Αναγνώστες

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ρηχή υπερπολιτικοποίηση, ψευδαισθήσεις και οπαδισμός Νίκος Μουζέλης για «την Αριστερά που μας έλαχε», Αγγελική Σπανού για τις ακρότητες στο Κέντρο ΑΠΟ ΤΟ http://aftercrisisblog.blogspot.gr

Ρηχή υπερπολιτικοποίηση, ψευδαισθήσεις και οπαδισμόςΝίκος Μουζέλης για «την Αριστερά που μας έλαχε», Αγγελική Σπανού για τις ακρότητες στο Κέντρο

1. Νίκος Μουζέλης: Σοσιαλδημοκρατία και ριζοσπαστική Αριστερά 
  
© Το Βήμα - Νίκος Μουζέλης: Σοσιαλδημοκρατία και ριζοσπαστική Αριστερά, 09/10/2016 05:45
 
Ποιες είναι οι βασικές ιδεολογικές και προγραμματικές διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και αυτών της ριζοσπαστικής Aριστεράς - πολιτικών σχηματισμών όπως των Ποντέμος, του ΣΥΡΙΖΑ, του πορτογαλικού αριστερού μπλοκ και της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke). Πρόκειται για αγεφύρωτες διαφορές ή υπάρχουν «εκλεκτικές συγγένειες» μεταξύ των πρώτων και των δεύτερων; 
  
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
Ξεκινώ από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως αυτά αναπτύχθηκαν από τον κύριο θεωρητικό της Εντουαρντ Μπέρνσταϊν.
Ο αναθεωρητισμός του μαρξισμού: Η κύρια αδυναμία του μαρξισμού-λενινισμού είναι ο οικονομικός αναγωγισμός, η ιδέα πως οι αντινομίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούν αργά ή γρήγορα στην επαναστατική ανατροπή του και κατόπιν στη δικτατορία του προλεταριάτου, στον σοσιαλισμό και, σε μια τελική φάση, στον κομμουνισμό. Κατά τον Μπέρνσταϊν, η πίστη σε νόμους που αναπόφευκτα οδηγούν στο τέλος της αλλοτρίωσης οδηγεί σε μια λάθος στρατηγική σε ό,τι αφορά την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Η επανάσταση στον εικοστό αιώνα, όπως φάνηκε ξεκάθαρα στη ρωσική περίπτωση, οδήγησε στον σταλινικό ολοκληρωτισμό.
Δημοκρατικός ρεφορμισμός: Με βάση τα παραπάνω δεν είναι η επαναστατική/βίαιη στρατηγική λενινιστικού τύπου, αλλά μια σταδιακή/εξελικτική στρατηγική που θα οδηγήσει στην επέκταση αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα. Αυτό μπορεί να συμβεί με την απόκτηση του δικαιώματος της ψήφου και τη σταδιακή ένταξη του προλεταριάτου στην ενεργό πολιτική αρένα. Με βάση την παραπάνω στρατηγική, τα μαζικά οργανωμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη λεγόμενη «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975) κατόρθωσαν να πάρουν με δημοκρατικό τρόπο την εξουσία και να εξανθρωπίσουν σε έναν μεγάλο βαθμό τον βάρβαρο καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Κατόρθωσαν να αναπτύξουν το κοινωνικό κράτος, να ενδυναμώσουν το κράτος δικαίου και να στηρίξουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. 
Δημοκρατικός σοσιαλισμός: Αντίθετα με αυτούς που πιστεύουν στη διαιώνιση του καπιταλισμού, οι οπαδοί του εξελικτισμού/ρεφορμισμού έχουν ως στόχο τη δημιουργία αντικειμενικών συνθηκών που μπορεί να οδηγήσουν μέσω του κοινοβουλευτισμού σε μια μετακαπιταλιστική κατάσταση όπου η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα περάσει από το ιδιωτικό στο συλλογικό (κυρίως, αλλά όχι μόνιμο) μέσω συνεταιριστικού τύπου οργανώσεων. 
Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς
Παρ' όλο που συχνά οι ηγεσίες τους έχουν λενινιστικές ή/και σταλινικές καταβολές, σήμερα διαφοροποιούνται σαφώς από τα σύγχρονα κομμουνιστικά κόμματα. Για παράδειγμα, οι κομμουνιστές απορρίπτουν την «αστική» δημοκρατία ενώ οι ριζοσπάστες αριστεροί θέλουν να την εμβαθύνουν - κυρίως με το πέρασμα από την αντιπροσωπευτική στην άμεση δημοκρατία. Πιο γενικά, δέχονται τα, κατά τον Μπέρνσταϊν, τρία βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας. Ξεκινώντας από τον αναθεωρητισμό του μαρξισμού, οι οπαδοί της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε απορρίπτουν τελείως τον μαρξισμό (E. Laclau), είτε τον δέχονται επιλεκτικά/ευέλικτα. Απορρίπτουν επίσης τη λενινιστική στρατηγική της βίαιης ανατροπής. Οπως και για τους σοσιαλδημοκράτες, ο δρόμος προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό πρέπει να είναι σταδιακός καθώς και μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας. Ετσι σχεδόν όλα τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που είναι ενταγμένα στην ευρωζώνη είναι ανοιχτά σε συνεργασίες με άλλα κόμματα. Επιπλέον, έχουν ως βραχυπρόθεσμο στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό της σημερινής ΕΕ. Απορρίπτουν τη λιτότητα και πιέζουν για τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των ανταγωνιστικών οικονομιών του Βορρά και των λιγότερο ανταγωνιστικών του Νότου, την αναδιανομή του πλούτου, τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος της ευρωζώνης καθώς και την οικονομικοπολιτική και κοινωνική ενοποίησή της. Πιστεύουν, με άλλα λόγια, όπως και οι σοσιαλδημοκράτες, στο πέρασμα από τον «καπιταλισμό καζίνο» σε έναν πολιτικά ελεγχόμενο σοσιαλδημοκρατικού τύπου καπιταλισμό.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τον απώτερο στόχο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, και για τη σοσιαλδημοκρατία και για τη ριζοσπαστική Αριστερά, αυτό που οι κομμουνιστές αποκαλούν «αστική» δημοκρατία δεν απορρίπτεται. Απλά ο τωρινός δημοκρατικός κοινοβουλευτισμός πρέπει να αποκτήσει πιο γερές ρίζες. Κυρίως μέσω του εκδημοκρατισμού και άλλων θεσμικών χώρων όπως του οικονομικού (π.χ. ανάπτυξη ανεξάρτητων συνεταιρισμών, συμμετοχή των εργαζομένων στα ΔΣ των επιχειρήσεων), της οικογένειας (ισότητα μεταξύ φύλων) κ.τ.λ. Οπως και κατά τον Μπέρνσταϊν, είναι αυτού του είδους οι αλλαγές που στο μέλλον μπορεί να οδηγήσουν σε έναν δημοκρατικό σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής.
Οι παραπάνω τρεις ιδεολογικοί προσανατολισμοί φέρνουν κοντά σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς ριζοσπάστες. Υπάρχουν όμως και σοβαρές διαφορές. Οι τελευταίοι κατηγορούν τους πρώτους ότι έχουν απομακρυνθεί από τις αξίες της «χρυσής εποχής» της σοσιαλδημοκρατίας, προσεγγίζοντας αυτές του νεοφιλελευθερισμού. Οι σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη μεριά, αντιτίθενται στον έντονο κρατικιστικό προσανατολισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς (τουλάχιστον όπως αυτός χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, στη θεωρία βέβαια). Αναπτύσσουν το επιχείρημα πως οι ριζοσπάστες αριστεροί δεν δίνουν τη δέουσα προσοχή στα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης εντός του κράτους έθνους στη σύγχρονη εποχή. Κατ' αυτούς, όσο εντείνεται η διείσδυση των παγκόσμιων πολιτικών και οικονομικών μηχανισμών στο εσωτερικό του κράτους έθνους, τόσο ο έλεγχος της οικονομίας μέσω κρατικοποιήσεων είναι αναποτελεσματικός. Αυτό που πέτυχε η κλασική σοσιαλδημοκρατία στη «χρυσή εποχή» της (εποχή κατά την οποία το κράτος ήλεγχε σε έναν σημαντικό βαθμό, εντός των εθνικών συνόρων, τις κινήσεις των κεφαλαίων) δεν μπορεί να επαναληφθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο οικονομικός φιλελευθερισμός και ο καπιταλισμός-καζίνο αποτελούν μονόδρομο. Ενας αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος των αγορών μπορεί σήμερα να επιτευχθεί μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο. Οχι η Ελλάδα ή η Πορτογαλία αλλά μια Ενωμένη Ευρώπη θα είχε τη δυνατότητα, ως σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια πολιτικοοικονομική αρένα, να ελέγξει σε έναν βαθμό τη σημερινή αναρχία των αγορών.
Βέβαια η έμφαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον κρατισμό κινείται σε ένα θεωρητικό, κανονιστικό επίπεδο. Στην πράξη, όπως φάνηκε καθαρά στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις επιβάλλονται από τους ισχυρούς εταίρους της ευρωζώνης. Από μια σοσιαλδημοκρατική σκοπιά, ένας σχετικός έλεγχος της εθνικής αγοράς μπορεί να προέλθει από την κοινωνία των πολιτών, κυρίως από τις ΜΚΟ ή από ανεξάρτητες από την κυβέρνηση αρχές που, όταν λειτουργούν σωστά, μπορούν να αμβλύνουν και τον κρατικό δεσποτισμό και την ασυδοσία των αγορών. Η ριζοσπαστική Αριστερά γενικά και ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικά βλέπει με καχυποψία και τις ΜΚΟ και τις ανεξάρτητες αρχές. Κατά τους ριζοσπάστες αριστερούς, οι πρώτες ή ελέγχονται πλήρως από το κράτος ή παρέχουν υπηρεσίες που το κράτος θα έπρεπε να παρέχει. Αρα κάνουν πιο εύκολη τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Οσο για τις ανεξάρτητες αρχές, αυτές δεν χαίρουν δημοκρατικής νομιμοποίησης - αφού αυτοί/αυτές που τις διευθύνουν δεν ελέγχονται από τους πολίτες.
Συμπέρασμα 
Στον βαθμό που μπορεί κανείς να γενικεύσει, με βάση την παραπάνω ανάλυση υπάρχουν σημαντικές συγκλίσεις μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς στα θέματα του αναθεωρητισμού, του ρεφορμισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η βασική απόκλιση έχει να κάνει με τον κρατικισμό. Οι ριζοσπάστες αριστεροί δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τη μείωση της αυτονομίας του έθνους κράτους που η παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει. Εξακολουθούν να πιστεύουν πως οι κρατικοποιήσεις που είχαν σχετική επιτυχία στη χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας είναι ακόμη ένας τρόπος ελέγχου του εγχώριου και πολυεθνικού κεφαλαίου. Αυτό βέβαια στο επίπεδο της ιδεολογίας. Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο, όταν η ριζοσπαστική Αριστερά γίνει κυβέρνηση όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις επιβάλλονται εκ των άνω και υλοποιούνται μεν αλλά με αμφίθυμο τρόπο. Νομίζω πως το ίδιο θα συμβεί με τους Ποντέμος, αν ποτέ κατορθώσουν να κυβερνήσουν. 

Αυτό που θα έφερνε πιο κοντά σοσιαλδημοκράτες και ριζοσπάστες αριστερούς είναι αν οι πρώτοι κατορθώσουν να πάρουν μεγαλύτερες αποστάσεις από τον νεοφιλελευθερισμό. Και αν οι δεύτεροι αντιληφθούν πως ο πολιτικός έλεγχος του κεφαλαίου και ειδικά του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού δεν είναι εφικτός σε μία μόνο χώρα (ιδίως μικρού ή μεσαίου μεγέθους). Αν αυτό συμβεί, οι συγκρίσεις μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς θα είναι πιο σημαντικές από τις αποκλίσεις. Αφού και οι μεν και οι δε στοχεύουν στο πέρασμα από τον νεοφιλελεύθερο σε έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό με στόχο την επίτευξη μελλοντικά ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού.
2. Αγγελική Σπανού: Ακρότητες στο κέντρο 
© Athens Voice - Αγγελική Σπανού: Ακρότητες στο κέντρο, 17/10/2016 
  
Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς με απάθεια το bullying εναντίον του Νίκου Μουζέλη επειδή μετέχει στην επιτροπή διαλόγου για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του Α. Τσίπρα. Το γεγονός ότι το πρώην μέλος της «Κίνησης των 58» είπε ότι δεν έχει προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν είναι και φανατικά αντιΣΥΡΙΖΑ, τάχθηκε κατά των εκλογών τώρα και απέρριψε τα σενάρια μετατροπής της χώρας σε Βενεζουέλα, ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει έξαλλες επιθέσεις εναντίον του. Δεν αναφέρομαι σε άρθρα πολιτικής κριτικής, παρόλο που ακόμη και εκεί σε αρκετές περιπτώσεις η ένταση και η οξύτητα δεν δικαιολογούνται με πολιτικούς όρους, αλλά σε οπαδικούς χαρακτηρισμούς και χυδαιότητες για «προσκόλλησή του στο καθεστώς Τσίπρα» και «ροπή υποταγής στις εξουσίες». Φυσικά, η αγέλη δεν λαμβάνει υπόψιν ποιος είναι ο Μουζέλης, αρκεί που δεν είναι μετωπικά απέναντι στην κυβέρνηση και που δεν την αντιμετωπίζει σαν εκκολαπτόμενη χούντα. 
Το πιο ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι αν έχει δίκιο ή άδικο ο Μουζέλης, γιατί η απάντηση σ’ αυτό είναι υποκειμενική. Το σημαντικό είναι να ειπωθεί αν στον ενδιάμεσο χώρο, στην κεντροαριστερά, αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην άλλη άποψη ή και το δικαίωμα στο λάθος. Ακόμη περισσότερο, αν υπάρχει δυνατότητα διαλόγου και ανοχής στη διαφωνία. Γιατί, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, ο χώρος αυτός έχει δηλητηριαστεί απο τη διχαστική ανάλυση της πραγματικότητας, έχει μολυνθεί από το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, αναγνωρίζει μόνο το μαύρο και το άσπρο. Είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που δεν ακούν παρά μόνο τη φωή τους και δεν σέβονται παρά μόνο όποιους συμφωνούν μαζί τους. Τους αρέσει ο Άδ. Γεωργιάδης γιατί βλέπει κι αυτός τον Τσίπρα σαν Μαδούρο, αλλά δεν αντέχουν τον Τσουκαλά ή τον Βεργόπουλο γιατί δεν φωνάζουν για κίνδυνο κατάλυσης της δημοκρατίας.
Είναι σοκαριστικό άλλωστε το γεγονός ότι σε ένα χώρο που αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός, μεταρρυθμιστικός, επικρατεί η αισθητική του Τwitter και η πολιτική ανάλυση γίνεται με όρους Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, απλώς δεν πέφτουν μπουνιές.
Άραγε όλη αυτή η μανία τους πάει πουθενά; Κερδίζουν κόσμο διασύροντας οποιονδήποτε κρατά ίσες αποστάσεις από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση ή δεν βλέπει τον Τσίπρα σαν Ερντογάν; Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής. Μήπως αποκτούν αξιοπιστία στο ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο είναι η βασική τους αναφορά; Το αντίθετο συμβαίνει αφού στις Βρυξέλλες δεν θέλουν εκλογές, ενώ οι ευρωσοσιαλιστές τους πιέζουν για προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τι ακριβώς πετυχαίνουν τότε; Τίποτα πέρα από την εκφόρτιση που είναι ανακουφιστική όταν κανείς είναι πολύ πιεσμένος.
Η αιτία του μένους είναι περισσότερο ψυχική παρά πολιτική. Μοιράζονται κοινωνικά τον ίδιο χώρο, βλέπουν πρόσωπα που δεν σέβονται καθόλου να κάθονται στις δικές τους καρέκλες και να συνομιλούν με ένα ευρωπαϊκό σύστημα που θεωρούσαν οικείο. Δεν το αντέχουν και ξεσπούν αντί να αναζητήσουν μια πολιτική άρση του αδιεξόδου τους.
Η υπόθεση γίνεται ακόμη πιο θλιβερή αν συνεκτιμηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιχειρεί επί της ουσίας σοσιαλδημοκρατική στροφή παρά μόνο καταφεύγει σε τακτικισμούς για τις εντυπώσεις. Αλλωστε, ψηφίστηκε ως αντιμνημονιακό και όχι ως αριστερό κόμμα και προσπαθεί να διαχειριστεί τη μνημονιακή προσαρμογή με επικοινωνιακές πατέντες που δεν έχουν ιδεολογικό και αξιακό βάθος.
Circo Cachivache
Έχει ενδιαφέρον η προσέγγιση του αναπληρωτή καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γεράσιμου Μοσχονά σε συνομιλία του με το Rethinking Greece.

«Η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως κεντρικού και όχι κεντρώου κόμματος της Αριστεράς προϋποθετει τη διαμόρφωση ενός ισχυρού μεταρρυθμιστικού προφίλ και την εφαρμογή προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, που είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να κρατήσει την ιδιαίτερα σύνθετη εκλογική του βάση. Επομένως, το σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά να αντέξει στο χρόνο ως κεντρική πολιτική δύναμη στην ελληνική κοινωνία. Αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο θα μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος, αλλά ούτε είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ωστόσο, ο πνευματικός και στρατηγικός ορίζοντας για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει σε μεγάλο βαθμό να εκτείνεται όχι μακρύτερα από τις επόμενες εκλογές. Ο τακτικισμός κυριαρχεί. Αυτή είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη, ειδικά αν έχει κανείς κατά νου τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Η κουλτούρα του βραχυπρόθεσμου (short-termism) είναι ιδεολογικά και πολιτικά αυτοκαταστροφική (self-defeating)».
Ο Γ. Μοσχονάς έχει δίκιο. Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις, επειδή ο τακτικισμός και ο βραχυπροθεσμισμός καθορίζουν την πολιτική και τη στρατηγική του, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα καταφέρει, θα πνιγεί στις αντιφάσεις, στην αμφιθυμία και στα ελλείμματά του.
Όμως, οι φανατισμένοι της κεντροαριστεράς δεν μπορούν ούτε να περιμένουν ούτε να σκεφτούν καθαρά. Θέλουν εδώ και τώρα εκδίκηση, κανιβαλισμό, αίμα. Θέλουν, δηλαδή, ό,τι ήθελε το πιο σκληροπυρηνικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ για τους αντιπάλους του πριν γίνει κυβέρνηση. Και, με αυτή την έννοια, του μοιάζουν.

3. Αντί επιμέτρου: Το επόμενο τσίρκο θα έλθει. Και δεν θα είναι το «Θέατρο Τέχνης»
  
Η παρατήρηση - διαπίστωση του Ν. Μουζέλη με πρακτική σημασία για την σημερινή πολιτική στρατηγική - ιδιαίτερα των δυνάμεων της Αριστεράς ή και της λεγόμενης Κεντροαριστεράς -  είναι προφανώς η εξής: «Ένας αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος των αγορών μπορεί σήμερα να επιτευχθεί μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο». Πολιτικός έλεγχος όχι μόνον των αγορών στο πρωτογενές οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο τι επιπτώσεις έχει η λειτουργία των αγορών και της όλης οικονομικής-συστημικής σφαίρας στον βιόκοσμο, τοπικά ή παγκόσμια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που εν μέσω της οικονομικής κρίσης ξεχνάμε: τι θα γίνει, τι κάνουμε, τι θα κάνουμε, ενόψει της μεγίστης των επιπτώσεων, η οποία μάλιστα δεν είναι κυκλικό φαινόμενο, αλλά ήρθε για να μείνει, της κλιματικής αλλαγής.
Άν και σε επίπεδο ανάλυσης και θεωρητικής πληρότητας η διαπίστωση του Μουζέλη είναι στερεά θεμελιωμένη, οι δρώντες πολιτικοί παράγοντες, σε επίπεδο κομμάτων και του προσωπικού που τα στελεχώνει, δυστυχώς στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν την έχουν αφομοιώσει και δεν έχουν αντλήσει τα αναγκαία συμπεράσματα. Και αντίθετα από αυτό που ίσως πιστεύει ο Ν. Μουζέλης, το πρόβλημα και η χρονίζουσα αδράνεια αφορούν εξίσου τόσο τους λεγόμενους ριζοσπάστες αριστερούς όσο και τους σημερινούς σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης όλης 
Για τη θεωρητική θεμελίωση της μετατόπισης του κρίσιμου πολιτικού στίβου από το μεμονωμένο κράτος στο δι/υπερεθνικό επίπεδο και για την πολιτική μάχη περί το ευρώ και την ΕΕ, μπορεί κανείς να παραπέμψει σε πηγές που αρχίζουν από τον σταθερής αναλυτικής αξίας Έλμαρ Άλτφάτερ, τον καινοτόμο Ούλριχ Μπεκ που έφυγε πρόωρα, τη νέα Κριτική Θεωρία (κυρίως τον Χάμπερμας, αλλά και νεότερους μείζονες κληρονόμους των «Φρανκφουρτιανών», όπως λόγου χάρη τον Ράινερ Φορστ ή τον Χάουκε Μπρούνκφορστ), συνεχίζουν με πολλούς εξέχοντες Γάλλους αναλυτές, όπως, λόγου χάρη, τον Πιέρ Ροζανβαλόν και τον μείζονα κληρονόμο των «αλτουσσεριανών» Ετιέν Μπαλιμπάρ και περνούν απέναντι, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Πρέπει να προστεθούν σημαντικοί όμιλοι επιστημονικής σκέψης όχι παραταξιακά ενταγμένοι στην Δεξιά, στην Αριστερά, στο Κέντρο ή αλλού, όπως είναι οι Eiffel και Glieneke και δεξαμενές ιδεών κύρους, όπως η Bruegel των Βρυξελλών.
Όμως στη μαχόμενη πολιτική των μεγάλων κομμάτων και χωρών, τι;  Στη γαλλική Αριστερά (εξίσου στους Σοσιαλιστές, στους Πράσινους, στο ΚΚΓ και στους ποικίλους «αριστερότερους»), τρώνε τις σάρκες τους με «εσωτερικά προβλήματα», κομματικά ή το πολύ εθνικά. Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες και η Linke δυσκολεύονται εξοργιστικά να δούν τι θα υπάρξει πέρα από την Μερκελική εποχή· μόνον πολύ πρόσφατα άρχισαν να διερευνούν νέους δρόμους, με τις τριμερείς συναντήσεις  «R2G» (2 Κόκκινοι συν Πράσινοι, SPD-Πράσινοι-Linke). Το κόμμα των Βρετανών Εργατικών υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν, σε επίπεδο πρακτικής δράσης για αναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης παραμένει ο ίδιος «αδρανής γίγαντας», όπως ήταν επί Τόνυ Μπλαιρ, άν και με αντίθετο πρόσημο. Στην Ιταλία με τη μεταπολεμική παράδοση πολιτικών ηγετών και στοχαστών μακράς πνοής με όραση αετού, τύπου Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Πιέτρο Ινγκράο και Νορμπέρτο Μπόμπιο, πέρα από το προσωπικό στοίχημα του Ματέο Ρέντσι, που «το παλεύει» ανορθόδοξα μεν, ωστόσο με νύχια και με δόντια, σήμερα υπάρχει το απόλυτο τέλμα, διακοσμησμένο με τα καραγκιοζλίκια του Γκρίλο. 
Τι απομένει άξιο λόγου; Η σαφής και συμπαγής στάση ορισμένων Βόρειων Πράσινων κομμάτων (συγκριτικά μεγάλων και ισχυρών όπως το γερμανικό, το αυστριακό και τα δύο βελγικά, ή μικρών αλλά σθεναρών σε αντίξοες συνθήκες όπως το βρετανικό), μέρος της συνδικαλιστικής «Αριστεράς του ψηφιδωτού» στη Γερμανία, ψηφίδες ή μεμονωμένα ηγετικά άτομα σε Σοσιαλδημοκρατικά ή «αριστερότερα» κόμματα. Ενδεικτικά και ανάκατα μπορούν να αναφερθούν οι εσωκομματικοί διαφωνούντες με τον Ολάντ, ο «παλιός που είναι αλλοιώς» Γκρέγκορ Γκίζι της Linke (σε αντίθεση με τους παράδοξους ακροβατισμούς του Όσκαρ Λαφονταίν και της Ζάρα Βάγκενκνεχτ), μερικοί σοβαρά προβληματισμένοι από το διακύβευμα των καιρών στο ισπανικό Ποδέμος (π.χ. ο Χόρχε Μορούνο, ενδεχομένως και ο Ινίγκο Ερρεχόν), ο Ρέντσι που ήδη αναφέραμε και ευρείς κύκλοι στελεχών στους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες που διακρίνουν το πολιτικό κενό της μετά την Μέρκελ εποχής να χάσκει μπροστά στα μάτια τους.
Και όσο υπάρχουν αυτές οι πολιτικές ψηφίδες, υπάρχει ελπίδα επανόρθωσης όσων είναι εσφαλμένα. Αλλά εδώ στην Ελλάδα, για τι ψηφίδες μιλάμε;
To «Μεγάλο μας Τσίρκο». Παιγμένο από το 2ο Γυμνάσιο Πάτρας
Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, και αναφερόμαστε εδώ ιδίως στο «κεντροαριστερό» και αριστερό (πλην ΚΚΕ), μέσα στα σκοτεινά ερείπια της πάλαι ποτέ «ισχυρής Ελλάδας», έχει χάσει το νήμα των εξελίξεων που διαδραματίζονται στον πραγματικό έξω κόσμο. Το βασικό αρνητικό χαρακτηριστικό του είναι η μυωπική και ακατανόητα αυτοκαταστροφική εμμονή του να αρνείται να κάνει σοβαρή αυτοκριτική για τον μεταπολιτευτικό βίο και πολιτεία του. Σ΄ αυτό επιπροστίθεται ένας παράδοξος αυτοαναφορικός ελληνοκεντρισμός, όχι δομικά διαφορετικός από τον ελληνοκεντρισμό των λαϊκιστών ή των αριστεριστών και η αιώνια εμμονή με την (δήθεν) «επικοινωνιακή» πολιτική των συμβόλων και ιδεολογημάτων. Πολιτική δια το θεαθήναι μόνον. Η όλη συμπεριφορά τους στην πράξη αποκαλύπτει και απώθηση της κομβικής παρατήρησης του Μουζέλη: «ένας αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος των αγορών μπορεί σήμερα να επιτευχθεί μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο». Αυτό, για ό,τι αφορά τις «μικρομεσαίες» ομάδες πολιτικοποιημένων Ελλήνων, πέρα από τους δεσμούς προσωπικών συμφερόντων και τρόπου ζωής, εξηγείται και με «ψυχαναλυτικούς» όρους, ως φαινόμενο τοξικής οπαδικής νοοτροπίας, πράγμα που εύστοχα επισημαίνει η Αγγελική Σπανού.
Και η μεν «κυβερνώσα Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ήλπιζε σε χαρούμενες περιπέτειες σε μια ΕΕ-χώρα της θεωρίας παιγνίων, τελικά «έφθασε στο χείλος του βάραθρου, είδε το χάος και έκανε πίσω», όπως γράφει ο Γάλλος οικονομικός συντάκτης Γκυγιώμ Ντυβάλ. Τώρα, δυστυχώς, καίει άστοχα τα πολύτιμα πολιτικά καύσιμά της σε ατελέσφορες συγκρούσεις και αναδιαρρυθμίσεις εντός του βαθέος και αποτυχημένου κράτους (π.χ. δικαστική εξουσία) και του κύκλου των καλών πελατών του (ΜΜΕ) ή σε παράδοξες συνυπάρξεις με την Δεξιά της ολικής αποτυχίας των ετών 2004-2009. Αλλά οι άλλοι, το Κέντρο, η λεγόμενη Κεντροαριστερά, ή, ακριβέστερα, οι διεσπαρμένοι, πολιτικά ιριδίζοντες επίδοξοι Έλληνες Σοσιαλδημοκράτες (φορτωμένοι και με το πρόσθετο βάρος αυτής της ιδρυτικής επαγγελίας που αποδείχτηκε διαχρονικά ατελέσφορη), τί πολιτική πρόταση και τί προγραμματικές αρχές έχουν να προσφέρουν επί του διακυβεύματος που συζητάμε; Πώς θα συμβάλλει, στο μέτρο που της αναλογεί, μια ελληνική Πολιτεία με ανακτημένη αξιοπιστία και μια ελληνική κοινωνία λιγότερο δυσαρμονική από την ύστερη μεταπολιτευτική, στον «πολιτικό έλεγχο των αγορών» σε Ενωσιακό και μεταεθνικό επίπεδο;
«Προέχει να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ», θα απαντήσουν μερικοί βιαστικά. «Και τα βρίσκουμε μετά, τα υπόλοιπα». 
Ωραία, κάποια στιγμή θα φύγει· αύριο ή μεθαύριο. Και θα έλεγε κανείς, με αντιφατικά συναισθήματα, αυτός όπως έστρωσε έτσι θα κοιμηθεί.  Και μετά;
Η ελληνική δημοκρατική Δεξιά ως όλον, όταν έρθει η σειρά της να γίνει κυβερνώσα, μάλλον δεν θα χρειαστεί μικρότερους συμμάχους. Αυτό δείχνει η σημερινή δυναμική των μετατοπίσεων στις προτιμήσεις και οι εμμονές στην πολιτική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Άλλωστε, από προγραμματική άποψη, η ίδια η ελληνική Δεξιά μόνη της, ως φορέας εκπροσώπησης κοινωνικών δυνάμεων, ήταν, είναι και θα είναι μια συμμαχία πολυσυλλεκτική, ή μάλλον ετερόκλητη. Θα είναι η γνωστή Δεξιά που ξέρουμε μετά το 1981: Του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και των λεγόμενων Καραμανλικών. Θα είναι η εξ αδιαιρέτου Δεξιά των σοφτ εθνικολαϊκιστών που υποδύονται τους εθνικοσυμφιλιωτικούς, τύπου Προέδρου Προκόπη Παυλόπουλου, και των χαρντ ιδεολόγων μαχητών τύπου Άδωνι Γεωργιάδη και Μάκη Βορίδη. Και ίσως θα είναι η Δεξιά του Αντώνη Σαμαρά αγκαλιά με την Δεξιά του Πάνου Καμμένου, παρόλο που ο δεύτερος «αποστάτησε» κατά του «αποστάτη» (μην έχουμε αυταπάτες, είναι ομοαίματος και σαρξ εκ της σαρκός).
Ας μιλήσουμε λοιπόν σοβαρά για ρεαλιστική πολιτική: Πιστεύει κανείς ότι αυτή «η Δεξιά που μας έλαχε», όταν επιστρέψει ως κυβερνώσα παράταξη, μπορεί να συμβάλλει, στο μέτρο που αναλογεί στην Ελλάδα, στον «πολιτικό έλεγχο των αγορών σε Ενωσιακό και μεταεθνικό επίπεδο»; Δηλαδή, ότι θα βοηθήσει την Ελλάδα να κάνει το καθήκον της στον σημερινό κόσμο, ώστε να βοηθηθεί και η ίδια η Ελλάδα ως χώρα; Πράγμα που σημαίνει, ότι, τότε, εκτός των άλλων, θα «βοηθηθεί» επιτέλους, με διατηρήσιμο τρόπο και η κυβερνώσα Δεξιά της - η μονίμως αυτοκαταστροφική και καταστροφική μετά το 1981; Και κάτι περισσότερο: Πιστεύει κανείς ότι το όλον ή ένα μέρος της ελληνικής Δεξιάς, ενδιαφέρεται γι' αυτό το διακύβευμα, του πολιτικού ελέγχου των αγορών σε διεθνικό ή εθνικό επίπεδο;
Δεν ξέρω άν υπάρχει πιά εναλλακτική λύση στο σενάριο αυτό της δεξιάς επιστροφής, και μάλιστα σε μέλλον ορατό. Το πιθανότερο, όχι. Και τα παραπάνω περί πολιτικής συνέχειας της μέλλουσας και της παρελθούσας ΝΔ δεν είναι πρόβλεψη, αλλά τα κάνει βάσιμες πιθανότητες, εκτός των άλλων, η τερατώδης δύναμη της πολιτικής αδράνειας που υφιστάμεθα μετά το 2009 στην Ελλάδα.  
Πάντως, είναι άλλο να βλέπεις ότι το επόμενο τσίρκο έρχεται και άλλο να το προσμένεις με ελπίδα και να το χειροκροτείς εκ των προτέρων, νομίζοντας ότι είναι το «Θέατρο Τέχνης» ή κάτι σαν θίασος του Ελισαβετιανού Θεάτρου.
  
Γιώργος Β. Ριτζούλης 
Υ.Γ. 27.10.2016 - Διαμάχη για τις τηλεοπτικές συχνότητες, Σύνταγμα, άστοχοι χειρισμοί της κυβέρνησης, των αντιπολιτευόμενων πολιτικών δυνάμεων και των κορυφών της δικαστικής εξουσίας:
Γ. Χ. Σωτηρέλης: Διπλή ήττα της Δημοκρατίας (Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα