνικών συμμαχιών που διαμορφώνονταν μέσα στην αντιστασιακή διαδικασία, όσο και σε σχέση με τους όρους ηγεμονίας μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Σε τελική ανάλυση, όπως διαπιστώνει ο ίδιος ο Γλέζος (Γλέζος 2006: 83-85), ήταν ακριβώς αυτή η διάσταση του μαζικού αντιφασιστικού αγώνα και της αντιφασιστικής ιδεολογίας που μετασχημάτισε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, το χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε αυτός να μη βιωθεί απλώς και μόνο ως πόλεμος αντιμαχόμενων ιμπεριαλιστικών μπλοκ.
Ο Γλέζος με ιδιαίτερα επίμονο τρόπο κάνει έναν απολογισμό των επιτευγμάτων της Αντίστασης σε ό,τι αφορά τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας και το χτύπημα των δυνάμεων των κατακτητών: Καθηλώθηκαν σημαντικές γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, ο αριθμός και το μέγεθος των οποίων καταγράφεται αναλυτικά, δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στους μηχανισμούς ανεφοδιασμού, καταστράφηκαν μεγάλες ποσότητες στρατιωτικού υλικού, συνολικά υπήρξε μια δράση σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η οποία είχε επιπτώσεις όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά επηρέασε επίσης όψεις του συνολικού συσχετισμού δύναμης στον πόλεμο, λειτουργώντας αποφασιστικά υπέρ των Συμμάχων. Αποτράπηκε η επιστράτευση εργαζομένων για τα Γερμανικά εργοστάσια, μέσα από μια πρωτοφανή για τα δεδομένα της κατεχόμενης Ευρώπης απεργιακή κινητοποίηση και πολιτική ανυπακοή. Δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί, σε αντίθεση με άλλες κατεχόμενες χώρες, ένοπλο ελληνικό σώμα το οποίο θα στρατευόταν στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα στα μέτωπα του Πολέμου. Επιτεύχθηκε η αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων και μάλιστα χωρίς τη μεσολάβηση απόβασης ή μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων των Συμμάχων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γλέζος στέκεται πολύ αναλυτικά σε όλες τις διαφορετικές μορφές που πήρε η Αντίσταση κατά του κατακτητή. Δεν μένει μόνο στις στρατιωτικές ενέργειες και τις δολιοφθορές, αλλά καταγράφει όλες τις μορφές ανυπακοής και επιδείνωσης της θέσης του Κατακτητή, από την αλλαγή των πινακίδων, για να χάνουν τον προσανατολισμό τους οι εισερχόμενες γερμανικές φάλαγγες, έως την κλοπή υλικού. Αυτό δικαιώνει, όντως, τη θέση του ότι η Αντίσταση ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή της Κατοχής. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι ο Γλέζος συμπεριλαμβάνει στα όρια της Εθνικής Αντίστασης τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, την άμυνα ενάντια στη Γερμανική εισβολή καθώς και τη Μάχη της Κρήτης. Παρά τη διαφορά ανάμεσα στην ένοπλη αντίσταση συγκροτημένου κράτους και τη λαϊκή αντίσταση, ορθά ο Γλέζος εντοπίζει ότι στις πολεμικές συγκρούσεις που προηγήθηκαν της Κατοχής καταγράφηκαν στοιχεία ευρύτερης λαϊκής συμμετοχής και ενεργοποίησης (στην περίπτωση της Μάχης της Κρήτης αφενός και στην άμεση συμμετοχή του λαού στην αμυντική προσπάθεια αφετέρου) και όχι απλώς «πολεμικές επιχειρήσεις». Πολύ σημαντική, επίσης, μια που καταδεικνύει και το βάθος και την κοινωνική έκταση της Αντίστασης, είναι και η καταγραφή που γίνεται όλων των μορφών κοινωνικής διεκδίκησης και μαζικής ανυπακοής με τις μεγάλες απεργίες και τις διαδηλώσεις που έγιναν στην περίοδο της Κατοχής. Τέλος, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει τη σημασία που είχε η εκτεταμένη προσπάθεια ιδεολογικού αγώνα, που και αυτή συνείσφερε στη στράτευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στον αντιφασιστικό αγώνα. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι το βιβλίο του Γλέζου είναι πραγματικά πολύτιμο, γιατί καταγράφει όλες αυτές τις πρακτικές αντίστασης με τρόπο επίμονο και λεπτομερειακό, συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό πανόραμα της έκτασης και της κλίμακας που αυτές πήραν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο.
Εκτός όμως από τις επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ο Γλέζος στέκεται και στα επιτεύγματα της Αντίστασης στον κοινωνικό τομέα: Στρατεύτηκε στον κοινό αγώνα ένα μεγάλο φάσμα από κοινωνικές κατηγορίες. Συγκροτήθηκε ένα τεράστιο δίκτυο ενημέρωσης, αλληλεγγύης, και δράσης. Κατοχυρώθηκαν μορφές αυτοδιοίκησης και δημοκρατικοί θεσμοί σε όλη την Ελεύθερη Ελλάδα. Δείχνει με αυτό τον τρόπο ότι αυτό που έλαβε χώρα στην Κατοχή στον ελλαδικό χώρο ήταν μια πολύ ευρύτερη πολιτική και κοινωνική δυναμική μετασχηματισμού, πολύ πέρα και πολύ πάνω από την αμιγώς ένοπλη αντίσταση ή υπονόμευση του κατακτητή.
Ο Γλέζος σπεύδει βέβαια να τονίσει ότι ο αγώνας ήταν πρωτίστως αγώνας για την εθνική απελευθέρωση και διαφωνεί με την εκτίμηση ότι επρόκειτο για κοινωνική επανάσταση (Γλέζος 2006: 327-331). Η εκτίμηση αυτή νομίζουμε ότι θα πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως μια αναγκαία οριοθέτηση απέναντι σε μια τάση «μυθοποίησης» της Αντίστασης ως προς το κοινωνικό περιεχόμενο, που θα την παρουσίαζε ως μια πλήρως αναπτυγμένη κοινωνική επανάσταση. Είναι σαφές ότι ο Γλέζος σε κανένα σημείο δεν αρνείται τη δυναμική επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού που ενείχε η Εθνική Αντίσταση. Άλλωστε, αυτό καταδεικνύεται και από όλα όσα λεπτομερώς καταγράφει και παραθέτει μέσα στο βιβλίο του, ότι όχι μόνο τα αιτήματα των αντιστασιακών οργανώσεων υπερέβαιναν την απλή διεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας και έθεταν στόχους κοινωνικού μετασχηματισμού (ακόμη και ο ΕΔΕΣ αναφερόταν στον «σοσιαλισμό»), αλλά και συνολικά αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη όσων συμμετείχαν στον αγώνα ήταν η διεκδίκηση μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης την επαύριον της απελευθέρωσης25. Είναι άλλωστε σαφές ότι όταν μιλάμε για τον χαρακτήρα λαϊκής επανάστασης σε σχέση ειδικά με το ΕΑΜικό κίνημα, δεν αναφερόμαστε σε κάποιου τύπου συγκροτημένο επαναστατικό πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά στη διαπίστωση ότι αντικειμενικά είχαν διαμορφωθεί μαζικές δυναμικές οι οποίες υπερέβαιναν τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης και έθεταν το θέμα της εξουσίας, κοινωνικής και πολιτικής, μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό26. Σε αυτή άλλωστε τη βάση μπορεί κανείς να δει την από σχετικά νωρίς προσπάθεια τόσο των αστικών δυνάμεων, όσο και των Άγγλων, να ανασυγκροτήσουν αντι-ΕΑΜικές δυνάμεις, όχι μόνο στο επίπεδο των πρακτικών αντίστασης, αλλά και στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών, με την υποστήριξη για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας και συνολικά την προσπάθεια να εξωθηθούν τα πράγματα στην κατεύθυνση της ήττας του ΕΑΜικού κινήματος, ξεκινώντας ουσιαστικά την εμφύλια διαμάχη ήδη από το τέλος του 194327.
Ο Γλέζος επιλέγει συνειδητά να μην αναφερθεί στη διάσταση της εμφύλιας σύγκρουσης μέσα στην Κατοχή, αναφέροντας ότι γι’ αυτό θα υπάρξει ξεχωριστή συγγραφή. Γίνεται δηλαδή σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια μεθοδολογική επιλογή και όχι βέβαια για μια υποτίμηση της κομβικής αυτής διάστασης της περιόδου της Κατοχής. Αυτό οφείλεται και στην προσπάθεια του Γλέζου να κάνει μια διάκριση ως προς την επίτευξη των στόχων της Εθνικής Αντίστασης: Θεωρεί έτσι ότι η Αντίσταση πέτυχε το στόχο της ως προς την εκδίωξη των κατακτητών, δεν πέτυχε όμως το στόχο ούτε της εθνικής ανεξαρτησίας (δηλαδή της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό), ούτε το στόχο του κοινωνικού μετασχηματισμού, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έθεσε. Αν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε κάπως τη μεθοδολογία που επιλέγει ο Γλέζος θα λέγαμε ότι επέλεξε να θέσει «εντός παρενθέσεως» αυτές τις διαστάσεις της αντίστασης και να επικεντρωθεί στον αμιγώς εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. ''
Ο Γλέζος με ιδιαίτερα επίμονο τρόπο κάνει έναν απολογισμό των επιτευγμάτων της Αντίστασης σε ό,τι αφορά τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας και το χτύπημα των δυνάμεων των κατακτητών: Καθηλώθηκαν σημαντικές γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, ο αριθμός και το μέγεθος των οποίων καταγράφεται αναλυτικά, δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στους μηχανισμούς ανεφοδιασμού, καταστράφηκαν μεγάλες ποσότητες στρατιωτικού υλικού, συνολικά υπήρξε μια δράση σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η οποία είχε επιπτώσεις όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά επηρέασε επίσης όψεις του συνολικού συσχετισμού δύναμης στον πόλεμο, λειτουργώντας αποφασιστικά υπέρ των Συμμάχων. Αποτράπηκε η επιστράτευση εργαζομένων για τα Γερμανικά εργοστάσια, μέσα από μια πρωτοφανή για τα δεδομένα της κατεχόμενης Ευρώπης απεργιακή κινητοποίηση και πολιτική ανυπακοή. Δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί, σε αντίθεση με άλλες κατεχόμενες χώρες, ένοπλο ελληνικό σώμα το οποίο θα στρατευόταν στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα στα μέτωπα του Πολέμου. Επιτεύχθηκε η αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων και μάλιστα χωρίς τη μεσολάβηση απόβασης ή μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων των Συμμάχων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γλέζος στέκεται πολύ αναλυτικά σε όλες τις διαφορετικές μορφές που πήρε η Αντίσταση κατά του κατακτητή. Δεν μένει μόνο στις στρατιωτικές ενέργειες και τις δολιοφθορές, αλλά καταγράφει όλες τις μορφές ανυπακοής και επιδείνωσης της θέσης του Κατακτητή, από την αλλαγή των πινακίδων, για να χάνουν τον προσανατολισμό τους οι εισερχόμενες γερμανικές φάλαγγες, έως την κλοπή υλικού. Αυτό δικαιώνει, όντως, τη θέση του ότι η Αντίσταση ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή της Κατοχής. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι ο Γλέζος συμπεριλαμβάνει στα όρια της Εθνικής Αντίστασης τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, την άμυνα ενάντια στη Γερμανική εισβολή καθώς και τη Μάχη της Κρήτης. Παρά τη διαφορά ανάμεσα στην ένοπλη αντίσταση συγκροτημένου κράτους και τη λαϊκή αντίσταση, ορθά ο Γλέζος εντοπίζει ότι στις πολεμικές συγκρούσεις που προηγήθηκαν της Κατοχής καταγράφηκαν στοιχεία ευρύτερης λαϊκής συμμετοχής και ενεργοποίησης (στην περίπτωση της Μάχης της Κρήτης αφενός και στην άμεση συμμετοχή του λαού στην αμυντική προσπάθεια αφετέρου) και όχι απλώς «πολεμικές επιχειρήσεις». Πολύ σημαντική, επίσης, μια που καταδεικνύει και το βάθος και την κοινωνική έκταση της Αντίστασης, είναι και η καταγραφή που γίνεται όλων των μορφών κοινωνικής διεκδίκησης και μαζικής ανυπακοής με τις μεγάλες απεργίες και τις διαδηλώσεις που έγιναν στην περίοδο της Κατοχής. Τέλος, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει τη σημασία που είχε η εκτεταμένη προσπάθεια ιδεολογικού αγώνα, που και αυτή συνείσφερε στη στράτευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στον αντιφασιστικό αγώνα. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι το βιβλίο του Γλέζου είναι πραγματικά πολύτιμο, γιατί καταγράφει όλες αυτές τις πρακτικές αντίστασης με τρόπο επίμονο και λεπτομερειακό, συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό πανόραμα της έκτασης και της κλίμακας που αυτές πήραν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο.
Εκτός όμως από τις επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ο Γλέζος στέκεται και στα επιτεύγματα της Αντίστασης στον κοινωνικό τομέα: Στρατεύτηκε στον κοινό αγώνα ένα μεγάλο φάσμα από κοινωνικές κατηγορίες. Συγκροτήθηκε ένα τεράστιο δίκτυο ενημέρωσης, αλληλεγγύης, και δράσης. Κατοχυρώθηκαν μορφές αυτοδιοίκησης και δημοκρατικοί θεσμοί σε όλη την Ελεύθερη Ελλάδα. Δείχνει με αυτό τον τρόπο ότι αυτό που έλαβε χώρα στην Κατοχή στον ελλαδικό χώρο ήταν μια πολύ ευρύτερη πολιτική και κοινωνική δυναμική μετασχηματισμού, πολύ πέρα και πολύ πάνω από την αμιγώς ένοπλη αντίσταση ή υπονόμευση του κατακτητή.
Ο Γλέζος σπεύδει βέβαια να τονίσει ότι ο αγώνας ήταν πρωτίστως αγώνας για την εθνική απελευθέρωση και διαφωνεί με την εκτίμηση ότι επρόκειτο για κοινωνική επανάσταση (Γλέζος 2006: 327-331). Η εκτίμηση αυτή νομίζουμε ότι θα πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως μια αναγκαία οριοθέτηση απέναντι σε μια τάση «μυθοποίησης» της Αντίστασης ως προς το κοινωνικό περιεχόμενο, που θα την παρουσίαζε ως μια πλήρως αναπτυγμένη κοινωνική επανάσταση. Είναι σαφές ότι ο Γλέζος σε κανένα σημείο δεν αρνείται τη δυναμική επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού που ενείχε η Εθνική Αντίσταση. Άλλωστε, αυτό καταδεικνύεται και από όλα όσα λεπτομερώς καταγράφει και παραθέτει μέσα στο βιβλίο του, ότι όχι μόνο τα αιτήματα των αντιστασιακών οργανώσεων υπερέβαιναν την απλή διεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας και έθεταν στόχους κοινωνικού μετασχηματισμού (ακόμη και ο ΕΔΕΣ αναφερόταν στον «σοσιαλισμό»), αλλά και συνολικά αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη όσων συμμετείχαν στον αγώνα ήταν η διεκδίκηση μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης την επαύριον της απελευθέρωσης25. Είναι άλλωστε σαφές ότι όταν μιλάμε για τον χαρακτήρα λαϊκής επανάστασης σε σχέση ειδικά με το ΕΑΜικό κίνημα, δεν αναφερόμαστε σε κάποιου τύπου συγκροτημένο επαναστατικό πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά στη διαπίστωση ότι αντικειμενικά είχαν διαμορφωθεί μαζικές δυναμικές οι οποίες υπερέβαιναν τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης και έθεταν το θέμα της εξουσίας, κοινωνικής και πολιτικής, μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό26. Σε αυτή άλλωστε τη βάση μπορεί κανείς να δει την από σχετικά νωρίς προσπάθεια τόσο των αστικών δυνάμεων, όσο και των Άγγλων, να ανασυγκροτήσουν αντι-ΕΑΜικές δυνάμεις, όχι μόνο στο επίπεδο των πρακτικών αντίστασης, αλλά και στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών, με την υποστήριξη για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας και συνολικά την προσπάθεια να εξωθηθούν τα πράγματα στην κατεύθυνση της ήττας του ΕΑΜικού κινήματος, ξεκινώντας ουσιαστικά την εμφύλια διαμάχη ήδη από το τέλος του 194327.
Ο Γλέζος επιλέγει συνειδητά να μην αναφερθεί στη διάσταση της εμφύλιας σύγκρουσης μέσα στην Κατοχή, αναφέροντας ότι γι’ αυτό θα υπάρξει ξεχωριστή συγγραφή. Γίνεται δηλαδή σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια μεθοδολογική επιλογή και όχι βέβαια για μια υποτίμηση της κομβικής αυτής διάστασης της περιόδου της Κατοχής. Αυτό οφείλεται και στην προσπάθεια του Γλέζου να κάνει μια διάκριση ως προς την επίτευξη των στόχων της Εθνικής Αντίστασης: Θεωρεί έτσι ότι η Αντίσταση πέτυχε το στόχο της ως προς την εκδίωξη των κατακτητών, δεν πέτυχε όμως το στόχο ούτε της εθνικής ανεξαρτησίας (δηλαδή της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό), ούτε το στόχο του κοινωνικού μετασχηματισμού, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έθεσε. Αν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε κάπως τη μεθοδολογία που επιλέγει ο Γλέζος θα λέγαμε ότι επέλεξε να θέσει «εντός παρενθέσεως» αυτές τις διαστάσεις της αντίστασης και να επικεντρωθεί στον αμιγώς εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. ''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου