Αναγνώστες

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Ο επισκέπτης του λιμανιού(Απο τον καλό μου Φιλο τον Cirut ) ..Cirut: Καλές γιορτές και με Ελπίδα ...



Ο επισκέπτης του λιμανιού



Νύχτωνε...Τα φώτα άναψαν στο μικρό λιμάνι. Τα μαγαζιά του λιμανιού συνερίζονταν σε φωτισμό και χρώματα. Η θάλασσα αντικαθρέφτιζε κυματιστά το διαγωνισμό. Οι ψαράδες τέλειωσαν τις δουλειές τους, κλείσαν τα μαγαζιά τους κι έφυγαν. Άλλος κόσμος φάνηκε στο προσκήνιο. Nαυτικοί, ξενιτεμένοι, ντόπιοι επισκέπτες και λογιώ λογιώ γλεντοκόποι, που ψάχναν τη διασκέδαση της βραδιάς.
Ο άνθρωπος μας φορούσε παλτό. Γιακάς σηκωμένος ως το λαιμό, χοντρό παλτό και βήμα νευρικό. Κοιτούσε γύρω κλεφτά, ψάχνοντας ή κρυβόμενος; Τελικά σταμάτησε στην πόρτα ενός υπόγειου μπαρ. Κοίταξε ξανά τριγύρω και τρύπωσε βιαστικά προς την απότομη γλιστερή σκάλα. Τσίκνα βαριάς κουζίνας, έντονη οσμή ρακιού και καπνίλα αναδίνονταν απ τη μισάνοιχτη πόρτα. Φθάνοντας κάτω προσπάθησε να συνηθίσει στο μισοσκόταδο. Μετά αναζήτησε το στόχο του…Ο άλλος έπινε κιόλας από μια μεγάλη καράφα φτηνό κρασί.
"Καλώς τον. Σ αρέσει το νέο λημέρι μας; Πιο σίγουρα δε γίνεται.. ΄Η τα φοβάστε τα λιμανίσια μας μπαρ εσείς οι χαρτογιακάδες; Χα, χα, χα…"
Βρώμικος, τεράστιος στρόγγυλος, με τρύπια ναυτικά ρούχα και σκούφο, μακρυά γένια, τραχύς, με λειψά δυο δάκτυλα και μια ουλή από μαχαιριά στο μάγουλο ως το μάτι, γινόταν αποκρουστικός συνομιλητής. Τα μανίκια σηκωμένα ψηλά. Τατουάζ με γοργόνες κοσμούσαν τα παραμορφωμένα από μυς προκάρπια.
"Δε μ αρέσει το μέρος...Μπορεί να κινδυνεύουμε... Εδώ εσύ. Στο κωλολίμανο. Λες και χάθηκαν άλλα μέρη πιο σίγουρα στην πόλη". Αισθανόταν αιχμάλωτος του κόσμου των απόκληρων...
"Χα, χα, χα", άστραψε ο ναυτικός, "φοβάσαι ρε; Τέτοιος βουτυρομπεμπές που είσαι; Σ αρέσει όμως το παραδάκι, κουνάβι. Εγώ τι να φοβηθώ, ρε...Που με βλέπει ο θεός και δεν κοιμάται...Άντε ν αρχίσουμε.. Τώρα πόχει ακόμα απάγκιο, γιατί μετά θα αρχίσουν τα καψούρικα και τα κουνιστά κωλομέρια.. Πιες.”
Έσκυψε προς το μέρος του ναυτικού. Η μπόχα μιας ζωής τούρθε κατάφατσα. Σιχάθηκε.
"Πρέπει ν’ αντέξω", προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του, πίνοντας κι αναγουλιάζοντας. “Κάθε φορά και χειρότερα…Μπρος, λέγε καπτα Σορόκο."
Ο άλλος έσκυψε μπροστά κι άρχισε να λέει και να λέει, χειρονομώντας και βρίζοντας. Χάθηκε μέσα στις θαλασσινές αφηγήσεις του. Τον τράβηξε σιγά σιγά το στεριανό κύμα στα βαθιά. Σηκωνόταν όρθιος, χτυπούσε τη γροθιά στο τραπέζι, αγρίευε κι ημέρωνε, γούρλωνε τα μάτια, έδειχνε ψηλά σα να του ορμούσαν γιγάντια κύματα, έκανε πως κράδαινε αόρατο μαχαίρι και κάποιον έσφαζε ή κάποιος του ριχνόταν, ξανατακτοποιούσε το μαχαίρι στη θήκη, κολυμπούσε σε μανιασμένα νερά, φώναζε με τα χέρια σα χωνί, τραβούσε σχοινιά, σταυροκοπιόταν ή έβριζε, μετρούσε το μπράτσο του κι άρπαζε τον ακροατή του απ το δικό του μπράτσο, σα να το λιώσει. Ώρες θάλεγες ολάκερες...Σταματούσε μόνο για να ξετινάξει την καράφα και να γνέψει για καινούρια. Ο "χαρτογιακάς" μόνο άκουγε. Οταν τέλειωσε ο καπετάνιος, σκούπισε τον ιδρώτα του κι άπλωσε το χέρι του απότομα.
"Ρίχτα τώρα, χαρτόπανο. Άιντε και τέρμα οι εκπτώσεις. Έξοδα έχουμε... Χάπια, κινίνα, γεράματα."
Έβγαλε λεφτά, σα να βάσταγε απ τ’ απαγορεμένα και με μια γρήγορη κίνηση τα πέρασε στο θαλασσινό.
"Εντάξει, χαρτονένιε. Να μας ξανάρθεις.."
Βγήκε στο δρόμο αλαφιασμένος. Ταξιδιάρικια ομίχλη έγλειφε τώρα τα κτίσματα, σα για να κρύψει της νύχτας τ’ απόκρυφα πιο σίγουρα. Πήρε όποια άκρη ήταν πιο σκοτεινή, θαρρείς και τον κυνηγούσε το φως. Τρέκλιζε και παραπατούσε σα πιωμένος… Ανάσαινε βαριά και σφυριχτά. Τα μάτια του γυάλιζαν άρρωστα στο σκοτάδι, ορμώντας να πεταχτούν απ’ τις κόχες τους. Σταματούσε κάθε λίγο κοιτάζοντας γύρω. Έβγαλε το βρώμικο παλτό του και το πέρασε στη μασχάλη του. Κινήθηκε προς τα φώτα της πόλης…
Άμα έφτασε στον καλό κόσμο έκοψε το βήμα του και πλησίασε τη λιμουζίνα του. Βεβαιώθηκε ότι το ναρβάκι, το μαγνητοφωνάκι του, ήταν ακόμα στην τσέπη του παλτού.
"Θα κάνει πάταγο", μουρμούριζε τραυλίζοντας αναστατωμένος με άγρια χαρά. “Ο Γένης είναι δω. Δεν ξόφλησε. Θα σας δείξω εγώ, κοπρίτες.”
Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα σα μηχανή.
"Προσπάθησε να ηρεμήσεις", μονολόγησε. "Τέλειωσε και για τώρα…Θα στρώσει το πράμα. Αυτό είναι. Τέρμα οι στέρφες αγωνίες και τα ξενύχτια μπροστά στις Ρέμιγκτον και τους κωλο-κειμενογράφους, τέρμα το αλκοόλ και οι ματωμένες πληγές της έμπνευσης. Εδώ είναι η μούσα μου εμένα. Δεν θα γίνω καταραμένος εγώ. Θα φτιάχνω καστρόλεξα και λεξευρήματα. Θα σας φλομόσω καστρόλεξα. Θέλω ζωή άνετη κι ανθρώπινη. Στο κάτω κάτω ανήθικο, λέγαμε, είναι να βουτάς από γραφτά...Ολοι τα ξέρουν για το πνεύμα. Η μισή μουσική, ελεγεία της άσπρης. Σκόνες, οινόπνευμα κι άμετρη δυστυχία η Ηγερία του πολιτισμού μας. Οι εμπνεύσεις, εγκαύματα απ το βιτριόλι του πόνου. Στοιχειωμένη η απόλαυση της γραφής. Τα ξέρετε. Η πληγή της έμπνευσης του ποιητή, ο δαίμονας της ντόπας του αθλητή. Τα ξέρετε αλλά τα απαιτείτε... Ο κόσμος σας όμως τραβάει αλλού. Έτσι, ναι έτσι το λοιπόν. Τέτοιος κόσμος σας πρέπει. Με την ασφάλεια σας. Αποβλακωθείτε με πατριδοκαπηλίες, λαγνεία της πόλης σας, έρωτα και θάνατο σε καλές δόσεις, τεμενάδες του ενός θεωρητικού στον άλλο κι ακίνδυνο εξωτισμό.”
Οδήγησε ανήσυχα προς το εξοχικό του. Άναψε με το τηλεχειριστήριο τα εξωτερικά φώτα από μακρυά κι άνοιξε τη γκαραζόπορτα. Πάρκαρε, πέρασε τον εσωτερικό διάδρομο, ανέβηκε τα σκαλιά και ξεκλείδωσε την είσοδο. Ο σκύλος του, που τεμπέλιαζε δίπλα στην πισίνα, έτρεξε στην πόρτα να τον υποδεχτεί. Oύτε που τον χάιδεψε... Μπήκε στο σπίτι νευρικός. Πήγε στην τουαλέτα και φρεσκαρίστηκε. Υστερα ετοίμασε ένα ποτό και ξάπλωσε στο μαλακό καναπέ. Άναψε τσιγάρο.
“Το τσιγάρο είναι μικρή τάση αυτοκαταστροφής”, μονολόγησε και το ξανάσβησε…Προσπάθησε να κοιμηθεί. Ένιωθε όμως ρίγη και τινάγματα στα έγκατα του νευρικού του συστήματος.
“Μάλλον αυτό θάναι ο ατομικός σεισμός”, σχολίασε καγχάζοντας.
Πέρασε την πιο πολλή νύκτα καθιστός στο σκοτάδι, παρακαλώντας να ξημερώσει. Μόνο προς το χάραμα, τα μάτια του έκλεισαν κουρασμένα… Ξύπνησε πάλι με τίναγμα. Περίμενε ώρα, μέχρι να νιώσει την πρώτη υπόνοια αυτοκυριαρχίας. Ύστερα έπιασε το τηλέφωνο.
"Καλημέρα σας. Το διευθυντή έκδοσης, παρακαλώ...Συγγραφέας Γένης…”
"Σας ακούω, κύριε Γένη. Χαθήκατε. Καιρό έχουμε να μάθουμε νέα σας, μας λείψατε.”
"Έλειπα στο εξωτερικό, κύριε διευθυντά …Ναι, ναι ανανέωση, νέα ερεθίσματα και ευκαιρία για σκέψη….Ναι, ναι σωστά, συνεχής και συνεπής επαναπροσδιορισμός, το δόγμα μας. Η απόσταση κάνει καλό στην οπτική. Παρακολούθησα ένα σεμινάριο μοντέρνας αισθητικής και ενημερώθηκα για τα νεώτερα εικαστικά. Είδα αρκετά θεατρικά και επισκέφτηκα όσες εκθέσεις και γκαλερί μπόρεσα…Έχω ετοιμάσει μια καταπληκτική νουβέλα, κύριε διευθυντά... Γι αυτό σας πήρα…Ναι, θαλασσινή με πολλή δράση κι αυτή τη φορά. Ειδικεύομαι βλέπετε. Είναι από την παλιά μου θητεία στη θάλασσα. Ναι, ναι θα έρθω να σας δω.. .Σε λίγο καιρό θα την έχετε..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα