Αναγνώστες

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Μελαγχολία




Μελαγχολία: Όπως κι αν πάρεις τη μελαγχολία, δόκιμα ή αδόκιμα, σα φύση ή έξη, πόνο ή ηδονή, παραφορά, απογοήτευση, φόβο, λύπη ή τρέλα, εν όλω ή εν μέρει, μεταφορά ή κυριολεξία, είναι ένα πράγμα. Robert Burton




Ας δούμε ένα ακόμα συναίσθημα και διάθεση όπως και ψυχική κατάσταση που έχει απασχολήσει τη δυτική σκέψη όσο καμιά άλλη, τη μελαγχολία. Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, μελαγχολία είναι η «μέλαινα χολή», ένα από τα τέσσερα δηλαδή υγρά του ανθρώπινου σώματος.




Σύμφωνα με τον Rombert Βurton, «μπορούμε να μιλάμε για 88 βαθμούς μελαγχολίας, αφότου διαφορετικοί άνθρωποι δέχονται με διαφορετικό τρόπο την επίθεσή της και βυθίζονται περισσότερο ή λιγότερο βαθιά στην κόλαση».




Η πιο κοντινή αρχαία και μεσαιωνική έννοια στη μελαγχολία είναι πιθανώς η ακηδία (acedia), η οποία προέρχεται από το κήδος, που σημαίνει να νοιάζεσαι, και το στερητικό μόριο α-. Σημαίνει την ψυχική και σωματική νωθρότητα, το να μην έχεις διάθεση να πεις, να κάνεις ή να σκεφτείς οτιδήποτε. Αυτή η έννοια, όμως, παίζει μόνον έναν ελάσσονα ρόλο στη πρώιμη ελληνική σκέψη, όταν περιγράφει μια κατάσταση αποσύνθεσης, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν χαύνωση και έλλειψη συμμετοχής.




Κατά τον Μεσαίωνα ο όρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως από εκκλησιαστικούς συγγραφείς για καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από θλίψη, απελπισία, ανησυχία, εξάντληση, αδιαφορία, αυτοεγκατάλειψη. Η ακηδία οφειλόταν σ’ ένα δαίμονα που έβαζε σε πειρασμό τους πιστούς, ιδίως τους μονάχους, και τους αποσπούσε από την πνευματική ζωή ή τις υποχρεώσεις του ασκητισμού. Σταδιακά, η ακηδία συνδέθηκε με την οκνηρία και θεωρήθηκε ως μια από τις θεμελιώδεις αμαρτίες της θέλησης, η οποία στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον Θωμά Ακινάτη, παύει να ενδιαφέρεται για καλά έργα.




Τον 14ο αιώνα η μελαγχολία καταγράφεται για πρώτη φορά από τους επιστήμονες ως ασθένεια. Στην Αναγέννηση, η έννοια της ακηδίας α-ντικαταστάθηκε από αυτή της μελαγχολίας.




Για τον Κίρκεγκορ ο μελαγχολικός είναι κάποιος που ζει με τη μνήμη, δηλαδή κάποιος που επαναλαμβάνει προς τα πίσω. Ο Φρόυντ στο «Πένθος και μελαγχολία» τόνιζε την ομοιότητα μεταξύ της μελαγχολίας και της θλίψης, αφότου και οι δύο εμπεριέχουν ένα αίσθημα απώλειας. Αλλά, ενώ το θλιμμένο άτομο έχει πάντοτε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που έχει χάσει, το μελαγχολικό «δεν ξέρει τι έχει χάσει ακριβώς».




Η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από μια λαχτάρα για κάτι που υπήρχε κάποτε —ή πιθανόν για ένα μέλλον που έχει κάποια ελπίδα να υπάρξει.


Η μελαγχολία δεν είναι απλώς συναίσθημα, είναι διάθεση· διάθεση μάλλον ελκυστική.


Ο Στέφαν Τσβάιχ θεωρεί ότι «τίποτα δεν αγγίζει βαθύτερα τη ψυχή ενός νέου από τη μεγαλειώδη αρρενωπότητα της ανδρικής κατήφειας. Η Νιότη, προσωποποίηση η ίδια του κάλλους, δεν έχει ανάγκη από λαμπρότητα και ομορφιά. Διαθέτοντας αποθέματα ζωτικότητας, ρέπει προς το τραγικό και αφήνει με ευχαρίστηση τη μελαγχολία να ρουφάει από το άπειρο ακόμη αίμα της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα