Αναγνώστες

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου Χρήστος Νάτσης/ΧΡΟΝΟΣ

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου


Πώς αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία ενώ προσβλέπει σε ένα πολιτικό παιχνίδι για λίγους

Χρήστος Νάτσης
Όταν το 2005 ο Πέτρος Θεοδωρίδης χρησιμοποιούσε σε ομιλία του τον όρο εθνολαϊκισμός1 γνώριζε πως αυτός «είναι αδόκιμος».2 Τον χρησιμοποιούσε ωστόσο για να περιγράψει μια κατάσταση πραγμάτων, αυτήν της ιδιότυπης σύγκλισης εθνικιστικού και λαϊκιστικού λόγου που εκφραζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση της πόλης της Θεσσαλονίκης ως έμπρακτη πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς, η οποία απαιτούσε τη διάκριση από αυτό που ο συγγραφέας αισθανόταν ίσως ότι έπρεπε να προστατευτεί: έναν λαϊκισμό παραγωγό θετικών κοινωνικών σημασιών και έναν εθνικισμό συγκροτητικό κατά τη νεωτερικότητα απελευθερωτικών ταυτοτήτων. Η θεωρητική έγνοια, λοιπόν, βρισκόταν στην προάσπιση της διάκρισης των αποχρώσεων και όχι των εύκολων συμψηφισμών. Ο νεολογισμός δηλαδή κατέχει μια θέση «διαμοιραστή», ευνοώντας την υποδοχή μιας εμπειρίας που ξαφνιάζει την εννοιακή συγκρότηση· δεν προσπαθεί να περιορίσει την εμπειρία στα προαποφασισμένα σχήματα του νου.
Η εξέλιξη του όρου θα ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Όταν πέρυσι κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα από τις εκδόσεις Επίκεντρο οι συλλογές δοκιμίων Ο νέος εθνικολαϊκισμός3 και Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός,4 των Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ και Ανδρέα Πανταζόπουλου αντίστοιχα, αποτέλεσαν τη θεωρητική επικύρωση μιας χρήσης του όρου που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδεολογικά αντι-εννοιακή. Στο σύντομο δοκίμιό του ο Ταγκιέφ επικαλείται την αναγκαιότητα της επιστροφής στην κατηγορία του εθνικολαϊκισμού, που «κατασκευασμένη ως κατανοητικό υπόδειγμα ενός ορισμένου τύπου κινημάτων [...] επιβλήθηκε στις επιστημονικές εργασίες για τις μεταμορφώσεις των ακροδεξιών στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980» (σ. 85-86), ώστε να συγκεκριμενοποιήσει τη «ρευστή έννοια» (σ. 33) του λαϊκισμού. Διακρίνει έτσι ανάμεσα σε λαϊκισμό διαμαρτυρίας –όπου η βασική διάκριση είναι μεταξύ λαού και διεφθαρμένης ελίτ– και σε ταυτοτικό λαϊκισμό – όπου ο εχθρός που προκαλεί τα δεινά προέρχεται από έξω. Παρόλο που και οι δύο λαϊκισμοί είναι επικίνδυνοι ως πρωτίστως «ανεύθυνοι» και «απολιτικοί», καθίσταται προφανές πως η κατάδειξη της μετατόπισης στους ταυτοτικούς λαϊκισμούς απονομιμοποιεί ακόμη περισσότερο τα υποκείμενά τους. Η επιφυλλιδογραφική οπτική του Ταγκιέφ, μια ήπια, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, θεωρία των δύο άκρων, που επιβουλεύονται την αστική δημοκρατία των δικαιωμάτων, απολήγει εξάλλου στον διπλό στόχο Λεπέν-Μελανσόν (κρίσιμη είναι εδώ η συγκυρία γραφής του κειμένου, λίγο πριν τις γαλλικές εκλογές του 2012, την οποία η «αξιολογικά ουδέτερη» πρόσληψη του Πανταζόπουλου στην εισαγωγή δείχνει να ξεχνά). Αυτό που αυτοκατανοείται ως ουδέτερη ανάλυση δείχνει να ξεχνά τη δική του τοποθέτηση στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης, υιοθετεί την οπτική ενός φύσει στην επικράτεια του θέσει. Ο Πανταζόπουλος, από την άλλη, χρησιμοποιεί το σχήμα του Ταγκιέφ για να αναγνώσει τις πολιτικές εξελίξεις από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 (ο ίδιος διόλου τυχαία τοποθετεί τη λέξη εντός εισαγωγικών, αποκαλύπτοντας τη θεωρητική του προκανανόηση) μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα – με μια σημαντική διαφοροποίηση: ενώ στον Ταγκιέφ ο λαϊκισμός είναι έννοια γένους και ο εθνικολαϊκισμός μία μορφή του, για τον Πανταζόπουλο, σε μια κίνηση απλοποίησης, «ο λαϊκισμός υπάρχει μόνο ως εθνικολαϊκισμός ή και εθνοτικολαϊκισμός». Η έγνοια εδώ είναι να τοποθετηθούν υπό την ίδια σκέπη όσοι ασκούν κριτική στο προσλαμβανόμενο ως αχρονικό μοντέλο της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας.5

Το αποκείμενο του ακραίου Κέντρου
Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που προβάλλει η ιδεολογική χρήση και κατάχρηση του όρου στο πλαίσιο της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Μιλώντας εδώ για «ακραίο Κέντρο» εννοώ το κομμάτι εκείνο του πολιτικού φάσματος που αυτοκατανοείται ως μετριοπαθές, μεταρρυθμιστικό Κέντρο, όπως έχει διαμορφωθεί ως υπεράνω του πολιτικού ανταγωνισμού. Εννοώ δηλαδή εκείνο το Κέντρο που συγκροτούμενο ως «εκσυγχρονιστικό» έχει θέσει τον εαυτό του πέραν της διαλογικής συγκρότησης του Πολιτικού ως ανταγωνιστικού, χάρη μιας μεταπολιτικής ιδεολογίας της «κοινής λογικής» και του «αυτονόητου». Διεκδικώντας τη μονοπώληση ηχηρών σημαινόντων του Διαφωτισμού (ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία) αυτό το Κέντρο δρα με ριζοσπαστισμό ανατρέποντας κοινωνικές σχέσεις βασισμένες σε μια μεταπολεμική συναίνεση του κράτους δικαίου, διαμορφώνοντας μία βιοπολιτική μετα-κοινωνία. Μια ατζέντα οικονομικής απορρύθμισης που συναρμόζεται με μια ταυτόχρονη αυταρχικοποίηση του Πολιτικού.
Η χρήση του εθνικολαϊκισμού σ’ αυτό το πλαίσιο είναι αρνητική, με τη φορμαλιστική έννοια του όρου. Χρησιμοποιείται δηλαδή για να συγκροτήσει αντιθετικά τη μορφή του αποκείμενου της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Σε αντίθεση με τον «φιλελεύθερο», «μετριοπαθή», «δημοκράτη» πολίτη –αυτόν που προτείνω να ονομάσουμε «λευκό πολίτη»–6 ο φορέας του εθνικολαϊκισμού αποτελεί τον αντίποδα, έναν αντίποδα που ο καταγγελτικός του εθνικολαϊκισμού λόγος αντιμετωπίζει λίγο-πολύ ως βδέλυγμα.
Έτσι, ο Νίκος Μαραντζίδης θα αποδώσει στο εθνολαϊκιστικό υποκείμενο όλα τα δεινά της Μεταπολίτευσης, δίνοντας στον όρο αναδρομική ισχύ: 
Θεμελιώδες στον εθνολαϊκισμό υπήρξε το πρόταγμα του εξισωτισμού, στοιχείο απαραίτητο της κοινωνίας της επαγγελίας των απανταχού λαϊκιστών. Όλοι, λοιπόν, έπρεπε να είναι ίσοι· όχι όμως απέναντι στο νόμο αλλά απέναντι στις επιδιώξεις τους. Όλοι, για παράδειγμα, θα έπρεπε να χτίζουν όπου θέλουν, να παρκάρουν όπου βρουν, να μπουν στο πανεπιστήμιο και βέβαια όλοι να το τελειώσουν.
Επειδή όμως, ο εθνολαϊκισμός είχε ως πρότυπό του την κοινωνία της αφθονίας και όχι αυτήν της αυτάρκειας (έτσι όπως εμφανιζόταν για παράδειγμα στις κομμουνιστικές χώρες) ο εξισωτισμός απόκτησε χυδαία χαρακτηριστικά. Ο νεοπλουτισμός έγινε όχι απλώς τρόπος αλλά στόχος ζωής. Κατά συνέπεια, αυτό που έγινε αντιληπτό ως κοινωνικό κράτος ήταν ένας συνδυασμός κορπορατιστικού κρατισμού και ξεχειλωμένου κεϋνσιανισμού. Με απλά λόγια, κοινωνικό κράτος για τον εθνολαϊκισμό σήμαινε, «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», ή «όλα τα λεφτά, όλα τα κιλά».7
Μπροστά σ’ αυτό το «παρηκμασμένο» υποκείμενο το φιλελεύθερο πρόταγμα θα προβάλει ως ελευθερωτής:
«Ο φιλελευθερισμός με την έννοια της προτεραιότητας του ατόμου, της ευημερίας και της ασφάλειάς του μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική διακομματική απάντηση στις ιδεολογίες του εθνολαϊκίστικου ολοκληρωτισμού, που τρέφονται από την απαξίωση κάθε είδους ατομικότητας και μισούν την καντιανή προτροπή sapere aude».8

Η αδιαφοροποίητη δημοσιότητα
Πώς όμως αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία; Πώς κατέστη νόμιμη η χρήση και η κατάχρησή της; Σε πρόσφατο κείμενό μας,9 παραθέταμε με τον Αυγουστίνο Ζενάκο την εκτίμηση του Αριστείδη Μπαλτά, διατυπωμένη ήδη από το 1985, για το αδιαφοροποίητο της ελληνικής δημοσιότητας. Γράφει ο Μπαλτάς:
Τα πολλαπλά αλληλοδιασταυρούμενα νήματα που συνδέουν αυτούς τους θεσμούς και ιδρύματα υφαίνονται από τη δράση ενός ειδικού κοινωνικού μηχανισμού με πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες [...] με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η δράση να αναιρεί στην πράξη την ονομαστική αυτοτέλεια των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών, να εξομαλύνει τις ιδιαιτερότητες του καθενός, να εξισώνει τους ρόλους τους, να ομογενοποιεί τις λειτουργίες τους και να καθιστά τα προϊόντα αυτών των λειτουργιών ομοιόμορφα και γι’ αυτό ανταλλάξιμα: οι ανακοινώσεις σε ένα συνέδριο φιλοσοφίας μπορούν αυτούσιες και αυτονόητα να αποτελέσουν επιφυλλίδες κάποιας εφημερίδας, όπως αντίστροφα, και εξίσου αυτονόητα, οι επιφυλλίδες μπορούν να λογίζονται για επιστημονικές ανακοινώσεις και να υπολογίζονται σαν τέτοιες [...]. Οι έλληνες διανοούμενοι δεν κατανέμονται δηλαδή απλώς στους επιμέρους θεσμούς και ιδρύματα ενός δικτύου οσοδήποτε σφιχτοπλεγμένου. Ο ειδικός κοινωνικός μηχανισμός που ρυθμίζει, αδιόρατα ίσως αλλ’ αναπόδραστα τη λειτουργία των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών δημιουργεί τελικά στην πράξη έναν μοναδικό θεσμό ο οποίος ορίζει κατά ενιαίο τρόπο μια μοναδική και ενιαία κοινότητα, την άκρως συνεκτική και ουσιαστικά αδιαφοροποίητη κοινότητα των ελλήνων διανοουμένων. 10
Σε αυτή την αδιαφοροποίητη ελληνική δημοσιότητα η οριζόντια κίνηση των ιδεών από την ακαδημία στα περιοδικά και από εκεί στον πολιτικό Τύπο δεν συναντά τις αντιστάσεις του «τελωνειακού ελέγχου». Έτσι, στην περίπτωσή μας, την ίδια στιγμή που ο εθνικολαϊσμός διεκδικούσε αξιώσεις επιστημονικότητας μέσα από τα δοκίμια και της μεταφράσεις δοκιμίων που ο Πανταζόπουλος επιμελούνταν στη Νέα Εστία (έντυπο με υψηλό στάτους στην ελληνική δημοσιότητα), οι επιφυλλίδες του στο Βήμα διέχεαν προς τα έξω τη χρήση της, κοινωνώντας τη σε ένα κοινό δημοσιολογούντων που δεν μπορούν να ελέγξουν τη διαδικασία της παραγωγής της, αλλά είναι πρόθυμοι να τη χρησιμοποιήσουν, διευκολύνοντας την παραγωγή λόγου χωρίς το άχθος της αναλυτικής τεκμηρίωσης. Κατόπιν, τα βιβλία, και οι συνεχείς πρόλογοι στα βιβλία άλλων, εν είδει πατριαρχικής ευλογίας του εισηγητή του όρου, ενέτειναν την εντύπωση πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια καινοφανούς αναλυτικής χρησιμότητας έννοια. Στην πραγματικότητα, βλέπουμε σε πλήρη λειτουργία μια μηχανή ανατροφοδότησης ενός εννοιακού φαύλου κύκλου: την ψευδαίσθηση ανισόπεδων κόμβων επικύρωσης σε ένα φλατ συνεχές. Η δημοσιότητα του λόγιου περιοδικού, του κοινού της εφημερίδας, το εκδοτικό συμφραζόμενο, όλα αποτελούν πρωτεϊκές μεταμορφώσεις μιας και της αυτής διαδικασίας, ενός και του αυτού τόπου.
  
Επιστημονισμός και κουλτουραλισμός
Για να λειτουργήσει ωστόσο αυτή η μηχανή χρειάζεται και ένα συμπλήρωμα. Η αρνητική επίκληση ενός υποκειμένου του εθνικολαϊκισμού υπονοεί την ύπαρξη ενός αντίποδα, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προστατεύουν από αυτόν. Οι δύο σημαντικότεροι κόμβοι γύρω από τους οποίους συναρθρώνεται η αντίπαλη στην εθνικολαϊκιστική υποκειμενικότητα είναι μία ειδική μορφή επιστημονισμού και μια ειδική μορφή «κουλτουραλισμού».
Στην ιδεολογική αφήγηση του ακραίου Κέντρου, το υποκείμενο του εθνικολαϊκισμού πάσχει από μία πίστη σε ανορθολογικές θεωρίες συνωμοσίας, απέχει της κοινής λογικής, χρησιμοποιεί απλουστευτικές των πραγμάτων προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Στον αντίποδα βρίσκεται ένα ιδεολογικοποιημένο υποκείμενο του Διαφωτισμού. Πράγματι, η επίκληση του Διαφωτισμού και της ανάγκης να περάσει ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έναν αποτελεί ένα από τα συνηθισμένα μάντρα του κεντρώου, ήπιου, μεταρρυθμιστικού λόγου. Ενώ όμως στις ιστορικές του απαρχές η ορθολογική διαφωτιστική στάση αποτελεί τη συνισταμένη τόσο μιας ηθικής όσο και μιας γνωστικής στάσης έναντι της πραγματικότητας, που μεταφράζεται σε ενεργή στάση τόσο στο πολιτικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο, στην ιδεολογική επίκλησή της στην Ελλάδα της κρίσης, η πρώτη στιγμή εξαφανίζεται. Η υποτιθέμενη πολυπλοκότητα των πραγμάτων καλεί το αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο σε αποχή από την πολιτική πράξη. Είναι η πίστη στον λόγο των ειδικών αυτή που οφείλει να κατευθύνει την πολιτική επιλογή, η οποία έτσι αποκαθαίρεται από κάθε στοιχείο απρόβλεπτου, από κάθε άνοιγμα δηλαδή προς το στοιχείο του νέου και της έκπληξης, από κάθε προοπτική ελευθερίας. Αν έτσι το εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο είναι δύσπιστο έναντι της επιστήμης, το αντι-εθνικολαϊκιστικό την ανάγει σε μια νέα πίστη.
Ενώ όμως ο επιστημονισμός διαλαλεί την πολυπλοκότητα των διαδικασιών για να αναδείξει σε φυσικές τις πολιτικές αποφάσεις που πρέπει να παρθούν –μια καθαρή περίπτωση φετιχοποίησης και μυστικοποίησης– συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια επίκληση της προφάνειας αυτών ακριβώς των αποφάσεων. Πρόκειται για περίφημη «κοινή λογική». Το δόγμα της κοινής λογικής πρεσβεύει πως υπάρχουν ζητήματα της πολιτικής συγκρότησης που υπερβαίνουν την παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανοίγεται στη σφαίρα του πολιτικού ένα μεταπολιτικό ρήγμα, που περιλαμβάνει ζητήματα πέραν του πολιτικού ανταγωνισμού, ζητήματα που προβάλλονται από τους ιδεολόγους του ακραίου Κέντρου ως οφθαλμοφανή και αυταπόδεικτα. Μόνο η διευθέτησή τους μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση μιας πολιτικής με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν μία περίπτωση αυτών των ζητημάτων. Ας πάρουμε το παράδειγμα της αξιολόγησης. Πάνω στην προφάνεια του ελέγχου της αποτελεσματικότητας της απόδοσης των δημόσιων υπαλλήλων, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου αρθρώνει έναν λόγο που θεωρεί το ζήτημα ως επιλύσιμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η προφάνεια του αιτήματος (που πέραν της εφαρμογής του παραμένει τόσο αφηρημένο που στερείται όντως οποιουδήποτε προσδιορισμού) συνδυάζεται εδώ με την πολυπλοκότητα της εφαρμογής για να το αποσυνδέσει από κάθε πολιτική διαβούλευση. Το αποτέλεσμα όμως είναι βαθύτατα πολιτικό, στον βαθμό που η ρητορική αυτή οδηγεί στην εκτέλεση μιας λεπτομερώς προσδιορισμένης νεοφιλελεύθερης ατζέντας με συγκεκριμένη αντίληψη για το κράτος και τη λειτουργία του. Ο ίδιος συνδυασμός προφάνειας και πολυπλοκότητας χρησιμοποιείται σχεδόν αναλλοίωτος σε όλα τα μείζονα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας – αρκεί να δει κανείς τα νομοσχέδια των θερινών τμημάτων της Βουλής.
Η ίδια δυαδικότητα παρατηρείται και στη διάσταση του κουλτουραλισμού. Από τη μια, το φιλελεύθερο, αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο επικαλείται, καταναλώνει, ζει με σταθερή αναφορά στην τέχνη. Είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για μουσική ή για κινηματογράφο, η επίκληση στην καλλιέργεια και η συνακόλουθη πρόταξη της παιδείας ως της πανάκειας που θα λύσει όλα τα προβλήματα (ένας διαφωτιστικός μύθος που επιζεί και στην Αριστερά υπό τη μορφή του κλασικού τύπου αντίληψης της ιδεολογίας ως άγνοιας, ως παραμόρφωσης μιας πραγματικότητας της οποίας αρκεί η γνώση και μόνο) αποτελεί το μοτίβο. Το ηθικό πλεονέκτημα που η επίκληση και μόνο της κουλτούρας προσδίδει σ’ αυτόν που προβαίνει στην επίκληση, μετατρέπει το αντίθετο στην κουλτούρα εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο σε ακόμη μεγαλύτερο βδέλυγμα.
Μια πιο κοντινή ματιά, ωστόσο, στην ουσία αυτού του κουλτουραλισμού, στις ιδιαίτερες στρατηγικές εφαρμογής του, δείχνει και την περιορισμένη και εντέλει πολεμική του εμβέλεια. Η τέχνη στα συμφραζόμενα της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου λειτουργεί ως «αξεσουάρ»: η αυτονομία που της αποδίδεται δεν είναι αυτή του αντορνικού έργου τέχνης, αυτονομία που επιστρέφει στην κοινωνία ως κριτική, αλλά η αυτονομία της επ’ άπειρον χρήσης, σε απόσταση από τους αναστοχαστικούς όρους πρόσληψης που το ίδιο το έργο τέχνης θέτει. Πρόκειται για μια μορφή ανεστραμμένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού: αν εκεί επρόκειτο για την προβολή και ταύτιση του έργου με μια συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα, εδώ πρόκειται για την απαγκίστρωση από κάθε συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό προσδιορισμό. Αυτό επιτρέπει στο αντι-εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο να απολαμβάνει τη μουσική, π.χ., του Τσάρλι Χέηντεν ή του Τσαρλς Μίνγκους την ίδια στιγμή που επιχειρηματολογεί υπέρ της διατήρησης στην εξουσία μιας κυβέρνησης που αποδεδειγμένα συντηρεί στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών.
Επίσης, φροντίζοντας να επανεγγράψει όλη τη μεταπολίτευση ως εθνικολαϊκιστική, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου μέσω του άσφαιρου κουλτουραλισμού της επιδιώκει και την εμβάθυνση της ρελάνς απέναντι στην περιώνυμη «ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς». Η διεκδίκηση της τέχνης ως του χώρου του μετριασμού όχι μόνο της πολιτικής αντίθεσης, αλλά και της πολιτικής συνθήκης εν γένει, επαναφέρει το μεταπολιτικό, εκσυγχρονιστικό της αίτημα ως οιονεί εγκατάσταση σύγχρονης τέχνης. Ως μεταμοντέρνο ready made προς χρήση παραδοσιακότατων κυριαρχικών προγραμμάτων.
Ο εθνικολαϊκισμός ήρθε για να μείνει. Μαζί με τον επιστημονισμό και τον κουλτουρισμό συγκροτούν έναν αστερισμό ιδεολογημάτων που επιτελούν τη διαβολή και την υποβάθμιση του λαού, επερωτώντας εντέλει την ίδια την πολιτική συμμετοχή και αφήνοντας την πολιτική ένα παιχνίδι για λίγους.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png
ΧΡΟΝΟΣ 17 (09.2014)
 ΔΕΙΤΕ  ΚΑΙ
http://luciferidis.wordpress.com/2008/09/22/%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7/

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πολυ μπερδεμένο το αρθρο... Τι θελει ναμας πει; Ας μας κανει μια περιληψη ο αρθρογραφος

Amacord του Φελίνι ..Πέτρος Θεοδωρίδης

 Για την ταινια  Αmacord ------------------------------ Πετρος Θεοδωριδης Στο επίκεντρο της ταινίας Αmacord,  είναι ένας νεαρός έφηβος, και ...